OPINIONS

Κι ύστερα ήρθε η γαστρεντερίτιδα

Ένας συντάκτης έκανε αλλαγή χρόνου σε νοσοκομείο με γαστρεντερίτιδα. Σιγά μην δεν τον βάζαμε να γράψει για αυτό.

Ξέρεις τι είναι κακό; Να κάτσει το φλουρί της βασιλόπιτας στον διπλανό. Ναι, αυτό είναι κακό. Να χάσεις στο τραπέζι της πρωτοχρονιάς. Κι αυτό είναι κακό. Να κολλήσεις στην κίνηση, ή να τσακωθείς με το κορίτσι/αγόρι σου. Επίσης κακό. Νομίζεις…

Κακό είναι στις 31 Δεκεμβρίου να γράψεις “Γιατί να μη βγεις έξω την πρωτοχρονιά” και μετά από λίγες ώρες να περνάς την πρώτη ημέρα του έτους στο νοσοκομείο κι ενώ προηγουμένως έχεις βγάλει οτιδήποτε κι αν βγαίνει από το στομάχι σου. Α-υ-τ-ό είναι κακό.

 

Έμελλε να συναντηθούμε για πρώτη φορά στις 31 Δεκεμβρίου 2013 και τελικά να κάνουμε μαζί ρεβεγιόν. Και ξέρεις κάτι; Δεν χάρηκα καθόλου για τη γνωριμία.

Η μέρα, πάντως, ξεκίνησε εντελώς διαφορετικά, χωρίς την παραμικρή ένδειξη ότι θα καταλήξω σε κρεβάτι του “Γεννηματάς”. Γράψιμο για το Oneman.gr (επειδή η φράση είναι “ό,τι μπορείς να κάνεις αύριο, κάν’ το αύριο” και όχι “κάν’ το του χρόνου”, έπρεπε να γράψω οπωσδήποτε αυτό το κείμενο που λέγαμε), βόλτα στο κέντρο, καφές σε ένα καινούργιο μαγαζί (για το οποίο ξεκίνησα μια ανεπιτυχή καμπάνια να το περάσω στη συνείδηση του κόσμου ως “το νέο Τρανζίστορ”), μπύρα στο κανονικό Τρανζίστορ (“όπως και πέρσι για να πάει καλά ο χρόνος” μου είπε – μεγάλη μαντεψιά) και επιστροφή στο σπίτι για μποτέ.

Ενδιάμεσα το μόνο που μασούλησα ήταν ένα τυρόψωμο από κοντινό φούρνο, γιατί ως γνωστόν τρώω ελαφρά. Άλλωστε θα τρώγαμε το βράδυ στη Ρομίνα που μπορεί να έχει τελείως “και καλά” όνομα, αλλά τουλάχιστον ξέρει να μαγειρεύει καλά.

Τα όργανα, βέβαια, είχαν αρχίσει πριν καν πατήσω το κουδούνι για το σπίτι που θα κάναμε ρεβεγιόν. Στη διαδρομή το φούσκωμα είχε προκαλέσει μια αλυσιδωτή αντίδραση εκνευρισμού, αλλά εγώ για να είμαι ειλικρινής έριξα τις ευθύνες για τη δυσφορία στις ξανθιές μπούκλες δίπλα μου και όχι σε κάτι ιογενές.

Έχω τρομερό φούσκωμα και δεν έχω φάει και τίποτα” τους είπα. “Δεν σε πιστεύουμε” μου είπαν. Όντως έλεγα αλήθεια. Το υπερ-φούσκωμα δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί στο μυαλό μου κι η εκείνη η κοκακολίτσα που είχα πιει πριν φύγω από το σπίτι δεν βοηθούσε καθόλου την κατάσταση.

Πρέπει να άντεξα μια ώρα κι ενώ ήδη είχαμε αρχίσει τις εξαιρετικές και επίκαιρες συζητήσεις, ξέρεις αυτές που ο γιατρός της παρέας (προφανώς απόφοιτος της ίδιας ιατρικής σχολής που τέλειωσε κι η μάνα μου) προτείνει “κάνε εμετό, θα νιώσεις καλύτερα“.

 

 Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησα να αποτρέψω τη φάση και επικαλέστηκα τα μεγάλα μέσα. Λίγο νερό στο πρόσωπο. “Αν δεν πιάσει κι αυτό, δεν ξέρω τι θα πιάσει” σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή έχοντας βαθιά πίστη σε αυτό το σύγχρονο θαύμα της ιατρικής επιστήμης. Τζίφος.

