ORIGINALS

Η βιντεοκασέτα που έχω λιώσει

Σε μία όχι και τόσο μακρινή εποχή, οι τηλεοράσεις έβγαιναν σε μέγεθος ντουλάπας, τα βιντεοκλάμπ ήταν περισσότερα από τα σουβλατζίδικα και οι ταινίες είχαν όγκο, αυτοκολλητάκια και ψυχούλα. Οι δημοσιογράφοι του Oneman πατάνε το rewind.

Αυτές τις μέρες, η ατμόσφαιρα στο γραφείο του Oneman μυρίζει Άκουα Βέλβα και η χαρά ξεχειλίζει σαν αφρισμένο Απέλια. Οι συντάκτριες ανατριχιάζουν και τα μαλλιά τους γίνονται περμανάντ και οι συντάκτες νιώθουν τις βάτες να βαραίνουν γλυκά στους ώμους τους. Γενικά, είμαστε όλοι βουτηγμένοι στη νοσταλγία μέχρι τις πετσετέ κάλτσες μας με αφορμή το μεγάλο αφιέρωμα στα κινηματογραφικά ’80s.

Και επειδή, εντάξει, κινηματογράφος+’80s+νοσταλγία είναι μισή εξίσωση, ρίξαμε στο τραπέζι και τον κοινό παρανομαστή. Βιντεοκασέτες. Αυτές που αγαπήσαμε. Αυτές που είδαμε και ξαναείδαμε τόσες φορές, ώστε κάποια στιγμή πατήσαμε το ‘play’ και η κεφαλή του βίντεο μούγκρισε σαν κινητήρας Lada.

Βιντεοκασέτες, λοιπόν. Όλοι τις αγαπήσαμε, άλλα όλοι αγαπήσαμε κάποια περισσότερο από τις άλλες.

To ‘Μόνος στο Σπίτι’ για τον Κωνσταντίνο Αμπατζή

Μεγαλώνοντας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, είχαμε στο σπίτι πολλές βιντεοκασέτες. Και απ’ αυτές που νοικιάζεις απ’ τα video club, και απ’ εκείνες που έγραφες ξανά και ξανά από πάνω. Εκείνη που είχα λιώσει όμως, ήταν σίγουρα το πρώτο μέρος του “Μόνος στο Σπίτι”, με τον Μακόλει Κάλκιν. Μαζί με τον αδερφό μου και καμιά φορά και τους γονείς μας, τη βλέπαμε κάθε Χριστούγεννα και σίγουρα ακόμη μια φορά μέσα στη χρονιά. Είχαμε δει φυσικά και τα σίκουελ, όμως το πρώτο ήταν αυτό που είχα λιώσει, αφού είχα μάθει απ’ έξω τις παγίδες που έστησε ο μικρός Κέβιν στους ληστές και περνούσα υπέροχα που τους έβλεπα να γελοιοποιούνται.

Μετά μεγάλωσα, είδα αυτό και μου τα ισοπέδωσε όλα:

 

Οι ‘Αριστόγατες’ για την Έρρικα Ρούσσου

Πρέπει να ήμουν έξι χρονών, αλλά δεν βάζω και το χέρι μου στη φωτιά. Εκείνο που σίγουρα θυμάμαι ήταν ότι είχα πρωτοξεκινήσει τα μαθήματα πιάνου (είμαι το κορίτσι με τα γαλλικά και το πιάνο, αλλά η διαδικασία φλωροποίησής μου σταμάτησε εκεί, το ορκίζομαι). Αγνοώ αν η μαμά μου, μου αγόρασε την βιντεοκασέτα για να με πείσει ότι αφού τα γατάκια μπορούν  να παίξουν πιάνο, τότε και εγώ μπορώ. Το θέμα είναι ότι εγώ, αμέσως μόλις είδα την σκηνή με τον Μπερλιόθ να παίζει, πήγα στο πιάνο. Στην αρχή, προσπάθησα να τον μιμηθώ χωρίς να ακουμπάω πλήκτρα. Έπειτα, έγινα πιο ριψοκίνδυνη. Στο τέλος, έφτασα στο σημείο, κάθε φορά που φτάναμε στην επίμαχη σκηνή, να πετάγομαι από τον καναπέ και να τρέχω στο πιάνο για να συγχρονιστώ με τον Μπερλιόθ και να παίξω τη μελωδία του.  Όχι, δεν ήμουν το παιδί θαύμα, απλά το είχα δει ΤΟΣΕΣ φορές. Στο μέλλον, κατάλαβα ότι είχα φωτογραφική μνήμη.
Άσχετο, αλλά πλέον, δεν έχω ούτε φωτογραφική μηχανή.
Εκτός από το πιάνο, δηλώνω θαυμάστρια του Θέμου του μάγκα.

