ORIGINALS

Η πρώτη μου δουλειά

Οι δημοσιογράφοι του Oneman κάνουν ένα flashback στις εποχές από το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί (στο περίπου).

Οι αναμνήσεις, ξαναγυρίζουνε. Μέσα σε ένα κόνσεπτ νοσταλγίας, αποφασίσαμε να πάμε λίγο πίσω (άντε, πολύ) και να θυμηθούμε τη δουλειά που μας χάρισε το πρώτο μας χαρτζιλίκι. Κάποιοι από εμάς, ξεκίνησαν και συνέχισαν στο χώρο της δημοσιογραφίας. Κάποιοι άλλοι, καμία σχέση. Κάποιοι φορούσαν κουστούμι και κάποιοι ήταν ξυπόλητοι. Τέλος πάντων, το θέμα όπως και να χει, είναι ένα: Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή.

*Προσοχή: Σκληρές εικόνες*

Και, εννοείται ότι περιμένουμε στα σχόλια να μάθουμε και για το δικό σου πρώτο μεροκάματο.

20 χρονών και Ολυμπιακός στην Αθλητική Ηχώ, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Απ’ τη μία, είμαι τυχερός γιατί δεν έχω κάνει ποτέ καμία δουλειά άσχετη με τ’ αντικείμενό μου, με λίγα λόγια έχω δουλέψει μόνο σαν δημοσιογράφος. Απ’ την άλλη, η εμπειρία της Ηχούς, αν και καλό σχολείο, δεν είναι αυτό που λέμε “όνειρο που έγινε πραγματικότητα”.

Έχοντας μπει στα ΕΜΜΕ για να εξασκήσω την αθλητική δημοσιογραφία, η πρακτική μου σε μια αθλητική εφημερίδα φάνταζε ως την ιδανική αρχή σε μια λαμπρή καριέρα. Μετά από ένα τυπικό ραντεβού, συμφωνήσαμε σε έξι ημέρες δουλειάς την εβδομάδα, για να βοηθήσω στο ρεπορτάζ της Γ’ Εθνικής και των Ερασιτεχνικών κατηγοριών ποδοσφαίρου. Η εφημερίδα κέρδισε έναν τζάμπα υπάλληλο (αργότερα κατάλαβα ότι δεν πλήρωνε κανένα) κι εγώ τα πρώτα μου παράσημα, γιατί για ένσημα, ούτε καν.

Μια ημέρα πριν ξεκινήσω δουλειά, χώρισα με την τότε κοπέλα μου και πήγα για την πρώτη μου μέρα στην εφημερίδα ερείπιο. Έκανα κάθε μέρα τη διαδρομή Κηφισιά-Μοσχάτο με το τρένο και τους πρώτους μήνες ήθελα απλά να βάλω τα κλάματα στη μέση της διαδρομής και να γυρίσω πίσω. Δεν έφταιγε η δουλειά, έφταιγε η ερωτική απογοήτευση.

Αργότερα, όταν ξεπέρασα το κορίτσι, άρχισε να φταίει κι η δουλειά. Δούλευα κάθε Σαββατοκύριακο μέχρι αργά το βράδυ, γράφοντας σκορ και συνθέσεις με παίκτες που δεν είχα ξανακούσει ποτέ. Απλήρωτος, χωρίς τίποτα να είναι συναρπαστικό, σε ένα γενικότερο κλίμα παρακμής και γκρίνιας. Είχα μάθει απ’ έξω όλες τις στάσεις του ηλεκτρικού, είχα τσακωθεί με ρεπόρτερ του μπάσκετ επειδή είχα πανηγυρίσει γκολ του Ολυμπιακού σε εχθρικό έδαφος, είχα γράψει και δηλώσεις προπονητή που δεν έγιναν ποτέ, επειδή ένας συνάδελφος βαρέθηκε κι έφυγε νωρίτερα κι όταν του είπα ότι δεν έβρισκα τον προπονητή στο τηλέφωνο, μου είπε να μην προβληματιστώ, αλλά να επινοήσω ψεύτικες δηλώσεις, αφού έτσι κι αλλιώς το δικό του όνομα θα έμπαινε. Η δημοσιογραφία στα καλύτερά της.