Αν θυμάμαι καλά η επόμενη κίνηση του να αγκαλιάσω τη λεκάνη, δεν έγινε βάσει σχεδίου. Περισσότερο από ανάγκη. “Ο Στέφανος πρέπει να ξερνάει” ανέφερε το SMS που έγραψε η Ρομίνα στους “μέσα”, την ώρα που προσπαθούσε να κοιμίσει τον μικρό Πάνο-Στέφανο (πες-πες μπορεί να μείνει και το δεύτερο όνομα). Σύμφωνα με τους απόκοσμους ήχους ή θα ξερνούσα, ή θα γινόμουν λυκάνθρωπος.

Μετά από λίγη ώρα βγήκα από το μπάνιο με την πικρή γεύση της ανακούφισης στο στόμα. Αισθανόμουν καλύτερα (νόμιζα). Κι η ιδέα του να φάω ένα μελομακάρονο -για να αλλάξει η γεύση- αποδείχτηκε πολύ κακή. Τουλάχιστον αυτό σκέφτηκα όταν μετά το ξαναείδα σε μια τελείως διαφορετική μορφή, if you know what I mean.

Τώρα αισθάνομαι πραγματικά καλά“, είπα μετά το δεύτερο εμετό. Νόμιζα. Οι άλλοι άρχισαν να τρώνε και εγώ να κρυώνω. Ποιος με καταράστηκε, σκέφτηκα, ζώντας τον χειρότερο προσωπικό εφιάλτη: το να είμαι, δηλαδή, σε ένα τραπέζι και να μην μπορώ να  φάω. Η λίστα, βέβαια, ήταν μεγάλη, θα μπορούσε να είναι ένας από τους χιλιάδες μαγαζάτορες που δεν εκτίμησε ιδιαίτερα το κείμενο του “να μη βγεις την Πρωτοχρονιά”. Αστείο που επαναλήφθηκε πολλές φορές εκείνο το βράδυ, τόσες που σταμάτησε να είναι αστείο από την δεν-ήταν-αστείο-ούτε-την-πρώτη-φορά.

 

Οι άλλοι είχαν τελειώσει το φαγητό και εγώ το μόνο που ήθελα ήταν λίγο ησυχία. Να μην μου απευθύνουν το λόγο. Να με αφήσουν λίγο εδώ να, για να ηρεμήσω. Αποτυχία.

Την 4η, την 5η και την 6η φορά που πήγε στην τουαλέτα έτσι για να σπάει η μονοτονία, είπα να βγάλω υγρά με όλους τους πιθανούς τρόπους. Again if you know what I mean. Έπαιζα ταυτόχρονα και εντός και εκτός έδρας. Κάπου εκεί ήταν το σημείο που θυμήθηκα τις αντίστοιχες περιγραφές του Φάνη και αν δεν είχα βγάλει τα σωθικά μου, είμαι σίγουρος ότι θα γελούσα. Γενικότερα εκείνο το διάστημα περνούσαν από το μυαλό μου διάφορα: όπως το γιατί λέμε “τάση προς έμετο και όχι προς εμετό“, αλλά και το ανέκδοτο με τον “Αχιλλλέεεεαααα”.

Το παν είναι να βάζεις μικρούς στόχους. Κι εγώ είχα στόχο να αλλάξω το χρόνο και να γυρίσω σπίτι. Στο πατρικό μου, δηλαδή, που βρισκόταν κοντά. Ούτε καν. Στις 11.40 σήμανα τη λήξη. “Να κάτσω μαζί σου” με ρώτησε, αλλά εγώ ήξερα ότι ήμουν ο βασικός υποψήφιος για το όσκαρ χειρότερης παρέας. Οπότε στις 11.45 ξάπλωσα με μοναδική ευχή να με λυτρώσει ο ύπνος.

