ORIGINALS

10 απαίσια πράγματα που παραμένουν καλύτερα από τον καύσωνα

Τον ήλιο πολλοί αγάπησαν, τον καύσωνα ουδείς.

Σιχαίνομαι τον καύσωνα. Δεν είναι σχήμα λόγου, ούτε χρησιμοποιώ αυτή τη βαρύγδουπη λέξη καθ’ υπερβολή. Τον μισώ, δεν τον θέλω, θέλω να φύγει μακριά και να μην ξανάρθει.

Αγαπάω το καλοκαίρι, θέλω τον ήλιο, αλλά μέχρι ένα όριο. Δεν υπάρχει τίποτα ωραίο στο να ξυπνάς ιδρωμένος, να περπατάς πέντε λεπτά και να νιώθεις ότι ολοκλήρωσες τρεις μαραθώνιους και να θες να ξεριζώσεις το δέρμα σου πριν αυτό πιάσει φωτιά.

 

Για να σου δείξω λοιπόν πόσο πολύ απεχθάνομαι τον καύσωνα, σκέφτηκα 10 άσχημες και εκνευριστικές καταστάσεις, τις οποίες όμως θα προτιμούσα από την αφόρητη ζέστη χωρίς δεύτερη σκέψη.

Να περπατάς με βρεγμένη κάλτσα

 

Βρέχει με τις ώρες και ο δρόμος έχει γεμίσει με αυτές τις όμορφες νερολακκούβες στις οποίες χωράει να βυθιστεί το μισό σου πόδι. Αφού έχεις αποφύγει μερικές, έρχεται η ώρα που καλείσαι να απαντήσεις σε ένα μήνυμα στο κινητό σου. Αυτό ήταν. Αφαιρείσαι, ξεχνάς την αποστολή σου και δευτερόλεπτα αργότερα το παπούτσι σου βρίσκεται να κολυμπάει μέσα στο νερό.

Η κάλτσα σου γεμίζει νερό και όπως θα θυμάσαι καλά αν σου έχεις υπάρξει θύμα της παραπάνω κατάστασης, όταν βραχεί η κάλτσα δεν στεγνώνει ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ, με αποτέλεσμα να κυκλοφορείς όλη μέρα νιώθοντας ότι η πατούσα σου είναι ένα φακελάκι τσάι που μουλιάζει.

Κι όμως, θα μπορούσα να περάσω μια εβδομάδα ολόκληρη με βρεγμένη κάλτσα (αν εντωμεταξύ στεγνώσει δεσμεύομαι ότι θα αναλάβω εγώ να την ξαναβρέξω) απ’ το να περάσω μια εβδομάδα στην Αθήνα με καύσωνα. Μια εβδομάδα στην Αθήνα με καύσωνα και βρεγμένη κάλτσα τώρα που το σκέφτομαι, είναι μάλλον η πρώτη πίστα της κολάσεως.

Να έχει μπει ένα πετραδάκι στο παπούτσι σου

 

Εφάμιλλη της βρεγμένης κάλτσας, είναι η ατυχής συγκυρία του να περπατάς και ένα μικρό πετραδάκι να έχει εισχωρήσει στο παπούτσι σου. Κάθε σου βήμα είναι μια μικρή ταλαιπωρία και μέχρι να καταφέρεις να βγάλεις το παπούτσι σου και να αφαιρέσεις το πετραδάκι, νιώθεις ότι περπατάς ξυπόλητος πάνω σε πέτρες.

Συνήθως το πετραδάκι είναι πολύ μικρό και κάνει βόλτες μέσα στο παπούτσι, με αποτέλεσμα κάθε φορά να το πατάει διαφορετικό μέρος της πατούσας σου. Αν είναι να γεμίσεις κοκκινίλες, ας γεμίσεις παντού.

Χωρίς δεύτερη σκέψη όμως, θα προτιμούσα να γεμίσω το παπούτσι μου με μεγάλες πέτρες, απ΄ το να χρειαστεί να περπατήσω περισσότερα από 200 μέτρα στην Αθήνα του καύσωνα.

Να χάνεις στο τσακ το μετρό και το επόμενο να έρχεται σε 30 λεπτά

 

Σάββατο βράδυ, το ραντεβού σου σε περιμένει ήδη στο μπαρ κι εσύ έχεις καθυστερήσει -για ακόμη μια φορά- χαρακτηριστικά.

