ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Οι ταινίες: Ο Liam Neeson είναι ασταμάτητος

Στο “Non-Stop” o Liam Neeson τα βάζει και με αόρατους αεροπειρατές. "Philomena" και "Πατέρας και Γιος" συγκινούν.

Το να σχολιάζεις μια περιπέτεια του Λίαμ Νίσον βάσει του πόσο φανταστικός και αναπάντεχος action star είναι ο Λίαμ Νίσον, είναι κάτι πιο παρωχημένο κι από το να γράφεις εν έτει 2014 κείμενα για το πόσο καλός είναι ξαφνικά ο Μάθιου Μακόναχι. Αλλά από την άλλη, πώς γίνεται να μην το διαπιστώνεις κάθε φορά ξανά, σα να ήταν η πρώτη;

 

Πάρε μια γερή γουλιά από το αναψυκτικό σου, ετοιμάσου για σινεμά και πάμε να συζητήσουμε για τον Νίσον και τις υπόλοιπες ταινίες της εβδομάδας.

Ό,τι κι αν έχει παίξει τα τελευταία χρόνια -και μέσα στους action ρόλους που έχει αναλάβει υπάρχουν τεράστιες διακυμάνσεις, δεν είναι παντού ο ίδιος- το μόνο σίγουρο είναι ότι προσδίδει στους χαρακτήρες του μια αίσθηση σημασίας, μια συναισθηματική βαρύτητα ακόμα κι αν αυτό δεν προκύπτει υποχρεωτικά από την ίδια την ταινία. Σκέψου πώς κάθε του γροθιά ούρλιαζε οργή στο “Taken” και αναλογίσουν αν άλλος ηθοποιός στη θέση του θα ήταν απλά ένα ανήθικο καρτούν. Σκέψου αν ο ματσό υπαρξισμός του “The Grey” θα είχε αποδοθεί από άλλον ηθοποιό όπως από τον Νίσον, καθώς εκείνος έβγαζε έναν επιθανάτιο ρόγχο με σπασμένα γυαλιά καρφωμένα ανάμεσα στις αμυχές των δαχτύλων του.

Αυτό υποθέτω είναι το πλεονέκτημα του να προσλαμβάνεις έναν αληθινό ηθοποιό για να παίξει ακόμα και ρόλους που στο σκεπτικό κάποιων άλλων ανθρώπων, δεν έχουν ανάγκη δραματουργικού βάρους. Ο Νίσον τα κάνει όλα πιο σημαντικά.

Στο “Non-Stop” (imdb | letterboxd) ο Νίσον παίζει έναν αεροφύλακα υπεύθυνο υπερατλαντική πτήση, που ενώ το αεροπλάνο έχει ήδη απογειωθεί, αρχίζει και λαμβάνει μια σειρά μηνυμάτων που απειλούν τη ζωή επιβατών. Φυσικά, με υπερένταση ως εκεί που φτάνει υπερένταση δίχως να σπάσουν οι φλέβες σου, θα κάνει τα πάντα για να σώσει τους επιβάτες, και φυσικά καταλαβαίνεις πως κανείς δε θα τον πιστέψει.

Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που μπαίνουν εδώ, πέραν του προφανούς, ότι ο Νίσον είναι φανταστικός και φυσικά είναι μια ταινία που θα περάσεις φανταστικά βλέποντάς την, επειδή ο Νίσον είναι σε κάθε της πλάνο κάνοντας εντυπωσιακά ή/και αγωνιώδη ή/και υπερβολικά πράγματα.

Παράγοντας πρώτος, έχω μια φυσική κούραση απέναντι σε ιστορίες που υποσκάπτουν την ακεραιότητα ενός χαρακτήρα απέναντι σε όλους. (Υπό αυτή την έννοια το φιλμ προέρχεται από το ίδιο σημείο εκκίνησης του “Unknown”, την προηγούμενη συνεργασία του Νίσον με τον Κολέτ-Σέρα.) Εκτός αν η ταινία έχει συγκεκριμένο θεματικό λόγο να χτίσει μια τέτοια ιστορία, πολύ απλά τις βαριέμαι. Έχεις μιάμιση ώρα στη διάθεσή σου, γιατί να χαραμίσεις τόσο μεγάλο μέρος της σπαταλημένο σε ένα character assassination τη στιγμή που γνωρίζουμε πως αυτός είναι ο ήρωάς μας; Θέλω να δω δράση, ανατροπές, χαρακτήρες, πάντως σίγουρα δε θέλω να δω κάτι που αναλώνεται στο να μου δείχνει πώς οι πάντες δεν εμπιστεύονται τον έναν ήρωα που εμείς αναγκαστικά ως κοινό εμπιστευόμαστε.