Ξέρεις, το μεγαλύτερο πρόβλημα σε τέτοιες φάσεις είναι η δίψα. Πραγματικά. Έχοντας αδειάσει -με όλους τους τρόπους- θέλεις επειγόντως να αναπληρώσεις τα υγρά. Έλα, όμως, που δεν κάνει να πιεις νερό. Θυμάμαι ότι την 7η και την 8η φορά, γινόταν αυτό ακριβώς. Έπινα νερό, πήγαινα μετά και το έβγαζα. Νερό. Υδρογόνο-οξυγόνο 2. Σκέτο. Δεν είχε μείνει τίποτα άλλο. Η διαδικασία αυτή κράτησε μια αιωνιότητα και 2,5 ώρες . Δεν μπορούσα ούτε να κοιμηθώ, ούτε να ξεφουσκώσω, ούτε να σταματήσω να κάνω εμετό.

Το μόνο που έμενε ήταν να σπάσω το παγκόσμιο ρεκόρ για περισσότερους εμετούς, το οποίο πιθανότατα κατέχει ένας Γιαπωνέζος, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις. Την 9η φορά έβγαλα κάτι πολύ πικρό. Χολή; Την 10η το μενού είχε και αίμα.

 

Ευτυχώς για μένα, δυστυχώς για εκείνη, η αδερφή μου μένει στον κάτω όροφο. Οπότε την πήρα τηλέφωνο να με πάει στο νοσοκομείο, γιατί όντως αυτό με το αίμα ήταν κάπως ανησυχητικό. Κάτι, δηλαδή, που στο μυαλό των περισσότερων ερμηνεύεται ως “φυσική αντίδραση λόγω των συνεχόμενων εμετών”, στο δικό μου σήμαινε α) εσωτερική αιμορραγία β) έλκος ή κάτι τέτοιο γ) το πρώτο πανελλήνιο θύμα της ιστορίας με τους τρομοκράτες που έριξαν κάτι κακό στις κοακόλες. Έκλινα προς το γ.

Φόρεσα ό,τι βρήκα μπροστά (στο πίσω μέρος της ντουλάπας) και πήγα στο “Γεννηματάς”, γεμάτος απορία για το τι θα γινόταν αν άρχιζα να χτυπάω τις πόρτες στο κοντινό “Ασκληπείο”. Το “τίποτα” ήταν η απάντηση που συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους.

Αλήτες…

Μετά από σχεδόν 250 χιλιόμετρα γεμάτα προσπεράσεις και σφήνες φτάσαμε στην Κατεχάκη και στο Γεννηματάς. Μάζεψα τις δυνάμεις μου σαν τον Τζον ΜακΛέιν προς το τέλος οποιουδήποτε “Die Hard” και έφτασα σε ένα γυάλινο γραφείο το οποίο θα μου έλεγαν πού θα πάω. Αφού διαδραματίστηκε ένα μικρό επεισόδιο από το “Ρετιρέ” και το έναν υπάλληλο να με στέλνει στον άλλον, πήγα στο παθολογικό να πάρω το χαρτάκι μου λες και ήμασταν στα τυριά στον Βασιλόπουλο. Πεθαίνω λέμε… Ήπια νοθευμένη κοακόλα (αλήθεια το πίστευα), τι χαρτάκι και μαλακίες.

 

Πέρασε περίπου μισή ώρα με μένα πάνω σε ένα φορείο και κάτω από ένα ανοιχτό παράθυρο. Νοσοκόμες και γιατροί με ρωτούσαν για τους εμετούς, για τη διάρροια, για το αν έφαγα κάτι. Τίποτα γιατρέ, ούτε που τ’ άγγιξα τα μακαρόνια με τα μανιτάρια, γαμώ την τύχη μου.

Δεν με λυπήθηκαν όμως. Ούτε καν όταν τους παρακάλεσα για λίγο νερό. Ξέρεις, αυτή είναι η χειρότερη φάση. Να διψάς τόσο πολύ και να μην μπορείς να πιεις νερό.

 

Έτσι λοιπόν κύλησε η βραδιά. Τα χείλη μου ξερά και διψασμένα, αλλά το στομάχι μου να αισθάνεται ως δια μαγείας καλύτερα. Βοήθησαν τα κάμποσα μιλινγκράμ του σασφβψσεπαγδόντιουμ που μου έβαλαν από τη “φλέβα”. Ο ορός από την άλλη δεν έβαλε τέλος στη δίψα μου. Ούτε στις ηλίθιες σκέψεις μου. Για κάποιο λόγο στο μυαλό μου ερχόταν ο Γιάννης Βόγλης. Όχι τόσο επειδή έπαιξε στην ομώνυμα σειρά (“Δίψα”), αλλά επειδή έχει πρωταγωνιστήσει στην απόλυτη σκηνή ξεδιψάσματος, εκείνη από την ταινία που δεν θυμάμαι, που έπινε νερό αυτός, το μούσι και το πουκάμισο του ταυτόχρονα.

