ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Η νυμφομανής που αγάπησα

Ο Αντώνης Καρπετόπουλος γράφει για την ταινία του Τριέρ, ανυπομονώντας για το δεύτερο μέρος.

Κάθε καινούργια ταινία του Λαρς Φον Τρίερ μου θυμίζει το σοκ της πρώτης μας συνάντησης: το 1985 αυτός έκανε την πρώτη του μεγάλη ταινία, «Το Στοιχείο του Εγκλήματος» κι εγώ, πιτσιρικάς κι ακόμα κινηματογραφικά απαίδευτος (σχεδόν όσο και τώρα), διαπίστωνα ότι το σινεμά μπορεί να είναι μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Εκείνη η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, διανοουμενίστικη και προκλητική, σύνθετη και σκοτεινή, στιλιζαρισμένη τόσο ώστε να σε αφήνει άναυδο με τα χρώματα της και περίπλοκή τόσο ώστε να μην αφήνει το μυαλό σου να ξεφύγει από αυτή ούτε δευτερόλεπτο, ήταν μόνο το μπουμπουνητό της απερχόμενης καταιγίδας.

Από τότε φαίνονταν ότι όταν ο τύπος θα ολοκληρώσει τους πειραματισμούς του πάνω στα κινηματογραφικά είδη και τις εικαστικές φόρμες, θα βάλει στο στόχο τα εσώψυχα της ανθρώπινης ύπαρξης, όχι για να προσφέρει λύτρωση ή απαντήσεις, αλλά για να τσακίσει την οποιαδήποτε βεβαιότητά σου, λογική ή θρησκευτική ή ηθική. Το «Nymphomaniac» ήταν για τον ίδιο ένας προορισμός: θα έφτανε σε μια τέτοια ιστορία υποχρεωτικά και για αυτό και μας την παρουσιάζει σε δυο μέρη: ως έργο ζωής θα ήταν υποχρεωτικά μεγάλο.

 

Ο Δανός θα ευχαριστιόταν την αμηχανία διάφορων κειμένων που γράφτηκαν για την ταινία, που θα έπρεπε να είναι η πιο πολυσυζητημένη της χρονιάς, αν υπήρχε κουράγιο για τέτοιες συζητήσεις. Η νυμφομανία ως θέμα δεν είναι πρωτότυπο, χωρίς να είναι και κοινό. Το δύσκολο μονοπάτι της πορνογραφικής Τέχνης επίσης είναι ένας δρόμος που πολλοί δημιουργοί τόλμησαν, αφού χαρίζει επιτυχία που εξαργυρώνεται. Όμως ο Τρίερ δεν είναι τριάντα χρονών για να ψάχνει τέτοια ευκολάκια και την τεχνική της πρόκλησης την ξέρει πολύ καλά: δεν του χρειάζεται μια ταινία για να κερδίσει την προσοχή του κόσμου- μπορεί να το κάνει ξαναβρίζοντας τους Αμερικάνους ή τους Εβραίους, ή σκανδαλίζοντας πάλι τους καθολικούς. Η ατυχία ή η τιμωρία του είναι ότι οι προηγούμενες προκλήσεις του (όπως και η επιθετικές του δηλώσεις), κάνουν πολλούς να πιστεύουν πως η ταινία αυτή είναι μια ακόμα κίνηση που αποσκοπεί στο ψάρεμα της παγκόσμιας προσοχής – πράγμα που φυσιολογικά τον βαυκαλίζει. Φυσικά κάτι έντονα προβοκατόρικο σε μια ταινία που ασχολείται με τη νυμφομανία και είναι γυρισμένη από τον Τρίερ υπάρχει: όμως δεν θέλει να μας σοκάρει, ούτε να παίξει με τις αντοχές μας τώρα. Του αρκεί να μας παρασύρει σε ένα παιγνίδι που ξεκινά αθώα και μπορεί να προκαλέσει εγκαύματα ψυχής.

Στο δεκάλεπτο, όταν ο Σέλιγκμαν και η Τζο ξεκινάνε την αυτοψυχανάλυσή τους, καταλαβαίνεις ότι η ηδονοβλεπτική σου συμμετοχή δεν αφορά το σεξ, που είναι άφθονο και για αυτό καταναλώνεται σαν αναψυκτικό, αλλά το ψυχολογικό στριπτίζ των δυο. Και πανάθεμα τον Τρίερ η ηδονοβλεπτική διάσταση της ταινίας, παρά τις διανοουμενίστικες υπερβολές της, είναι θεραπευτική. Αρκεί ν αφήσεις έξω από την αίθουσα τους καθωσπρεπισμούς σου, τις απαιτήσεις σου για απαντήσεις, τις ανάγκες σου για ερμηνείες και τα πολλά σου θέλω. Ο Δανός δημιουργός, με τη βλάσφημη θέληση να σκορπίσει τα μυστικά της ψυχής στο πάτωμα, απαιτεί όλη την προσοχή σου. Αν δεν μπορείς να ανταποκριθείς στην σύμβαση, μην πας.