Τρέχεις προς τη στάση του μετρό, αγοράζεις εισιτήριο, κατεβαίνεις σαν σίφουνας τις κυλιόμενες και όταν φτάνεις στην αποβάθρα βλέπεις τις πόρτες να κλείνουν και το συρμό να απομακρύνεται. Κοιτάς στον πίνακα ανακοινώσεων και το επόμενο δρομολόγιο θα είναι εκεί σε 30 λεπτά. Σχεδόν όσο θα έκανες για να περπατήσεις μέχρι τον προορισμό σου.

Κάθεσαι και περιμένεις στην αποβάθρα και ΑΝ είσαι τυχερός, τουλάχιστον βρίσκεσαι σε στάση που το κινητό σου έχει σήμα. Διαφορετικά μένεις να κοιτάς το κενό, αποστηθίζεις το χάρτη του μετρό, μαθαίνεις ποιο παράξενο όνομα γιορτάζει τη συγκεκριμένη ημέρα και ορκίζεσαι να μην καθυστερήσεις ποτέ ξανά στη ζωή σου.

Αλλά μην αμφιβάλλεις. Θα μπορούσα να περάσω μια εβδομάδα ολόκληρη περιμένοντας το μετρό σε μια αποβάθρα, απ’ το να περάσω μια εβδομάδα με καύσωνα.

Να διακόπτει τον μεσημεριανό σου ύπνο το σταθερό τηλέφωνο

 

Έχεις ξυπνήσει από τα αξημέρωτα, έχεις περάσει τη μισή σου ημέρα σε μια δημόσια υπηρεσία και επιστρέφεις αποκαμωμένος στο σπίτι σου. Ανοίγεις την τηλεόραση και σιγά σιγά παραδίνεσαι στον Μορφέα, για ένα γλυκό και τίμιο μεσημεριανό ύπνο.

Δεν έχεις κλείσει περισσότερα από τρία λεπτά ύπνου και η γαλήνη σου διακόπτεται βίαια από τον ήχο του σταθερού(!) τηλεφώνου, το οποίο είχες ξεχάσει ότι υπάρχει. Περνάς ένα λεπτό να θυμηθείς ποιος είσαι και που βρίσκεσαι, άλλο ένα μέχρι να εντοπίσεις το σταθερό τηλέφωνο και φυσικά μόλις τρέξεις να το σηκώσεις, αυτός που βρίσκεται στην άλλη άκρη της γραμμής αποφασίζει να το κλείσει.

Το κακό όμως έγινε, ο ύπνος σου διεκόπη και τα νεύρα δεν σε αφήνουν να ξανακοιμηθείς. Χίλιες φορές όμως κουρασμένος και εκνευρισμένος, απ’ το να κυκλοφορείς ιδρωμένος και ζαλισμένος από τη ζέστη. Η νύστα θα σου φύγει με έναν καλό βραδινό ύπνο, ο καύσωνας συνήθως έχει έρθει για να μείνει.

Να μην έχεις μπαταρία στο κινητό σου

 

Λείπεις από το σπίτι για ώρες και δεν σκέφτηκες να πάρεις μαζί σου τον φορτιστή. Η μπαταρία έχει αρχίσει να παραδίδει πνεύμα και κάθε χρήση του κινητού σου οφείλει πλέον να είναι μελετημένη και με σύνεση.

Μόλις η μπαταρία πέσει κάτω από το 10%, θα σε πάρει τηλέφωνο ο διευθυντής σου, η κοπέλα που σου αρέσει, οι γονείς σου, θα δεχτείς 5 μηνύματα και τέσσερα e-mail, θα σε κάνουν mention στο Twitter και στο Facebook κι εσύ θα ξέρεις ότι αν απαντήσεις έστω και στα μισά από αυτά, το κινητό σου θα σε εγκαταλείψει.

Κάθε ένα λεπτό τσεκάρεις να δεις αν έχεις κλείσει το κινητό σου, νιώθεις ότι θα συμβεί κάτι τρομερά σημαντικό κι εσύ δεν θα το μάθεις ποτέ και μετράς αντίστροφα μέχρι τη στιγμή που θα επιστρέψεις σπίτι και θα καταφέρεις να το φορτίσεις.

Κι όμως, θα μπορούσα να ζήσω ένα μήνα χωρίς κινητό, αν η Δέσποινα Βλεπάκη μου υποσχεθεί ότι για ένα καλοκαίρι το θερμόμετρο δεν θα ξεπεράσει τους 34 βαθμούς.

Να πετύχεις τη νίκη της χρονιάς στο Manager και να κολλήσει πριν γίνει save

 

Έχεις ξεκινήσει τη σεζόν στο Football Manager με την Άστον Βίλα. Πραγματοποιείς τις κλασικές μεταγραφές των πουλέν που οφείλεις να αποκτήσεις για να ανέβει η ομάδα τουλάχιστον δυο επίπεδα και πας την ομάδα τρένο, μένοντας στη διεκδίκηση του τίτλου μέχρι και τις τελευταίες αγωνιστικές.

