Shutterstock
ORIGINALS

Το κάστρο που κατέρριψα

Οι δημοσιογράφοι του Oneman θυμούνται όλα τα 'εγώ δεν πρόκειται ποτέ να...' που ανέτρεψαν στη ζωή τους.

Μπορεί να είναι από τις πιο ειλικρινείς στιγμές της ζωής μας, και όχι δεν αναφερόμαστε στη στιγμή της κωλοτούμπας αυτής καθεαυτής. Μιλάμε για τη στιγμή που αγκαλιάσαμε τις πιο εντυπωσιακές και θορυβώδεις κωλοτούμπες μας. Τη στιγμή που είδαμε τον άλλο δρόμο και τον ακολουθήσαμε. Επιπλέον, είναι πάντα ωραίο να μιλάς γι’ αυτές τις στιγμές.

Ιδού λοιπόν τα κάστρα που καταρρίψαμε μετά χαράς και αυτοπεποίθησης:

Οι πλατφόρμες, για την Ιωσηφίνα Γριβέα

Οι στιλιστικές μάστιγες των ’90s ήταν κάμποσες. Κάποιες κιόλας, όπως τα choker, έχουν κάνει δυναμικό comeback και περιμένω να κοπάσουν. Κάπου στα μισά του Δημοτικού ωστόσο, ήρθαν στα πράγματα τα sneaker platforms. Και δεν ήταν τα sneaker platforms που βλέπεις τώρα στους δρόμους. Η φάση ήταν αυτή:

Παρότι άμπαλη σε τέτοια όπως τα περισσότερα παιδιά της εποχής, ήξερα μέσα μου πως αυτό το στραπατσαρισμένο, γκροτέσκο, κετσέδικο πατούμενο δεν θα έπρεπε να είχε φύγει ποτέ από το μυαλό του (διαταραγμένου αναμφίβολα) ανθρώπου που το συνέλαβε για να φτάσει σε κανενός τα πόδια. Τελικά έζησα για να δω μία-μία τις συμμαθήτριες και καρδιακές μου φίλες να πέφτουν θύμα της απάτης και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι εγώ δεν θα έπεφτα ποτέ.

Τα χρόνια πέρασαν, οι πλατφόρμες ήρθαν ξανά στη μόδα, αλλά αυτή τη φορά έμοιαζαν με παπούτσι. Και μάλιστα παπούτσι που σου δίνει ύψος με μειωμένο τον κίνδυνο της μοιραίας συνάντησης μούρη-άσφαλτος. Τα ζευγάρια μου αυξάνονται και πληθύνονται, και μάλλον θα συνεχίσουν σ’ αυτόν τον ρυθμό. Όλοι αγαπούν ένα καλό comeback.

Οι φακοί επαφής, για τη Ναστάζια Καπέλλα

Φοράω γυαλιά από την 3η δημοτικού και για πολλά χρόνια πίστευα ότι δεν θα μπορέσω να βάλω φακούς. Και ναι, πέρασα τη μισή εφηβεία με το δίπτυχο γυαλιά-σιδεράκια. Είχα δοκιμάσει στο Λύκειο να φορέσω, αλλά δεν μπόρεσα να ακουμπήσω τα μάτια μου και τα παράτησα. Το κατάφερα στο 3ο έτος μετά από προτροπές φίλων που μου λέγαν ότι μόνο στις αρχές είναι δύσκολο. Την πρώτη εβδομάδα αφιέρωνα κυριολεκτικά 45 λεπτά στο κάθε μάτι. Γρήγορα ο χρόνος αυτός μειώθηκε στα δευτερόλεπτα και πλέον εννοείται δεν διανοούμαι ζωή χωρίς φακούς.

Τα χρώματα, για τον Γιώργο Μυλωνά

Πρέπει να πήρα πτυχίο πριν φορέσω οτιδήποτε δεν ήταν μαύρο, γκρι ή πράσινο (και αυτό ελέω Παναθηναϊκού). Κάπου στα 22 αποφάσισα να το ζήσω στα άκρα και να κάνω ό,τι δεν έκανα μέχρι τότε. Αγόρασα ένα κόκκινο T-shirt, το φόρεσα και βγήκα στο δρόμο. Ήμουν σίγουρος πως με κοιτούσαν περισσότεροι από όσοι θα με κοιτούσαν σε περίπτωση που είχα χτυπήσει τατουάζ στο κούτελο. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισα το δρόμο μου και πήγα στη δουλειά, χωρίς κανείς να δώσει σημασία στο T-shirt μου. Για εμένα ήταν μία μικρή επανάσταση. Για εκείνους ήταν ένα ακόμα T-shirt. Από τότε στην ντουλάπα μου έχω κάθε λογής χρώμα, με ιδιαίτερη έμφαση το καλοκαίρι στο κίτρινο, το κόκκινο και το γαλάζιο.

