ΠΟΤΟ

Τα κυριλοclub πέθαναν

Η άνοδος και η αναπόφευκτη πτώση της αυτοκρατορίας των club και της κουλτούρας που τα συνόδευε. Να ζήσουμε να τα θυμόμαστε.

Έχω υπάρξει λαμπρό παράδειγμα μαϊντανού των κυριλέ club προ δεκαετίας και νωρίτερα. Ό,τι χειρότερο μπορείς να φανταστείς σε τύπο που σύχναζε σε club, το είχα κάνει. Και επί αρκετά χρόνια έπαιρνα τηλέφωνο από νωρίς τον Αργύρη για να έχω καλό τραπέζι, έδινα τάληρο στην πόρτα για να μπω και υπηρετούσα με τιμή το σύστημα 6-2 (6 άντρες, 2 κοπέλες) για να έχω ένα καλό τραπέζι του Venue του Βασίλη Τσιλιχρήστου. Και τα νοσταλγώ όλα αυτά.

Και πριν το Venue ήταν το King Size (για τα παλαιότερα δεν δικαιούμαι και δεν μπορώ να μιλήσω). Μαζί με το Venue ήταν το Privilege. Και αν δεν ήταν αυτά ήταν το Galea, το Motel και το Ακρωτήρι. Και αργότερα ήταν το Villa Mercedes, το Guzel, το Boutique και το W. Ως εκεί.

Η μιζέρια του σήμερα

Όσες φορές έχει τύχει να βρεθώ τώρα πια σε κάποια από τα μεγαλεπίβολα club με πιάνει θλίψη. Νιώθω μια μιζέρια να με περιτριγυρίζει. Και νιώθω ότι εκείνα τα μεγαλεπίβολα κυριλέ club δεν θα ξανανοίξουν ποτέ. Και ίσως κάνω λάθος. Ίσως νιώθω εγώ έτσι γιατί μεγάλωσα και η εποχή με έχει ξεπεράσει. Ίσως είναι τα δικά μου νιάτα που έχουν πεθάνει και όχι τα κυριλοclub τα ίδια.

Αλλά μπαίνοντας στις σελίδες εκείνων που προμοτάρουν φωτογραφίες από τα διάφορα πάρτι στα club, μιλώντας με κόσμο που δουλεύει σε αυτά και πηγαίνοντας σε τέτοια μαγαζιά, νιώθω ότι τίποτα δεν είναι πια το ίδιο. Στον κόσμο, στην ατμόσφαιρα, στην όρεξη, στην μουσική.

Γι’ αυτό άλλωστε δεν ασχολούνται και τα media με τα opening, τα party και τους guest djs. Το 1999 όταν άνοιγε το Venue έπεφταν τα τσιμέντα. Ήταν θέμα από μόνο του. Δεν χρειαζόταν κανένα Δελτίο Τύπου να υπόσχεται αξέχαστες βραδιές για να το μάθεις.

Τώρα βλέπω ψεύτικα μαγαζιά με μεταξωτές κορδέλες. Μαγαζιά χωρίς προσωπικότητα και ύφος. Χωρίς μία μόστρα που ναι μεν πολλές φορές ήταν βλαχοκυριλέ, άθλια και κατακριτέα, αλλά ήταν αυτή που χαρακτήριζε την mainstream διασκέδαση του τέλους των 90s και των αρχών των 00s.

Και όχι, δεν είναι αυτή η κουλτούρα, το Νιτρο, τα μπουκαλάκια σαμπάνιας και τα 15ευρα της εισόδου που μας έφτασαν στο σημερινό οικονομικό χάλι. Η συγκεκριμένη βιομηχανία κινούσε χρήμα. Έφερνε λεφτά σε πάρα πολλά σπίτια και επέτρεπε στον έφηβο να διασκεδάσει με ένα ανεκτό ποσό. Το αν θα παρήγγελνε σαμπάνια να δροσιστεί στις 5 το πρωί με τον Kenny Carpenter στα decks ήταν δική του λάσκα στον εγκέφαλο.

Η έλλειψη οράματος και η εξαίρεση στον κανόνα

Τώρα τι βλέπεις; Καινούρια μαγαζιά στημένα σε απαρχαιωμένες ιδέες. Σε βάσεις που έβαλαν άνθρωποι της δεκαετίας του 90 και βρήκαν έτοιμες εν έτει 2012 οι τότε σερβιτόροι και λαντζέρηδες που τώρα είναι ακριβοθώρητοι μετρ και κάτοχοι ποσοστών. Όχι ότι έχω τίποτα μαζί τους. Τους τιμάει στην τελική το γεγονός ότι ανέβηκαν στην ιεραρχία αντί να μείνουν μια ζωή στην πόρτα. Αλλά το ότι δεν έκαναν τίποτα για να πάνε την νύχτα ένα βήμα πιο πέρα, είναι κατακριτέο.