Τρεις αγωνιστικές πριν το φινάλε επισκέπτεσαι το Ολντ Τράφορντ. Μένεις νωρίς πίσω στο σκορ με αυτογκόλ, η ομάδα όμως είναι δυνατή ψυχολογικά και δεν καταρρέει. Ισοφαρίζεις λίγο πριν βγει το ημίχρονο και στο 88ο λεπτό παγώνεις το “Θέατρο των Ονείρων” με ηρωικό γκολ. Σηκώνεσαι όρθιος και πανηγυρίζεις, φωνάζεις, ξυπνάς τους γείτονες, τσαντίζεις το σκύλο σου.

Πριν προλάβεις να ηρεμήσεις, πας να κουνήσεις τον κέρσορα του ποντικιού και αυτός δεν ανταποκρίνεται. Παγώνεις. Προσπαθείς ξανά, αλλά μάταια. Το σύστημα έχει κολλήσει και το επικό διπλό δεν έχει σωθεί. Τζάμπα εκνεύρισες τον σκύλο. Ξαναπαίζεις το παιχνίδι όσες φορές χρειαστεί, μέχρι να το ξαναπάρεις. Χάνεις συνέχεια.

Θα μπορούσα να χάνω από τη Γιουνάιτεντ πρωί-μεσημέρι-απόγευμα-βράδυ αν ο χαμογελαστός Τάσος Αρνιακός έδινε όρκο πως ο καιρός θα μείνει για πάντα σε συνθήκες Άνοιξης.

Να είσαι στο σινεμά και οι διπλανοί σου να μην σταματάνε να μιλάνε

 

Βγήκε επιτέλους η ταινία που περίμενες να δεις μήνες. Κλείνεις εισιτήρια για όλη την παρέα, μπαίνεις στην σκοτεινή αίθουσα και ο ενθουσιασμός σου χτυπάει κόκκινο. Οι διπλανοί σου κατά τη διάρκεια των τρέιλερ δεν σταματάνε να μιλάνε δυνατά και να γελάνε, κάτι που σου προκαλεί μεν μια ανησυχία, ωστόσο το γεγονός ότι δεν έχει αρχίσει ακόμα η ταινία σε καθησυχάζει. “Δεν μπορεί, μόλις αρχίσει θα σταματήσουν”, σκέφτεσαι.

Αμ δε. Η ταινία παίζει και οι διπλανοί σου αναλύουν δυνατά κάθε σκηνή, χασκογελάνε, μιλάνε στο κινητό, με λίγα λόγια σου καταστρέφουν το βράδυ. Κάθε παρατήρηση τους κάνει να σταματήσουν μόνο για κάποια λεπτά για να επιστρέψουν ξανά λίγο αργότερα, ακόμα πιο ενοχλητικοί και εκνευριστικοί. Η ταινία τελειώνει κι εσύ νιώθεις ότι σου έχουν κλέψει κάτι που περίμενες για μήνες.

Κι όμως, θα προτιμούσα να δω την αγαπημένη μου ταινία σε ένα σινεμά όπου όλοι μιλάνε στο κινητό μεταξύ τους και ο διπλανός μου χτυπάει κάθε μισό λεπτό πιατίνια μέσα στον αυτί μου, απ’ το να χρειαστεί να υπομένω τον καύσωνα. Τουλάχιστον στην αίθουσα έχει κλιματισμό.

Να περνάς όλη σου την ημέρα στην εφορία

 

Αναφέροντας τις δημόσιες υπηρεσίες στο παράδειγμα με τον μεσημεριανό ύπνο συνειδητοποίησα ότι θα ήταν άδικο να τις ξεπετάξω με μια επιδερμική αναφορά.

Έχεις ξυπνήσει λοιπόν από τα χαράματα, φτάνεις στην εφορία, παίρνεις το χαρτάκι σου και περιμένεις. Η ουρά προχωράει με τη συχνότητα που μεταβάλλεται το εκλογικό ποσοστό του ΚΚΕ, οι συζητήσεις σχετικά με τις ευθύνες της κυβέρνησης, τις θεωρίες συνωμοσίας για το αν μας ψεκάζουν και την τάπα του Βράνκοβιτς στον τελικό του Παρισιού έχουν πάρει φωτιά και όταν πια έχει φτάσει η σειρά σου να εξυπηρετηθείς, έχεις ξεχάσει το σκοπό της επίσκεψής σου.

