ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Οι ταινίες: Ζωντανεύοντας παιχνίδια

Το “Need for Speed” και το “Lego Movie” δείχνουν τους δύο διαφορετικούς τρόπους να μεταφέρεις ένα προϋπάρχον brand στο σινεμά. Το “Byzantium” του Νιλ Τζόρνταν είναι η Ξεχασμένη Ωραία Ταινία της βδομάδας.

Κάψε το βιβλιαράκι με τις οδηγίες και ζήσε τη ζωή σου εφευρετικά και με φαντασία, είναι το επιμύθιο της καλύτερης ταινίας της εβδομάδας, μια προτροπή που θα ακουγόταν κούφια και κλισέ χολιγουντιανιάρικη αν δεν είχε προηγηθεί αυτής μια ταινία που τολμά να κάνει αυτό ακριβώς το πράγμα την ώρα που υπηρετεί ένα από τα μεγαλύτερα entertainment brand names παγκοσμίως, με τα λεφτά του μεγαλύτερου στούντιο του Χόλιγουντ. Κοινώς, when you walk the talk μπορείς να λες ό,τι θες, γιατί ακόμα και η κοινοτυπία σου είναι στην πραγματικότητα μάθημα ζωής.

Έχει ενδιαφέρον που την ίδια βδομάδα έχουμε στις αίθουσες δύο ταινίες που όσο ακραία διαφορετικές είναι προφανώς, τόσο μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο προέλευσης: Είναι κι οι δύο κινηματογραφική μεταφορά ενός entertainment brand παιχνιδιού, το οποίο δεν δανείζει απαραιτήτως τον εαυτό του με αποτελεσματικό τρόπο σε μια κινηματογραφική αφήγηση. Και οι δύο ταινίες έχουν πάρει ως θεμέλια λίθο (ως θεμέλιο τουβλάκι, αν προτιμάς;) ένα δημοφιλές παιχνίδι, και επιχειρούν να βγάλουν σινεμά με αυτό σαν έμπνευση, παραμένοντας πιστές σε αυτό που το κάθε παιχνίδι πρεσβεύει.

Το φοβερό είναι ότι κι οι δύο το καταφέρνουν απόλυτα.

Αυτό δε σημαίνει πως είναι κι οι δύο εξίσου καλές ταινίες (η μία είναι ταινιάρα, η άλλη όχι τόσο), σημαίνει όμως πως έχει ενδιαφέρον το πώς αναλαμβάνουν την εμπορική ‘αποστολή’ τους και προσπαθούν (ή όχι και τόσο) να δημιουργήσουν κάτι ουσιαστικό μέσα από αυτήν.

Πάρε μια γερή γουλιά από το αναψυκτικό σου, ετοιμάσου για σινεμά και πάμε να δούμε τι συμβαίνει αυτή τη βδομάδα με γρήγορα αυτοκίνητα, τουβλάκια Lego, και υπεραιωνόβια, καταραμένα βαμπίρ.

Ας πούμε το “Need for Speed” (imdb | letterboxd) αφοσιώνεται πρώτα και κύρια στην αίσθηση ότι παίζεις ένα παιχνίδι καταδιώξεων με αυτοκίνητα, και σε αυτό κάνει πολύ καλή δουλειά. Οι σκηνές ‘δράσης’ δίνουν μια αίσθηση προσγειωμένα υπερβολικού, μια πρώτη προσώπου θέση θεατή σε ένα γήινο destruction derby στο οποίο καταλαβαίνεις ανέτως και το τι συμβαίνει.

Η ενστικτώδης αντίδραση είναι φυσικά η άμεση σύγκριση με το προφανές αυτοκινητο-franchise, “Fast & Furious” και προφανώς το “Need for Speed” δε μπορεί να φτάσει τα ύψη στα οποία έχει σκαρφαλώσει ο αντίπαλος. Η σύγκριση ωστόσο είναι λιγάκι άδικη: Το πρώτο “Fast & Furious”, εκείνο του Ρομπ Κόεν, δεν είναι απαραιτήτως καλύτερο από το “Need for Speed”. Το franchise αυτό έγινε ό,τι (φανταστικό) έγινε στη διαδρομή, ουσιαστικά με την έλευση του Τζάστιν Λιν στην καρέκλα του σκηνοθέτη και μέσω της εισαγωγής πρόσθετων αφηγηματικών στοιχείων και σταδιακής ανάπτυξης των χαρακτήρων.

