ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Ένα, δύο, τρία, καμία διαιτησία

Κάθε ανάλυση κάθε οφσάιντ με κάθε νοητή ευθεία που δεν είδε ο κάθε βοηθός μειώνει το προσδόκιμο ζωής του Έλληνα οπαδού σοκαριστικά πολύ.

Μακάρι αυτή να είναι πράγματι η πιο συναρπαστική Superleague των τελευταίων όπως ευαγγελίζεται η NOVA στη σχετική διαφήμιση, και γιατί να μην είναι άλλωστε, το ίδιο ευχόμαστε όλοι. Το πράγμα δεν έχει ξεκινήσει άσχημα, αλλά το να βγάζεις συμπεράσματα από τις δύο πρώτες αγωνιστικές είναι ο καλύτερος τρόπος να μην σε πάρει κάποιος στα σοβαρά, ακόμη κι αν μιλάμε για το ελληνικό πρωτάθλημα που όχι, η Καλλονή δεν θα κάνει διπλό στη Λεωφόρο ούτε μετά από δεκαπέντε ματς.

Οι γλυκιές αγωνιστικές του Αυγούστου χρησιμεύουν για να μπεις σιγά σιγά σε ρυθμό, να χαρείς που η ΑΕΚ δεν θυμίζει περιοδεύοντα θίασο της μεγάλης κατηγορίας και να θυμηθείς πόσο σπουδαίοι είναι οι οπαδοί του Ηρακλή.

Τόσο σπουδαίοι για την ακρίβεια:

Παραφράζοντας το καλύτερο πανό τους μέχρι το επόμενο και περνώντας μια ευχάριστη ώρα με τα στιγμιότυπα και το ρεπορτάζ της αγωνιστικής ταυτόχρονα στη SuperBall και την τηλεόραση, έπεσα πάνω στο περήφανο entry των ελληνικών επιστημών της μεταπολίτευσης: την Ανάλυση των Επίμαχων Φάσεων. Αυτή την ταλαιπωρία. Αυτό το κρίμα. Αυτό το αναχρονιστικό χάσιμο χρόνου.

Κοιτάξτε πώς πάει. Όλοι υπήρξαμε παιδιά και κάφροι οπαδοί. (Περιμένω σχόλιο ούμπερκουλ αναγνώστη που θα λέει “Εγώ δεν υπήρξα κάφρος οπαδός”, αν και βαθιά μέσα μου ελπίζω στο απόλυτο “Εγώ δεν υπήρξα παιδί”). Εγώ στα 18, δηλαδή σε μια ηλικία που η δικαιολογία “μικρός ήμουν, δεν ήξερα” άρχισε να ξεφτίζει, άκουγα όλη μέρα αθλητικά ραδιόφωνα και τα μεσημέρια επιμορφωνόμουν με Βαγγέλη Δουκάκο για το παρασκήνιο και τους διαιτητές.

 

Λίγα χρόνια μετά, η συνδρομητική και ο κομήτης Alpha Digital θα εγκαινίαζαν κάτι υπερηχητικά συστήματα 3D προβολής και προσομοίωσης, που μέτραγαν πόσα εκατοστά πίσω από τον Πάρι Ανδράλα ξεκινούσε ο Ναλιτζής στην αμφιλεγόμενη φάση νούμερο 71 και όλη η διαιτητολογία γνώριζε το χρυσό της αιώνα, τη δική της Αναγέννηση.

Το να καις το κεφάλι σου ολημερίς για τους διαιτητές και τις κακές τους προθέσεις/αποφάσεις ήταν ξεκάθαρα η μόδα στις αρχές του αιώνα. Από τότε, στο ελληνικό ποδόσφαιρο έχουν αλλάξει πολύ λιγότερα απ’ όσα θα θέλαμε να έχουν αλλάξει. Ο απόηχος της πανελλαδικής γκρίνιας για τον ευνοημένο Ολυμπιακό του Κόκκαλη, η θύμηση των παπουτσέλειων πέναλτι, η φόρα με την οποία έτρωγε τις καρπαζιές στη Λεωφόρο ο Ευθυμιάδης, όλα μοιάζουν γραμμένα στην τελευταία σελίδα ενός τόμου που έχεις κλείσει εδώ και χρόνια.