Ο παραλογισμός σταμάτησε όταν με έβγαλαν από εκεί που με είχαν για να με βάλουν σε ένα μεγάλο δωμάτιο, που εκτελούσε χρέη πάρκινγκ για φορεία. Ξαφνικά άρχισα να νυστάζω. Και να κοιμάμαι. Όσο με άφηνε, δηλαδή, το επεισόδιο από τις “Οικογενειακές Ιστορίες” που παιζόταν πίσω μου.

Ο Κώστας, 16, μαθητής είχε πιει τον πάτο του. Η μάνα του, Σούλα, 42, τα είχε πάρει με τον γιο της για τις μαλακίες του και ο πατέρας του, Τάσος, 48, δεν έβγαζε μιλιά, παίζοντας πιστά το ρόλο του τύπου που ήταν καλός άνθρωπος, δεν είχε ενοχλήσει ποτέ κανέναν και που έριξε τη γειτονιά από τα σύννεφα όταν σκότωσε με καραμπίνα τον γιο του.

Σουρεάλ στιγμές. Ο γιος, που όταν σηκώθηκε διαπίστωσα πως είναι ίδιος με τον μικρό Νικόλα (τον ράπερ από τη Ζαχάρω), είχε τερματίσει τις έννοιες κυκλοθυμικός, mood change και διπολική διαταραχή. Τη μια έβριζε τη νοσοκόμα, την άλλη ήθελε να πάει μέσα να της φιλήσει τα χέρια που τον έσωσε. Την επόμενη στιγμή έβριζε τη μάνα του και την μεθεπόμενη της ζητούσε συγγνώμη για όλα όσα έχει κάνει. Ενδιάμεσα έριχνε κάτι ρουκέτες εδάφους-αέρος προς πάσα κατεύθυνση, έβγαζε τα βρακιά του και γενικότερα ενοχλούσε με όλους τους πιθανούς τρόπους.

Κορυφαία στιγμή, βέβαια, της οικογένειας που γέμισε ευχάριστα εκείνες τις ώρες της αναμονής (για να είμαι ειλικρινής κοιμήθηκα αρκετά, ενώ οι άλλοι περίμεναν όρθιοι από έξω – τι γαϊδούρι), ήταν ο διάλογος μάνας-γιου. Ακολουθούν τα καλύτερα αποσπάσματα:

“Ποιος σου έδωσε να πιεις”.

“…”

“Ο Γιάννης σου έδωσε, ε; Αυτός σου έδωσε, είμαι σίγουρη”.

“Άσε με”

“Μα καλά κι εσύ γιατί πίνεις ό,τι σου δίνουν”

“Έκανα βλακεία”

“Η μήπως ο Κώστας; Τον ξέρω αυτόν τον Κώστα. Μα καλά αυτός είναι μικρότερος”.

Αν τα χείλη μου δεν είχαν γίνει σαν αυτά του Τζέιμς Φράνκο στις τελευταίες 126 ώρες της ταινίας, θα γελούσα. Και θα σκεφτόμουν τι ωραία είναι που είμαι μεγάλος. Και που δεν είμαι μεθυσμένος.

Ενδιάμεσα κάτι γέροι περνούσαν με το φορείο τους, μαζί και κάτι στολισμένες με αλλεργικό σοκ και ένα χίπικο ζευγάρι που δεν κατάλαβα ακριβώς τι θέλει, ή τι περιμένει. Οι επόμενες ώρες κύλησαν χωρίς εμετούς, με ακτινογραφία, με τις επισκέψεις του ευγενικού γιατρού, με τον ορό να γεμίζει αίμα, με τον ορό να μην κυλάει καθόλου, με τον ορό να πέφτει γρήγορα, με τον ορό να τελειώνει, με ύπνο, με το μηχάνημα που βγάζει τις εξετάσεις να χαλάει, με εξιτήριο.

Και μετά σπίτι: τσάι, λίγος λαπάς, πολλή τηλεόραση, περισσότερη καραντίνα και ελάχιστη γαστρεντερίτιδα.

Όχι καλή φάση γενικά.