ORIGINALS

Το καλύτερο σκηνικό που μου έχει συμβεί σε ταξί

Οι δρόμοι της πόλης είναι γεμάτοι από σκηνικά και ιστορίες με πρωταγωνιστές οδηγούς ταξί. Το Oneman μάζεψε τις δικές του εμπειρίες.

Ο ταξιτζής είναι ο storyteller της σύγχρονης Ελλάδας. Ο επαγγελματίας αρτίστας του είδους που ακούσει πολλά, που έχει δει ακόμα περισσότερα και που φυσικά πεθαίνει να μοιραστεί μαζί σου. Σε αυτό το κείμενο δεν μαζέψαμε ιστορίες που μας έχουν διηγηθεί ταξιτζήδες. Αυτό θα το κάνουμε σε άλλο κείμενο. Μαζέψαμε όμως σκηνικά και δικές μας ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστεί ένας οδηγός ταξί.

Ένας χαμένος διαιτητής στους δρόμους της Αθήνας. Από το Μάνο Μίχαλο

Υπήρχε μια εποχή όπου τα λεωφορεία και τα ταξί ήταν καθημερινότητα μου. Από τη Γλυφάδα ως τον Πειραιά για προπόνηση, εκεί κοντά στα 14-15, δεν υπήρχαν και πολλοί άλλοι τρόποι για να φτάσουμε με τον Άρη, πέρα από τις αγγαρείες που έκαναν οι πατεράδες μας. Και παρότι θα έπρεπε να έχω 10 ιστορίες να θυμηθώ, πιθανότατα δεν συγκρατούσα πολλά πράγματα, αφού στο πίσω κάθισμα η ημερήσια ατζέντα με τον Άρη ήταν ξεκάθαρα το κουτσομπολιο-review της ημέρας (κοινές παρέες γαρ, πέρα από συμπαίκτες). Όμως, ο τύπος με τη σφυρίχτρα δεν ξεχνιέται. Πάμε άλλη μία. Ο τύπος, ο ταξιτζής δηλαδή, με τη σφυρίχτρα. Την οποία δεν είχαμε διακρίνει σε όλη την παρλιακή, αλλά εκεί στο στροφή του παλιού ιππόδρομου τρελάθηκε. Την έπιασε από τα δεξιά του, εκεί που είναι το χειρόφρενο, άνοιξε το παράθυρο και άρχισε να σφυρίζει στα διπλανά αυτοκίνητα για αντικανονικό μαρκάρισμα (=προσπέραση). Και πριν προλάβουμε να συνέλθουμε, βάζει το χέρι στην τσέπη, στο ντουλαπάκι, πραγματικά δεν θυμάμαι και βγάζει μια κίτρινη και μια κόκκινη κάρτα και αρχίζει να τις μοιράζει στους οδηγούς των άλλων λωρίδων. Δεν μάθαμε ποτέ αν ήταν ένας φιλόδοξος διαιτητής και αν έκανε ποτέ το όνειρο του πραγματικότητα. Αλλά έτσι όπως τον έκοψα, αν είχε γίνει διαιτητής, όλο και κάτι θα είχε πάρει το αυτί μας με τόσες δικαστικές υποθέσεις να τρέχουν.