Μόλις καταφέρεις να τον θυμηθείς, μαθαίνεις ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος δεν μπορεί να σε εξυπηρετήσει, στήνεσαι σε άλλη ουρά, εκεί μαθαίνεις όλες τις λεπτομέρειες για τον πραγματικό αρχηγό της 17 Νοέμβρη και δυο ώρες μετά ο υπάλληλος σε ενημερώνει ότι σου λείπει ένα έγγραφο, το οποίο θα πρέπει να το πάρεις από άλλη υπηρεσία που λειτουργεί μόνο κάθε δεύτερη Τρίτη του μήνα.

7 ώρες αργότερα, εξουθενωμένος αλλά μορφωμένος, αποχωρείς άπραγος. Ορκίζομαι ότι θα μπορούσα να στήνομαι σε ουρές για το υπόλοιπο της ζωής μου, αρκεί όταν βγαίνω από το κτίριο της εφορίας να γνωρίζω ότι θα με φυσήξει ένα γλυκό αεράκι στο πρόσωπο.

Να έχεις βγει για φαγητό με ζευγάρι που δεν σταματά να φιλιέται

 

Σάββατο βράδυ και οι επιλογές σου για έξοδο είναι μηδενικές. Λίγα λεπτά πριν πάρεις την απόφαση να φορέσεις τις πιτζάμες σου και να αφιερωθείς στην αγαπημένη σου σειρά, καταχωρώντας το βράδυ στην ιστορία ως ένα καμένο Σαββατόβραδο, το τηλέφωνο χτυπάει.

Είναι ο κολλητός σου, ο οποίος σου προτείνει να πας για φαγητό μαζί με εκείνον και την νέα του κοπέλα. Η απελπισία σε οδηγεί στο να αποδεχτείς άμεσα την πρόταση και μια ώρα αργότερα βρίσκεσαι να κάθεσαι απέναντι από το ερωτευμένο ζευγάρι σε ένα εστιατόριο. Φιλιούνται συνέχεια, δεν σου δίνουν την παραμικρή σημασία, έχουν ξεχάσει παντελώς την παρουσία σου.

Προσπαθείς να τους πιάσεις την κουβέντα, όταν φιλιούνται κοιτάζεις αλλού όλο αμηχανία και χαζογελάς με ατάκες του στυλ “αχ Θεούλη μου, πόσο τον αγαπώ τον φίλο σου”. Στην πραγματικότητα, μετράς από μέσα σου πόσα επεισόδια της αγαπημένης σου σειράς θα είχες παρακολουθήσει αν δεν είχες αποδεχτεί να συμμετάσχεις σε αυτή την έξοδο- φιάσκο.

Ομολογώ ότι θα πήγαινα διακοπές για μια εβδομάδα με το αυτό το ζευγάρι, σε έναν προορισμό όπου η θερμοκρασία θα είναι κολλημένη στους 25 βαθμούς, απ’ το να κάθομαι στην Αθήνα του καύσωνα.

Να κρυώνεις

 

Για το τέλος, το αυτονόητο, η νέμεση της ζέστης, ο αιώνιος εχθρός του καύσωνα, το κρύο.

Αυτό που σε κάνει το χειμώνα να μην θέλεις να σηκωθείς από το κρεβάτι σου, που σε αναγκάζει να φοράς πέντε μπλούζες, δυο φούτερ, ένα μπουφάν και δυο κουβέρτες μέσα στο σπίτι σου για να την παλέψεις και σε σπρώχνει προς το καλοριφέρ για αυθόρμητες αγκαλιές.

Θα ζούσα άνετα για τρία χρόνια στην κορυφή ενός χιονισμένου βουνού, απ’ το να χρειαστεί να περάσω ένα καλοκαίρι ολόκληρο με καύσωνα. Όταν έχεις κρύο φοράς όλη σου την ντουλάπα, παίρνεις αγκαλιά την κοπέλα σου, έρχεσαι κοντά στην σόμπα ή το καλοριφέρ και κάπως επιβιώνεις.

Η ζέστη δεν ΠΑΛΕΥΕΤΑΙ. Ο ιδρώτας κυλάει, το δέρμα σου θέλει να φύγει και λύση δεν υπάρχει. Εκτός κι αν αποδεχτείς ότι για τρεις μήνες δεν θα ξεμυτίσεις από το σπίτι και θα περάσεις όλο το καλοκαίρι σε τέσσερις τοίχους παρέα με ανεμιστήρες και κλιματιστικά.

Ζέστη, φύγε, ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΩ.