ORIGINALS

Το πρώτο μου ξύλο

Κάποιοι ντρέπονται γι' αυτό και άλλοι το φέρουν σαν παράσημο. Υπάρχει στη ζωή κάθε (σχεδόν κάθε) άνδρα και οφείλαμε να γράψουμε για αυτό.

Το ξύλο με όλη την ωμότητα και τον ρεαλισμό του, υπάρχει σαν ενδεχόμενο, σαν φόβος ή σαν ανάμνηση στη ζωή ενός άνδρα. Αυτό που ξεχωρίζει βέβαια τους γκαούγκαλους από τους σκεπτόμενους ανθρώπους είναι ότι για τους μεν το ξύλο είναι μια θλιβερή γυμνασιακή κυρίως ανάμνηση και για τους δε ένας τρόπος επίλυσης προβλημάτων.

 

Ιδού μερικές ιστορίες συντακτών από το πρώτο τους ξύλο. Ή κάτι τέτοιο.

Το πρώτο ξύλο του Σταύρου Καραϊνδρου

Οτιδήποτε αφορά το ξύλο θα ήθελα να με αφήνει αδιάφορο ή τουλάχιστον να με κάνει θεατή ενός κωμικού πράγματος. Είμαι σίγουρος ότι μπήκα στη λίστα του oneman με τους συντάκτες αυτού του άρθρου λόγω σωματοδομής. Η αλήθεια, όμως, δεν είναι αυτή που φαίνεται. Αν εξαιρέσουμε κάτι μάπες στο σχολείο ή στο μπάσκετ που περισσότερο θύμιζαν ξεκατινιάσματα στο Big Brother παρά αυτό που λέμε ξύλο, η μοναδική φορά που έμπλεξα σε καυγά, ήταν στο στρατό. Βέβαια, υπάρχουν άλλες 13.653 που θα ήθελα να μπλέξω από τότε που πήρα το δίπλωμα οδήγησης (η σημαντικότερη αυτή που με βλέμμα Τζακ Νίκολσον στη “Λάμψη” πήρα στο κυνήγι με το αυτοκίνητο το υποψήφιο… θύμα και αυτός έτρεχε να με αποφύγει με την όπισθεν!). Αυτή, λοιπόν, τη μία και μοναδική -σοβαρή- φορά που έπαιξα ξύλο θα τη θυμάμαι όχι για να την παρουσιάζω ως κάτι αξιοσημείωτο στο “βιογραφικό” μου, αλλά για το γεγονός ότι ενώ θα είχα κάθε ελαφρυντικό στο δικαστήριο, συγκρατήθηκα από το να κάνω φόνο. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες για να αποφύγω να κάνω μελοδραματικό το κείμενο και να παρουσιαστώ ως ο Στάθης Θεοχάρης που σάπισε τον ύποπτο στο κελί του. Εύχομαι, όμως, το θύμα να το θυμάται ακόμα ως ένα καλό μάθημα αποφυγής παρόμοιας μαλακίας. ΥΓ: Είμαι της γενιάς που όταν τσακωνόμασταν, ο “αντίπαλος” σε απειλούσε ότι θα φέρει παρέα. Ο,τι πιο κωμικό έχω αντιμετωπίσει… ΥΓ2: Να αποφύγετε το παράδειγμα του Μίχαλου με τον τοίχο…

Το πρώτο ξύλο του Ηλία Αναστασιάδη

Δεν έχει ρίξει ούτε έχω φάει ξύλο. Μια μπουνιά στο στομάχι έχω ρίξει ίσα ίσα για να επιβεβαιώσω το κλισέ ‘γροθιά στο στομάχι’. (Ευτυχώς το ‘γροθιά στο μαχαίρι’ το ‘χω αποφύγει). Ήταν που λες ένα πρωινό πριν 15 χρόνια, όταν συνάντησα σε μια ανηφόρα τον κολλητό μου, μετά από ένα ντέρμπι Ολυμπιακός-ΑΕΚ που φαντάζομαι είχαμε κερδίσει, γιατί πήγαινα στο σχολείο με το κασκόλ της ΑΕΚ, πράγμα που δεν έχω κάνει πάνω από 3 φορές στη ζωή μου. Ε, κάτι μου ‘πε, κάτι του ‘πα, και πάνω στην πρωινή βλακεία, μου πάτησε το κασκόλ κι εγώ πήγα να πέσω. Δεν ξέρω πώς συνδυάστηκαν αυτά. Εγώ απάντησα με μια γροθιά στο στομάχι, τόσο αστεία και από το πουθενά που εκείνος έσκασε στα γέλια, κάνοντάς με να νιώθω πιο γελοίος κι από επαγγελματία κλακαδόρο. Αυτό που με τρομάζει είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που πιάνονται στα χέρια στα σοβαρά.

