ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Ο πιο προνομιούχος Έλληνας οπαδός στην Ιστορία

Απρίλιος 1996. Δεκατέσσερις μέρες πλήρους και παρανοϊκής ευφορίας. Δεκατέσσερις μέρες που (σχεδόν) όλοι ήθελαν να είναι Παναθηναϊκοί.

Η υποστήριξη μίας ομάδας, ενός συλλόγου, ξεκινά ως απλή υπόθεση αλλά ποτέ δεν εξελίσσεται με την απλότητα η οποία δίνει το έναυσμα. Πέρα από την αιτία, που συνήθως αποτελεί κληροδότημα ή αντίδραση στο κληροδότημα, ο υποστηρικτής είναι οπαδός και αναπόφευκτα γίνεται κτήτορας. Αν συνυπολογιστεί, δε, η όλη αρρενωπότητα, η οποία επικρατεί και στα γυναικεία αθλήματα (τα οποία είναι ανδρικά, δηλαδή δημιουργήθηκαν για άνδρες), η ομάδα είναι ένας λόγος που, παρά το γεγονός ότι ανά καιρούς σού υπενθυμίζεται ότι αυτό το οποίο βιώνεις είναι κατάσταση στην οποία έχεις έμμεσο ρόλο, περνάς απνευστί από την έκσταση στη λήθη. Κι ενώ όλοι θέλουν να είναι υπερήφανοι για την ομάδα τους- και είναι- η αντικειμενικότητα προφανώς δεν αποτελεί κομμάτι του οπαδικού παζλ.

Πώς θα μπορούσε να συμβεί, άραγε, αυτό; Δεν πρόκειται μόνο για την προσωπική οπτική γωνία, κατά το ‘αυτόπτης μάρτυς, ένας σίγουρος ψεύτης’, αλλά και για το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι έμψυχοι οργανισμοί έχουν ακριβώς αυτό που καταμαρτυρά ο προσδιορισμός: Ψυχή. Ψυχή που βασανίζεται και φτερουγίζει, που υποφέρει και λυτρώνεται, που βρίσκεται σε ατραπό ή τετραλώριδη, φωτεινή, νυχτερινή λεωφόρο.

Ακόμα λοιπόν και στο αντικειμενικό στοιχείο, όπως είναι οι δύο απίστευτες εβδομάδες που βίωσε ως πανελλήνιο (και πανελλαδικό, ούτως είπείν όπου υπάρχουν Ελλαδίτες) ο σύλλογος Παναθηναϊκός τον Απρίλιο του 1996, η υποκειμενικότητα καλύπτει με ένα πέπλο τεστοστερόνης, νοσταλγίας, άγριου πάθους και ρομαντικής προσέγγισης στη χρονική απόσταση, οτιδήποτε συνέβη από τις 3 Απριλίου του σωτήριου έτους έως τις 17, τουλάχιστον μέχρι τις 21:33 ώρα Ελλάδος.

Ουσιαστικά, το προοίμιο, αυτό το ‘άνδρα μοι έννεπε’, που παρακαλεί ο ποιητής τη μούσα, ο σκλάβος του παρελθόντος, για να δημιουργήσει το έπος που αφορά σε μία ολόκληρη παρελθοντική εποχή –και στην περίπτωση της Ιλιάδας, όπως είπε προσφάτως ο συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος- αλλά και της Οδύσσειας, ολόκληρου του δυτικού κόσμου, έχει ξεκινήσει ανύποπτα στις 14 Μαρτίου στο Τρεβίζο, όταν ο Στόγιαν Βράνκοβιτς έκοψε το σουτ του Ζέλικο Ρέμπρατσα και η κυρία Μπενετόν, του σεσημασμένου Χένρι Γουίλιαμς, έπεσε στο καναβάτσο μέσα στην έδρα της και ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς αρκέστηκε μόνο σε έναν τρίτο προημιτελικό, ακριβώς το παιχνίδι που σηματοδότησε το τρίτο διαδοχικό Final 4 του μπασκετικού Παναθηναϊκού.

Ήταν μόλις 6 μέρες μετά που δύο γκολ του Κριστόφ Βαζέχα και ένα του Χουάν Χοσέ Μπορέλι έδωσαν στους πράσινους του Χουάν Ραμόν Ρότσα τη νίκη με σκορ 3-0 επί της Λέγκια Βαρσοβίας και την τρίτη πρόκριση σε ημιτελικά Κυπέλλου Πρωταθλητριών μετά το 1971 και το 1985. Και, παρά ταύτα, παρότι πέρασε λιγότερη από μία εβδομάδα απόσταση για δύο ιστορικές προκρίσεις, παρότι ο συγκεκριμένος συνδυασμός θα στοιχειοθετούσε μία λίστα με ευχαριστίες προς θεϊκά πλάσματα, ήταν το Abarth μπροστά στη Ferrari 500 απέναντι σε εκείνο που επρόκειτο να γίνει.