Εξαίρεση; Όταν το κάνει ένας Χίτσκοκ (δηλαδή κάποιος που θα μπορούσε να σκηνοθετήσει τον τοίχο να στεγνώνει και να με κάνει να τρώω τα νύχια μου) ή όταν αυτές οι παρεξηγήσεις χτίζουν προς κάτι ευρύτερο. Εδώ μπαίνει κι ένας τρίτος λόγος: Το να βλέπω τον Νίσον να αντιδρά σε ένα όλο και μεγαλύτερο κύμα δυσπιστίας απέναντι στο πρόσωπό του, το να τον βλέπω με ένα συνδυασμό θυμού, πάθους και παράνοιας να αποδείξει πως δεν είναι παρανοϊκός, είναι απλά καθηλωτικό.

Παράγοντας δεύτερος. Η ταινία είναι ένα whodunnit ντυμένο ως αγωνιώδη περιπέτεια. Το ντύσιμο δε λειτουργεί ιδιαίτερα: Η πραγματοποίηση των υποσχέσεων/απειλών του τρομοκράτη συμβαίνει με τρόπους αρκετά άκομψους, ώστε να με κάνει να πιστεύω πως επρόκειτο για κάτι που επιβλήθηκε στο σενάριο για λόγους μάρκετινγκ. Απλά για να μπορεί να μπει στα τρέιλερ η ατάκα “θα σκοτώνω έναν επιβάτη κάθε 20 λεπτά”.

Αυτό όμως που λειτουργεί αναπάντεχα καλά, είναι το whodunnit στοιχείο. Χωρίς υπερβολή, σχεδόν κάθε ομιλών ρόλος της ταινίας σου περνάει από το μυαλό ως ύποπτος καθώς παρακολουθείς. Σκέψου το αν θες σαν ένα “Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές” αλλά με έναν Ηρακλή Πουαρώ πολύ πιο έντονο, πολύ πιο επικίνδυνο και, μεταξύ μας, σαφέστατα πιο κοντά στα όρια της προσωπικής του παράνοιας.

Όλα αυτά, και μαζί πυροβολισμοί σε συνθήκες μηδενικής βαρύτητας.

Η ταινία εν ολίγοις είναι τέλεια. Ξέρεις, ακραία και σαχλή και πιθανότατα θα καταρρέει σε δεύτερη θέαση. Αλλά αγωνιώδης. Και πωρωτική. Και τέλεια να την δεις στην άνεση μίας καρέκλας κινηματογράφου παρέα με ένα ποπ κορν και το δικό σου αγαπημένο αναψυκτικό.

(Ναι, είναι ένα τρέιλερ του “Non-Stop” φτιαγμένο με Lego.)

Και τώρα, ένα απολύτως απαραίτητο update της κατάταξης των περιπετειών της Action Era του Λίαμ Νίσον. Το νέο top-5:

  • 1. The Grey
  • 2. Taken
  • 3. Non-Stop
  • 4. Batman Begins
  • 5. Unknown

Το “Non-Stop” είναι ξεκάθαρα ανώτερο της προηγούμενης συνεργασίας με τον Κολέτ-Σέρα, και το “Batman Begins” το κρίνουμε κυρίως βάσει της Λιαμοσύνης του, οπότε χάνει πόντους όταν συγκρίνεται με ένα ικανό one-man show. Το “Taken” εξακολουθεί να είναι εκείνο που τα άλλαξε όλα οπότε δεν το προσπερνάμε εύκολα για την κορυφή, παρά μόνο με το “Grey” που είναι τεράστια προσωπική αδυναμία, και σε κάνει να σκέφτεσαι πράγματα όπως η ζωή, ο θάνατος και το καθήκον ενώ βάζει τον Λίαμ Νίσον αντιμέτωπο με μια αγέλη άγριων λύκων, δηλαδή άσε μας.