H ενυδατική προσώπου, για τον Γιώργο Φράγκου

Η αλήθεια είναι πως τα χρόνια που τα ματωμένα γόνατα θεωρούνταν το απόλυτο ανδραγάθημα δεν μου περνούσε από το μυαλό ότι μια μέρα των ημερών θα φοράω περήφανος την ενυδατική κρέμα προσώπου της Frezyderm, φέροντας και ακλόνητα επιχειρήματα γι’ αυτό. Μεγαλώνουμε, αλλάζουμε, σκεφτόμαστε και αγαπάμε λίγο περισσότερο τον εαυτό μας. Έτσι πάνε αυτά. Και όσον αφορά το ταμπού σχετικά με τους άνδρες και τις κρέμες περιποίησης μοιάζει πιο παλιό και από τα ματωμένα μου γόνατα στην πλατεία, τα χρόνια που ταλαιπωρούσαμε την τρίτη ηλικία με τις στραβοκλωτσιές μας. Εν αρχή ην η ενυδάτωση, με αποτέλεσμα την προστασία από την αφυδάτωση και τη φθορά του δέρματος. Το αίσθημα φρεσκάδας και ο ήπιος προσηλυτισμός στους φίλους μας να κάνουν το ίδιο είναι τα μπόνους όλης της ιστορίας, ενώ η συγκεκριμένη κρέμα είναι ιδανική και για μετά το ξύρισμα. Γιατί εκτός από ενυδατική, έχουμε και πρόγραμμα, κύριοι.

Το κασκόλ, για τον Κωνσταντίνο Αμπατζή

Γενικά είμαι τρομερά πεισματάρης. Αν στο μυαλό μου έχει καρφωθεί κάτι, δεν μου το αλλάζεις με τίποτα. Και το χειρότερο είναι ότι δεν ακούω καν αυτό που έχεις να μου πεις. Ή μάλλον το ακούω, αλλά το προσπερνάω στο δευτερόλεπτο για να επικρατήσει το ξερό μου το κεφάλι. Κάπως έτσι ήμουν από μικρός με αμέτρητα φαγητά τα οποία απέρριπτα χωρίς να τα έχω δοκιμάσει καν, κάπως έτσι είμαι και με ρούχα τα οποία δεν καταδέχομαι να φορέσω επειδή θεωρώ ότι δεν μου πάνε, χωρίς να με έχω δει καν με αυτά. Ας πούμε, με το κασκόλ. Δεν φοράω κασκόλ, επειδή θεωρούσα ότι δεν μου πηγαίνει, ότι δεν μπορώ να το δέσω σωστά, ότι θα δείχνω σαν φλώρος, ότι είναι περιττό. Ή μάλλον δεν φορούσα. Γιατί το δοκίμασα ξανά -έπειτα από πίεση της κοπέλας μου- σε ένα ταξίδι στην παγωμένη Κωνσταντινούπουλη και βρέθηκα να απορώ γιατί κρύωνα τζάμπα τόσα χρόνια. Και να σκεφτείς ότι όταν μου το χάρισαν, σκεφτόμουν να το αλλάξω. Τραγιάσκα, έρχεται η σειρά σου.

