ORIGINALS

Το πρώτο τσιγάρο που έκανα ποτέ

Δέκα ιστορίες ένοχης απόλαυσης και απέχθειας.

Για κάποιους αποτελεί την τελετή μύησης στον κόσμο των ενηλίκων και για κάποιους άλλους την επιβεβαίωση πως πρόκειται για μια αηδιαστική υπερεκτιμημένη συνήθεια. Όπως και να έχει, το πρώτο τσιγάρο αποτελεί για όλους μια ξεχωριστή και συνήθως ένοχη στιγμή της καριέρας τους σ’ αυτό τον πλανήτη.

Γυρίσαμε τον χρόνο μερικές δεκαετίες πίσω και θυμηθήκαμε την πρώτη φορά που βάλαμε το θυμιατό του διαβόλου, όπως θα έλεγε και μια γιαγιά, στο στόμα μας.

Αναπτήρα κανείς;

Ένα Marlboro Lights στο άλσος της Κηφισιάς, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Πήγαινα Τρίτη Γυμνασίου και είχα ήδη αρκετούς φίλους που κάπνιζαν. Εγώ ωστόσο, αντιστεκόμουν σθεναρά. Λίγο για λόγους αρχής, λίγο επειδή ήξερα ότι δεν κάνει καλό, λίγο επειδή ένιωθα τύψεις προς τους γονείς μου. Ώσπου μια μέρα, μετά το σχολείο, κάναμε μια βόλτα στο άλσος της Κηφισιάς. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι με 2-3 κολλητούς μου και έβγαλαν έξω ένα πακέτο Marlboro Lights μαλακό. Δεν μου προσέφεραν, δεν ψάχνουμε εδώ για κακές επιρροές. Ήταν καθαρά η δική μου περιέργεια αυτή που με έκανε να ζητήσω ένα τσιγάρο. Όταν είσαι 14 χρονών, θέλεις να τα δοκιμάσεις όλα, εκτός κι αν μιλάμε για πρασινάδες στο φαγητό. Το άναψα διστακτικά και το κάπνισα, χωρίς να πολυκαταπιώ τον καπνό. Θυμάμαι απλά ότι δεν μου άρεσε καθόλου και ότι δεν έβηξα δευτερόλεπτο. Το επόμενο διάστημα, συνέχισα να κάνω σποραδικά τράκα τσιγάρα από τους κολλητούς μου, μέχρι που πια ήμουν βέβαιος ότι δεν πρόκειται να μου αρέσει ποτέ και ότι το κάπνισμα δεν θα με κάνει λιγότερο φλώρο. 17 χρόνια μετά, εξακολουθώ να μην καπνίζω, όμως ξέρω πως αν στο παγκάκι του άλσους είχα δοκιμάσει στριφτό τσιγάρο και όχι βιομηχανικό, πιθανότατα σήμερα θα κάπνιζα κανονικά.

Ένα στριφτό, στα 30, στην Παλιόχωρα ο Γιώργος Μυλωνάς

Στην προσωπική μου λίστα με τα πιο αηδιαστικά πράγματα για άγγιγμα, το τσιγάρο βρίσκεται στο νούμερο 2. Ακριβώς κάτω από την κατσαρίδα. Δεν κάνω πλάκα. Αν και οι δυο γονείς μου είναι καπνιστές μού προκαλούσε πάντοτε αηδία και μόνο η σκέψη ν’ ακουμπήσω ένα πακέτο τσιγάρων. Ακόμα και σήμερα καθ οδόν προς το πατρικό, ο πατέρας μου μπορεί να μου ζητήσει να του φέρω οτιδήποτε εκτός από τσιγάρα, αφού ξέρει ότι αυτό δεν πρόκειται να το κάνω. Με αυτή τη λογική το πρώτο μου τσιγάρο το άναψα γύρω στα 30. Προηγήθηκε εφαρμογή του πειράματος του Μικρού Albert μόνο που αντί για άσπρα κουνέλια χρησιμοποιήθηκαν πακέτα τσιγάρων.