Όχι πως έχω ιδιαίτερη διάθεση να υπερασπιστώ το “Need for Speed”, γιατί κι αυτό δεν διαθέτει τίποτα από όλα αυτά, πέραν μιας απροσδιόριστης αίσθησης υπεροψίας, λες και το ότι έχει πιο προσγειωμένες σκηνές καταδιώξεων και δεν βάζει τους χαρακτήρες του να ίπτανται πάνω από γέφυρες σαν τον Βιν Ντίζελ στο “Furious 6” του επιτρέπει να θεωρεί πως βρίσκεται στην συνωμοταξία ενός “Bullitt”, το οποίο τόσο ξεδιάντροπα αναφέρει στην εισαγωγή ως έμπνευση, βάζοντας τους χαρακτήρες να το παρακλουθούν.

Η ταινία αυτή φυσικά και δεν είναι “Bullitt” και ο Άαρον Πολ φυσικά και δεν είναι Στιβ ΜακΚουίν. Ο Πολ κάνει φιλότιμη προσπάθεια να βγάλει κάτι ανθρώπινο μέσα από ένα τερατωδώς κενό σενάριο που καταφέρνει να είναι αχρείαστα περίπλοκο και πολυλογάδικο την ίδια ώρα που το παίζει στρέιτ και strong silent type. Όμως τις μισές στιγμές της ταινίας πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται τι κάνει ο Τζέσι Πίνκμαν εκειπέρα και γιατί το παίζει σκληρός.

Αν υπάρχει οτιδήποτε πέραν των αυτοκινήτων που αξίζει στην ταινία είναι η Ίμοτζεν Πουτς που έχει μαγνητιστική παρουσία και παραδίδει έναν ρόλο όχι ιδιαίτερα κολακευτικό με όση αξιοπρέπεια και δυναμισμό μπορεί να βγει από αυτόν μέσα από την πορεία μεταμόρφωσής της. Όμως ας μη γελιόμαστε, όλη η ουσία εδώ είναι τα αμάξια και οι σκηνές δράσης, που έρχονται η μία μετά την άλλη σαν επόμενη πίστα στο παιχνίδι. Όλα αυτά τα κομμάτια σεναρίου τι τα ήθελαν όμως. Είναι τόσο προχειρογραμμένα που καταφέρνουν να σε κάνουν να πεις καμιά δεκαριά φορές, βλέποντας μια ταινία ΣΑΝ ΑΥΤΗ, πως “έλεος, αυτό δε γίνεται”. Και να μην αναφέρεσαι στις σκηνές δράσης, αλλά σε όλα τα τριγύρω.

Εκεί που το “Need for Speed” παίρνει τα χαρακτηριστικά στοιχεία του παιχνιδιού, τα μεταφέρει στο σινεμά με άκρως ικανοποιητικό τρόπο, αλλά κάνει τόσο βαριεστημένη και πρόχειρη δουλειά σε όλα τα υπόλοιπα ‘κομμάτια ταινίας’, το “Lego Movie” (imdb | letterboxd) δείχνει στους πάντες πώς γίνεται.

Ξεκάθαρο αποτέλεσμα της ιδέας που προέκυψε μέσα από κάποιο εταιρικό μίτινγκ με το εμπορικό τμήμα να ρίχνει προτάσεις τύπου “να κάνουμε μια ταινία ΜΕ ΤΑ ΛΕΓΚΟ” και όλοι να γελάνε αλλά να το προωθούν επειδή $$$$, θα αισθανόσουν σχεδόν άσχημα για όποιον αναλάμβανε αυτό να το κάνει ταινία. Όμως όπως μας έμαθε ο Τσάρλι Κάουφμαν στο “Adaptation.”, δεν υπάρχει όριο στη δημιουργικότητα. Οι Φιλ Λορντ και Κρις Μίλερ ανέλαβαν να κάνουν σινεμά το μεγαλύτερο product placement που έχουμε δει ποτέ, και όχι μόνο δεν αναπαρήγαγαν βαριεστημένα κλισέ, αλλά πήραν αυτή την κυνική επιταγή και την μετέτρεψαν σε τέχνη που έχει κάτι να πει.

Παραμένοντας φυσικά, πρώτα και κύρια, συνεπείς σε αυτό το παιχνίδι που υποτίθεται πως είναι εδώ για να διασκευάσουν κινηματογραφικά.

Οι Λορντ και Μίλερ είχαν κάνει προηγουμένως το “21 Jump Street”, άλλη μια φανταστική (και εξίσου Χολιγουντιανά κυνική) διασκευή προϋπάρχοντος brand name, αλλά με κέφι και εφευρετικότητα και ανίερες διαθέσεις, έχοντας ως αποτέλεσμα μια από τις αστειότερες και εξυπνότερες κωμωδίες των τελευταίων χρόνων. Με το “Lego Movie” απογειώνονται για τα καλά.