 

Άντεξα εννέα μήνες, δεν πήρα φράγκο, παρά μόνο ένα λάπτοπ στην κοπή της πίτας (δεν με χάλασε) κι αποφάσισα πως η αθλητική δημοσιογραφία δεν ήταν για μένα. Για κάποια χρόνια, είχα ξεγράψει την δημοσιογραφία γενικά, αλλά τελικά επέστρεψα. Στα αθλητικά πάντως, θα μείνω μόνο για το χόμπι.

Πήρα ωστόσο κάποια πολύτιμα μαθήματα, έμαθα πράγματα (εκτός απ’ το δρομολόγιο του ηλεκτρικού) και γνώρισα 2-3 εξαιρετικά παιδιά. Ένας εξ αυτών, ο αγαπημένος Γιάννης Σταυρουλάκης, τον οποίο συνάντησα στην 24Media σχεδόν μια δεκαετία μετά και συχνά πυκνά εξιστορούμε αναμνήσεις απ’ την ιστορική Ηχώ, σαν φαντάροι που έκαναν μαζί θητεία στον Έβρο.

Τουλάχιστον, είχα μιλήσει στο τηλέφωνο με τον Ντανιέλ Μπατίστα, δεν το λες και λίγο ε;

Με τις ιερόδουλες στην πλατεία Βικτωρίας ο Πάνος Κοκκίνης

Όχι με τις ίδιες, αλλά τον αγαπημένο τους λογιστή. Ένα δηλαδή καραφλό 70χρονό με τεράστια μύτη που χρησιμοποιούσε το σπίτι του στην πλατεία ως γραφείο και στον οποίο με έστειλε η μάνα μου όταν διαπίστωσε ότι δεν παίζει να τελειώσω ποτέ το Οικονομικό της Νομικής. Κάτι που όντως και έγινε.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που μου άνοιξε την πόρτα, με την ρόμπα ανοιχτή και τίποτα από μέσα. Όπως ποτέ δεν θα ξεχάσω τις πρώτες 10 πελάτισσες που είδα να μπαίνουν εκείνο το πρωινό στο γραφείο.

Όχι, αν αναρωτιέσαι, δεν πληρωνόμουν σε είδος. Για την ακρίβεια ο τύπος δεν με άφησε ποτέ να ασχοληθώ με τον συγκεκριμένο επαγγελματικό κλάδο. Σε εμένα, αντιθέτως, φόρτωσε όλους τους φούρνους της περιοχής. Δεν έχεις ιδέα για πόσα τιμολόγια και αποδείξεις μιλάμε.

Πέντε μήνες μετά ‘μετακόμισα’ σε λογιστήριο πολυεθνικής με αυτοκίνητα. Αλλά ποτέ δεν ξέχασα την δουλειά που με έκανε, υπό μια έννοια, άντρα.

Σε βίντεο κλαμπ ο Ηλίας Αναστασιάδης

Δούλευαν ήδη σε καταστήματα του franchise (τρομάρα του) δύο από τους τρεις κολλητούς μου. Έγινα ο τρίτος, στο κατάστημα της Δάφνης. Οι κολλητοί μου δούλευαν στα καταστήματα της Ηλιούπολης. Ήμουν 20, δούλευα part-time και έμοιαζα αρχικά μάλλον με τον πιο ευτυχισμένο part-time υπάλληλο της χώρας. Η δουλειά άρχιζε συγκεκριμένη ώρα και τέλειωνε συγκεκριμένη ώρα. Καμία σχέση με τη δουλειά που κάνω τα τελευταία έντεκα χρόνια, που αρχίζει περίπου συγκεκριμένη ώρα, αλλά δεν τελειώνει ποτέ. Της μόδας όταν δούλευα ήταν τα dvd του Gothika και του ‘Μετά την Επόμενη Μέρα’.