Όσον αφορά την πράξη καθεαυτή, δεν θυμάμαι κάτι ιδιαίτερο. Μόνο ότι βρισκόμουν καλοκαίρι στην Παλιόχωρα, στα Χανιά και είχα πιει κάμποσες ρακές. Το τσιγάρο ήταν στριφτό και από τις πρώτες ρουφηξιές που πιθανολογώ πως ποτέ δεν κατάφερα να κατεβάσω, ένιωσα να βρωμάει το στόμα, τα μαλλιά, ολόκληρο το είναι μου. Το συμπέρασμά μου ήταν πως τα προηγούμενα 30 χρόνια μόνο κερδισμένος ήμουν που δεν το είχα βάλει στο στόμα μου. Αυτό το τελευταίο θα μπορούσε να το ‘χε γράψει κι η γιαγιά μου.

Τα Χριστούγεννα της νικοτίνης, για τον Λευτέρη Ελευθερίου

Για την ακρίβεια, υπήρχε ένα χρέος. Ένα χρέος που έπρεπε να δοθεί. Μάλιστα, ήταν ειδεχθές και επονείδιστο, όπως λένε και στην πολιτική, διότι εκείνος που πίεζε για τα χρήματα λογιζόταν ως πολύ καλός φίλος, παιδιόθεν. Μου είχε δώσει διορία ως την επόμενη μέρα. Μετρούσα ώρες και οι τσέπες ήταν πιο βομβαρδισμένες από τον Τομ, σε παγίδα με δυναμίτη στον Τζέρι που κλασικά του έχει γυρίσει μπούμερανγκ. Είχα κλείσει τα 19 και το άλλοθι υπήρχε. Βράδυ σε καφετέρια, ο Μάνος πρόταξε τα Lucky Strikeτου, πειραχτικά, όπως έκανε από το προηγούμενο καλοκαίρι και έπειτα. Πήρα ένα τσιγάρο και έπειτα κάπνισα άλλα 11, συνεχόμενα. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος και δεν επιδεχόταν αντίρρηση. Αν ο Προμηθέας ένιωσε μία φορά ωραία, ξεγελώντας τον Δία και την απληστία του, ο Λευτέρης βρισκόταν σε μία έκσταση νεαορλεανική, το μόνο που έμενε ήταν το σαξόφωνο του Τζον Κολτρέιν. Από τότε, πολλά τσιγάρα έχουν παίξει κάθε πιθανό ρόλο, αλλά στόχος είναι η αναζήτηση της συγκίνησης που κατευθείαν δημιουργήθηκε με την πρώτη τζούρα.

Για όλα φταίει ο Κλιντ Ίστγουντ λέει ο Πάνος Κοκκίνης

Τσιγάρο δεν έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Μόνο σιγκαρίλο. Για την ακρίβεια το ίδιο ‘σουλούπι’ σιγκαρίλο που έκανε και ο Κλιν στα σπαγκετο-γουέστερν του. Το πρώτο πρέπει να ήταν στην 2η λυκείου, πριν από μια χοροεσπερίδα που είχαμε στην Barbarella. Νόμιζα, ο πανηλίθιος, ότι θα με βοηθήσει να βγάλω την Νεοσμυρνιώτισσα γκόμενα -με τους σμιλεμένους από το βόλεϊ γλουτούς. Συγκεκριμένα ότι θα με δει με το υπέροχο μοβ σακάκι μου, τα τσουλούφια raver και το σιγκαρίλο στο χέρι και μπαμ θα πέσει κάτω. Ε, δεν έπεσε. Ούτε αυτή, ούτε η επόμενη, ούτε η μεθεπόμενη. Οπότε, κάποια στιγμή, 3 χρόνια και 20 πακέτα μετά, έκοψα τα τσουλούφια και σταμάτησα να καπνίζω.