Το superman ταρίφα που σταμάτησε τα επεισόδια θυμάται ο Γρηγόρης Μπάτης

Θυμάμαι κάποτε έναν ταρίφα, που δεν μίλαγε πολύ.  Απέφευγε τις ιστορίες, τα λόγια τα μεγάλα και τα μπλεξίματα. Τα τελευταία μάλιστα, τα προκαλέσαμε εμείς και παραλίγο να του καταστραφεί η περιουσία. Η ιστορία ξεκίνησε από το ΟΑΚΑ στις 27 Απριλίου το 2002 και δεν είχε τόσο πλάκα. Τουλάχιστον τότε. Μόλις είχε τελειώσει ο τελικός Κυπέλλου Ελλάδας (στο ποδόσφαιρο φυσικά) με την ΑΕΚ νικήτρια εις βάρος του Ολυμπιακού. Ήμασταν μεγάλη παρέα. Άλλοι έφυγαν με μηχανάκια, άλλοι με τον ηλεκτρικό και εγώ μαζί με άλλους δύο, αποφασίσαμε να γυρίσουμε με ταξί. Βρήκαμε το πρώτο διαθέσιμο και μπήκαμε. Ανήκαμε στην μεριά των ηττημένων και έτσι το κλίμα ήταν βαρύ και τα λόγια λίγα. Κι ήταν στραβό το κλήμα, το ‘φαγε και ο γάιδαρος. Ξάφνου εμφανίστηκαν 5-6 μηχανάκια με φίλους της ΑΕΚ, που μας πλησίασαν εν κινήσει. Άρχισαν τα λόγια/μπινελίκια, ήρθαν και οι απειλές και σ’ έναν οργασμό εφηβικής αφέλειας, ένας από τους φίλους, είπε να τους φτύσει. Το σάλιο του ήταν το λάδι στη φωτιά και στο επόμενο φανάρι που μας έπιασε, η κατάσταση ξέφυγε. 6-7 άτομα προσπαθούσαν να μπουν στο ταξί, εμείς τους απωθούσαμε και τη στιγμή που έμοιαζε πως δεν υπάρχει ελπίδα, βγήκε έξω ο ταξιτζής, που την ύπαρξή του την είχα αγνοήσει εντελώς εκείνο το διάστημα. Άνοιξε το πορτ μπαγκάζ έβγαλε ένα μαδέρι και με δύο-τρεις δυνατές φωνές (ήταν η πρώτη φορά που ακούσαμε τη φωνή του) κατάφερε να τους διώξει. Περισσότερα μη με ρωτάτε. Δεν θυμάμαι και πολλά. Αυτό που θυμάμαι, είναι αυτόν τον ταρίφα που αντί να μιλά για ηρωικές του πράξεις, τις έκανες μπροστά στα μάτια μας.

Ολιζαντέμπε στο 75 για τον Χρήστο Χατζηιωάννου

Το 2004, το χειμερινό Venue ήταν στην οδό Πειραιώς. Στο 130 αν δεν κάνω λάθος. Και ήταν αρκετά σύνηθες για εμένα και την παρέα μου, αν και οδηγοί, να μην παίρνουμε αυτοκίνητο για να πίνουμε. Σπίτι στη Βούλα μάς γύριζαν πάντα κάτι ταξιτζήδες που ήταν κλασικά παρκαρισμένοι έξω από το μαγαζί και σου έδιναν fix τιμή για την επιστροφή στα νου-που. Ανάλογα το πόσοι έμπαιναν στο ταξί πήγαινε και η τιμή. Με τον ταξιτζή να κάνει τουρ των Νοτίων Προαστίων για να μας αφήσει όλους σπίτια μας. Στο συγκεκριμένο ταξί μπήκαμε 5 άτομα. Ένας άρχοντας μπροστά και τέσσερις στριμωγμένοι πίσω. Το ταξί το οδηγούσε ένας γεράκος ο οποίος μας παρακάλεσε να μην κάνουμε πολλή φασαρία. Και το θυμάμαι χαρακτηριστικά να λέμε μεταξύ μας “έλα μαλάκες, μην κάνουμε φασαρία, πάμε μια φορά ήσυχα σπίτι”. Μέχρι να στρίψουμε Χαμοστέρνας δεν είχε μιλήσει άνθρωπος. Πρώτη φορά έβλεπα τους φίλους μου τόσο ήσυχους. Πρώτη φορά μας έβλεπα να μην μαλακιζόμαστε στην επιστροφή στο σπίτι. Λίγο πριν στρίψει Συγγρού ο ταξιτζής αποφασίζει για κακή του τύχη να μιλήσει και να πει “τι γκολ έβαλε ο Ολιζαντέμπε ε;”. Η έκρηξη που ακολούθησε ήταν μεγαλύτερη κι από εκείνη για το γκολ στο Άμστερνταμ. Με τους 5 μικρούς μαλάκες να τραγουδάνε από την Συγγρού μέχρι Βούλα εν χορώ “Όλιζαντέμπε – Όλιζαντέμπε” και το αυτοκίνητο να πηγαίνει λες και παίζαμε σε βίντεο κλιπ του Xzibit. Ο ταξιτζής είχε καταλάβει ότι δεν υπήρχε σωτηρία και μπήκε στο χορό. Να ‘ναι καλά όπου κι αν είναι. Κι αυτός κι ο “Μανώλης”.

