ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Ραντεβού στο Κάτω Παρτάλι

'Απεχθάνομαι' με πάθος την ελληνική τηλεόραση. Όμως, η νέα σειρά του Mega, με έκανε να 'αλλαξοπιστήσω' και, για πρώτη φορά εδώ και περίπου δέκα χρόνια, να περιμένω πως και πως να φθάσει η μέρα προβολής του επόμενου επεισοδίου.

Δεν το περίμενα ποτέ πως θα κάθομαι να γράφω με χαρά για μια ελληνική σειρά. Εγώ, που ούτε καν την εποχή της μανίας με το Παρα Πέντε, δεν ‘ενέδωσα’. Εγώ που με το Νησί δεν συναντήθηκα ούτε μια φορά. Εγώ που περηφανεύομαι ότι δεν υπάρχει αμερικάνικη σειρά (βλέπω ταυτόχρονα γύρω στις 30) από την οποία να μην έχω δει έστω 2-3 επεισόδια για να πάρω μυρωδιά τι γίνεται. ‘Καταραμένος’ να είσαι Θοδωρή Πετρόπουλε (ο σεναριογράφος). Εσύ και η δολοφονική σου πένα.

Το πρώτο επεισόδιο το είδα εντελώς τυχαία. Και έπιασα τον εαυτό μου να γελάει δυνατά και κακαριστά. Και μετά είπα στη γυναίκα μου ότι είναι πολύ καλό. Και καθίσαμε και είδαμε μαζί την επανάληψη. Όπου και πάλι γελάγαμε δυνατά και κακαριστά. Αλλά το ‘ανήκουστο’ έγινε λίγο αργότερα.

Όταν δηλαδή άρχισα αναρωτιέμαι πότε προβάλλεται το επόμενο επεισόδιο. Και συνειδητοποίησα ότι είμαι πρόθυμος να ‘ανεχτώ’, όπως στην ‘προϊστορική’, πρo internet εποχή, ακόμη και τα ‘αποτρόπαια’ διαφημιστικά διαλείμματα.

Όλα τα παραπάνω δεν τα γράφω για να το παίξω ‘αμερικανάκι’. Τα γράφω για να σας αποδείξω ότι, επειδή ακριβώς είμαι πέρα για πέρα, όσον αφορά πάντα τις σειρές, μου ήταν πολύ πιο δύσκολο από το μέσο όρο, αυτούς που έχουν δει π.χ. Παρά Πέντε, 50-50 και Νησί, να παραδεχθώ ότι μια ελληνική σειρά ήρθε και με χτύπησε κατακούτελα.

Όπως ακριβώς το ποτήρι με το τσίπουρο που έριξε ο μεθυσμένος Τσιμιτσέλης στον ταβερνιάρη στο 2ο επεισόδιο.

Ναι, λοιπόν. Το Κάτω Παρτάλι είναι τόσο καλό.

Τόσο καλό που συγχωρώ στον σκηνοθέτη εύκολα (τα λες και Μαρκοσεφερλικά) οπτικά αστεία όπως τις μαυροφορεμένες γριές του χωρίου που βγάζουν ξαφνικά κινητά και αρχίζουν και φωτογραφίζουν τον ημίγυμνο Γιάννη Τσιμιτσέλη (επειδή ακριβώς δεν έχει τρίχες στο στέρνο του), τη σεκάνς με την Ανατολικοευρωπαία ‘τσούλα του χωριου’ που ονειρεύεται ο πρωταγωνιστής ότι τον γλείφει ενώ κοιμάται στον σταύλο μαζί με την αγελάδα ή τον κομπάρσο ντυμένο αρκούδα που βλέπουμε σε ένα πλάνο την ώρα που ο γαμπρός και ο πατέρας καπνίζουν τσιγάρα ‘στούκας’ (με ολίγη κοπριά μέσα) στην αυλή.

Τόσο καλό που συγχωρώ την σεναριακή παράλειψη του γιατί κανείς δεν αναφέρεται στο κλουβί με το σπουργίτι που φοράει στο κεφάλι ως καπέλο η Βίκυ Σταυροπούλου.