Καρέλιας vs. καζανάκι για την Ιωσηφίνα Γριβέα

Είχα συμμαθητές που κάπνιζαν από την Έκτη Δημοτικού. Μέχρι να χτυπήσει η δική μου περιέργεια στα 17, οι τουαλέτες του σχολείου μου έμοιαζαν με ομίχλη στην Πάρνηθα. Χτύπησε ωστόσο ένα βράδυ μετά το φροντιστήριο, αλλά το πανάλαφρο τσιγάρο που μου έδωσε μια συμμαθήτριά μου ήταν σκέτος αέρας. Δεν κατάλαβα τίποτα λοιπόν και αποφάσισα να δοκιμάσω ξανά με την κασετίνα που έκρυβε η αδερφή μου στο συρτάρι της. Μπήκα στο άδειο μου σπίτι, έψαξα και βρήκα αυτόματο αναπτήρα (ναι, γελάστε ελεύθερα, δεν μπορώ να ανάψω κανονικό αναπτήρα) και ακολούθησα τις οδηγίες μιας φίλης που με συμβούλευσε να ρουφήξω όσο γίνεται βαθύτερα τον καπνό. Ο επόμενος τόνος είχε δακρυσμένα μάτια, βήχα και λευκά σύννεφα να βγαίνουν από τη μύτη μου σαν χαλασμένη εξάτμιση. Πεπεισμένη ότι δεν θα ζούσα μέχρι να φτάσω στην κουζίνα, έτρεξα στο μπάνιο να πιω νερό και πέταξα το τσιγάρο στο καζανάκι. Το τράβηξα μία, το τράβηξα δύο, το τράβηξα τρεις, δεν ξέρω πόσες φορές το τράβηξα για να πάει κάτω. Η καριέρα μου ως καπνίστρια έληξε λίγους μήνες αργότερα, τις ημέρες των Πανελλαδικών, οπότε και μου έδωσαν μια υποτιθέμενη εορταστική ζούρα που με έπεισε ότι δεν είμαι εγώ για τέτοια. Όχι ότι γλίτωσα και ποτέ. Να ‘σαι καλά παρέα, να ‘σαι καλά Ελλάδα.

Ο νόμος του δρόμου για τον Κώστα Μανιάτη

Θήβα 1999. Σκληρές γειτονιές, έγκλημα παντού, αστυνομία πουθενά, μόνη διέξοδος για να φέρεις ένα πιάτο φαΐ στο σπίτι το έγκλημα και η παρανομία. Βαποράκια και τζογαδόροι, νταβατζήδες και τσιλιαδόροι, όλοι έδιναν την μάχη της επιβίωσης καθημερινά σε κάποιο στενό, έχοντας τα μάτια τους ανοιχτά και το στόμα τους κλειστό 24/7. ”Όρμα τους πριν σου ορμήσουνε” μας λέγανε στην πλατεία και μας στέλνανε για τις μικροδουλειές τους, προκειμένου να ψηθούμε από νωρίς στη δύσκολη ζωή.

Σ’ αυτόν τον κόσμο, λοιπόν, που φτηνές γόπες κιτρίνιζαν τα δάχτυλα ακόμα και 10χρονων παιδιών, αντιστάθηκα, χωρίς ποτέ όμως να χάσω και το σεβασμό στο δρόμο. Όλοι καπνίζαν γύρω μου, στο γυμνάσιο, στο λύκειο, αλλά εγώ τίποτα, δεν τη ‘έβρισκα’ με τον ψεύτικο κόσμο της νικοτίνης, δεν γούσταρα να ‘γίνομαι’ όπως οι υπόλοιποι. Ένα βράδυ όμως κοίταξα την άβυσσο στα μάτια και η άβυσσος με κοίταξε κι αυτή πίσω. Σε ένα σκοτεινό καταγώγι που μαζευόταν όλη η αλητεία του 2ου Λυκείου, παραλίγο να έρθω στα χέρια με ένα μάγκα για λόγο που δεν θυμάμαι πια, λογικά για τον έλεγχο κάποιας ‘περιοχής’. Μας χώρισαν οι ψυχραιμότεροι και γίναμε καπνός πριν σκάσουν οι μπάτσοι, τηρώντας τον νόμο της σιωπής και του δρόμου. Μέσα μου όμως έβραζα ακόμη. Το ξημέρωμα με βρήκε λιώμα σε ένα άλλο μαγαζί, που τα υπόλοιπα ‘Καλά Παιδιά’ της γειτονιάς έκαναν από νωρίς το νταηλίκι τους. Εκεί, λοιπόν, τους ζήτησα ένα τσιγάρο, πιο πολύ για να τους δείξω την ταραχή μου (είχα χεστεί πάνω μου), παρά γιατί το είχα όντως ανάγκη. Έκανα δυο τζούρες χωρίς να κατεβάσω τον καπνό. Αηδιαστική γεύση. Το άγγιξα ξανά όταν πια ήμουν 2ο έτος φοιτητής και είχα αφήσει πίσω την παλιά μου ζωή για τα καλά. Και τότε κόλλησα. Για τα υπόλοιπα 11 χρόνια την είχα καθημερινά στο στόμα μου αυτήν την αηδία, μέχρι που το έκοψα και σήμερα μετράω σχεδόν 3,5 χρόνια ‘καθαρός’, χωρίς ούτε ένα τσιγάρο παρακαλώ. Περηφάνια. Θηβαϊκή.