 

Τις Κυριακές άνοιγα το μαγαζί στις 10 το πρωί, σφουγγάριζα και τακτοποιούσα τα ράφια. Μετά έρχονταν οι πρώτοι για τις τσόντες. Κυριακή 11 το πρωί, εκεί, φρουροί. Όλα πήγαιναν ονειρικά, εκτός από δύο μικρές λεπτομέρειες: α) δεν μπορούσα να ζήσω με τα χρήματα αυτής της part-time απασχόλησης, β) δεν μπορούσα να δουλεύω με τον καινούργιο, χρυσαυγίτη υπεύθυνο (χρόνια πριν γιγαντωθεί το τέρας και γεμίσει ο τόπος ναζί ψηφοφόρους), ο οποίος μια μέρα πριν παραιτηθώ εξαιτίας του, μου έχωνε: “Ε βέβαια, δεν έχεις πάει φαντάρος ακόμα, γι’ αυτό είσαι τόσο χαλαρός. Για πήγαινε στρατό να δεις πώς θα σου κάνουν τον κ…”. Κακή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται.

Πωλήτρια σε κατάστημα με είδη δώρων η Ελιάνα Χρυσικοπούλου

Πρωτοετής φοιτήτρια, κάθε απόγευμα καφετέρια, κάθε βράδυ Venue, τι να φτουρήσει το χαρτζιλίκι της μαμάς μου, δεν βγαίνω, μάνα μου, της έλεγα, τίποτα αυτή, κάθε πρώτη του μήνα 50.000 δρχ. ανανέβατα. Και ξαφνικά μου προτείνουν, για την περίοδο των Χριστουγέννων να εργαστώ ως πωλήτρια σε μαγαζάκι με είδη δώρων, μπιμπελό, faux bijoux, funky ρολόγια τοίχου, «αστείες» κούπες, παράξενη γραφική ύλη, εκατοντάδες κάρτες και καρτούλες, μικροσκοπικές γόμες, λαστιχάκια για τα μαλλιά, lava lamps, ηλεκτρονικές κορνίζες, γελοία τασάκια, μαξιλάρια που πέρδονται και πολλά, πολλά ακόμη άχρηστα αντικείμενα, έναντι μισθού 5.000 δρχ. την ημέρα. Ναι, καλά διάβασες: την ημέρα. Νομίζω ότι δέχθηκα πιο γρήγορα από τη σκιά μου. Προτού προλάβω να συνειδητοποιήσω, δηλαδή, πως α) Χριστούγεννα σημαίνει συνεχές ωράριο, δηλαδή άνοιγα το μαγαζί στις 8:45 και το έκλεινα ψόφια στις 21.30 (και έπειτα πήγαινα στο Venue και κοιμόμουν στους καναπέδες) και β) το περιβάλλον εργασίας ήταν από εκείνα που, αν καταφέρουν να αντέξουν τα νεύρα σου να βγάλεις τον μήνα, έπειτα τρως ό,τι λεφτά έβγαλες στον ψυχίατρο. Όλη μέρα όρθια, ανάμεσα σε χιλιάδες πολύχρωμα τζάτζαλα μάτζαλα (χωρίς υπερβολή, υπήρχε ένα «δωράκι» κρυμμένο παντού, η βιτρίνα φίσκα, τα ράφια ασφυκτικά γεμάτα, κρέμονταν πράγματα και από το ταβάνι), να επαναλαμβάνω εναλλάξ τις φράσεις «μπορώ να βοηθήσω κάπως;» και «ψάχνετε κάτι συγκεκριμένο;», και να προσπαθώ να μην ουρλιάξω κάθε φορά που κάποιος πελάτης πατούσε το κουμπί στο Ψάρι – πράγμα που έκανε περίπου ΚΑΘΕ πελάτης.

 

Το αποκορύφωμα ήρθε ακριβώς μετά την Πρωτοχρονιά, όταν πλέον πίστευα πως τα χειρότερα είχαν περάσει. Και τότε έμαθα μια λέξη που μέχρι τότε δεν ήξερα: απογραφή.

Παραγιός στο εργοστάσιο ο Γιάννης Φιλέρης

Πριν από 39 χρόνια, οι γονείς μου θέλησαν να με σκληραγωγήσουν. Ή να με κάνουν, να καταλάβω τι εστι να βγάζεις το μεροκάμαρο, δουλεύοντας. Η πρώτη μου δουλειά ήταν “παραγιός” στο μικρό εργοστάσιο που δούλευε και  Θείος ο Σάββας. Αρχιεργάτης, ο θείος, παραγιός εγώ 12 χρονών. Δηλαδή το παιδί για όλες τις δουλειές. Να κόβω λαμάκια, να κουβαλάω σίδερα και βέβαια γύρω στις 12 το μεσημέρι να ψωνίζω το κολατσιό.

