ORIGINALS

Γιατί μισώ την Καθαρά Δευτέρα

Ένας δημοσιογράφος περίμενε καρτερικά έναν χρόνο γιατί πέρυσι δεν πρόλαβε να γράψει πόσο εκ βαθέων σιχαίνεται την Καθαρά Δευτέρα.

Η Καθαρά Δευτέρα είναι η πιο καταθλιπτική ημέρα του χρόνου. Αρκετά περιέργως, έρχεται μόλις μια μέρα μετά τη δεύτερη πιο καταθλιπτική ημέρα του χρόνου που είναι η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, συνθέτοντας ένα δίδυμο 24ώρων που καλό θα ήταν να βρίσκεσαι μακριά από ταράτσες, μπαλκόνια ή αιχμηρά αντικείμενα.

Για τις Απόκριες είχε τοποθετηθεί με πολύ από το μένος του ο Στέφανος Τριαντάφυλλος προ τριετίας, σε ένα κείμενο που έγινε viral γιατί όλοι μισούμε κατά βάθος τις Απόκριες, αλλά παγιδευμένοι στον ιστό του ψευδο-κεφιού αρνούμαστε να το αποδεχτούμε. Μέχρι να γράψει ένας Τριαντάφυλλος δηλαδή και να βγούμε όλοι απ’ την ντουλάπα με τις στολές.

(Μπράβο Στέφανε, δεν θα σε αναφέρω και τέταρτη φορά μέσα σε ογδόντα λέξεις).

Πριν αρχίσω να χύνω το δηλητήριο στις φλέβες της Καθαράς Δευτέρας (αχρείαστη ποιητική εικόνα, θα φταίει η μέρα, συγχωρήστε με), θα μιλήσω με ντοκουμέντα. Με ντοκουμέντα που προκύπτουν από δημοκρατικές διαδικασίες.

Πριν δέκα μήνες, συγκεντρώσαμε όλες τις αργίες σε ένα poll και σας ζητήσαμε να ψηφίσετε την αγαπημένη σας. Η Καθαρά Δευτέρα έχασε από όλες τις παραδοσιακές δυνάμεις (Χριστούγεννα, Πάσχα, Boxing Day, τ’ ακούς τρελέ διαβάτη;), τερμάτισε στην έκτη θέση και κατάφερε να ξεπεράσει τις εξής αργίες:

Τις δύο εθνικές επετείους, την αργία του Αγίου Πνεύματος που είναι αργία για τους πνευματικούς, διότι οι χειρωνάκτες ως γνωστόν είναι βλαμμένοι και υπολείπονται πνεύματος, τη Δευτέρα του Πάσχα που οι περισσότεροι τηλεφωνούμε στον γιατρό για εξετάσεις, και τα Φώτα, που προς μεγάλη μου έκπληξη ήρθαν τελευταία στη λίστα. (Μου αρέσουν πολύ τα Φώτα. Πάνω που μιζεριάζεις για το τέλος των Χριστουγέννων, έχεις μια μέρα μπόνους για να το πάρεις πιο μαλακά).

Συμπέρασμα. Κανείς δεν νοιάζεται για την Καθαρά Δευτέρα. Η μόνη της αξιοσέβαστη χρήση είναι ως μέρα-κούμπωμα για τριήμερο-κανονική απόδραση. Αν έψαχνες δηλαδή τρεις μέρες για να πας μέχρι τη Σικελία, η Καθαρά Δευτέρα σου κάνει. Αλλά αυτό μόνο, μέχρι εκεί.

(ααα, τι κρίμα)

Η αρχή, η βάση της κατάθλιψης είναι η συννεφιά. Η μέρα ξημερώνει συννεφιασμένη και τελειώνει συννεφιασμένη. Και ας έχει ξαστεριά, κι ας μην υπάρχει ίχνος άσπρου στον μπλε (αττικό) ουρανό (σπάνιο, γιατί  οι Καθαρές Δευτέρες είναι συνήθως συννεφιασμένες). Η συννεφιά για την οποία λέω είναι το dna της ημέρας. Δεν είναι κυριολεκτική. Αλλά είναι και κυριολεκτική. Θυμάμαι να τελειώνουμε το περσινό live chat των Όσκαρ στις 7.30 το πρωί Καθαράς Δευτέρας και το πούσι να μη μας επιτρέπει να περάσουμε το φανάρι (αχρείαστη λογοτεχνική εικόνα, φταίει σίγουρα η μέρα).

Τέλος πάντων, τι τα θες, κι άλλες μέρες είναι μουντές, αλλά δεν μας επιβάλλει κανείς να τρώμε πράγματα όπως:

Λαγάνα: επιτρέπεται μόνο αν έχει τελειώσει το μηνιάτικο και το δόντι σε πεθαίνει και το κόλπο με τον σπάγκο και την πόρτα δεν πιάνει γιατί πλέον είσαι γαϊδούρι.