Ζητώντας να σταματήσουμε να διυλίζουμε τον κώνωπα, δεν έχω καμία πρόθεση να βγάλω λάδι τους Έλληνες διαιτητές. Οι Έλληνες διαιτητές έχουν με ιδρώτα και άπειρα χιλιόμετρα αποδείξει ότι στην καλύτερη πρόκειται περί απογοητευτικών μετριοτήτων και στη χειρότερη, περί τηλεκατευθυνόμενων που χειρίζονται οι πρόεδροι που μπορούν να χειρίζονται τηλεκατευθυνόμενους διαιτητές. Απλά, το να αναλύουμε τις φάσεις επαληθεύοντας ότι είναι πράγματι κακοί δεν βοηθάει σχεδόν κανέναν. (Κρατάω μια μικρή πισινή για αυτούς που δυσκολεύονται με τον ύπνο).

Όλο αυτό το παιχνίδι της γκρίνιας έχει χάσει το ενδιαφέρον του, μαζί με το ίδιο το προϊόν, συνέπεια της ξεκάθαρης υπεροχής του Ολυμπιακού, αγωνιστικά και εξωαγωνιστικά, τα τελευταία χρόνια.

Δεν είμαστε δα και στο πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα του κόσμου που ένα οφσάιντ υπέρ ενός μεγάλου θα κρίνει ολόκληρο πρωτάθλημα. Στην τελική, το να σφυράνε οι περισσότεροι διαιτητές στο Καραϊσκάκης λες και βρυχάται ο Βαγγέλης στην ενδοεπικοινωνία δεν είναι κάτι που θα ανακαλύψεις βλέποντας την ανάλυση των φάσεων. Ειδικά από έναν διαιτητή που πραγματικά δεν έχεις ιδέα πότε σφύριξε για τελευταία φορά.

Μπορεί η οπαδική νοημοσύνη μας να μη λέει να κατέβει από το δέντρο, αλλά κακά τα ψέματα, όλοι ξέρουμε εάν και πότε ευνοείται ένας μεγάλος. Το βλέπουμε live, δεν χρειάζονται replay και “να, κοιτάξτε εδώ, το χέρι του Καλιτζάκη είναι κολλημένο στο σώμα, δεν υπήρχε πρόθεση, μπλα μπλα μπλα”.

Αυτό που μου δίνει ακόμη το περισσότερο το πάτημα να επιμένω για αθλητικά μαγκαζίνα χωρίς το διαιτητικό ένθετο είναι οι ίδιοι οι παρουσιαστές τους που συμπεριφέρονται (απέναντι στο εν λόγω ένθετο) λες και τους ξύπνησε ο λοχίας τα ξημερώματα για καψόνια και Καλλιόπες. Στο ξαναλέω. Πάνε οι εποχές της ίντριγκας της μίας και καθοριστικής απόφασης. Αλλά ακόμη και σε αυτές να γυρίσουμε -μακάρι δηλαδή να εξελιχθεί τόσο σφιχτά το πρωτάθλημα- ο σοβαρός όρθιος κύριος που δείχνει με το λέιζερ μια ανατροπή σε μια παγωμένη οθόνη είναι διακοσμητικός.

 

Εξάλλου, υπάρχει και παρατηρητής διαιτησίας σε κάθε ματς για να κρίνει δίκαια(;) την απόδοση του διαιτητή. Ας βάλει αυτό το βαθμό κι ας δούμε εμείς δύο φορές τα γκολ αντί για μία. Δεν χρειάζεται να ξοδεύουμε τηλεοπτικό χρόνο, τον οποίο θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε πολύ πιο ουσιαστικά μιλώντας για τακτική και ποδόσφαιρο.

Να μάθουμε επιτέλους κι εμείς που δεν σκαμπάζουμε από ρόμβους στο κέντρο και 4-2-3-2-1-3-2. Ένας Καίσαρης δεν φέρνει την άνοιξη. Από οφσάιντ και ευθείες που είναι υπέρ του επιθετικού χορτάσαμε. Όποιος είναι να ευνοηθεί, θα ευνοηθεί και χωρίς τη δική μας δίκη. Στο κάτω-κάτω, είναι σαν να ‘φαγες μια φοβερή πάστα και αντί να αναλύσεις τη συνταγή, να μιλάς για το πιατάκι που στη σέρβιραν.

 

Ναι, δεν ντράπηκα λίγο πιο πάνω. Παρομοίασα το ελληνικό πρωτάθλημα με μια φοβερή πάστα. Αυθυποβολή το λένε αυτό. Ή wishful thinking.