Τόσο καλό που συγχωρώ στους παραγωγούς το ότι τον βλάχο, αγροίκο και υπερ-προστατευτικό μπαμπά υποδύεται ο Τάσος Χαλκιάς. Ένας ηθοποιός τον οποίο, και σόρι αν τον αδικώ, έγω ταυτίσει ανεξίτηλα με τον Σάκη τον υδραυλικό του Λαβ Σόρρυ. Μια, κατ’εμέ, από τις πιο ‘μαύρες’ σελίδες της τηλεοπτικής μας ιστορίας.

Επίσης τόσο καλό που αδυνατώ να πιστέψω ότι ο σεναριογράφος, που το έγραψε όταν του ζητήθηκε από το κανάλι κάτι που να είναι εφικτό να γυριστεί με τα δεδομένα της κρίσης, το έγραψε (υποθέτω ιδέα και πρώτα επεισόδια) μέσα σε 4 μέρες και συγκεκριμένα από Πέμπτη μεσημέρι μέχρι Δευτέρα πρωί.

Γιατί, στο τέλος της ημέρας, το Κάτω Παρτάλι (που, στα πρώτα επεισόδια, γράφει minimum 50άρια στην τηλεθέαση), εκεί που ‘what happens here, stays here’ διαθέτει δυο τεράστια ατού.

Το εξαιρετικό (επίκαιρο, καυστικό, ‘αυτοί ρε είμαστε, γαμ# την κοινωνία μου’) σενάριο του Λευτέρη Παπαπέτρου, ψευδώνυμο (σύμφωνα με δημοσιεύματα) ενός -αλλεργικού με τη δημοσιότητα- θεατρικού συγγραφέα, που έχει υπογράψει ανεπανάληπτες επιτυχίες όπως ‘Εγκλήματα’, ‘Ντόλτσε Βίτα’ (μαζί με τον Αλέξανδρο Ρήγα) και ‘Είσαι το Ταίρι μου’.

 

Καθώς επίσης την παρουσία της υπερ-ταλαντούχας Νάντιας Κοντογιώργη, καταξιωμένης θεατρικής ηθοποιού και υποψήφιας για το βραβείο Μελίνα Μερκούρη για την συμμετοχή της στο μιούζικαλ Σικάγο, στον ρόλο της Βίβιαν, της υπερ-κοσμικής, αλαφροίσκιωτα αλοτροιωμένης και, πλέον, καταζητούμενης αδελφής του πρωταγωνιστή, που μπερδεύει την γιαγιά-άγαλμα με art installation, ρωτάει τις μαυροφορεμένες γριές αν ντύνονται έτσι εξαιτίας του dress code του χωριού και μετατρέπεται σε Αλίκη Βουγιουκλάκη όταν βλέπει τον ημίγυμνο γεωπόνο Λεωνίδα Καλφαγιάννη να πλένεται στο ποτάμι.

 

Επίσης σημαντικό είναι αυτό που δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του ο σεναριογράφος. Ότι δηλαδή στο Κάτω Παρτάλι η κρίση είναι η αφορμή, όχι το θέμα.

Γιατί το θέμα είναι τα χάλια μας. Αυτά που έχουμε την ευκαιρία να ‘απολαύσουμε’ μέσα από την ιστορία του πετυχημένου στελέχους διαφημιστικής και κλασικού νεόπλουτου (βλέπε Μύκονος, μπουζούκια, χλιδές) που χάνει τη δουλειά του και αναγκάζεται να πάει με τη σύντροφό του στο χωριό της.

Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Παπαπέτρου δεν στρέφει τον καθρέφτη του και προς τους κατοίκους της επαρχίας, π.χ. στη σεκάνς που ο γεωπόνος εξηγεί πόσο δύσκολη είναι η ζωή στο χωριό μιλώντας για τις διαφορετικές εθνικότητες εργατών (Πολωνοί, Αφχανοί κτλ) που χρησιμοποιούν ανά εποχή του χρόνου.

Αυτό που προκαλεί το πικρό γέλιο εδώ είναι η συνειδητοποίηση του πόσο μακριά από την κληρονομιά μας έχουμε βρεθεί (τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς). Ένα γέλιο ταυτόχρονα πικρό και λυτρωτικό.