Τότε, γύρω-γύρω από το Μοναστηράκι όπου βρισκόταν το μικρό εργοστάσιο, δεν υπήρχαν …κλαμπ, κλαμπάκια και ουζερί. Μαγαζιά, μπακάλικα και φούρνοι.

Τα χρήματα λίγα. Οι εργάτες, έτσι κι αλλιώς τα μετρούσαν δραχμή με δραχμή. Ένα πενηντάρικο, ένα κατοστάρικο. Να πάρεις λίγο τυρί, καμιά ντομάτα, λίγο ζαμπόν. Ελιές. Ρε μη γελάτε. Ούτε ταινία βλέπετε, με το Νίκο Ξανθόπουλο. Μιλάμε για το 1977, έτσι ήταν η ζωή, ακόμη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα, που στη διαδρομή προς τα μπακάλικα, έχασα ένα κατοστάρικο. Το κατάλαβα όταν πήγα να πληρώσω και μου έλειπαν τα χρήματα.

Γύρισα τρέχοντας πίσω, κάθιδρος. Μέχρι που είδα το κόκκινο κατοστάρικο να λαμπυρίζει στο οδόστρωμα της Ηφαίστου. Έκανα βουτιά τερματοφύλακα, για να το πιάσω, φωνάζοντας “είναι δικό μου”.

Δεν θα ξεχάσω την κούραση, τα βρώμικα ρούχα της δουλειάς. Τα χέρια των εργατών, που ήταν σκληρά, γεμάτα ρόζους. Το ωραίο, καθαρό βλέμμα τους, είτε σου έλεγαν καλημέρα το πρωί, ενώ άλλαζαν, ή “καλό μεσημέρι” στο σχόλασμα. Δεν θα ξεχάσω την εμπειρία και την απόφασή που είπα στη μάνα μου: “Μάλλον πρέπει να κάνω άλλη δουλειά…”

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στα δεκάξι, περνούσα για πρώτη φορά την θρυλική πόρτα της Πειραιώς 9-11, που συστέγαζε τη Βραδυνή στον δεύτερο όροφο, και βεβαίως το ΦΩΣ των Σπορ στον τρίτο…

Σε κτηματομεσιτικό γραφείο η Δώρα Τσαμπάζη

Υπήρξα σερβιτόρα στα φοιτητικά μου χρόνια όπως πάρα πολλοί εκεί έξω, οπότε δεν θα το αναφέρω ως πρώτη δουλειά. Θα πάω στην αμέσως επόμενη, στο τελευταίο έτος στο πανεπιστήμιο, καθώς για μερικούς μήνες, πίστεψα ή με έκαναν να πιστέψω αυτοί που με προσέλαβαν, ότι θα ήταν η πρώτη καλή δουλειά της ζωής μου και η τελευταία, γιατί θα έκανα την εκπληκτική καριέρα στο χώρο του real estate, καθότι επικοινωνιακή κλπ κλπ. Ήταν οι τραγικότεροι μήνες της ζωής μου σε δουλειά.

Το περιβάλλον εκπληκτικό, οι συνάδελφοι υπέροχοι, γελούσαμε όλη μέρα και υπήρχε καλή συνεργασία. Εγώ ήμουν ένα χάλι μαύρο στις πωλήσεις. Και όχι πωλήσεις, να πουλήσω ένα μπλουζάκι, έπρεπε να πείσω τον άλλον να κάνει αγορά ζωής, σπίτι, και μάλιστα σε μια από τις χειρότερες περιοχές της Θεσσαλονίκης με κάκιστα σπίτια 30 ετών, όπου οι πολυκατοικίες συχνά μύριζαν από ποντικίλα μέχρι βοθρίλα.