Η Ακρόπολη δεν παίζεται! Μια ιστορία από το Θανάση Κρεκούκια

17 Οκτωβρίου 1995. Βρίσκομαι στη Σεβίλλη, μόνιμος κάτοικος. Εγώ και δυο-τρεις ακόμα Έλληνες. Σημαντική μέρα λοιπόν – αφού πατριώτες μας βλέπαμε με το σταγονόμετρο – επειδή η πόλη έχει γεμίσει με φίλους του Ολυμπιακού που έχουν έρθει για το ματς του Κυπέλλου UEFA με τη Σεβίγια. Είναι ο δεύτερος γύρος της διοργάνωσης και το πρώτο παιχνίδι μεταξύ των δυο ομάδων. Έχω βολτάρει από το πρωί στο κέντρο πιάνοντας κουβέντα με τους “επισκέπτες” και απολαμβάνω το γεγονός ότι μιλάω ελληνικά. Κάποια στιγμή το βράδυ, παίρνω ένα ταξί από το σπίτι μου για να πάω στο γήπεδο και να δω τον αγώνα. Λίγα λεπτά αργότερα, από την ενδοεπικοινωνία του ταρίφα ακούγεται το εξής συγκλονιστικό από άλλον ταρίφα! “Προσοχή, προσοχή! Οι Έλληνες οπαδοί του Ολυμπιακού προσπαθούν να μας ξεγελάσουν λέγοντας στο τέλος κάθε κούρσας ότι πρέπει να πάμε στο τάδε ταξιδιωτικό γραφείο για να πληρωθούμε. Την έχουν πατήσει ήδη κάποιοι συνάδελφοι, γι’ αυτό έχετε το νου σας με τους τσόγλανους!” Δαγκώνομαι για να μην με πιάσουν τα γέλια. Καταφέρνω να μείνω ανέκφραστος, αν και από μέσα μου κλαίω! Αμέσως μόλις τελειώνει το μήνυμα από το σι-μπί, αρχίζει ο δικός μου ταρίφας: “Hijos de puta, κωλοπαιδαράδες, αλήτες, κερατάδες, που νομίζουν ότι θα μας πιάσουν μαλάκες. Γαμώ τη φυλή τους μέσα, κωλοέλληνες, σιχαμένοι, απολίτιστοι, γελοίοι, hijos de puta!” Κάθομαι στο πίσω κάθισμα και απολαμβάνω το ντελίριο.

Κάποια στιγμή, αφού έχει περάσει γενεές δεκατέσσερις οτιδήποτε ελληνικό, χαλαρώνει και αλλάζει θέμα. Με κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη και με ρωτάει: “Εσείς δεν πρέπει να είστε από δω. Από την προφορά μού κάνετε για Βάσκος. Το πέτυχα;” “Όχι ακριβώς”, του απαντάω, “είμαι Έλληνας”. Κάγκελο ο δικός σου. Οδηγεί κανονικά, αλλά το βλέμμα του έχει κολλήσει πάνω μου μέσα από τον καθρέφτη. Περνούν μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας και ακούγεται το επικό: “Αδερφέ μου, η Ακρόπολη δεν παίζεται! Είχα δει ένα ντοκιμαντέρ στο Canal Sur (τοπική τηλεόραση) και είχα μείνει άφωνος. Αααααααα, να τα λέμε όλα! Σαν την Ακρόπολη πουθενά!!!” Κάπου εκεί σταματάνε οι αντιστάσεις μου και με πιάνει ένα νευρικό γέλιο, από φανάρι σε φανάρι έχω αρχίσει να κλαίω με λυγμούς. Αυτός, ατάραχος, με κοιτάζει πάλι μέσα από τον καθρέφτη και μου λέει: “Να σου πω, γέλα όσο θέλεις, μόνο μη μου πεις καμιά μαλακία μετά, για ταξιδιωτικά γραφεία, συνεννοηθήκαμε, έτσι;” Του γνέφω καταφατικά, γιατί αδυνατώ να μιλήσω και κάποια στιγμή φτάνουμε στο “Σάντσεθ Πιθχουάν”. Τον πληρώνω, γυρίζει, χαμογελάει και ολοκληρώνει τον σουρεαλισμό: “Και μη νομίζεις, εγώ είμαι της Μπέτις, να πάρετε το διπλό σήμερα, βίβα Ολυμπίακος!” Την ώρα που κλείνω την πόρτα, του πετάω στα ισπανικά “Πειραιώτης γεννήθηκες και δεν το ξέρεις!” Χτυπάει τρεις φορές την κόρνα και φεύγει. Κάτι μου λέει ότι παρόλο που πέρασαν 20 χρόνια, ακόμα θα την θυμάται τη φάση και θα γελάει κι αυτός, καλή του ώρα.