Το πρώτο αίμα του Χρήστου Δεμέτη

Έχω παίξει ξύλο πάρα πολλές φορές. Άπειρες. Παρότι είμαι (μια)μιση μερίδα. Έχω δείρει κόσμο και κοσμάκη. Στον ύπνο μου, σε ένα παράλληλο σύμπαν, στη φαντασία μου την πλανεύτρα και άλλα τέτοια. Έλα, σοβαρά, ποιος παίζει ξύλο εκεί έξω και στέκει στα συγκαλά του. Ναι, το παραδέχομαι, είναι εκατοντάδες εκείνοι οι τύποι που θα ήθελα μέσα στο χρόνια να δείρω ή έστω να παίξω ξύλο μαζί τους και ας τις φάω, αλλά στο τέλος βασιλεύει η λογική που λέει και το κλισέ. Δεν παίζω ξύλο γενικά που λες, δεν το συνηθίζω. Θα έπαιζα για να επιβιώσω, ή για να υπερασπιστώ δικό μου άτομο που κινδυνεύει. Δεν θα έπαιζα ξύλο για καμία ομάδα και κανένα χρώμα. Ωστόσο, θυμάμαι που είχα πλακωθεί στην τετάρτη δημοτικού γιατί “έπρεπε”. Τι εννοεί ο ποιητής με το “έπρεπε”. Ήταν ένας καιρός που εκεί στο 7ο δημοτικό Δάφνης, την είχαμε δει fight club. Στηνόταν κύκλος και μέσα έμπαιναν δυο κόκορες για να πιαστούν στα χέρια. Όποιος έμενε όρθιος, επιβίωνε. Μην φανταστείς και τρελές κλωτσοπατινάδες τώρα, μιλάμε για κάνα δυο σπρωξίματα, τούμπα κάτω με τον κώλο, φώναζαν τα κορίτσια, μετά ερχόταν ο δάσκαλος, το λήγαμε το θέμα. Ε, σε αυτές τις εορταστικές δραστηριότητες, είχα λάβει μέρος και εγώ. Νίκησα. Γιατί είχα ακολουθήσει την “κίνηση του ταύρου”. Κεφάλα κάτω, εφόρμηση στον αντίπαλο και. Και. Δεν θυμάμαι και πολλά. Τέλος πάντων, με τα πολλά νίκησα, ο πάλαι ποτέ συμμαθητής έπεσε φαρδύς πλατύς στο πίσω προαύλιο του σχολείου και εγώ νόμιζα ότι είμαι ο Ρόκι. Στα επόμενα χρόνια, είδα πολλές ταινίες ξύλου και έμεινα στις ταινίες και στα σχετικά video games. Από άποψη και νοοτροπία. “Παλιά έδερνα”, που λέει και ο αδερφός μου. Τώρα προτιμώ να πίνω μπύρες και να το φιλοσοφώ το θέμα. Συμφέρει.

Το πρώτο ξύλο του Μάνου Χωριανόπουλου

Είχα αρκετές αστείες μονομαχίες ως παιδί (αναπαραστάσεις Ροκι και κατς στο Δημοτικό με συμμετοχή όλων των τάξεων), αλλά το πρώτο κανονικό ξύλο, ήταν, αν θυμάμαι καλά, στην πρώτη γυμνασίου με ένα παιδί, που λεγόταν Σάββας. Το όνομα έχει σημασία, διότι είναι το μόνο που τον θυμάμαι να λέει. Κάτι σαν Χόντορ της εποχής. Ευτυχώς δεν είχε το μέγεθός του Χόντορ, ωστόσο ήταν ψηλότερος από μένα. Ο καυγάς ξεκίνησε, επειδή κάτι πήρε από το χέρι μου (τυρόπιτα, χαρτάκια πανίνι, Τσίχλες-σπανάκι; ποιος ξέρει;), του είπα να αναπαραχθεί (με άλλα λόγια), με έσπρωξε και ακολούθησαν δυο γονατιές από μέρους μου πολύ καλές. Αντεπιτέθηκε με μια αριστοτεχνική μπουνιά, η οποία κατά ένα περίεργο λόγο μου έσπασε το πάνω μέρος από ένα δόντι. Όχι όλο το δόντι, όχι αίματα. ΦΟ-ΒΕ-ΡΗ μπουνιά. Πιθανότατα ο Σάββας είναι σήμερα πυγμάχος ή χειρουργός. Το κομμάτι έπεσε κάτω και κάτι η γονατιά μου, κάτι που το ψάχναμε έξω από την τάξη, η μάχη τελειώσε εκεί. Ο Σάββας το βρήκε και μου το έδειξε, λέγοντάς μου πιθανότατα “Σάββας”. Από τότε, έχω γίνει μάρτυρας αμέτρητων τσαμπουκάδων και κάθε φορά μου φαίνονταν όλο και πιο ηλίθιοι οι συμμετέχοντες και οι λόγοι που τους οδηγούσαν σε μια επίδειξη βλακείας. Ειδικά όταν σε 2-3 περιπτώσεις, η κατάληξη ήταν το νοσοκομείο. Πάντως, αν κάποιος επιμένει να νομίζει ότι έτσι λύνονται οι διαφορές “αντρίκεια”, καλό είναι να θυμάται ότι το επιτυχημένο ξύλο, είναι θέμα αριθμητικής.

