ORIGINALS

Η χειρότερη μέρα μου στο στρατό

Οι δημοσιογράφοι του Oneman μοιράζονται τις πιο μίζερες στιγμές της θητείας τους.

Δύσκολο πράγμα ο στρατός. Μακριά από το σπίτι, την οικογένεια και τους φίλους, με λίγο ύπνο και τριγυρισμένος από αγνώστους,  μετράς αντίστροφα τις ημέρες μέχρι να γίνεις και πάλι πολίτης.

Με τα μάτια να κλείνουν από την κούραση και τις πατούσες να πονάνε από τους κάλους και την ορθοστασία στη σκοπιά, αναπολείς τις πιο χαλαρές ημέρες της ζωής σου. Η υποχρεωτική θητεία φαίνεται πως έχει έρθει για να μείνει, όμως τουλάχιστον για την ταλαιπωρία των ποδιών σου, υπάρχει λύση.

Κι αυτό γιατί οι νέοι αναπαυτικοί πάτοι Scholl GelActiv™ προλαμβάνουν τον πόνο και την κούραση των ποδιών και έχουν σχεδιαστεί ειδικά για τρία διαφορετικά είδη αναγκών: για καθημερινή χρήση, για άνεση στα σπορ και για σκληρά εργαζόμενα πόδια.

Οι νέοι Αναπαυτικοί Πάτοι Scholl GelActiv™ Sport, οι οποίοι αναπτύχθηκαν σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Salford, απορροφούν αποτελεσματικά τους κραδασμούς μειώνοντας έτσι την πίεση που ασκείται στις αρθρώσεις, ενώ οι πάτοι GelActiv™ Work, χάρη στην τεχνολογία GelActiv™ παρέχει υποστήριξη στη φτέρνα, ώστε να ανακουφίζει αποτελεσματικά από την πίεση που ασκείται στα πόδια σε περιπτώσεις έντονης ορθοστασίας. Είναι ιδανικοί με λίγα λόγια για τις αγαπημένες (ΝΟΤ) αρβύλες του στρατού.

Η ορθοστασία πάντως δεν είναι η μοναδική δυσκολία στον στρατό. Όλοι είχαμε πολλές τέτοιες κι οι δημοσιογράφοι του Oneman θυμούνται τη μεγαλύτερη όλων, αυτή που έδωσε σε μία συγκεκριμένη ημέρα τον τίτλο της χειρότερης σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους.

Εκείνη η πρωτοχρονιά για τον Δημήτρη Κουπριτζιώτη

Δεν γκρινιάζω, στην Αττική ήμουν αλλά αυτό έχει ένα καλό και ένα κακό. Είναι καλό όταν έχεις έξοδο αλλά είναι βάναυσο όταν δεν έχεις. Πάμε παρακάτω. Καινούργιος στην μονάδα, όλοι σε βλέπουν σαν ξερολούκουμο και εσύ να μην ξέρεις που πατάνε τα τέσσερα. Ότι μου έλεγαν έκανα. Μέχρι που μια μέρα μου λένε “άκου πως έχει το πρόγραμμα. Είσαι Χριστούγεννα μέσα και τις επόμενες 6 μέρες έχεις υπηρεσία. Έξοδο την παραμονή και μετά τρεις μέρες υπηρεσία και μετά φεύγεις για Ναύπλιο για εκπαίδευση“. Στην ουσία δεν κατάλαβα τι μου είπε εκείνη την ώρα, ούτε την επόμενη. Ξέρω θα μου πεις υπάρχουν μεγαλύτερες εμπλοκές και να μην γκρινιάζω αλλά θα σου πω ότι έξω υπήρχαν άνθρωποι που είχαν έρθει από το εξωτερικό και ένιωθα μεγάλη ανάγκη να δω. Τελικά βγήκα την παραμονή, κοιμόμουν όλοι μέρα, γύρισα το πρωί στο στρατόπεδο και άρχισα απλά να καταλαβαίνω τι σημαίνει στρατός. Εκείνη η πρωτοχρονιά που εγώ 6 η ώρα πήγαινα σα ζόμπι στο Χαϊδάρι και οι άλλοι ήταν έξω. Εκείνη η πρωτοχρονιά που δεν ήξερα που πατάνε τα τέσσερα, που πάω και που θα είμαι. Εκείνη η πρωτοχρονιά ήταν η χειρότερη μέρα στον στρατό. Υ.Γ. Όταν έκανα την ίδια ερώτηση σε ένα συφάνταρο μου απάντησε “η μέρα που στην αναφορά μάθαμε ότι πέθανε ο Παντελίδης“. Τον κοίταξα και απλά απόρησα που έχουμε κρατήσει επαφή.

