ΠΟΤΟ

Στο Cinderella δεν υπάρχουν ρολόγια ούτε κολοκύθες, μόνο ξέφρενος χορός

Στην άρτι αφιχθείσα ντίσκο του Κολωνακίου αναβιώνει η διασκέδαση μίας άλλης εποχής. Και όταν λέμε αναβιώνει, του δίνει και καταλαβαίνει.

Την Barbarella, την ντίσκο που σημάδεψε τη δεκαετία του ’80 και χάρισε στους θαμώνες της τουλάχιστον ένα υπερτέλειο ξενύχτι να έχουν να αφηγούνται, δεν την πρόλαβα. Θέλω τόσο πολύ να βάλω και ένα γαμώτο στο τέλος της έκφρασης αλλά συγκρατούμαι. Δεν είναι ότι τρελαίνομαι να ακούω Diana Ross ή Donna Summer αλλά η όλη περιγραφή που μου έχουν κάνει μαζί με τις φαντασιακές ευρηματικές προσθήκες των χρόνων που πέρασαν από τότε, έχουν καταφέρει να πλέξουν στο μυαλό μου ένα εγκώμιο σε αυτό το μαγαζί. Και μου τη σπάει που δεν ήμουν εκεί για να μπορώ να κρίνω δίχως να βασίζομαι στις μαρτυρίες άλλων.

Έχω πάει σε ντίσκο. Αρκετές φορές. Ειδικά τότε που έκανα χορό (παλιές καλές εποχές) είχαμε πεισμώσει με τα παιδιά από τη σχολή να χορέψουμε ει δυνατόν σε όλες τις πίστες της Αθήνας. Εντάξει, μην φανταστείς ότι λιώσαμε τα χορευτικά μας παπούτσια, σε δύο τρεις ντίσκο όμως, τα κουνήσαμε τα κορμιά μας. Δεν ξέρω πώς να το πω, αλλά να μωρέ, τέτοιος χαμός σαν αυτόν που μου έχει πολλάκις περιγραφεί για την Barbarella, ούτε καν.

Σε αυτό το πνεύμα και με τις παραπάνω εμπειρίες στο είδος, όταν έμαθα ότι άνοιξε μία καινούρια ντίσκο στο Κολωνάκι επιπέδου Barbarella με αντίστοιχη ρετρό κιτς στυλ διακόσμηση, πήγα κάπως προκατειλημμένη. ‘Σιγά μην είναι τόσο πετυχημένη‘, σκέφτηκα. Και έκανα άκρη τις χρυσοποίκιλτες κουρτίνες για να περάσω μέσα.

Η Cinderella άνοιξε στα μέσα Δεκεμβρίου του 2015 και έκανε τον ντόρο που αρμόζει σε κάθε πριβέ αλλά ανοιχτό προς όλους μαγαζί του Κολωνακίου. Δεν ήξερε την ύπαρξή της σχεδόν κανείς. Από στόμα σε στόμα και από μερικές φωτογραφίες στα social media άρχισε να ψιθυρίζεται ένα ‘Άνοιξε μία ντίσκο στο Κολωνάκι που λένε ότι είναι πολύ καλή‘. Θέλω να επιστρέψω λίγο στην προηγούμενή έκφρασή μου πριβέ αλλά ανοιχτό προς όλους γιατί παίζει και να σε έχω μπερδέψει.

 

Α! Παρεμπιπτόντως, αν καθώς χορεύεις εν εξάλλω πετύχεις δίπλα σου ή πάνω σου την Άννα Βίσση ή κάποιον σελέμπριτι, αντί να ζητήσεις σέλφι πάρτην ή πάρτον να κάνετε μία φούρλα. Το Cinderella είναι ένα μαγαζί που σε πάει πίσω σε μία εποχή που κανενός δεν του καιγόταν καρφί για την διασημότητα ή μη του άλλου και όλοι ήταν μία παρέα. Όπως συνέβαινε και στην Barbarella δηλαδή (ή μάλλον, όπως μου έχουν περιγράψει ότι γινόταν).

Είχαμε μείνει όμως στο σημείο που περνούσα μέσα στο μαγαζί και άρχισα να καταβαίνω αργά τις σκάλες για να μην βρεθώ μίαν ώρα αρχύτερα στο υπόγειο dance floor. Παντού καθρέφτες. Όταν λέμε παντού, παντού. Καθώς κατεβαίνεις βλέπεις παντού τη φάτσα σου, το σώμα σου, τα ρούχα, τα παπούτσια σου.

Μόλις πάτησα το τελευταίο σκαλί, ο χρόνος σταμάτησε κάπου στη δεκαετία του ’80. Δεν παρατήρησα ακριβώς. Έμεινα θαμπωμένη από τα τόσα χρώματα που με περιέβαλαν.

 

Μου ξέφυγε ένα ‘ουάου’. Εκείνη την ώρα, με προσπέρασε μία σερβιτόρα ντυμένη με μία χρυσή λαμέ φόρμα. Πριν προλάβω να καταλάβω γιατί ήταν ντυμένη έτσι, μία άλλη εξίσου απαστράπτουσα προθυμοποιήθηκε να με βάλει στο τραπέζι μου. Γνωστή για την αδιακρισία μου, δεν άντεξα. Τη ρώτησα: ‘Τι είστε ντυμένες;‘. ‘Νεράιδες‘ μου απάντησε και μου έκλεισε το μάτι. Εντάξει, ζήλεψα. Πολύ. Λίγα λεπτά αργότερα ένας σερβιτόρος με μία εξωτική ποδιά ήρθε για παραγγελία. Δεν ξέρω πού ήμουν αλλά έμοιαζε με παράδεισο.

Εκείνη την ώρα στα decks έπαιζε αυτό.

Ο κόσμος ήταν ντυμένος χαλαρά (καμία σχέση με Κολωνάκι) ενώ οι φάτσες όλων ήταν χαρούμενες. Δεν ξέρω αν παίζει ρόλο αλλά κανείς τους δεν κρατούσε κινητό. Δεν το είχε καν κοντά του, πάνω στο πάσο ή το τραπέζι.

Το μαγαζί άρχισε να γεμίζει γύρω στις 02.00. Αν και δεν έβλεπα ρολόι, πρέπει να ήταν 02.30 όταν όλοι βρισκόμασταν στην πίστα χοροπηδώντας σαν τρελοί.

Cinderella

Λεβέντη 3, Κολωνάκι