ORIGINALS

Τι μου έμαθε η πρώτη μου δουλειά

Αποστάγματα σοφίας έξι δημοσιογράφων του Oneman από τα πρώτα τους μεροκάματα.

Καλές οι σχολές και τα Πανεπιστήμια, αλλά σαν την πρώτη δουλειά δεν έχει. Όση γνώση και πτυχία και να έχεις συσσωρεύσει μόλις πας για το πρώτο σου μεροκάματο, είτε αυτό σχετίζεται με τις σπουδές σου είτε όχι, μαθαίνεις τη θεωρία και την πρακτική του επαγγέλματός σου (και τη ζωής) από την αρχή.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως μαζί με το στρατό, η πρώτη μας δουλειά αποτελεί ένα από τα πιο ευχάριστα θέματα συζήτησης σε παρέες. Οι άνθρωποι που γνωρίσαμε και με τους οποίους ίσως δημιουργήσαμε σχέσεις φιλίας, τα πρώτα συναισθήματα στον εργασιακό μας χώρο και οι πρώτες εμπειρίες, οι οποίες υπήρξαν καθοριστικές για την επαγγελματική μας πορεία.

Έξι δημοσιογράφοι του Oneman γεμίσαμε το πρωί τις κούπες μας με Nescafé Gold και λίγο πριν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ιδέες θεμάτων για το υπόλοιπο της εβδομάδας, θυμηθήκαμε όλα όσα μάς έμαθε η πρώτη μας δουλειά.

Τη δόξα ποτέ δεν θα την βρούμε, για τον Λευτέρη Ελευθερίου

Μερικές φορές η παραδοχή συνιστά πρωτοτυπία, οπότε το να αναγνωρίζεις πως ό,τι κάνεις το κάνεις για τα κορίτσια, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην πνευματική ισορροπία. Βεβαίως, η πετριά για τη δημοσιογραφία ήρθε εξ απαλών ονύχων, αλλά όσο και να είναι υπάρχει η διάσταση της in δουλειάς, ειδικά από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και έπειτα. Της μόστρας κ.λ.π. Μπαίνοντας σε γραφείο εφημερίδας, το 2004, το πρώτο και ίσως σημαντικότερο μάθημα ήρθε πολύ γρήγορα, από έναν τύπο με καταπληκτική μνήμη, ο οποίος ήταν και παραμένει άριστος στο κομμάτι του. Παρά το γεγονός ότι δεν έζησα την κατάσταση τα κείμενά μου να χρειάζονται αλλαγές ή να πρέπει να τα γράψω ξανά, ο Τόλης με φώναζε κάθε μέρα με διαφορετικό όνομα. Σε εκείνη την ηλικία η ευθιξία δεν ήταν απλώς ένα χαρακτηρισιακό συστατικό αλλά ίδιον, με αποτέλεσμα κάθε φορά να τον διορθώνω, λέγοντάς του το όνομά μου. Μόνο όταν σταμάτησα να το κάνω, έπαψε το ηθελημένο λάθος. Με αυτήν την απλή κίνηση έδειξε το ”δεν μετράς, δεν σε ξέρει κανείς, ούτε πρόκειται ποτέ να σε μάθει”, κάτι που ασφαλώς ισχύει και όσοι είναι πολλά περισσότερα χρόνια από μένα σε αυτήν τη δουλειά το γνωρίζουν καλά, το αντιμετώπισαν και πλέον είναι ψύχραιμοι στις αντιδράσεις τους, τόσο στην επιτυχία και την αποτυχία, που ο μόνος προσδιορισμός που τους ταιριάζει είναι ‘πρόσκαιρες’.