 

Αν όλο το σινεμά του Λαρς φον Τρίερ είναι μια νέα θρησκεία (με δογματισμούς, κολλήματα, πιστούς, λυτρωμένους, φανατικούς και άπιστους) το «Nymphomaniac» είναι κάτι σαν τη θεία λειτουργία της. Πομπώδες στιγμές στιγμές, σπαρακτικό σε άλλες, γεμάτο κηρύγματα, χωρισμένο σε κεφάλαια που διαφέρουν ως προς την αισθητική και τα δρώμενα, μυστηριακό, αλλά όχι ακατανόητο, σύνθετο και συχνά υπεραπλουστευμένο, το «Nymphomaniac» δεν επιτρέπει ερωτήσεις και για αυτό στάθηκε αδύνατο για τους κριτικούς να δώσουν στο κοινό λόγους για να το δει. Δεν είναι περιπέτεια, παρότι θα ήθελε, αλλά ένα δοκίμιο με μυθιστορηματική φόρμα που υπηρετεί την αφήγηση. Ακόμα και οι αναφορές στον Μπαχ, στην Τέχνη, στα μαθηματικά, δεν είναι παρά προσχήματα για να συνεχιστεί η αφήγηση – και η αφήγηση είναι ένα είδος συλλογικής ψυχανάλυσης, ίσως της ψυχανάλυσης όλου του δυτικού μας κόσμου. Το θέμα του Δανού δεν είναι η νυμφομανία – αυτό είναι το πρόσχημα. Το θέμα του είναι η αδυναμία στο να δοθεί περιεχόμενο στο τι είναι η ευτυχία, ή έστω η πληρότητα. Η νυμφομανής Τζο, θα πρεπε δια μέσου της σεξουαλικής υπερδραστηριότητας να έχει φτάσει σε μια κάποια ικανοποίηση, όμως αυτό δεν συμβαίνει. Αν δεν φέρνει ευτυχία, λέει ο Τρίερ, η αποδοχή του ίδιου σου του πόθου και αν η γιγάντια προσπάθεια σου να δεις τις επιθυμίες σου να πραγματοποιούνται, δεν σου προσφέρει τελικά καμία ικανοποίηση, τότε δεν υπάρχει σωτηρία. Αν ξέρεις τι θες, αν μπορείς να το βρεις και παρόλα αυτά αυτό δεν σου αρκεί, τότε η αρρώστια σου είναι αγιάτρευτη. Ο Δανός μιλά για ένα δυτικό κόσμο που βαδίζει προς τον όλεθρο, ακόμα κι αν συντρίψει τις συμβάσεις ή γλυτώσει από τα πλοκάμια κάθε καταπιεστικής ηθικής. Απαισιόδοξο; Σίγουρα. Δογματικό; Αναντίρρητα. Λανθασμένο; Ας περιμένουμε την ολοκλήρωση του συλλογισμού στο δεύτερο μέρος για να δούμε το βάθος του. Στο πρώτο μέρος, η μάχη με τον έρωτα, την οικογένεια, το κοινωνικό περιβάλλον, δηλαδή η μάχη με τους άλλους, ήταν εύκολη. Στο δεύτερο μέρος  το διανοητή και τους ήρωές του περιμένει το τέρας της αυτοϊκανοποίησης, η μάχη με το μεγάλο εγώ.

 

Ο Δανός έχει κατηγορηθεί για μισογυνισμό και όχι άδικα. Το «Nymphomaniac» ωστόσο είναι μια ωδή στη γυναίκα και στην ισοπεδωτική της δύναμη. Η Τζο δεν καταλαβαίνει από ηθική, αγαπά τον πατέρα της αλλά δεν νοιώθει τίποτα για την οικογένεια – δε σοκάρεται από τη διάλυσή της. Οι εραστές της, οι πιο πολλοί, δεν έχουν ονόματα. Είναι κυνηγός η ίδια, είναι ψεύτρα, είναι θεατρίνα, είναι θηλυκό. Ξέρει να χαίρεται, αλλά και να διεκπεραιώνει τη σεξουαλική πράξη υποκρινόμενη. Ξέρει να λέει και όχι. Ο Τρίερ κοιτάζει την ηρωϊδα – δημιούργημά του με θαυμασμό – του χει ξανατύχει και σε προηγούμενες ταινίες. Μόνο που τώρα κλείνει το μάτι στους άνδρες λέγοντας τους ότι κάτι τέτοιο δεν θα τους τύχει ποτέ – ίσως να μην υπάρχει παρά μόνο στην αρρωστημένη φαντασία τους, που δεν είναι πολύ διαφορετική από τη δική του.                 

Φυσικά ο Τρίερ μιλάει για το σεξ, όπως όλοι οι άντρες: σαγηνευτικά και προσεχτικά, όταν μιλάνε για αυτό με γυναίκες που θα τις ήθελαν στο κρεβάτι τους. Και πάντα λίγο υπερβολικά και πρόστυχα όταν τα λένε μεταξύ τους. Κάθε συζήτηση για σεξ είναι λίγο φερετζές: μιλάνε πολύ για αυτό όσοι ντρέπονται να πουν άλλα σημαντικότερα. Ευτυχώς αυτό δεν ισχύει για τον φορμαρισμένο βλάσφημο δημιουργό Λάρς…

 

Στις 20 Φεβρουαρίου είναι νομίζω προγραμματισμένο να βγει το δεύτερο μέρος: η διανομή σε δυο μέρη δίνει την ευκαιρία για ένα αναστεναγμό ανακούφισης – ή ένα χειροκρότημα.

Δεν γίνεται να συμφωνήσουμε όλοι.