H πρώτη μέρα, για τον Κωνσταντίνο Αμπατζή

Τη γνώμη μου για τον στρατό, την έχω ξαναγράψει. Το απόλυτο χάσιμο χρόνου, μια διαδικασία η οποία πέρα από μερικές αστείες ιστορίες και 2-3 αξιόλογες γνωριμίες, δεν έχει απολύτως τίποτα να σου προσφέρει. Η αλήθεια είναι όμως, ότι από ένα σημείο και μετά, το συνηθίζεις. Αποδέχεσαι τις γραφικότητες, τις τρέλες και το στημένο θέατρο του στρατού, ξεχωρίζεις αυτούς με τους οποίους θα κάνεις παρέα, κάνεις υπομονή και προχωράς. Όχι την πρώτη μέρα όμως. Με την ψυχολογία στα τάρταρα, άυπνος, πέρασα την πύλη του στρατοπέδου της Κορίνθου για 12 μήνες οι οποίοι ήθελα αν γινόταν να περάσουν σε μερικά δευτερόλεπτα. Όλη τη μέρα σε γιατρούς, ουρές για ρούχα, ανούσιες και αμήχανες συζητήσεις, όσο σκεφτόμουν πόσο θα ήθελα να βρίσκομαι με τους φίλους μου κι όχι ανάμεσα σε 20χρονους λοχίες με όρεξη να το παίξουν μάγκες. Αρκετά χρόνια μετά, εκείνη η ημέρα του Μαΐου εξακολουθεί να μου φαίνεται τεράστια και μαύρη, μακράν η χειρότερη μιας θητείας που ναι μεν δεν ήταν κακή, θα είναι όμως για πάντα 1000% περιττή.

Το πρώτο λιμάνι για τον Αντώνη Τζαβάρα

Η πρώτη μέρα είναι πάντα η χειρότερη. Αν είσαι στο Ναυτικό και μπεις στον στόλο, έχεις δύο κακές πρώτες μέρες: την πρώτη μέρα στην εκπαίδευση και την πρώτη μέρα στο καράβι, την κλειστοφοβία της οποίας περιγράφει γλυκά ο Πάνος λίγο πιο πάνω. Προσωπικά, δεν θα ξεχάσω και το πρώτο μου ταξίδι. Μετά από 11 μέρες στη θάλασσα, η ΝΑΤΟϊκή άσκηση στην οποία συμμετείχε η φρεγάτα μου έλαβε επιτέλους τέλος και άπαντες περιμέναμε να δέσουμε στο γραφικό Puerto De Santa Maria και να απολαύσουμε τις εξόδους μας στην Ανδαλουσία. Πριν απ’ αυτό, όμως, έπρεπε να ξεφορτωθούμε τα σκουπίδια μας. Τα σκουπίδια 11 ημερών που αναλογούν σε ένα πλήρωμα 148 ναυτών, αξιωματικών και υπαξιωματικών.

Μια λεπτομέρεια που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι λόγω στενότητας του λιμανιού δεν είχαμε δέσει απευθείας στην προβλήτα, αλλά δίπλα σε ένα Γαλλικό αντιτορπιλικό που με τη σειρά του είχε δέσει σε μια Ισπανική φρεγάτα. Για να κατέβουμε στην προβλήτα έπρεπε να διασχίσουμε τα δύο αυτά πλοία. Το ίδιο έπρεπε να κάνουν και τα σκουπίδια μας. Και κάποιος έπρεπε να συνεννοηθεί για όλα αυτά. Όπως αποδείχτηκε, εγώ θα ήμουν αυτός ο κάποιος. Ήμουν νέος στο καράβι και ήξερα αγγλικά και λίγα γαλλικά. Η φωτεινή ένδειξη ‘αγγαρεία’ που αναβόσβηνε πάνω απ’ το κεφάλι μου πρέπει να φαινόταν από την κορυφή του βράχου του Γιβραλτάρ που με χλεύαζε σιωπηλός από το βάθος του ορίζοντα. Εκείνη τη μέρα πετούσα σκουπίδια για τεσσερισήμισι ώρες. Κάδος στην πλάτη, ανεβοκατέβασμα στα καταστρώματα του δικού μου πλοίου, μετά στου γαλλικού, μετά στου ισπανικού, μετά σούρσιμο του κάδου μέχρι τη χωματερή του ναυστάθμου, άδειασμα του κάδου και πάλι πίσω. Αν δεν το έχεις κάνει, δεν ξέρεις τι θα πει ‘ζέχνω’.