Σε σκαλάκια πολυκατοικίας στην Κυψέλη, η Ναστάζια Καπέλλα

Ήταν Ιανουάριος του 2006 και ήμουν 1η Λυκείου. Το σχολείο μας είχε μέχρι και καπνιστήριο, πολλές φίλες μου κάπνιζαν είτε περιστασιακά είτε κανονικά και όλοι είχαν έστω δοκιμάσει. Είχα πάει λοιπόν στο σπίτι της κολλητής μου στη γιορτή του πατέρα της. Σε κάποια φάση βαρεθήκαμε και μου λέει να πάμε μια βόλτα για να κάνει ένα τσιγάρο. Περπατάμε λίγο, καθόμαστε σε μια πολυκατοικία, μιλάμε, βγάζει το τσιγάρο, αρχίζει να το κάνει και της είπα να μου δώσει και μένα μία να δοκιμάσω. Δεν μου άρεσε, αλλά ήταν όπως το περίμενα. Δηλαδή οκέι, ρουφάς καπνό, πόσο καλό να είναι; Στα επόμενα χρόνια προσπάθησα 5-10 φορές να καπνίσω, πάντα με μεγάλη αποτυχία. Ακόμα δεν έχω καταλάβει αν έχω κατεβάσει ποτέ τον καπνό.

Στο λιμάνι της Μυκόνου ο Θέμης Καίσαρης

Το καλοκαίρι του 1995 η παρέα πήγε διακοπές στη Μύκονο. Χαζά παιδιά, χαρά γεμάτα, περπατούσαμε στην πόλη, ώσπου κάποιος είπε να καπνίσουμε. Νομίζω ο Λεκάκης είχε ένα πακετό Camel μαζί του, το οποίο για κάποιο λόγο το είχε φέρει μαζί του απ’την Αθήνα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις, στη Μύκονο μπορεί να μην είχανε τσιγάρα ή να τα πουλούσαν 1.500δραχμές. Κάπου εκεί στο λιμάνι, βρήκαμε έναν αναπτήρα και με προκάλεσαν να καπνίσω, γιατί ήταν γνωστό πως το μισούσα. Τρομακτική πάλη με τον αέρα και τελικά το άναψα, μαζί με τον Τσάρλυ, και ποζάραμε για την ιστορική φωτογραφία. Δεν θυμάμαι τίποτα και τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί και να μην άναψε ποτέ, άσε που με τόσο αέρα η κάφτρα πρέπει να έφυγε αμέσως.

Σίγουρα δεν ήταν πραγματικές οι τζούρες που πήρα. Σίγουρα γιατί θυμάμαι τις πρώτες. Έναν χρόνο αργότερα. Φοιτητικό πάρτυ, νομίζω κάπου στην Άνω Γλυφάδα, στον Ηλία, δεν θυμάμαι καλά. Κάποια στιγμή προς το ξημέρωμα, αφομοιωμένος σε μια πολυθρόνα, χωρίς κανέναν προφανή λόγο ζήτησα ένα τσιγάρο. Μου το έδωσε η Βίκυ ή ο Στέλιος, είναι πολλά τα χρόνια παιδιά. Ήταν Lucky strike. Έρωτας με την πρώτη ρουφηξιά. Φωτογραφία δεν υπάρχει, αλλά το πρώτο αξέχαστο τσιγάρο ήταν αυτό.