 

Υ.Γ: Σκάω που η μαμά μου κάπου έχει καταχωνιάσει τη βιντεοκασέτα, η οποία σημειωτέον είναι και η πρώτη μου βιντεοκασέτα (και παντοτινή <3).

Τουλάχιστον ένα ‘Μικρό μου Πόνυ’ για τη Μαρίνα Καρπόζηλου

Το να βαριέμαι την επανάληψη μάλλον ήταν ένα χαρακτηριστικό που είχα από μικρή, οπότε η βιντεοκασέτα που έχω λιώσει είναι πολύ απλά αυτή που έχει υποστεί τις περισσότερες εγγραφές και ως παράσημα φέρει τις καινούργιες ετικέτες που κολλούσα πάνω της άγαρμπα, προκειμένου να δηλώσω το ανανεωμένο της περιεχόμενο. Όταν ξέμενα από ετικέτες επιστράτευα και το μπλάνκο. Εξίσου άγαρμπες πρέπει να ήταν και οι εγγραφές μου, γιατί εκεί που για παράδειγμα παρακολουθούσα τα Αρκουδάκια της Αγάπης μπορεί να πεταγόταν μπροστά μου ο Captain Planet και μετά από λίγο τα Μικρά μου Πόνυ. Ναι, δεν θυμάμαι, αλλά είναι πολύ πιθανόν να έγραφα και τα Αρκουδάκια της Αγάπης. Το μόνο σίγουρα είναι πως όλες οι βιντεοκασέτες που αραχνιάζουν σε κάποια κούτα στο σπίτι των γονιών μου έχουν σε κάποιο σημείο τους κάτι από Μικρό μου Πόνυ, ενώ στη διπλανή κούτα υπάρχει και ολόκληρος στάβλος από εκείνα τα κακάσχημα πλαστικά Μικρά μου Πόνυ -που φυσικά στα μάτια μου ήταν απλά φανταστικοτέλεια και το μόνο που μου έλειπε για να ζήσω το όνειρο ήταν ένα ράντζο και μια σαλοπέτα. Τι να λέμε τώρα, μια ροζ πανδαισία. 
Φαντάζεστε βέβαια την έκπληξη μου όταν λίγα χρόνια αργότερα έμαθα πως “ένα είναι το σύνθημα που όλους μας ενώνει”.

Όλα τα ‘Μικρά μου πόνυ’ για τον Γιώργο Μυλωνά

Το “μικρό μου πόνυ (δις), ήρθε η άνοιξη ξανά, πάει το χιόνι (δις), λιώνει στα βουνά”, πρέπει να είναι το πρώτο soundtrack ταινίας που αποστήθισα, αλλά και το sountrack που έχω ακούσει περισσότερες φορές στη ζωή μου. Δεν είχα αγοράσει κανένα επεισόδιο σε κασέτα. Τα νοίκιαζα πάντα από τα βιντεοκλάμπ της γειτονιάς. Χρησιμοποιώ πληθυντικό, γιατί αν το “βασικό” μου βιντεοκλάμπ δεν είχε το επεισόδιο που ήθελα να (ξανα)δω μία συγκεκριμένη μέρα, πήγαινα και σε όλα τα άλλα μέχρι να το βρω. Έχει τύχει να κλάψω τόσο γοερά σε βιντεοκλάμπ, επειδή δεν είχα βρει πουθενά το επεισόδιο που ήθελα, που αναγκάστηκε η ιδιοκτήτρια να πάρει τηλέφωνο εκείνον που το είχε νοικιάσει για να το γυρίσει επί τόπου πίσω και να μου το δώσει. Κάθε φορά που ένα επεισόδιο από το “Μικρό μου πόνυ” τελείωνε, ξεκινούσαν οι βαβουροπατάτες, εκτοξεύοντας την απόλαυση που προσέφερε η κάθε κασέτα στα ουράνια.