Περνώντας στον τομέα των ταινιών της βδομάδας που δεν έχουν τον Λίαμ Νίσον να πυροβολάει μέσα σε αεροπλάνα, το Συγκινητικό Σινεμά αποκτά δυο δυνατές νέες προσθήκες, το “Philomena” (imdb | letterboxd) και το “Like Father, Like Son” (imdb | letterboxd). Το πρώτο βρίσκεται υποψήφιο για μπόλικα Όσκαρ και συζητιέται εντόνως για πιθανή ανατροπή και νίκη στην κατηγορία του Σεναρίου (αλλιώς θα φύγει από την απονομή με άδεια χέρια ο Χάρβεϊ Γουάινστιν, σοκ), αλλά είναι το δεύτερο που θυμίζει περισσότερο μια τυπική δραματική -Δυτική- ταινία.

Σε αυτό, ο Χιροκάζου Κόρε-έντα σκηνοθετεί την αντάξια τηλεταινίας στο κανάλι Lifetime ιστορία δύο οικογενειών που μαθαίνουν πως πριν 6 χρόνια στο μαιευτήριο πήραν η μία το μωρό της άλλης, με αποτέλεσμα τόσο καιρό να μεγαλώνουν το ‘λάθος’ παιδί. Η ταινία εξελίσσεται λίγο-πολύ όπως θα περίμενες από εκεί και ύστερα, με όλα τα κλισέ να βαστούν κεντρικό ρόλο: η ταξική διαφορά των δύο οικογενειών, η παντελώς επιφανειακή προσέγγιση του ‘περιβάλλον εναντίον DNA’ διλήμματος, ο απομακρυσμένος πατέρας που μαθαίνει την αξία του να παίρνεις λίγο χρόνο και -διάβολε!- να πετάς ένα χαρταετό με το γιο σου.

Αυτό δε σημαίνει πως δεν έχει φανταστικές στιγμές η ταινία που και θα συγκινήσουν αλλά και θα σε καταπιούν για τα καλά μες στον κόσμο της, κάνοντας κάθε μικρή απόφαση και αγωνία και δίλημμα να μοιάζει αληθινό. Αλλά προσωπικά αρκετές στιγμές με βρήκα να κοιτάζω το ρολόι μου. Τα ξέρουμε αυτά που λέει η ταινία, τα έχουμε ξαναδεί. Θα συγκινηθείς, αλλά θα το μονολογήσεις κι ένα “έλα, πάμε λίγο πιο σύντομα όμως”.

Στο “Philomena” αυτό που βλέπουμε μοιάζει κάπως λιγότερο προφανές αλλά εξακολουθεί να είναι μια από αυτές τις ιστορίες ‘ανθρώπινου ενδιαφέροντος’ που ο δημοσιογράφος/πρωταγωνιστής (στο ρεπορτάζ του οποίου βασίζεται η ταινία) δεν εκτιμά τόσο πολύ. Εδώ έχουμε μια μητέρα που της είχαν πάρει το μωρό όταν το έκανε σε μικρή ηλικία και μετά μεγάλωσε σε ένα μοναστήρι. Ο Στίβεν Φρίαρς (που είχε κάνει κάποτε κι ένα “Grifters”) παίζει εδώ έντεχνα ανάμεσα στο γέλιο και στο κλάμα, κατακεραυνώνει το μονολιθισμό της καθολικής εκκλησίας, μιλά για το συντηρητισμό και τη συγχώρεση, συγκινεί και διασκεδάζει, και τα λοιπά.

Κάπου μέσα σε όλες αυτές τις μεταβάσεις θα μπορούσες και να πεις πως διακρίνονται κάποιες ασυνέπειες στο πώς σκιαγραφούνται οι χαρακτήρες (όλα στην υπηρεσία ενός Δυνατού Δράματος) και εν τέλει δε νιώθω πως η ταινία αφήνει κάποιο έντονο χρώμα πίσω της. Δηλαδή για ταινία που δεν έχει τον Λίαμ Νίσον να πυροβολά μέσα σε αεροπλάνα, μια χαρά είναι. Αλλάδεν είμαι σίγουρος πως θα την θυμόμαστε σε λίγους μήνες από τώρα.

Είσαι έτοιμος για σινεμά; Για δες πόσο δυνατός είσαι στο να θυμάσαι ατάκες από το σινεμά