Οι φακές, για τον Αντώνη Τζαβάρα

Η σχέση μου με τα όσπρια είναι αντίστοιχη της σχέσης μου με την εκκλησία: τα σέβομαι, τα έφαγα αναγκαστικά όταν ήμουν μικρός και από ένα σημείο και μετά ακολουθήσαμε διαφορετικούς δρόμους. Η μοίρα, όμως, είχε για μένα το δικό της σχέδιο, βασικό κομμάτι του οποίου ήταν ένα τάπερ με φακές. Το έβαλε στη ζωή μου η Ζωή, μαζί με διάφορες άλλες υγιεινές συνήθειες, στις οποίες νομίζω ότι επέδειξα ικανοποιητική προσαρμοστικότητα. Με τις φακές ζορίστηκα. Ειδικά με τις φακές σε τάπερ για τη δουλειά. Ποτέ δεν έπαιρνα τάπερ στη δουλειά, οπότε η συνδυαστική προοπτική ενός τάπερ με φακές ήταν τόσο εκτός της ρουτίνας μου, όσο και το να εμφανιστώ στο γραφείο με κορμάκι και πουέντ. Το έκανα, όμως. Και δεν ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι μου άρεσαν κιόλας οι φακούλες. Κατανοώ ότι είμαι ακόμα στην πρώτη πίστα, ότι κάποια στιγμή θα  χρειαστεί να τα βάλω με γίγαντες και φασόλια κλπ, αλλά στην παρούσα φάση απολαμβάνω τη νίκη μου και το πρώτο μου μαξιλαράκι στην οσπριοφαγία. Φακές, λοιπόν. Αν τις φοβάσαι κι εσύ, μασκάρεψέ τις σε μια εύκολη κι ανώδυνη σαλάτα. Τις βράζεις, τις αφήνεις να κρυώσουν, τρίβεις από πάνω τους λίγη φέτα, προσθέτεις μια ψιλοκομμένη κόκκινη πιπεριά, μερικές ελιές ροδέλες, λίγο φρέσκο ελαιόλαδο, λίγο μπαλσάμικο, τις βάζεις στο αναπόφευκτο τάπερ και μετά στο ψυγείο. Τρώγονται και με πιρούνι, το οπιοίο είναι βασικό πλεονέκτημα αν είσαι αρχάριος στην υπόθεση ‘τάπερ στη δουλειά’.

Το πρωινό, για τον Πάνο Κοκκίνη

Και όχι απλά το πρωινό, αλλά το υγιεινό πρωινό. Αυτό δηλαδή που περιλαμβάνει νιφάδες βρώμης (ούτε καν δημητριακών) ‘πασπαλισμένες’ με μερικές σταφίδες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το λατρεύω. Μου δίνει εκείνη την ενέργεια που μου έλειπε τα προηγούμενα 40 χρόνια της ζωής μου. Εκείνη που με έκανε να πέφτω με τα μούτρα, γύρω στις 10.35 (είδες ακρίβεια το στομάχι μου) σε ότι σφολιάτα βρισκόταν εντός του οπτικού μου πεδίου. Ακόμη και αν δεν ήταν καν δική μου, αλλά στο χέρι (ή πάνω στο γραφείο) συναδέλφου. Κοίτα να δεις που σε λίγο θα ξεκινήσω και τη γυμναστική. Εντάξει, εντάξει, το ξέρω ότι το έκανα τώρα λύσσα το θεματάκι.

Η ομπρέλα, για τον Κώστα Μανιάτη

Εντάξει, θα μου πεις, Ελλάδα είσαι, πόσο συχνά μπορεί να τη χρειαστείς; Δεν έχει σημασία. Και αυτή τη μία φορά που θα έριχνε καρέκλες, διάφανες και υδάτινες, πάντοτε, από μικρό παιδί θα με έβλεπες να φοράω απλώς την κουκούλα μου και να προχωράω κάτω από μπαλκόνια, τσαλαβουτώντας στις λάσπες και στα ρεύματα νερού πλάι στα πεζοδρόμια. Δεν με ένοιαζε το πως θα γίνουν τα παπούτσια μου, το παντελόνι μου, τίποτα, απολάμβανα απλώς την ελευθερία να έχω τα χέρια στις τσέπες και να ελίσσομαι, ψευτοτρέχοντας κάποιες στιγμές, κάτι που με την άβολη ομπρέλα δεν θα μπορούσα να κάνω. Κάποια στιγμή βρήκα παρηγοριά και στα λόγια του Ηλία Πετρόπουλου, ο οποίος είχε επισημάνει ότι ο αυθεντικός μάγκας-ρεμπέτης του Μεσοπολέμου το θεωρούσε ντροπή να κουβαλάει ομπρέλα, αν και μάλλον το μόνο κοινό που είχα εγώ με τους ρεμπέτες ήταν ότι ίσως κάποιους απ’ αυτούς να τους λέγανε ‘Κώστα’ και μέχρι εκεί. Δεν θυμάμαι, λοιπόν, πότε άρχισα να χρησιμοποιώ ομπρέλα, πότε ακριβώς ξεπέρασα την ενοχή ότι προδίδω τον παιδικό μου εαυτό, αλλά πιθανότατα να συνέπεσε με την είσοδό μου στα πρώτα -άντα. Στα δεύτερα με βλέπω με κίτρινη αδιάβροχη καμπαρντίνα και στα πρώτα -ήντα, τυλιγμένο με κουβερτούλα, πάνω στην κουνιστή καρέκλα της γιαγιάς, πηγαίνοντας μπρος πίσω, δίπλα στο καταθλιπτικό παράθυρο. Χωρίς να πλέκω, ε.