Δεν είμαι εγώ για αθλητικό ρεπορτάζ, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, αγαπάω παθολογικά τα σπορ. Μπορώ να παρακολουθώ μερόνυχτα ολόκληρα αγώνες, είτε πρόκειται για Μουντιάλ, είτε για Α2 μπάσκετ. Κάπως έτσι, στα 16 μου, το να γίνω αθλητικός δημοσιογράφος έμοιαζε στο κεφάλι μου ως μια απολύτως φυσιολογική εξέλιξη. Μετά τις Πανελλήνιες μπήκα στο τμήμα των ΕΜΜΕ στο Καποδιστριακό και στο δεύτερο έτος, ενώ η εξεταστική και τα μαθήματα είχαν παγώσει λόγω καταλήψεων, είχε έρθει η ώρα να κολλήσω τα πρώτα μου εργασιακά παράσημα. Όχι ένσημα φυσικά, αφού επρόκειτο για απλήρωτη πρακτική άσκηση στην ιστορική Αθλητική Ηχώ. Όπως με ενημέρωσαν όσοι ήξεραν, έτσι έπρεπε να μπεις στο χώρο. Ξεκίνησα κάνοντας ρεπορτάζ ερασιτεχνικών κατηγοριών και Γ’ εθνικής στο ποδόσφαιρο, γράφοντας ενδεκάδες με ονόματα παικτών που δεν ήξερα σε σημειωματάρια και παίρνοντας τηλέφωνα προπονητές και παράγοντες για το ρεπορτάζ. Πολύ γρήγορα, κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμενα και σε μια υπαρξιακή συζήτηση με τον εαυτό μου, αποφάσισα ότι δεν έχω την υπομονή και την αντοχή να μείνω σε αυτό το χώρο, ούτε ότι αξίζει να σπουδάζω για να ασχολούμαι με το ελληνικό ποδόσφαιρο. Οι μήνες περνούσαν, εκτός από μένα, απλήρωτοι έμεναν και οι κανονικοί εργαζόμενοι της εφημερίδας κι έχοντας πάρει όσα μαθήματα ήθελα, αποφάσισα να κάνω ηρωική έξοδο και να στραφώ προς άλλες πολιτείες. Χίλιες φορές να ασχολούμαι με τον αθλητισμό από χόμπι, παρά να τα ζω όλα αυτά από μέσα. Και μόνο το γεγονός ότι με έκανε να το καταλάβω νωρίς, καθιστά την πρώτη μου δουλειά μια εμπειρία πολύτιμη και διδακτική.

To να δουλεύεις σε βίντεο κλαμπ είναι όσο σπουδαίο ακούγεται, για τον Ηλία Αναστασιάδη

Οι δύο από τους τρεις κολλητούς μου δούλευαν ήδη στα βίντεο κλαμπ της επιχείρησης Λ. που έκαναν πάταγο στα νότια προάστια, τύπου Δάφνη, Ηλιούπολη, ψιλοΚαρέας στα τέλη των ’90s. Μόλις δημιουργήθηκε ένα part-time κενό στο κατάστημα της Δάφνης, πήρα με χαρά το ωράριο Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, Κυριακή από λίγες ώρες πάνω στις ώρες αιχμής και ξεκίνησα την καριέρα μου ως βιντεοκλαμπάς. Δεν γνώρισα τη γυναίκα της ζωής μου, ούτε έζησα σκηνικά επιπέδου High Fidelity (αν όπου δισκάδικο, έβαζες βίντεο κλαμπ), αλλά σε αυτό το μετερίζι, μαθαίνεις τρία βασικά πράγματα:

α) Δεν χρειάζεται να είσαι ένας έφηβος Θοδωρής Δημητρόπουλος για να αποπνέεις κύρος στον σινεφίλ πελάτη. Αρκεί να μιλάς λίγο και να φαίνεσαι περίεργος. Για κάποιο λόγο, αυτό βοηθάει στο να παίρνουν οι πελάτες στα σοβαρά τη γνώμη σου για τις νέες κυκλοφορίες.

β) Υπάρχουν περιπτώσεις-διαμάντια ανάμεσα στους πελάτες που μπαίνουν με αυτοπεποίθηση στο section με τις τσόντες. Καθηγητές της ζωής.

γ) Οι θαμώνες των βίντεο κλαμπ μπορούν να κάνουν έναν καλό, γραφικό ταξιτζή να βάλει τα κλάματα από απόγνωση. Τα ξέρουν όλα (ειδικά τα κοινωνικοπολιτικά), τα ξέρουν από έγκυρες πηγές και στα μεταφέρουν εμπιστευτικά. Δεν έρχονται στο βίντεο κλαμπ για να νοικιάσουν ταινίες.

Ήταν ένα πλήγμα η αποχώρηση μου από το βίντεο κλαμπ, αλλά ήμουν έτοιμος, το γνώριζα, τίποτα καλό δεν κρατάει πραγματικά για πάντα.

Να αφήνει πουρμπουάρ, ο Γιώργος Μυλωνάς

Δεν άφηνα ποτέ πουρμπουάρ. Δεν θυμάμαι αν το έκανα από τσιγκουνιά ή απλώς επειδή δεν το σκεφτόμουν. Όπως και να έχει, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Δεκατρία ευρώ και είκοσι λεπτά έγραφε ο λογαριασμός; Δεκατρία ευρώ και είκοσι λεπτά άφηνα στο τραπέζι.