Ελιές: ούτε οι vegan δεν τρώνε ελιές.

Ταραμοσαλάτα: δεν έχω φάει ποτέ, δεν ξέρω πώς είναι, μια φορά είχε πέσει λίγη στο πιάτο μου και άλλαξα πιάτο.

Χαλβάς: υπάρχουν δύο χαλβάδες, ο Φαρσάλων, καλή περίπτωση αν δεν έχεις φάει τίποτα όλη μέρα και ο σιμιγδαλένιος, καλή περίπτωση για κάθε μέρα όλη μέρα. Ο χαλβάς που τρώμε τρώτε την Καθαρά Δευτέρα αποτελείται από τέσσερα δισεκατομμύρια κύτταρα που ΔΕΝ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ. Είναι σαν να τρως μια πετσέτα.

Χταποδάκι: το χταποδάκι είναι έπος σε όλες τις μορφές του, κατά λάθος βρέθηκε εδώ.

Ντολμαδάκια: και τα ντολμαδάκια μια χαρά είναι.

Τουρσί: ο πιο φτωχός τρόπος που επινόησε ποτέ ο άνθρωπος για να αχρηστεύσει το φαγητό του.

(μούρλια, δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω)

Μετά την ανάλυση του φαγητού, μπορούμε να περάσουμε στις δραστηριότητες της ημέρας, που είναι πιο στενάχωρες κι απ’ τη Γιουνάιτεντ του Φαν Χάαλ. Τη δραστηριότητα ‘στρώνω τραπεζομάντιλο στο υγρό γρασίδι και τρώω τα καλούδια της Σαρακοστής’ την εξαιρώ, αφενός γιατί τα είπαμε για το φαγητό και αφετέρου γιατί έχω φίλες που το κάνουν και δεν θέλω να τις χάσω.

Οι άλλες δύο βασικές δραστηριότητες των Κούλουμων είναι… Ώπα, μισό. ΩΠΑ. Τα λένε κούλουμα. ΚΟΥ-ΛΟΥ-ΜΑ. Σας δίνω μία ώρα να σκεφτείτε μια πιο ξενέρωτη λέξη από τα ‘κούλουμα’ και να τη γράψετε στα σχόλια. Προσωπικά, μου θυμίζουν -χωρίς λόγο- κάτι στεφάνια από ψωμί που είχε γίνει τούβλο και κρεμούσε στο σαλόνι της η γιαγιά μου. Τα στεφάνια είχαν σχήματα λουλουδιών, αλλά όλο αυτό κάποτε ήταν απλά ψωμί. Γιατί να θυμάμαι τέτοια πράγματα λοιπόν; Ποιον πείραξα;

 

Επειδή στο Ρετιρέ μάθαμε ότι έχει πολλή πλάκα, τις Καθαρές Δευτέρες είθισται να πετάμε χαρταετό. Μεταφορικά, μου αρέσει να πετάω σε πρώτη ευκαιρία. Κυριολεκτικά, θέλω να κλείσω όλες τις καλούμπες του κόσμου στη δεξαμενή, εκεί στο Ελληνικό, και να τις κάψω 🙂

Παρά το μίσος μου, το έθιμο του πετάγματος του χαρταετού έχει χρήσιμες κοινωνιολογικές-φιλοσοφικές προεκτάσεις. Είναι μια προετοιμασία για τα ανάποδα της ζωής. Θυμάμαι να βγαίνω τουλάχιστον δέκα φορές για χαρταετό με τον μπαμπά μου και να τα καταφέρνουμε τις δύο. Και κάθε που πήγαινα να του γκρινιάξω, κοιτούσα γύρω και έβλεπα άπειρους χαρταετούς που δεν τα ‘χαν καταφέρει.

Ε γιατί το κάνουμε όλο αυτό ρε παιδιά, αν όχι για άσκηση ενόψει δυστυχίας;

Θα μπορούσα να μιλήσω και για τα απογεύματα με το μποτιλιάρισμα καθώς επιστρέφεις στην Αθήνα. Ευτυχώς, έχω να το ζήσω πολλά χρόνια, πάνω από 15. Την τελευταία φορά, ήμουν 16 και στο αυτοκίνητο ακούγαμε το χιτ της εποχής, το Freestyler. Φαντάζομαι ότι θα βρω ομοϊδεάτες στα σχόλια. (Έχω βρει και σε δυσμενέστερες συνθήκες).

Πριν αλείψεις τον ταραμά στο ψωμί σου, σκέψου το εξής απλό:

Υπάρχει άλλη αργία που να σε κάνει να αδημονείς για τη μέρα που θα επιστρέψεις στο γραφείο;