Το ‘Getter Robo’ για τον Στέφανο Τριαντάφυλλο

Μπορεί να φαίνεται υπερβολικό, αλλά δεν είναι. Κανένα παιδί δεν είχε δει βιντεοκασέτα περισσότερες φορές από ότι έχω δει το ‘Getter Robo’, το οποίο μάλιστα για πολλά πολλά χρόνια έλεγα “Γκέτα Ρομπότς”. Κάθε Παρασκευή, λοιπόν, πηγαίναμε οικογενειακώς στο βίντεοκλαμπ της γειτονιάς, το θρυλικό Imagine (το πρώτο που έμελλε να γίνει μεγάλη αλυσίδα) και έπαιρνα πάντα δύο κασέτες. Όταν λέμε “κάθε” εννοούμε ΚΑΘΕ. Και όταν λέμε “πάντα”, εννοούμε ΠΑΝΤΑ. Τις ίδιες. Η μια ήταν το Getter Robots και η άλλη ήταν μια με νίντζα, δεν θυμάμαι ποια. Απλά θυμάμαι ότι είχε έξω έναν άσπρο και έναν μαύρο. Την τελευταία δεν την έβλεπα ποτέ ολόκληρη. Την έβαζα στο τέλος, στην ύστατη μάχη των δύο νίντζα. Κάψιμο. Η άλλη ήταν παιδικό. Το αγαπημένο μου. Την έπαιρνα κάθε βδομάδα σε σημείο που ο κύριος Ηλίας, αποφάσισε να μου την αντιγράψει και να την έχω μονίμως σπίτι μου. Όλα αυτά τότε μου φαινόντουσαν άκρως λογικά: μιλάμε για τρία τζετ (αετός, τζάγκουαρ και αρκούδα) που μπορούσαν να σχηματίσουν τρία διαφορετικά μεγάλα ρομπότ. Γιαπωνέζικα κινούμενα σχέδια στο μάξιμουμ. Είχε τα πάντα. Ακτίνες, τρυπάνια, ρουκέτες. Το λάτρευα. Ήξερα τους διάλογους από έξω. Οι φωνές των ηθοποιών που έκαναν τότε τις μεταγλωττίσεις (όπως αυτή του Χάρη Σώζου) παίζουν ακόμη στο κεφάλι μου. Και εννοείται πως ο αγαπημένος μου ήρωας ήταν ο χοντρός.

Ο ‘Ταξιτζής’ για τον Πάνο Κοκκίνη

Βίντεο πρωτομπήκε στο σπίτι όταν ήμουν ήδη 2α γυμνασίου, αφού υποσχέθηκα γραπτώς στη μάνα μου ότι θα παραμείνω αριστούχος μαθητής. Κάτι που δεν έγινε ποτέ. Οπότε δεν έχω ‘θύμησες’ από παιδικές ταινίες. Επίσης δεν μου αρέσει να βλέπω ταινία δεύτερη φορά. Μοναδική εξαίρεση το πρώτο Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα. Ας όψεται η καψούρα στην Ασίκη που μεγάλωσε όταν, αργότερα, την γνώρισα από κοντά. Ναι, το ξέρω, είμαι εκτός θέματος. Για αυτό σου λέω, Ταξιτζής. Μια ταινία που νοίκιαζα εκ περιτροπής από τα τρία γειτονικά μου videoclub μέχρι που μου την έκανε δώρο ο φίλος μου ο Χάρης σε κάποια γενέθλιά μου. Μαγεία. Ο θρίαμβος του μικροαστού με φόντο την πιο αυθεντική στιγμή στην ιστορία της πρωτεύουσας του πλανήτη.