Τα πάντα εδώ είναι meta, γιατί οι σκηνοθέτες παίζουν με την ιδέα πως πρέπει εξαρχής να ακολουθήσουν ένα σετ οδηγιών ώστε να κατασκευάσουν κάτι συγκεκριμένο επειδή Έτσι Πρέπει. Η πρώτη σκηνή της ταινίας (μετά την εισαγωγή) είναι κυριολεκτικά αυτό: Ο πρωταγωνιστής ‘ήρωας’ να ξυπνά στο διαμέρισμά του και να ακολουθεί τις οδηγίες του κουτιού του ώστε να ξεκινήσει τη μέρα του.

Προφανώς στην πορεία του φιλμ ο Έμετ θα μάθει πώς να σκίζει το manual ώστε να μπορέσει να εκμεταλλευτεί το δώρο που είναι η ζωή. Και παράλληλα, οι Λορντ και Μίλερ επεκτείνουν αυτή την ιδέα της επαναστατικής σκέψης εναντίον του Έτσι Πρέπει σε περαιτέρω επίπεδα. Η ταινία καταφέρνει να μιλάει για την ανάπτυξη διακριτής προσωπικότητας και γούστου σε μια υπερκαταναλωτική κοινωνία-χαβούζα. Για την αξία της ανυπακοής σε αποφάσεις που παίρνουν άλλοι, κυνικά. Για την αξία της αντίστασης. Για την πολιτική πράξη που είναι η δημιουργική σκέψη. Για το πώς η μεγαλύτερη επανάσταση ξεκινά όταν παίρνεις τρία κομμάτια από διαφορετικά σετ παιχνιδιών, τα βάλεις μαζί, και δημιουργήσεις κάτι καινούριο, κάτι που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, κάτι υπέροχο. Και όλα αυτά, έρχονται και τα εντοπίζουν στην καρδιά της ιστορίας, στον τρόπο που από γενιά σε γενιά η αίσθηση ρήξης αντικαθίσταται (καθώς μεγαλώνουμε) από μια αίσθηση υπεράσπισης του δικού μας, ανώτερου δίκιου.

(Η τρίτη πράξη του φιλμ ας πούμε πως έχει δημιουργήσει πολλές συζητήσεις. Για να μην χαλάσουμε τίποτα, θα αρκεστούμε για την ώρα στο να πούμε πως παραμένει θαρραλέα όπως κι αν την κρίνεις.)

Όλα αυτά υπάρχουν σε μια, ναι, οικογενειακή animation ταινία πρώτη έγνοια της οποίας είναι το να σε κάνει να γελάσεις πολύ (το καταφέρνει, το χιούμορ του φιλμ έρχεται από παντού), να θαυμάσεις σε οπτικό επίπεδο αυτό που σου δείχνει (διαφορετικοί κόσμοι Lego, εκπληκτικό animation που να υπακούει στη λογική και την κίνηση των Lego), και φυσικά να αποτελέσει την καλύτερη δυνατή διαφήμιση του προϊόντος του. (Είναι, προφανώς.)

Το ότι οι Λορντ και Μίλερ έκριναν πως μέσα στα παραπάνω στοιχειώδη προ-απαιτούμενα, μπορούσαν να χωρέσουν μια ταινία διδακτική, προκλητική σε επίπεδο κάποιων ιδεών, και ιδιαίτερα συναισθηματική στον τρόπο που εν τέλει δένει τα πάντα, είναι το μεγαλύτερο παράσημο. Οι ωραιότερες καλές ταινίες είναι εκείνες που δεν είχαν καν λόγο (ή δικαίωμα) να είναι καλές.

Αυτή τη βδομάδα βγαίνει στις αίθουσες και το “Byzantium” (imdb | letterboxd) του Νιλ Τζόρνταν, το οποίο είναι:

α) προπέρσινο

β) επιστροφή του σκηνοθέτη στις ιστορίες βαμπίρ 17 χρόνια μετά το “Interview with a Vampire”

γ) ξεχάσιμο

δ) παραπολυόμορφο

Ή αλλιώς, αν έχετε τη διάθεση για άλλη μια ταινία με ιστορία που έχουμε ξαναδεί χίλιες φορές (όχι κακογραμμένη πάντως, απλά πολύ κοινή), αλλά εκπληκτικά visuals και ατμόσφαιρα, τότε αξίζει η μεγάλη οθόνη διότι το φιλμ είναι όντως πανέμορφο. Στα χρώματα, στο mood, σε όλα. Επίσης πρωταγωνιστεί η Τζέμα Άρτερτον, και δεν έχει φτάσει ακόμα η μέρα που δεν θα θέλω να δω στη μεγάλη οθόνη μια ταινία που παίζει η Τζέμα Άρτερτον.

Είσαι έτοιμος για σινεμά; Για δες πόσο δυνατός είσαι στο να θυμάσαι ατάκες από το σινεμά