Οφείλω να εξαιρέσω από αυτή τη λίστα τα παιδιά στον Όμιλο Παπαθεοχάρη αλλά και τον Χρύσανθο Πανά, γιατί ειλικρινά τα τελευταία 5-6 χρόνια νιώθω ότι είναι οι μόνοι που προσπαθούν να χτίσουν πάνω σε νέες ιδέες. Θες επειδή ο Πανάς από την μία και ο Απόλλωνας από την άλλη έχουν την αισθητική που τους επιτρέπει να βλέπουν μπροστά και να φτιάξουν ένα Salon de Bricolage και ένα Balux Cafe; Θες επειδή έχουν το τοπογραφικό setting για να χτίσουν ένα Island και ένα Ακάνθους; Έστω έτσι, δεν φτιάχνουν επίχρυσα club αλλά μαγαζιά που στέκονται άξια στην νύχτα του σήμερα.

Α ναι. Και επειδή πολλοί που σχολιάζουν είναι καχύποπτοι, δεν τα παίρνω από κανέναν από τους δύο Ομίλους που αναδεικνύω. Απλά τα μαγαζιά τους είναι τα μόνα στα οποία νιώθω ότι μπορώ ακόμα να περάσω καλά.

Η κρίση και η εναλλακτική που κερδίζει

Σαφέστατα και τους έχει επηρεάσει όλους η κρίση. Λογικό να μην μπορούν ανά 6 μήνες να στήνουν κανούρια μαγαζιά και τα πιο πολλά χειμερινά club να παραμένουν στην χειμερινή τους θέση. Η παραλιακή μοιάζει έρημη όταν μέχρι πριν 2 χρόνια ήταν ένας γολγοθάς να φτάσεις από τον Άγιο Κοσμά στην Βούλα γύρω στη 1 το βράδυ.

Ο Βασίλης Τσιλιχρήστος (ο άνθρωπος που πολλοί λάτρευαν σαν Θεό πριν μια δεκαετία και εξακολουθεί να διατηρεί στο Villa την συνταγή που τον έφερε στο απόγειο) αφουγκράστηκε πρώτος τις δυσκολίες του κόσμου και μείωσε την τιμή της φιάλης σε 75 ευρώ την στιγμή που άλλα μαγαζιά την κρατούσαν πολύ πάνω από τα 100 ευρώ. Σε αντίθεση με τους δύο ομίλους που ανέφερα παραπάνω που ακόμα κρατούν τις τιμές ψηλά.

Αλλά πάλι ίσως αυτή η παρακμή του clubbing να είναι αυτή η φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων. Και η γκρίνια για μια εποχή, που πέρασε και πάει, να είναι ίδιον κάτι almost 30άρηδων σαν και του λόγου μου. Γιατί να σου πω την αλήθεια έχω βαρεθεί κι εγώ πάρα πολύ να στριμώχνομαι σε ένα τραπεζάκι 3 ατόμων μαζί με 10 φίλους μου και να προσπαθώ να χορέψω (λέμε τώρα) παίζοντας “αγκώνες” με το στήθος της σερβιτόρας που περνάει.

Προτιμώ μια μικρή μπάρα με κόσμο που έχει όρεξη να ακούσει ροκιές, σοουλιές και φανκιές. Μαγαζιά με χώρο απέξω να σταθείς όρθιος να πιεις την μπίρα σου μέσα στην ζωή της πόλης. Μπουκάλια και μεγάλα πλαστικά ποτήρια χωμένα στην άμμο. Μαγαζιά που θα σου σερβίρουν ένα καθαρό ποτό και δεν θα σε χαλάσει. Μαγαζάτορες με μια ιδέα και μια φιλοσοφία που σε σπρώχνει να κάνεις τα μαγαζιά τους στέκι σου.

Ξαναλέω. Ίσως φταίω εγώ που δεν περνάω πια καλά στα κυριλέ club και τα κηδεύω πρόωρα. Αλλά αν έχεις ζήσει το clubbing πριν 10 χρόνια, έλα και πες μου ότι είναι το ίδιο με το σημερινό.

ps1: Στην κεντρική φωτό είναι η Ίνα Σιδέρη ως φόρος τιμής στις χορεύτριες των club. Γιατί ίσως το μοναδικό κομμάτι που μένει ζωντανό και αναλλοίωτο από εκείνη την εποχή είναι η ενέργεια που βγαίνει από παιδιά που γουστάρουν να χορεύουν με μουσικάρες, με ελάχιστα λεφτά, από νωρίς το βράδυ μέχρι νωρίς το πρωί. Παιδιά σαν την Ίνα, την Τάνια, την Ana, την Sasha και πολλές πολλές άλλες.

ps2: Η μουσική δεν χάνεται μαζί με τα club που την πρωτοέφεραν. Για εκείνους που την γουστάρουν υπάρχει ακόμα. Σε μικρότερα club, σε μικρότερα bar, από dj που δεν την έπαιζαν για να βγάζουν λεφτά αλλά γιατί την γούσταραν πραγματικά.