Έπρεπε να παίρνουμε καθημερινά τυχαία από τον κατάλογο σταθερά και να ρωτάμε, αν πουλάνε ή νοικιάζουν για να τους πάρουμε αποκλειστικότητα, έπρεπε να τηλεφωνούμε σε παλιούς πελάτες που είτε συνεργαστήκαμε τελικά είτε όχι και να τους ρωτάμε τι κάνουν, για να τους θυμίζουμε την παρουσία μας και τέτοια άλλα ενοχλητικά, εεε συγνώμη απαραίτητα εργαλεία μάρκετινγκ ήθελα να πω. Όχι σπίτι δεν πούλησα, ούτε ενοίκιο δεν έκλεισα. Το αποτέλεσμα; Έπεσε η ψυχολογία μου, ένιωθα για καιρό άχρηστη, κενή, και κατέληξα το καλοκαίρι να δουλεύω και πάλι σε μπαρ στη Σαμοθράκη για να πάρω τα πάνω μου και να ξεχάσω αυτήν την τραγική εμπειρία του χειμώνα. Από τότε αποφεύγω και μεσίτες και ασφαλιστές, παρόλο που μέσα μου τρέφω μια κρυφή εκτίμηση για αυτούς, γιατί θέλει πολύ, μα πάρα πολύ γερό στομάχι για να τα καταφέρουν.

“Α, ο γιος του Γιάννη” ο Χρήστος Χατζηιωάννου

Το καλό με το να έχει ο πατέρας σου τη δική του επιχείρηση είναι ότι μπορείς τα πρώτα επαγγελματικά σου βήματα να τα κάνεις εκεί. Το κακό με το να έχει ο πατέρας σου τη δική του επιχείρηση είναι ότι είσαι εκεί επειδή είσαι γιος του και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ, ακόμα κι αν γίνεις καλύτερός του. Ρώτα και τον Yoshikazu Ono πόσο δύσκολο είναι να διαδεχθεί τον πατέρα του, Jiro, στο Sukiyabashi Jiro στην Ιαπωνία.

Εγώ βέβαια δεν έφτιαχνα sushi ούτε επρόκειτο να διαδεχθώ τον πατέρα μου μιας και δεν δέησα να γίνω δικηγόρος. Οπότε οι αρμοδιότητές μου σε ηλικία 17 και 18 ετών σε αυτό το δικηγορικό γραφείο περιορίζονταν στο να σηκώνω (ευγενικά) τα τηλέφωνα, να κρατάω σημείωσεις, να βγάζω φωτοτυπίες, να κατεβαίνω να παίρνω τα σάντουιτς το μεσημέρι, να βάζω καφέ να γίνεται και πού και πού να πετάγομαι στο δικαστήριο να καταθέσω χαρτιά. Και φυσικά να χαμογελάω με συμπάθεια σε κάθε έναν πελάτη που έμπαινε στο γραφείο, δεν αναγνώριζε ποιος είναι ένας 18χρονος φτυστός ο δικηγόρος του και μόλις καταλάβαινε ποιος είμαι αναφωνούσε ένα “α, ο γιος του Γιάννη”.

Σπίρτο αναμμένο είσαι αδερφέ, να σε κεράσουμε μια πάστα. Αν ρωτήσεις τον κολλητό μου τον Γκαέλ θα σου πει ότι θα γινόμουν ο καλύτερος PA του πλανήτη. Η δουλειά αυτή μου ταίριαζε γάντι. Και η αλήθεια είναι ότι το πίστευα κι εγώ τότε αυτό. Αλλά όπως και να το κάνεις, το να δουλεύεις για τον πατέρα σου, χωρίς μάλιστα αντικείμενο γιατί δεν είσαι νομικός ούτε καν το σπουδάζεις, είναι περισσότερο φάρσα παρά κανονική πρώτη δουλειά. Απλά ήταν πιο ενδιαφέρον από το να σας πω ότι δυο χρόνια αργότερα έκανα ρεπορτάζ ΥΠΕΧΩΔΕ και ακολουθούσα Βασούλα Παπανδρέου και Γιώργο Σουφλιά στα tour τους σε Αττική και περιφέρεια.