Η στάση μου απέναντι στο πουρμπουάρ/τιπ/φιλοδώρημα -έχει έρθει η ώρα να βρεθεί μια λιγότερο άβολη λέξη που να περιγράφει την συγκεκριμένη κίνηση- άλλαξε από τη στιγμή που σέρβιρα τις πρώτες τηγανητές πατάτες και την πρώτη χωριάτικη.

Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όντας φοιτητής, άρχισα να δουλεύω σε μια ταβέρνα στο Γουδί ως σερβιτόρος για να βγάζω το χαρτζιλίκι μου. Δεν πέρασαν πολλές εργατοώρες πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω πως η χαρά του να μαζεύεις πουρμπουάρ από το τραπέζι είναι ακόμα μεγαλύτερη κι από τη χαρά του να παίρνεις τον μισθό σου. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν και πόσο φιλοδώρημα θα σου αφήσει κάποιος. Επίσης γιατί νιώθεις πως το κέρδισες με ένα πιο εγκάρδιο χαμόγελο ή με μία πιο προσεκτική εξυπηρέτηση από ό,τι συνήθως.

Δεν χρειάστηκε να κάνω πολλά μεροκάματα, πριν αρχίσω ν’ αφήνω κι εγώ τιπ στον σερβιτόρο. Δεν ήταν ότι άφηνα και αφήνω πολλά, αλλά κάθε φορά που το κάνω χαμογελάω, γιατί ξέρω πως μόλις το δει θα χαμογελάσει αυθόρμητα κι εκείνος.

Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή, για τον Πάνο Κοκκίνη

Για όλα φταίει η μάνα μου. Εκείνη μου βρήκε την δουλειά στον 70χρονο λογιστή στην πλατεία Βικτωρίας. Εκείνον που, επειδή δούλευε από το σπίτι, μου άνοιξε ένα πρωί (το πρώτο πρωί) την πόρτα με την ρόμπα του και από μέσα ένα σαραβαλιασμένο σώβρακο. Εκείνη με πίεσε να επιστρέψω παρόλο που μυξόκλαιγα ότι ‘τι δουλειά έχω να κάθομαι να κάνω τα λογιστικά βιβλία σε φούρνους και mini market’. Δεν πειράζει όμως. Το εξάμηνο που πέρασα στη δούλεψή του με έκανε να καταλάβω ότι καμία δουλειά δεν είναι ντροπή. Δεν εννοώ το να είσαι λογιστής. Εννοώ το να είσαι ιερόδουλη, αυτό που αντιπροσώπευε το 50% της πελατείας του. Επίσης, ακόμη πιο σημαντικό, μου έβαλε μέσα το σαράκι να ψάχνω να βρω την αληθινή ιστορία πίσω από κάθε γυναίκα που συναντώ.

Η δεύτερη μέρα είναι πάντα καλύτερη από την πρώτη, για τον Γιάννη Μπαϊρακτάρη

Ως φοιτητής πάντα έψαχνα να κάνω πράγματα, προκειμένου να βγάλω το απαραίτητο χαρτζιλίκι. Έτσι, λοιπόν, το πρώτο που βρήκα ήταν να στέκομαι σε κάποια στάση του μετρό και να μοιράζω φυλλάδια σε ανύποπτους περαστικούς. Μπορεί να ακούγεται εύκολο – έτσι νόμιζα- αλλά δεν είναι καθόλου. Είσαι όρθιος για ώρες και παράλληλα έχεις ένα σορό κόσμο να σε κοιτάει λες και του δίνεις κάτι κακό. Σε προσπερνάει και κάποιοι είναι ακόμη και αγενείς. Θέλει σωστό χειρισμό, ένα χαμόγελο και μια ζεστή καλημέρα. Η πρώτη μου μέρα ένιωσα πως ήταν μια παταγώδης αποτυχία, αλλά από τη δεύτερη και μετά, βελτιώθηκα και άρχισα να το απολαμβάνω. Έκανα ακόμη και γνωριμίες, καθώς άρχιζα να βλέπω τα ίδια πρόσωπα. Πλέον πάντα απλώνω το χέρι και παίρνω το φυλλάδιο που θα μου δώσουν. Ασχέτως αν θα το διαβάσω.

Εσύ, τι έμαθες από την πρώτη σου δουλειά;

Λάβετε μέρος στο Shazam Nescafé Gold για να κερδίσετε το Nescafé Gold της χρονιάς.