Χαλί να τον πατήσω ο Πάνος Κοκκίνης

Σε αντίθεση με τον Τριαντάφυλλο, σε εμένα οι ταρίφες μιλάνε. Συνήθως για το πόσες γκόμενες πήδηξαν. Συγκεκριμένα για το πόσες πήδηξαν επειδή δεν είχαν λεφτά να τους πληρώσουν το αντίτιμο της κούρσας. Προφανώς είναι πολλές, πάρα πολλές. Όμως οι ιστορίες τους μοιάζουν υπερβολικά μεταξύ τους. Άρα δεν θα σας κουράσω με αυτές. Άλλωστε ο ταξιτζής που έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στην καρδιά μου είναι ο Πακ, ένας μικροσκοπικός Ταϊλανδός που χρησιμοποιούσαμε σταθερά όσο ήμασταν στην Bangkok. Ο ίδιος πάνω στον οποίο πήγα να καθίσω έξι φορές σε διάστημα δυο ημερών. Εντάξει την πρώτη, στο αεροδρόμιο, όταν άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού (που ήταν του οδηγού, αφού στην χώρα οδηγούν στην αριστερή πλευρά, τύπου Βρετανία) δικαιολογούμαι. Αν και ποτέ δεν θα ξεχάσω το έντρομο ‘τώρα θα μάθω πως είναι να σε ποδοπατά ελέφαντας’ ύφος του. Ωστόσο το ίδιο έκανα και μετά. Ξανά και ξανά. Και πάντοτε ήταν σούπερ ευγενικός. Μέχρι την τελευταία φορά, εκείνο το μοιραίο βράδυ αφού φάγαμε σε ένα σούπερ ιταλικό. Μην φανταστείς, δεν με έβρισε. Απλώς βγήκε έξω, με κοίταξε με νόημα, μου έδωσε τα κλειδιά και πήγε και κάθισε ο ίδιος στην θέση του συνοδηγού.

Ο Gangsta’s Paradise του ταρίφα του Χρήστου Δεμέτη

Ναι, παίρνω ταξί. Ναι, είναι φορές που βαριέμαι να πάρω τα πόδια μου, το Μετρό ή κάποιο άλλο ΜΜΜ και σταματάω το πρώτο κίτρινο αυτοκίνητο που έχω δει μπροστά μου (γιατί-δεν-οδηγάω). Με τους “ταρίφες” έχω μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης και μίσους. Έχω πέσει σε καλούς ταξιτζήδες που κόβουν την απόδειξη τους και δίνουν ρέστα και 10 λεπτών. Υπάρχουν και εκείνοι που τους λέω “οι οδηγοί με το πορτοκαλί”. Δηλαδή αυτοί που θα δουν το πορτοκαλί, θα επιβραδύνουν σε ρυθμούς Σαλονίκης, “άραξε δικέ μου δε βιαζόμαστε τώρα”, θα κόψουν ταχύτητα και σιγάααα σιγάαααα θα σταματήσουν στο φανάρι λίγο πριν αυτό γίνει κόκκινο. Και θα το κάνουν αυτό σε όλα τα φανάρια της Βουλιαγμένης, που αν έχεις οδηγήσει στη Βουλιαγμένης ξέρεις τι εννοώ. Τέλος πάντων, πάμε στο καλό τώρα.

Είναι βράδυ Δευτέρας, κανα χρόνο πριν. Έχω βγει για καφέ στο Γκάζι με φίλο, σημειώνω, στο Γκάζι, στο οποίο κυκλοφορώ πλέον μόνο καθημερινές. Βγαίνω με τα πολλά στην Πειραιώς για να πάρω ταξί να με διακτινίσει στο τέλος της Χαμοστέρνας εκεί που “σκάει” πάνω στην πλατεία του ΙΚΑ Νέου Κόσμου, όπου τυχαίνει να είναι κοντά και το σπίτι που ακόμα ζω. Τέσσερα με έξι λεπτά δρόμος. Ανάλογα με τα φανάρια, σαν αυτά που σου περιέγραφα πριν.