Σε οφθαλμολογικό ιατρείο η Έρρικα Ρούσσου

Τα πιο εύκολα και παράλληλα τα πιο βαρετά χρήματα που έβγαλα ποτέ. Όλα κυλούσαν πιο ήρεμα και από την καθημερινότητα στο Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι. Οι επισκέπτες ασθενείς ήταν πάντοτε ήρεμοι, υπομονετικοί και φιλικοί. Τι βλέπεις να γίνεται στα παθολογικά ιατρεία, ε, καμία σχέση. Ηρεμία, τάξη και ασφάλεια. Στα είκοσί μου χρόνια δεν μπορώ να πω ότι ήταν dream job αλλά σίγουρα δεν με απέτρεψε από το να θέλω να δουλέψω. Μη σας πω ότι έγινε το ακριβώς αντίθετο. Όταν παραιτήθηκα, ο μόνος λόγος που το έκανα ήταν για να βρω μία δουλειά στην οποία να κάνω κάτι παραπάνω από το να είμαι ευγενική και όσο το δυνατόν πιο αθόρυβη.

Αν σκεφτώ τα χρήματα που έπαιρνα τότε και τις αρμοδιότητές μου, βάζω λίγο τα κλάματα που έφυγα δεν σας κρύβω. Αλλά αλήθεια, τόση ησυχία δεν παλεύεται. Μέσα σε όλα, το ιατρείο βρισκόταν στο πιο ήσυχο στενό του Βύρωνα.

Δεν μεταδίδω άλλο.

Γιωτάς του ΣΚΑΪ (πρώην Alpha) ο Πάνος Σεϊτανίδης

Επειδή ήμουν -τρομάρα μου- γεννημένος για Πούλιτζερ, την 3 η Σεπτεμβρίου του μακρινού 1996 άφησα στην άκρη τα τρελά καλοκαίρια, την ανεμελιά και την ατελείωτη ρέκλα, για να ξεκινήσω μία πορεία που αφορά κάτι ανάμεσα σε εργασία και εμμονή. Κάπου εκεί ακροβατεί η δημοσιογραφία. Σχεδόν 20 χρόνια και ισάριθμα κιλά προστέθηκαν από τότε στο κοντέρ, όμως θυμάμαι σαν χτες τις πρώτες μέρες. Ψαρωμένος σαν ‘Γιωτάς’ ανάμεσα σε κομάντο, είχα την τύχη να εκπαιδευτώ εκ των έσω (και ταχέως) στον τότε τηλεοπτικό/ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ (που εξελίχθηκε στον σημερινό Alpha). Ανάμεσα σε ιερά τέρατα του χώρου, άλλοι φιλικοί σαν κουτάβια, άλλοι απρόσιτοι σαν λιοντάρια, όλοι μου χάρισαν εμπειρία και γνώση. Σε μία εποχή που όχι απλά δεν είχαμε internet αλλά δεν είχαμε ούτε καν υπολογιστές (!), αντικαθιστούσες τη σημερινή «γρήγορη σύνδεση» με έναν αρχισυντάκτη που έκανε συχνές διαδρομές ανάμεσα στα Θεία και τη μάνα σου, ενώ στη θέση του σημερινού «google search» έβαζες πραγματικό ρεπορτάζ. Με λεωφορείο στο τάδε προπονητικό κέντρο ή γήπεδο, αρχείο με εφημερίδες σπίτι και λοιπά σχετικά που τώρα πια φαντάζουν βγαλμένα από την εποχή των Φλιντστοουνς.

Σημείωση: το Πούλιτζερ δεν το έχω πάρει ακόμα, ούτε φαίνεται στον ορίζοντα.

Στο γρι-γρι ο Θανάσης Κρεκούκιας

Εμένα οι δικοί μου δεν είχαν οικογενειακή επιχείρηση, στην εφηβεία μου ο μπαμπάς (στρατιωτικός) είχε βγει ήδη στη σύνταξη. Το καλοκαίρι του 1983, στα 17 μου, ήμασταν όλη η οικογένεια στο Μάραθο για διακοπές. Το χωριό είχε τότε τρία γρι-γρι (ψαράδικα καΐκια) και ήξερα και τους τρεις ιδιοκτήτες. Πλεύρισα μια μέρα στο καφενείο τον έναν από αυτούς, τον καπετάν-Γερακάρη και τον ρώτησα αν χρειάζονταν χέρια στη δουλειά. Το είχα χούι από μικρός να πάω για ψάρεμα με το καΐκι. Μου είπε ναι και την άλλη μέρα, στις 5 το απόγευμα, πήγα στο λιμάνι από όπου θα φεύγαμε, με έναν έξαλλο κυρ Μίμη από πίσω να ωρύεται ότι θα γινόταν ρεζίλι στο χωριό (επειδή ο γιος του θα δούλευε σε ψαράδικο!). Τακίμιασα με τη μία με όλους στο γρι-γρι.