Το τσιγάρο που θα έριχνε το κορίτσι για τον Γιάννη Μπαϊρακτάρη

Δεν ξέρω τι ακριβώς είχαμε στο μυαλό μας. Περίεργες εποχές. Τότε που πηγαίναμε πρώτη λυκείου και νομίζαμε ότι φορώντας ένα δερμάτινο μπουφάν και ανάβοντας ένα τσιγάρο, θα ‘ρίχναμε’ την ωραία του σχολείου. Και χρησιμοποιώ α’ πληθυντικό γιατί οι περισσότεροι από την παρέα το κάναμε, πιστεύοντας ότι όντως θα τα καταφέρουμε. Φυσικά, η πραγματικότητα απήχε παρασάγγας. Το πρώτο τσιγάρο μου, το είχα ανάψει σε ένα τέτοιο σκηνικό σε ένα πάρτι του σχολείου, αν θυμάμαι καλά. Βέβαια η συνέχεια δεν ήταν ακριβώς όπως την είχα πλάσει στο μυαλό μου. Είχα ψιλοπνιγεί από τον καπνό, άρχισα να βήχω και ακολούθησαν γέλια από όλους. Και φυσικά δεν “έπεσε” και το κορίτσι απέναντι.

Στο μικρό w/c, ο Ηλίας Αναστασιάδης

Το πατρικό μου έχει μια εσωτερική σκάλα που στέλνει από το σαλόνι και την κουζίνα στα δωμάτια. Στον πάνω όροφο υπάρχει το μεγάλο μπάνιο και στον κάτω ένα μικρό w/c. Στο μικρό w/c έκανα το πρώτο μου τσιγάρο, το πρώτο από τα σχεδόν δέκα της ζωής μου. Ήταν το καλοκαίρι από τη Β’ στη Γ’ γυμνασίου και το πλάνο είχε καταστρωθεί από καιρό. Την επόμενη φορά που ο πιο μεγάλος ξάδερφος που είχα, ο Γιώργος, θα ξέχναγε το πακέτο με τα marlboro στο σπίτι μας, θα του έκλεβα ένα τσιγάρο, το οποίο θα κάπνιζα σε ιδανικές συνθήκες. Μόνος, στο μικρό w/c του σπιτιού, με ανοιγμένο το παράθυρο και πρόχειρα δυο τρία αποσμητικά για να παταχθεί η τσιγαρίλα. Το τσιγάρο βρέθηκε, το σπίτι άδειασε και το πείραμα ξεκίνησε. Δεν θυμάμαι γιατί ήθελα να καπνίσω. Νομίζω ότι απλά ήθελα να με δω στον καθρέφτη για να καταλάβω αν μου πάει. Δεν είχα φίλους που να είχαν καπνίσει, ούτε σκόπευα να το αποκαλύψω σε κάποιον. Το έκανα για μένα, το εννοώ. Πήρα τον αναπτήρα που χρησιμοποιούσε η μάνα μου για να ανάβει το καντηλάκι που άφηνε κάθε βράδυ στην κουζίνα και το άναψα κρατώντας το στο χέρι. Δεν το άναψα έχοντάς το στο στόμα. Το κοίταζα για λίγο να καπνίζει και μετά από 2-3 καλές ανάσες, το ακούμπησα στα χείλη και ρούφηξα. Μην ξέροντας ότι πρέπει να καταπιώ τον καπνό, απλά βίωσα την απόλυτη αηδία, μια γεύση που δεν οδηγούσε πουθενά και που πιθανότατα τέλειωσε την υπόθεση τσιγάρο για το υπόλοιπο της ζωής μου. Κρατήθηκα με νύχια και με δόντια για να μη ρωτήσω τον Γιώργο ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ να καπνίζει δύο πακέτα τη μέρα. Του το είπα λίγα χρόνια και μου απάντησε ότι το ‘χε καταλάβει. Δεν τον πίστεψα, μάλλον με ψάρευε.

Εσύ, πότε έκανες το πρώτο σου τσιγάρο;