Σηκώνω χέρι, σταματάει το υπέρτατο καγκουροταξί που θα βρεις στην Αττική και στην ελληνική επικράτεια γενικότερα. Εσωτερικά μπλε LED neon φώτα πώς διάολο λέγονται, dolby surround system με μπίτια στη διαπασών, ταρίφας με καρφάκια μαλλιά 90s τίγκα πετρωμένα να κοιτάνε τον Θεό, γυαλί ηλίου Arnette στερεωμένο πάνω στα καρφάκια, βλέμμα που δεν μπορεί να εστιάσει πουθενά, χέρι μόνιμα κολλημένο πάνω στον λεβιέ των ταχυτήτων. Ήταν δεν ήταν 25.

“Έλα δικέ μου που πάμε;”. “Τέρμα Χαμοστέρνας”, ο δικός του. “Φύγαμε”. Ο γνωστός ο γκαζοφονιάς ο thug life φίλος, το πατάει ολίγον τι και πριν φτάσουμε στην Παναγή Τσαλδάρη κοντά στο Ρουφ, μου λέει: “Άκου αδερφέ, έχω μια έκτακτη δουλίτσα, δεν θα αργήσουμε. Να, το σταματάω αυτό (το ταξίμετρο) θα σου πάρω 3,20, τη βασική, αλλά θα πεταχτούμε εδώ παρακάτω 5 λεπτάκια, εντάξει;”. “Βρε αδερφέ βιάζομαι (ούτε καν), αλλά οκ”, απαντάω εγώ ρίχνοντας σπόντα αλλά και χωρίς να θέλω να του πω και τελείως κόντρα.

“Έχουμε ήδη φτάσει”, λέει και όντως, μέσα σε 1,5 λεπτό έχει περάσει τη Σχολή Καλών Τεχνών, έχει στρίψει σε ένα στενό στη μέση του πουθενά ανάμεσα σε κάτι βιοτεχνίες και εργοστάσια και παρκάρουμε μπροστά σε μια μονοκατοικία.

Γύρω γύρω χωράφια, ακατοίκητα κτίρια και σκυλιά. Ιδανικό σκηνικό. Για ταινία. Διάολε, υπάρχουν τέτοια μέρη στην Αθήνα, σκέφτομαι. Και αναρωτιέμαι τι μπορεί να κάνουμε εκεί. “Έφτασα Τόλη”, λέει ο ταξιτζής στο κινητό του στον Τόλη προφανώς και βγαίνει έξω. Και κλειδώνει τις πόρτες.

Κάπου εκεί άρχισα να σκέφτομαι ότι καλό θα ήταν να είχα κάνει μια διαθήκη πριν βγω για καφέ στο Γκάζι. Προτίμησα να κάνω ότι μιλάω στο τηλέφωνο όσο κρατούσε το σκηνικό. Πίστεψέ με δεν γύρισα καν το κεφάλι για να δω τι γινόταν πίσω μου, αλλά κοιτούσα από τον καθρέφτη. Ο φίλος κάγκουρας ταξιτζής, ήταν στη γωνία της μονοκατοικίας με άλλους δυο – τρεις “brothers” (ένας από αυτούς θα ήταν ο Τόλης) και κάτι έδιναν και έπαιρναν. Ξέρεις τώρα πως είναι αυτά, τα έχεις δει στον Ταραντίνο. Τέλος πάντων, όλο αυτό πρέπει να κράτησε όντως 5 λεπτά, αλλά μου φάνηκε σαν αιώνας. Γυρίζει ο κολλητός, φεύγουμε από το no man’s land που επισκεφθήκαμε και πιάνουμε τελικά τη Χαμοστέρνας. “Τι λέει ρε εσύ; Πηδάς τίποτα αυτή την εποχή;”. Τον άκουσα να λέει λίγο πριν φτάσουμε στον Νέο Κόσμο. Το καλό είναι πως αυτός, όλα τα φανάρια τα πέρασε με πορτοκαλί. “Καλό”, λέμε τώρα.

(Το παραπάνω σκηνικό δεν το είδα στον ύπνο μου. Ξέχασα να σας πω πως ο ταξιτζής είχε και μια ουλή δεξιά στον λαιμό, αλλά δεν ρώτησα από τι είναι. Προφανώς).