Ο ‘Νονός’ για τον Δημήτρη Κουπριτζιώτη

Αργήσαμε να βάλουμε το VCR σπίτι μας. Πρέπει να ήταν κάνα χρόνο πριν σκάσει το DVD να φανταστείς. Άλλωστε, δεν φημίζεται ο πατέρας μου για τον συγχρονισμό του με τις νέες τεχνολογίες. Αυτό, όμως, για το οποιο φημίζεται είναι για την αγάπη του για τις γκανγκστερικές ταινίες. Παλιός λάτρης των γουέστερν και στη συνέχεια των ταινιών που κατά βάση είχαν μπόλικο πιστολίδι. Αν δεν κάνω λάθος, η βιντεοκασέτα του ‘Νονού’ υπήρχε στο σπίτι πριν πάρουμε VCR και, όπως αντιλαμβάνεσαι, ήταν και η πρώτη με την οποία το τεστάραμε μόλις συνδέθηκαν τα καλώδια. Από τότε, η βιντεοκασέτα αυτή πρέπει να έχει παίξει στο σπίτι τόσες φορές όσοι είναι και οι θάνατοι που έχει προκαλέσει ο godfather. Α και πάντα έπρεπε να κατσουμε να τη δούμε κι εμείς για να καταλάβουμε πώς λειτουργούν οι έξυπνοι άνθρωποι. Ωραίο παράδειγμα, ρε πατέρα (αλλά σε ευχαριστώ που με έβαζες να βλέπω καλές ταινίες).

Το ‘Staying Alive’ για τη Μαριλού Ρεπαπή

Βίντεο μπήκε νωρίς σπίτι μου. Ο μπαμπάς μου δεν τα έχανε με τίποτα κάτι τέτοια. Βιντεοκασσέτες δεν υπήρχαν πολλές όμως. Όχι όταν ήμουν 5-6 χρονών. Οπότε είχαμε τέσσερις. Τη Mary Poppins και την Annie που ήταν για εμένα. Το Τρελλή Απίθανη Πτήση και το Staying Alive γενικά για το σπίτι. Όλα χωρίς υπότιτλους. Αυτή που έχω λιώσει πιο πολύ από όλες είναι το Staying Alive. Αυτή είναι μια ταινία με τον Τραβόλτα, που δεν είναι το Πυρετός το Σαββατόβραδο. Είναι μια κουλαμάρα που αυτός ετοιμάζει μια παράσταση στο Broadway και έχει ερωτευτεί την συμπρωταγωνίστριά του, η οποία τον έχει χεσμένο και τα έχει με τον σκηνοθέτη, αλλά αυτός δεν κοιτάει την καλούλα που συμμετέχει κι αυτή με πιο μικρό ρόλο στην παράσταση που τον αγαπάει. Τελικά εκδικείται την κακιά πρωταγωνίστρια με το να κινδυνέψει η παράσταση εξαιτίας του, τα φτιάχνει με την καλούλα και happy end. Θεωρώ ότι από τις τέσσερις ταινίες που είχα ήταν μακράν η χειρότερη. Και άλλες χίλιες να πετάγαμε στη λίστα, πάλι η χειρότερη θα ήταν. Όμως με όλους αυτούς τους σέξι χορούς και την πλοκή, το 1983 μου έμοιαζε σαν να κάνω κάτι σούπερ ενήλικο, απαγορευμένο σχεδόν για τα δεδομένα της εποχής. Εκτός του ότι το έβλεπα με κινηματογραφικό κριτήριο 5χρονης. Ορίστε και απόσπασμα της τελευταίας σκηνής για να δειτε τις ακολασίες τους:

