LIFE

Ένας σύντομος αποχαιρετισμός στο τάπερ της μαμάς

Ένας συντάκτης γράφει για τον ομφάλιο λώρο που κόπηκε. Την στιγμή που έπρεπε μόνος να φροντίσει για την τροφή του.

Η διαδικασία του “μένω μόνος μου” είναι απλή, για την ακρίβεια είναι ευκολότερη από ότι νομίζεις. Ειδικά αν έχεις καλή συμβουλευτική ομάδα, που θα σε πάρει από το χέρι και θα σε εισάγει με ασφάλεια σε έναν παράξενο κόσμο, γεμάτο με άγνωστες λέξεις όπως η σημύδα.

Η έννοια “εργένικο σπίτι” είναι συναρπαστική, απολαυστική και θα μπορούσα να πω ονειρική, αν δεν έλειπε κάτι που μέχρι τώρα θεωρούσες δεδομένο ως γνήσιο τέκνο της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας και δη της ελληνίδας μάνας. Το ταπεράκι με το φαγητό. Η σακούλα που στωικά σε περίμενε δίπλα από την πόρτα πριν φύγεις για δουλειά. Χειμώνα-καλοκαίρι. Βρέξει-χιονίσει. Στις χαρές και στις λύπες.

 

Το κενό δίπλα στην πόρτα δεν αναπληρώνεται με καμία βιβλιοθήκη, καμία κλειδοθήκη και καμία παπουτσοθήκη. Ούτε καν από εταζιέρα (οι νέες λέξεις που λέγαμε). Και δεν αναφέρομαι αναγκαστικά στο “φαγητό της μαμάς”, όσο στο γεγονός ότι ξαφνικά και μέσα σε όλα, είσαι υπεύθυνος για το πως και με τι θα τραφείς.

Και εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι, γιατί είμαι σίγουρος ότι ορισμένοι θα με χαρακτηρίσουν “μπούλη” και “κακομαθημένο”. Σε όλους αυτούς έχω να πω ένα μεγάλο: “έχετε δίκιο, είμαι μπούλης και κακομαθημένος”.

Σε σημείο που το ταπεράκι μου, της κυρά-Βούλας δηλαδή, αποτελούσε σημείο αναφοράς στο γραφείο.

Και εξηγούμαι:

  • Σακούλα
  • Ταπεράκι με κυρίως πιάτο (με αρκετή ποσότητα για να τραφεί η εταιρία αν γινόταν 10ήμερη πολιορκία)
  • Ταπεράκι με σαλάτα (μαρούλι γιατί ως γνωστόν είμαι σε δίαιτα)
  • Εναλλακτικά σακουλάκι με αγγούρια καθαρισμένα (το αντικείμενο φετίχ της κουζίνας, θυμίστε να σας πω και τη φάρσα που μου είχαν κάνει ο @jivass με τον @pi_vi)
  • Αλουμινόχαρτο με φέτα (δεν κάνουμε αστεία με τη φέτα)
  • Ή έστω σακουλάκι με τυρί τριμμένο για τα μακαρόνια ή το γιουβέτσι (αν αντί για τυρί το σακουλάκι περιείχε ναρκωτικά και με έπιανε η αστυνομία, θα με πήγαιναν για εμπορία και όχι για χρήση – για τόσο τυρί μιλάμε).
  • Ξεχωριστό βαζάκι με λάδι-ξύδι και αλατοπίπερο για τη σαλάτα (όχι να μου τα βάλει από το πρωί και να παπαριάσει)
  • Μαχαιροπήρουνο τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα (το μαχαίρι, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, δεν έλειπε ποτέ ακόμη κι αν το μενού έχει μακαρόνια)

 

Αυτό με περίμενε κάθε πρωί στο “πατρικό” (νέα λέξη, προφέρεται με στόμφο), αυτό μου λείπει από το νέο σπίτι και αυτό με κάνει να σκέφτομαι διαφορετικά φράσεις όπως “το ρίξε κάτι πάνω σου”. Και τώρα; Και τώρα το χάος. Και να φανταστείς ότι το μαγείρεμα είναι το λιγότερο δύσκολο κομμάτι της ιστορίας. Το πιο μπελαλίδικο είναι ο προγραμματισμός, η διαδικασία του “τι θα φάω”, “πως θα φτιάξω αυτό που θα φάω”, “πότε θα φτιάξω αυτό που θα φάω”, “πως θα συσκεύασω αυτό που θα φάω” και -κάτι που δεν είχα σκεφτεί ποτέ- “το πως θα καθαρίσω το σκεύος που περιείχε αυτό που θα φάω”.

Ναι είμαι αυτός που αφού έτρωγε ό,τι είχε μέσα το ταπεράκι, έριχνα μέσα τα μαχαιροπίρουνα, τα έβαζα στη σακούλα και σηκωνόμουν αφήνοντας τους Μίχαλους, τους Χατζηιωάννου και τους Βραχωρίτιδες να τρίβουν πάνω από τον νεροχύτη.