Κόντρα στην Πόλη με ταξί ο Δημήτρης Κουπριτζιώτης

Έχω να πάρω ταξί από το λύκειο. Έχω την τύχη να έχω δικό μου μεταφορικό και έτσι έχω χάσει όλες αυτές τις τρομερές ιστορίες που έχουν γίνει ανέκδοτα και τα ανέκδοτα που ορκίζονται οι ταξιτζήδες ότι είναι πραγματικές ιστορίες. Αλλά θα μου πεις πάνω κάτω όλοι τα ίδια λένε. Λίγο γκόμενες, λίγο έκοψα την μπάλα επειδή έπαθα χιαστό αλλιώς θα ήμουν ο Έλληνας Ριβάλντο, λίγο με δέχτηκαν στο Harvard αλλά δεν ήθελα να αφήσω την Ελλάδα και έγινα ταξιτζής. Αυτά όλα μοιάζουν οικεία. Όταν όμως πηγαίνεις στην Κωνσταντινούπολη και μπαίνεις σε ταξί καταλαβαίνεις ότι τίποτα δεν είναι το ίδιο. Η κίνηση στην Πόλη και ο τρόπος που όλοι οδηγάνε είναι παρανοϊκός. Ακόμα πιο παρανοϊκό είναι ότι δεν συμβαίνουν τρακαρίσματα κάθε ένα δευτερόλεπτο. Όταν πριν από 4 χρόνια είχαμε πάει στην Πόλη για δουλειά 11 μαντράχαλοι έπρεπε να πάρουμε ταξί για να γυρίσουμε από το Ορτάκοι, οπού τρώγαμε κουμπίρ -θα σου μιλήσω κάποτε για αυτή την μαγεία- στην Ταξίμ όπου μέναμε. Τρία ταξί θέλαμε, τρεις ήξεραν τούρκικα οπότε με απλά μαθηματικά πήγε ένας σε κάθε ταξί. Σταμάτησαν τρεις ακριβώς μπροστά στο τσούρμό, κοιταχτήκαμε και είπαμε “τι τύχη!”. Που να ξέραμε. Μόλις μπήκαμε άρχισαν να μιλάνε στα Nokia 3330 κινητά τους που τα είχαν κάνει ασυρμάτους και έδωσαν σύνθημα να ξεκινήσουν μαζί. Κοιτάω πίσω και μου λέει ο Χρήστος “Κανόνισαν κόντρα”. Η διαδρομή πρέπει να μέτραγε 6 κόκκινα, δύο καβαλήματα πεζοδρομίων, άπειρα προσπεράσματα και αμέτρητη ζαλάδα μόλις κατεβήκαμε. Δεν θυμάμαι ποιος νίκησε αλλά μπράβο του.

Η Έρρικα Ρούσσου συνάντησε τον δάσκαλο -και- της όπισθεν

Είναι καθημερινή αλλά όχι οποιαδήποτε καθημερινή. Είναι μία από εκείνες τις καθημερινές που η αγαπητή Άνγκελα Μέρκελ είχε προγραμματίσει να επισκεφθεί τη χώρα μας -για μία μπύρα. Για κάποιον λόγο που -δεν μου κάνει καμία εντύπωση που- δεν θυμάμαι, εκείνη την συγκεκριμένη καθημερινή έπρεπε να πάω στη δουλειά με ταξί. Σημειωτέον, όπου δουλειά, βάλε το gps προς Μαρούσι μεριά. Η κίνηση στους δρόμους, απερίγραπτη. Ωστόσο, υπήρχε. Μπορώ να επιβεβαιώσω ότι μέχρις ενός σημείου, κινούμασταν. Αργά αλλά σταθερά. Ώσπου, έφτασε η ώρα που η λατρεμένη Ανγκέλα αποφασίζει να πατήσει το κομματάκι ατσούμπαλα βαλμένο ποδαράκι της στη χώρα μας. Αυτό ήταν. Χειρόφρενο. Ακινητοποιηθήκαμε στην περιφερειακή Υμηττού κάπου κοντά στο ύψος του Βύρωνα. Σημειωτέον ότι μέχρι τότε, τη φωνούλα του ταξιτζή, δεν την είχα ακούσει. Τίποτα. Τσιμουδιά.

Ο κόσμος άρχισε να κατεβάζει παράθυρα -Παναγίες -ό,τι υπήρχε εύκαιρο. Οι πόρτες άνοιγαν η μία μετά την άλλη και οι οδηγοί άρχισαν την ψιλοκουβεντούλα aka κράξιμο για τη Μέρκελ. Ναι, ήταν από εκείνες τις συγκινητικές φάσεις που όλοι συμφωνούν ότι κάποιον αντιπαθούν. Όλα ωραία και όλα καλά. Η «συζήτηση» είχε αρχίσει να φτάνει επίπεδα πάνελ με συντονιστή το Αυτιά (αυτοκτονία δηλαδή) και ο ταξιτζής μου καθόταν ήσυχος και ήρεμος στη γωνίτσα του με το ύφος Νταλάρα που έπεσε τυχαία μούρη με μούρη με Τζίμη Πανούση.