Όπως έλεγε και ένας φίλος μου στο στρατό: “Τι 7 με 5; Να πάμε 25 με 5 να τους τσακίσουμε, να τελειώνουμε. Θα πάμε 7 με 5, χαροπαλεύουμε;;”

Το πρώτο ξύλο του Μάνου Ανδρουλάκη

Σε δυο-τρεις κοκορομαχίες κατά τη διάρκεια ή μετά το τέλος ποδοσφαιρικών αγώνων με το άλλο τμήμα (αυτοί ήταν αγώνες) είχα συμμετάσχει μέχρι το γυμνάσιο. Δεν υστερούσα σε ζωηράδα, αλλά προτιμούσα να την εξωτερικεύω σε άλλους τομείς. Η πρώτη και τελευταία φορά που έπαιξα ξύλο στη ζωή μου (σ.σ. έχω σπάσει και το πλαστικό μέρος του καθρέφτη ενός ταξιτζή, όμως αυτό έληξε προτού καν αρχίσει γιατί μας χωρίσανε) καταγράφηκε στη Β’ Γυμνασίου. “Αντίπαλός” μου ήταν ένας συνονόματος και συγχωριανός μου, ο οποίος χωρίς κάποιο προφανή λόγο με τσιμπούσε με ένα στυλό κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος. Το έκανε σε λάθος timing γιατί βιαζόμουν να αντιγράψω μία άσκηση. Τη μία του λέω “έλα ρε”, τη δεύτερη του λέω “ξεκόλλα”, την τρίτη γυρνάω και μου λέει “τι είναι ρε;”. Μακελειό. Δυο-τρεις πρόλαβα να ρίξω, προτού μας σταματήσουν. Έπεσα επίπεδο, αλλά “δεν έφταιγα εγώ κυρία”.

“H μάνα του Μιχάλη” για τον Πάνο Κοκκίνη

Τον έλεγαν Μπάμπη, ήμασταν συνομήλικοι, έμενε στον επάνω όροφο της πολυκατοικίας και μου έριχνε γύρω στους 6 πόντους και τα 8 κιλά. Κάποια στιγμή στο δημοτικό, σε ένα διάλειμμα, είπα σε μια παρέα -δεν θυμάμαι γιατί- ότι και θα τον πλακώσω στο ξύλο και ότι η μάνα του (την οποία, φαντάσου, συμπαθούσα) μπορεί να πάει να… ‘περιηγηθεί’. Κάποιος καλοθελητής Χ του το μετέφερε και, στο επόμενο διάλειμμα, ήρθε, με βρήκε, σκαρφάλωσε από πάνω μου και με άρχισε στα χαστούκια. Αιφνιδιάστηκα. Αλλά, λίγο πριν με πάρουν τα κλάματα, του είπα ‘Στάσου. Είναι όλα ψέματα. Δεν τα είπα ποτέ εγώ αυτά για σένα. Εκείνος που στα μετέφερε. Εκείνος τα είπε. Οπότε ο Μιχάλης με πίστεψε, σηκώθηκε και άρχισε να πλακώνει τον άλλο στο ξύλο. Αυτό μου έδωσε το χρόνο να σηκωθώ, να ξεσκονιστώ, να πάρω το πιο χοντρό βιβλίο που βρήκα πρόχειρο, να πάω από πίσω του και να του το φέρω το κεφάλι. Προσθέτοντας ‘Είδες που στα έλεγα ότι θα σε πλακώσω στο ξύλο; Τώρα το μόνο που μένει είναι να τακτοποιήσω και το θέμα με τη μάνα σου’. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που πλακώθηκα στο ξύλο. Γιατί ο πιο δυνατός μου μυς ήταν ανέκαθεν το μυαλό μου. Αυτό και η παντελής έλλειψη ενδοιασμών στο να παλέψω βρώμικα.