H ‘Ποκαχόντας’ για την Ιωσηφίνα Γριβέα

Μαχαίρι στην καρδιά η είδηση ότι αυτόν τον μήνα θα φτιαχτεί το τελευταίο VCR. Το είχα αντικαταστήσει με χαρά όταν είχαμε πάρει DVD player σπίτι – δε θα είχαμε αυτό το άντε μπρος και άντε πίσω κάθε φορά που θέλαμε να δούμε κάτι – αλλά αυτό το παίδεμα που είχες με τις βιντεοκασέτες σε έδενε λίγο παραπάνω με το αντικείμενο, βρε αδερφέ. Χαζοί ρομαντισμοί, το ξέρω. Όταν αποφασίσαμε για το κοινό θέμα που θα τιμούσε την τελευταία πνοή του πάλαι ποτέ άρχοντα του καθιστικού, το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στη βιντεοκασέτα της ‘Ποκαχόντας’. Είχα παλαβώσει με τη συγκεκριμένη ταινία όταν την είδα δει στο σινεμά και για χρόνια – ΧΡΟΝΙΑ – τραγουδούσα τα Χρώματα του Ανέμου με την κολλητή μου στους διαδρόμους του σχολείου. Φαντάσου λοιπόν τι έγινε όταν μου πήραν δώρο τη βιντεοκασέτα. Είχε μαζί δώρο κιόλας το περιδέραιο της Ποκαχόντας, καταλαβαίνεις. Λάτρευα και λατρεύω τα πάντα σ’ αυτήν την ταινία. Τα χρώματα, το soundtrack, τους χαρακτήρες, το love story, το γεγονός ότι στο τέλος η Ποκαχόντας επιλέγει να μείνει πίσω με τη φυλή της. Ποιο σίκουελ; Ποια ιστορική ακρίβεια; Δεν καταλαβαίνω την έκρηξή σας.

Όλη η Disney Αναγέννηση για τον Θοδωρή Δημητρόπουλο

Από βιντεοκασέτες υπήρχαν αυτές οι άπειρες που είχε γράψει η μητέρα μου που γέμιζαν ράφια και συρτάρια, ξέρεις, από αυτά που χωράγανε με το ζόρι 2 ταινίες στην 4ωρη, κοβόντουσαν φινάλε, περίμενες να πατάς pause στις διαφημίσεις, έπιαναν τόσο χώρο που δεν ήξερες πού να τις βάλεις και είχες τελικά κάποιο 80-85% ποσοστό της ταινίας που με κόπο και ιδρώτα έγγραφες. Πώς ζούσαμε έτσι ρε παιδιά. Τελοσπάντων, οι αγαπημένες μου από όλες ήταν εκείνες που είχαμε αγοράσει, γιατί είχαν αυτές τις ωραίες συσκευασίες και είναι συλλογάρα. Τι ωραίες συσκευασίες που ήταν τα VHS ρε παιδιά. Μη με παρεξηγήσετε, είμαι ο λιγότερο νοσταλγικός άνθρωπος του κόσμου, οι κασέτες είναι δύσχρηστες, είναι κοπιαστικές, χαμηλής ποιότητας και καταστρέφονται έυκολα, δε θα λείψουν σε κανέναν, αντίο και καλό ταξίδι. Αλλά επειδή ΕΙΜΑΙ σκλάβος του ωραίου item, ό,τι κι αν είναι αυτό, πρέπει να πω ότι σαν τα VHS δεν είναι κανένα άλλο μέσο εγγραφής. Είναι τέλεια. Κια σε χώρο και σχήμα και σε καμπύλες, δε ξέρω, μακάρι να μπορούσαμε να βρίσκαμε τρόπο να παγιδεύουμε πίξελς μέσα σε θήκες από βιντεοκασέτες. <—-νομίζω μόλις περιέγραψα το σημείο στο οποίο βρίσκεται έτσι κι αλλιώς η ποπ κουλτούρα.