Η δεύτερη (και παραλίγο τελευταία) μέρα για τον Γρηγόρη Μπάτη

Το μεσημέρι της πρώτης μέρας μου στο παγωμένο (λόγω καιρού) στρατόπεδο πεζικού της Τρίπολης, όταν με τραβολογούσαν από το ένα γραφείο στο άλλο, άκουγα διάφορες φωνές, πολλά λόγια, νέες και ακατανόητες λέξεις και αμέτρητες άχρηστες πληροφορίες. Η πρώτη χρήσιμη που έφτασε στ’ αυτιά μου ήταν ερώτηση σχετικά με το ποιος θέλει να γίνει γραφιάς στην καταγραφή νέων φαντάρων. Απάντησα θετικά, και με βασικό προσόν την καλλιγραφία, πήρα τη θέση στην πρώτη και τελευταία αξιοκρατική διαδικασία που έζησα στο στρατό. Μετά το πρώτο μου αμήχανο βράδυ, ξύπνησα, έβαλα τις γυαλιστερές και άβολες αρβύλες και πήγα προς το γραφείο καταγραφής. Όλα κυλούσαν ομαλά και ήρεμα και βασικά το σημαντικότερο ήταν πως απλά κυλούσαν. Δίπλα μου, ένας φαντάρος δύο σειρές πιο παλιός, δεν έχανε την ευκαιρία να με λέει “νέο” και να μετράει τις μέρες που του απομένουν. Σκυμμένος στα χαρτιά και γράφοντάς ακατάπαυστα τα στοιχεία των νέων στρατιωτών αποφεύγοντας να σηκώνω το κεφάλι και να κοιτάω νυσταγμένα και απεγνωσμένα πρόσωπα, σκάλωσα στις “156 μέρες” που είχε ακόμα για να βγάλει τα χακί ο “παλιός”. Η αμέσως επόμενη σκέψη ήταν η ερώτηση στον εαυτό μου πόσες μου μένουν εμένα. Η απάντηση “364” προφανώς δεν με ικανοποίησε, προφανέστατα με πανικόβαλε τόσο, που βγήκα έξω να κάνω ένα τσιγάρο και να χαλαρώσω. Καθισμένος σ’ ένα παγκάκι, έβγαλα ένα πακέτο Prince και τον αναπτήρα, έβλεπα την πόρτα και τα συρμπατοπλέγματα που μας χώριζαν από τον έξω κόσμο και από τους ανθρώπους που πήγαιναν πρωί πρωί στη δουλειά τους και η σκέψη της αναβολής για πρώτη και τελευταία φορά είχε πάρει σοβαρές διαστάσεις στο μυαλό μου. Οι υπόλοιπες 364 μέρες κύλησαν πιο γρήγορα, από τα λεπτά που διήρκεσε εκείνο το Prince.

H πρώτη νύχτα στο αντιτορπιλικό για τον Πάνο Κοκκίνη

Μια χαρά πέρασα συνολικά στο ναυτικό. Μιλάμε για πολλά κιλά καλοπέρασης (30, όσο πήρα τρώγοντας καθημερινά το ‘παντρεμένο’ βρώμικο έξω από το Ναύσταθμο Σαλαμίνας) και έξι έξω μια μέσα μέσο όρο. Μόνο που χρειάστηκε 20 μέρες να λειτουργήσει το βύσμα μου. 20 εφιαλτικές μέρες, σε ένα αντιτορπιλικό του 40, με ‘παλιούς’ που, επειδή είχαν περάσει χάλια, έβγαζαν το άχτι τους σε εμάς και ειδικότητα καταστρώματος (αρμενιστής) που έπαιρναν συνήθως βοσκοί (με όλο το συμπάθιο). Εκείνο, όμως, που δεν ξέχασα ποτέ ήταν η πρώτη νύχτα, μετά από μια πολύ δύσκολη μέρα. Όταν δηλαδή προσπάθησα να μπω στην κουκέτα μου και συνειδητοποίησα ότι είναι πιο μικρή από φέρετρο, με το κρεβάτι του αποπάνω να μου ακουμπάει σχεδόν την μύτη. Σκέψου ότι μόνο πλάγια χωρούσα, σαν ταψί που μπαίνει στο φούρνο. Αυτό το συναίσθημα απόλυτης κλειστοφοβίας μου έφερε κανονικά δάκρυα στα μάτια. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω σε τέτοιο σημείο που ζήτησα να κάνω σκοπιά όλη νύχτα  παρά να συνεχίσω να αισθάνομαι σαν δόκιμος νεκρός.