Η μαγειρική είναι το εύκολο

Μέχρι να μετακομίσω δεν είχα μαγειρέψει ποτέ στη ζωή μου κάτι δυσκολότερο από τοστ. Για την ακρίβεια είχα φτιάξει μια φορά μακαρόνια για να εντυπωσιάσω (τελικά δεν τα έφαγε – ακατάδεκτη), ενώ οποιαδήποτε άλλη γαστρονομική προσπάθεια έμοιαζε περισσότερο με συναρμολόγηση παρά με μαγειρικη. Είχα συνδυάσει κομμένα υλικά (τυρί, γαλοπούλα κτλ) και αλοιφές (κέτσαπ, μουστάρδα) ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμί. Ως εκεί.

Η εισαγωγή μου στον μαγικό κόσμο της μαγειρικής αποδείχτηκε αρκετά εύκολη από τη στιγμή που στη ζωή μας υπάρχει το ίντερνετ, τα τηλέφωνα και οι οδηγίες χρήσης πίσω από τις συσκευασίες. Το τελευταίο ούτε που είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου. Και ας με κοροϊδεύουν που βάζω χρονόμετρο για το βράσιμο. Αφού το λέει το κουτί…

Είναι όλες οι άλλες λεπτομέρειες που σου κάνουν τη ζωή δύσκολη. Κεκτημένα γενεών (ή οικογενειών) που ποτέ δεν είχες φανταστεί ότι πρέπει να αποκτήσουν ή ότι μπορεί απλά να μην είναι εκεί. Δεν ξέρω αν το ξέρεις, αλλά για να φτιάξεις μακαρόνια δεν χρειάζεται μόνο να “πάρεις μακαρόνια”. Πρέπει να πάρεις και αλάτι. Να πάρεις κρεμμύδι για τη σάλτσα (συγγνώμη σάλσα). Να πάρεις λάδι. Έλα, όμως, που μέχρι πρότινος είχα στο μυαλό μου ότι το λάδι είναι κάτι υπάρχει -ως δια μαγείας- σε όλα τα σπίτια. Ότι πάει μαζί με το μπάνιο και το χολ, δηλαδή. Ακούς εκεί να πρέπει να πάρω λάδι. Εγώ ήξερα ότι ανοίγω το ντουλάπι και απλά υπάρχει εκει.

Waterloo…

Ξεπερνώντας με χάρη και στυλ τον σκόπελο της μαγειρικής, αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να πάρω τάπερ. Η πρώτη φορά, όμως, στέφτηκε από αποτυχία. Απόλυτη. Κανονικό Βατερλώ. Δεν πήρα ποτέ το φαγητό που είχα ετοιμάσει και ο λόγος προφανής: δεν υπήρχε σακούλα να με περιμένει στην πόρτα και μοιραία τα μακαρόνια έμειναν στο ψυγείο.

Τη δεύτερη φορά θυμήθηκα να το πάρω μαζί μου, αφήνοντας εκτός σακούλας όμως τα  μαχαιροπίρουνο. Μοιραία χρησιμοποίησα ένα πηρούνι της κουζίνας, το οποίο, ωστόσο, δεν ξέχασα να πάρω μαζί μου στο σπίτι (αλλά μην το πείτε πουθενά).

Την τρίτη συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ απλά να βάλω το ταπεράκι στη σακούλα και να επιστρέψω στον υπολογιστή μου. Κάποιος πρέπει να το πλύνει. Μετά από κατάθεση σοβαρών επιχειρημάτων και 3λεπτο debate δεν πείστηκε κανείς ότι οφείλει να καθαρίσει και το δικό μου. Δεν έπιασε καν η ιστορία με την εβδομάδα που πέρασα στα μαγειρεία στον στρατό. Εντελώς αναίσθητοι.

 

Την τέταρτη μου είχε τελειώσει το τυρί για να συνδυάσω τη “φονικά καλή” κόκκινη σάλ(τ)σα των μακαρονιών. Την πέμπτη πεινασμένες ορδές λύκων κατασπάραξαν την (επική) τηγανιά που είχα ετοιμάσει αποβραδίς για να πάρω στο γραφείο. Την έκτη είχα μόλις καθαρίσει την κουζίνα και δεν μου πήγαινε η καρδιά να ξαναλερώσω φτιάχνοντας πιλάφι.

Είπαμε, το δύσκολο κομμάτι στο να “φτιάξεις το δικό σου ταπεράκι” είναι ο προγραμματισμός. Αν δουλεύεις πρωί-πρωί πρέπει από το προηγούμενο βράδυ να μαγειρέψεις. Για να μαγειρέψεις θα πρέπει να έχεις θυμηθεί να ξεπαγώσεις από το πρωί. Για να ξεπαγώσεις θα πρέπει να έχεις αγοράσει τις πρώτες ύλες. Προετοιμασία δύο ημερών για 2.40′ φαγητού στην κουζίνα του γραφείου. Και μετά πλύσιμο.

Πλέον τίποτα δεν είναι το ίδιο. Όταν εγκαταλείπεις την οικογενειακή εστία, αφήνεις πίσω τα ξέγνοιαστα χρόνια που απλά έκανες παραγγελίες για το τι θέλεις να φας αύριο. Τέλος στα χρόνια της αθωότητας. Κύριοι, επιστρέψαμε στην εποχή των σπηλαίων. Ο καθένας πρέπει να κυνηγήσει, πλέον, μόνος του την τροφή του. Ή έστω το μηχανάκι με τον ντελιβερά.