Βέβαια ήμουν τελείως άσχετος και αδέξιος, αλλά σιγά-σιγά κάτι έμαθα. Η δουλειά μου ήταν να σπάω τις κολόνες του πάγου στο ειδικό μηχάνημα και να βάζω πάγο στα τελάρα με τα ψάρια. Τα μπινελίκια πήγαιναν σύννεφο κάθε βράδυ, αλλά εμένα δεν με “ακούμπησαν” ποτέ. Δεν ήταν τόσο ότι σκέφτονταν τον πατέρα μου, όσο ότι αναγνώριζαν το γεγονός πως ένας πρωτευουσιάνος δεν είχε πρόβλημα να δουλέψει μαζί τους, σε αυτά τα ατελείωτα δωδεκάωρα μέσα στη νύχτα.

Εκείνο το καλοκαίρι και το επόμενο, πέρασα συνολικά και από τα τρία γρι-γρι, κάνοντας μεροκάματα σε όλα. Όμως με το συγκεκριμένο του Γερακάρη δέθηκα περισσότερο. Γι’ αυτό και όταν βλέπω τα τρία αδέρφια, πάντα νιώθω μια ιδιαίτερη συγκίνηση μέχρι σήμερα. Είχαν όλα το γούστο τους. Οι λάμπες, τα σημάδια στη θάλασσα, τα παραγάδια που έριχναν για να περνάει η ώρα μέχρι να νυχτώσει, το φαγητό το σούρουπο, ο ενθουσιασμός με τις καλές ψαριές, η γκρίνια με τις κακές, ο ύπνος πάνω στα βρεγμένα δίχτυα, ο “πυρετός” στο κατάστρωμα την ώρα του ψαρέματος, το ζεστό τσάι που πίναμε στο καφενείο κάθε πρωί που βγαίναμε στη στεριά, οι μέρες με το φεγγάρι που ήταν ξεκούραση για το πλήρωμα. Όλα, εκτός από εκείνο το βράδυ έξω από τη Σφακτηρία με τα πολλά μποφόρια, που το πέρασα αγκαλιά με έναν σύχλο (κουβά) στο αμπάρι, ξερνώντας επί ώρες τα μέσα μου ασταμάτητα. Χαλάλι του όμως, έτσι κι αλλιώς τα αλάνια μου πλήρωσαν κανονικό μεροκάματο! Κι εγώ όταν σταμάτησα, τους χάρισα σε κασέτα τον Σταυρό του Νότου…

Μια δουλειά γραφείου ο Βαγγέλης Πολυμερόπουλος

Εγώ είμαι το κλασικό παιδάκι που πρωτοδούλεψε στην εταιρεία των γονιών του. Ήταν αρχές δεκαετίας 90 και μου ζήτησε ο πατέρας μου να τον βοηθήσω στην βιοτεχνία ρούχων που είχαμε. Χαρούμενος εγώ που θα έκανα κάτι σημαντικό γούσταρα σε τρέλα να πάω.

Η προσγείωση ήταν ανώμαλη. Κάθισα σε ένα γραφείο, μου δώσανε μια σφραγίδα και κάτι τετράφυλλα δελτία τιμολογίων και μου εξήγησαν με λεπτομέρειες και χειρουργική ακρίβεια τι να κάνω, “βάλε σφραγίδα σε όλα τα φύλλα” . Η απόλυτη ξενέρα. Δεν είχα όμως κανένα τρόπο να την γλιτώσω οπότε ξεκίνησα. Ακόμα θυμάμαι τον απαίσιο ήχο του χτυπήματος της σφραγίδας που μετά τις 200 πρώτες σελίδες με χτυπούσε στα μηλίγγια. Είμαι σίγουρος ότι το βλέπανε οι Κινέζοι θα το προτιμούσαν για βασανιστήριο. Νομίζω ότι μετά από κάποιο χρονικό σημείο πηδούσα τα φύλλα ανά 2. Μια εβδομάδα κράτησε το βάσανο. Ευτυχώς από τότε δεν χρειάστηκε να ξανακάνω κάτι τόσο πολύ βαρετό.