Όντας ακινητοποιημένοι τουλάχιστον ένα τέταρτο, τα πράγματα έδειχναν ότι σε λίγο, ανοίγουν οι μηχανές. Το πάνελ έχει κουραστεί να καταριέται και έχει «ρίξει» διαφημίσεις όταν μία κυρία γύρω στα 50 γυρνάει με μία απύθμενη αυτοπεποίθηση και λέει (δεν ξέρω σε ποιον απευθυνόταν ακριβώς): «ρε παιδιά, μήπως να κάναμε όλοι όπισθεν»;

Σιωπή. Όλοι την κοιτούν σαν χαζοί μην ξέροντας αν πρέπει να γελάσουν ή να κλάψουν. Όλοι εκτός από τον ταξιτζή μου ο οποίος την πλησιάζει ΣΟ-ΒΑ-ΡΟ-ΤΑ-ΤΟΣ και της λέει: «Αχ κυρία μου, όταν το είχα πει εγώ αυτό κάποτε στη Βουλιαγμένης, οι υπόλοιποι οδηγοί με χλεύαζαν. Αλλά αν δεν ήμουν εγώ, ακόμα εκεί πηγμένοι θα ήμασταν». Η κυρία -και εγώ- τον κοιτά αποσβολωμένη με ύφος «τι θέλει να πει ο ποιητής». Εκείνος το πιάνει, και συνεχίζει: «Άρχισα που λες να κάνω όπισθεν. Το ίδιο και τα πίσω αυτοκίνητα ώσπου σε κάποια φάση ξεκολλήσαμε. Είχε τρακάρισμα. Άσε γλιτώσαμε» και, συνεχίζει «”Μα καλά ρε παιδιά, εγώ θα σας μάθω και την όπισθεν;” τους είπα. Αχ τι μου θύμισες». Όντως, τι του θύμισε.

Ο πρώην άνεργος ταξιτζής που γλέντησε τον Ηλία Αναστασιάδη

Την εποχή που ήταν παχιές οι αγελάδες, δηλαδή το 2007 που έμενα στο πατρικό μου και αντί να αποδίδω τα λεφτά του ΦΠΑ, τα έτρωγα στο στοίχημα, έπαιρνα σωρηδόν ταξί. Λυπάμαι, αλλά δεν θυμάμαι κάποια ιστορία από τότε. Ευτυχώς, σα νέμεση για τις ξεχασμένες ιστορίες από παλιές κούρσες, εμφανίστηκε ένας 40άρης οδηγός πριν έξι μήνες στο Παγκράτι. Η πάγια τακτική μου είναι να μην ανοίγω το στόμα κατά τη διάρκεια της διαδρομής και όταν καταλαβαίνω ότι ο οδηγός είναι ομιλητικός να κάνω ότι μιλάω στο κινητό. Μετά από μια φορά που ξεφτιλίστηκα (χτύπησε το κινητό ενώ έκανα ότι μιλάω, τι ρεζιλίκι), σταμάτησα αυτό το κόλπο, οπότε αρκούμαι στο να μη μιλάω σκέτο.

Έχοντας ζήσει αχρείαστες και αχρείαστες συζητήσεις με ταξιτζήδες, έχω επιστρατεύσει κι άλλες άμυνες εκτός από την μούγκα. Για παράδειγμα στην ερώτηση τι δουλειά κάνω, έχω μάθει δια της σκληρής εμπειρίας ότι ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΤΡΑΚΑΡΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΡΟΣΤΙΝΟ ΠΑΡΑ ΝΑ ΠΩ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ. Οπότε, τις περισσότερες φορές απαντώ ότι είμαι άνεργος. Το έκανα και την τελευταία φορά που πήρα ταξί, πριν μια βδομάδα. Πιάνει. Είναι υπέροχο. Δεν σηκώνει απάντηση, κόβει τη φόρα του ταξιτζή, συνεχίζουμε το δρόμο μας. Όλα φανταστικά. Απλά, ήταν και εκείνη η φορά που το τρικ δεν έπιασε.