Μακρυγορώ, αλλά για να απαντήσω επιτέλους στην ερώτηση, η απάντηση είναι όλες οι ταινίες της Disney στα ’90s. Η Αναγέννηση της Disney είναι περίοδος-φετίχ του σινεμά για μένα, έχω γράψει άρθρα, έχω κάνει λίστες, τα βλέπω και τα ξαναβλέπω, τα αγαπώ όσο λίγες ταινίες. Έχω λιώσει τις βιντεοκασέτες, τις έχω ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ κρατήσει όλες, έχω δει κάθε μία από αυτές τις ταινίες 198 φορές, και δεν πρόκειται να σταματήσω να το κάνω. Δεν λιώνω τα VHS πια, αλλά υποπτεύομαι πως είναι ακόμα λιωμένα. Αυτό είναι το κακό τους. Οι θήκες τους, από την άλλη, παραμένουν τέλειες.

Αυτή η κλασική χιλιογραμμένη για τον Αντώνη Τζαβάρα

Όπως τα περισσότερα πράγματα στα ’80s (από τα στερεοφωνικά ως τα μαλλιά των κοριτσιών), έτσι και οι βιντεοκασέτες ήταν μεγάλες. Τεράστιες. Ειδικά αυτές που ήταν στις πλαστικές θήκες που έκαναν ‘παφ’ όταν άνοιγαν και ‘κλατς’ όταν έκλειναν / κούμπωναν. Αν ήθελες να τις έχεις στο σπίτι σου, έπρεπε να έχεις μεγάλο σπίτι, μεγάλο σύνθετο στο σαλόνια και μάνα με μεγάλες ανοχές στο τι μπαίνει στο σύνθετο.

Εμείς δεν τις είχαμε στο σπίτι. Τις νοικιάζαμε. Φανατικά, καθημερινά, ενίοτε και δύο φορές τη μέρα. Στο σπίτι υπήρχαν στάνταρ δύο για κάθε χρήση. Η μία προοριζόταν για τα βίντεο κλιπ (μέχρι που βγήκε το MTV) και η άλλη για τις ταινίες που έπαιζε η ΕΡΤ αργά το βράδυ (όχι πολύ αργά, αλλά αργά για τα παιδικά μας δεδομένα). Τη βάζαμε, προγραμματίζαμε το βίντεο και την επόμενη μέρα βλέπαμε την ταινία κομπλέ, μαζί με τις διαφημίσεις του Πατίστα και τις συστάσεις των κατασκευαστών πλυντηρίων. Αυτή η δεύτερη εκπλήρωσε τον απόλυτο προορισμό της όταν έγραψε τον τελικό του ’87. Την κρατήσαμε (μαζί με το βίντεο) ακόμα και όταν πήραμε DVD.

Το Βαρομετρικό Χαμηλό για τον Ηλία Αναστασιάδη

Το Βαρομετρικό Χαμηλό είναι μια ταινία με τον Σιλβέστερ Σταλόνε και κάτι βουνά. Βγήκε το 1993, οπότε λογικά η βιντεοκασέτα με το γαλάζιο εξώφυλλο και τη φάτσα του Σιλβέστερ Σταλόνε (και των βουνών) έφτασε στο σπίτι μας το 1994. Δεν έχω δει ποτέ ολόκληρη την ταινία, αλλά με έναν πρόχειρο υπολογισμό, την έχω ξεκινήσει περίπου εκατό, πρακτικά κάθε φορά που έρχονταν φίλοι μου στο σπίτι και αποφασίζαμε να δούμε ταινία. Αυτή ήταν πάνω πάνω στην ντάνα με τις βιντεοκασέτες, αυτήν παίρναμε, αυτή βαριόμασταν κάθε φορά από το δεκάλεπτο.

Η κασέτα ήταν αγορασμένη κι έτσι, όσο περνούσαν τα χρόνια και βαριόμασταν στο δεκάλεπτο και αυτό το παιχνίδι δεν είχε καθόλου πλάκα πια, κάναμε ένα άλλο. Βλέπαμε χαζομάρες στην τηλεόραση και προσπαθούσαμε να τις γράψουμε σε βιντεοκασέτα. Μάντεψε, ποια βάζαμε κάθε φορά στο βίντεο πριν πατήσουμε το rec.