“Άνεργος; ΑΝΕΡΓΟΣ; Θα σου πω εγώ τι έκανα με τα μ****ά. Πριν πιάσω το ταξί, ήμουν τέσσερα χρόνια άνεργος. Πήγα που λες (σ.σ. ορκίζομαι ότι δεν είπα τίποτα) στον ΟΑΕΔ να πάρω το επίδομα. Πάω μια φορά, μου έλειπαν τέσσερα χαρτιά. Πάω δεύτερη, μου έλειπαν δύο. Πάω τρίτη, τα είχα όλα, μου λένε κύριε, συγγνώμη, κλείνουμε για σήμερα. Οι κερατάδες. Οι ρουφιάνοι. Οι αλήτες. Πάω την επόμενη μέρα, γνωρίζω πια την υπάλληλο που με εξυπηρέτησε και τις προηγούμενες μέρες, της λέω αυτό κι αυτό, μ’ έχετε κάθε μέρα εδώ και με ταλαιπωρείτε, μου λέει, συγγνώμη, πολύς κόσμος έρχεται για το επίδομα, της λέω δεν πειράζει, έχεις ωραίο χαμόγελο τουλάχιστον, κοκκινίζει, παίρνει τα χαρτιά μου, τσουπ, της πετάω και τον αριθμό μου γραμμένο σε ένα χαρτάκι και φεύγω. Μάντεψε τι έγινε. ΜΑΝΤΕΨΕ ΤΙ ΕΓΙΝΕ”.

-Τι έγινε; Τα φτιάξατε;

-Όχι, δε με πήρε ποτέ.

-Να, να! Όπου μπορείτε εδώ, με αφήνετε.

-ΔΕ ΜΕ ΠΗΡΕ ΠΟΤΕ, ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ;

-Εντάξει είμαστε, κράτα τα ρέστα. Καλή συνέχεια.

-ΔΕ ΜΕ ΠΗΡ….

Ήταν η πρώτη και τελευταία (ελπίζω) φορά που άφησα 3 ευρώ πουρμπουάρ σε ταξιτζή.

“Μισή ώρα προσπαθώ να σε ξυπνήσω” θυμάται να του λέει ο Θέμης Καίσαρης

Πάμε στο 1997. Ξημερώματα, καθημερινή, βγαίνω μπροστά στα τότε γραφεία του sport.gr. Έχουμε μείνει μετά τη δουλειά και πίνουμε στα γραφεία, είμαι κομμάτια απ’τις βότκες και μάλιστα έχω δύο άδεια μπουκάλια στα χέρια μου, ενθύμια της βραδιάς που ήθελα να πάρω σπίτι μου. Με το που σηκώνω το βλέμμα στην Υμηττού, ένα ταξί πλησιάζει. Κάθομαι μπροστά με τις βότκες στα χέρια, του λέω “πάμε Άνω Βούλα, σύνορα με Βλάχικα, θα σας πω όταν φτάνουμε”. Μου απαντάει πως δεν ξέρει καθόλου από εκεί και τότε αρχίζει η μάχη μου. Μάχη να κρατηθώ ξύπνιος, που όμοιά της δεν έχω δώσει άλλη φορά στη ζωή μου. Το παλεύω, αλλά είναι αδύνατον, καταρρέω, χάνω τη μάχη.

Σηκώνω το κεφάλι. Ο ήλιος έχει βγει για τα καλά. Κοιτάω έξω. Είμαστε κάπου στη Σχολή Ευελπίδων, μετά τη Βάρη. “Γιατί είμαστε εδώ” ρωτάω για να πάρω οργισμένη απάντηση. “Τι γιατί ρε φίλε, μισή ώρα προσπαθώ να σε ξυπνήσω, δεν ξέρω που είμαστε, δεν ξέρω που να σε πάω, σε σπρώχνω τόση ώρα και εσύ τίποτα”.

Συνέρχομαι, γυρνάμε πίσω, με αφήνει σπίτι, κοιμάμαι σαν άνθρωπος πια.

Ένα χρόνο αργότερα, ξημερώματα. Βγαίνω στο ίδιο σημείο, περίπου την ίδια ώρα, αυτή τη φορά νηφάλιος.

Τυχερός, βρίσκω αμέσως ταξί, στο δευτερόλεπτο.

Κάθομαι όπως πάντα μπροστά. “Πάμε Άνω Βούλα, σύνορα με Βλάχικα, θα σας πω όταν φτάνουμε”.

“Ναι, να πάμε. Αλλά μη μου κοιμηθείς πάλι”.

Ο ίδιος ταξιτζής, στο ίδιο σημείο, στην ίδια διαδρομή.

Δεν κοιμήθηκα.