(κεντρική φωτογραφία: Eurokinissi/Action Images/Θωμάς Χρυσοχοϊδης)

Η έκσταση ως καθημερινότητα

Η Αρχή Διατήρησης της Ενέργειας είναι ο τρόπος της επιστήμης να αποτυπώσει το ‘όλα είναι δανεικά’, αυτό, δηλαδή που ο άνθρωπος νιώθει ότι συμβαίνει σε οποιαδήποτε περίπτωση. Και ενώ για το ότι τα πράγματα πάνε άσχημα υπάρχει, έστω σε πεδίο λέξεων, νόμος που να δείχνει ότι δεν είναι απαραίτητο να μη γίνουν χειρότερα, όταν συμβαίνει μία πανδαισία γεγονότων φοβάσαι ότι κάπου κρύβεται ο κακός λύκος, ο οποίος πρόκειται να φανερωθεί. Στην αλληλουχία φοβάσαι μήπως οι γραμμές που τέμνονται μεταξύ τους δημιουργήσουν αυτό το αρνητικό υλικό.

Ο Άγιαξ, πράγματι, στις 17 Απριλίου νίκησε 0-3 στο ΟΑΚΑ και τερμάτισε την πορεία του Παναθηναϊκού, παρ’ όλα αυτά το πρώτο μισό του Απριλίου ήταν τόσο μαγευτικό, που δεν θα μπορούσες παρά να το αποδεχθείς αν κάποιος σου το είχε μεταδώσει ως προμήνυμα και να πληρώσεις το κόστος της Μεγάλης Λύπης. Είναι δύσκολο για ένα παιδί, που πια είναι 21, να φανταστεί πώς ήταν να απέχει ο Παναθηναϊκός μόλις 90 λεπτά για να γίνει η δεύτερη ομάδα στην Ευρώπη που θα έπαιζε σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών ποδοσφαίρου και μπάσκετ, αλλά είναι πραγματικότητα η οποία μοιάζει τόσο θολή όσο και καθαρή: Οι ταλαντεύσεις του παρελθόντος το φέρνουν κοντά, όσο και αν είναι, με βάση το ανθρώπινο χρονολόγιο, μακριά. Άλλωστε, από τότε έχει οριστικά παρέλθει 1/5 του αιώνα και οδεύουμε προς το 1/4. Ωστόσο, οι έφηβοι και οι άνω των τριάντα, ακόμα και οι σαραντάρηδες ή οι πενηντάρηδες, εκείνης της εποχής, δεν θυμούνται μόνο με κάθε λεπτομέρεια τα παιχνίδια και τι βίωσαν, αλλά τι άλλο έκαναν εκείνη τη μέρα, τι ταινία είχε έπειτα η τηλεόραση, μπορεί να θυμούνται και τι έφαγαν ή τι είπαν με τους δικούς τους ανθρώπους, το πρόσωπο ενός ξένου που γνώρισαν στην πανηγυρική βόλτα τους.

Κάποιοι πήγαν στο Άμστερνταμ, άλλοι στο Παρίσι,  μερικοί βρέθηκαν στο ΟΑΚΑ, πριν καταλήξουν στο ίδιο σημείο. Λιγότεροι έζησαν όλη την κατάσταση (ή σχεδόν όλη, αφού αναπόφευκτα στο ντέρμπι με την ΑΕΚ στις 10 Απριλίου δεν θα μπορούσαν να είναι, μια και είχαν καταλάβει την πρωτεύουσα της Γαλλίας) μπροστά στα μάτια τους και υπάρχουν και εκείνοι που βίωσαν όλη τη δραματουργία μπροστά στο δείκτη της τηλεόρασης, πανηγυρίζοντας σα να βρίσκονταν εκεί. Το οπαδικό κίνημα δεν γιόρταζε μόνο τις νίκες και, άρα, την περισσότερη από τους υπόλοιπους δελφίνους των τίτλων ή της ιστορίας, αρσενικότητα, αλλά την ίδια την ύπαρξή του: Το ορεξάτο πρωινό ξύπνημα για τη δουλειά, τα άσχετα χαμόγελα κατά τη διάρκεια της μέρας, την αναδόμηση σχέσεων -ή την αποδόμηση, εξαρτάται αν η χαρά που προσφέρει στον αυτόπτη και αυτήκοο μάρτυρα η νίκη στα σπορ κρατάει τη λευκή σημαία ή το λάβαρο του πολέμου- συζητήσεις επαναλαμβανόμενες, πάντα με τη λαχτάρα της πρώτης φοράς και κυρίως προσμονή: Εκείνη τη γλυκιά προσμονή η οποία μεγάλωνε με τον καταιγισμό των γεγονότων.

Ρούφηγμα της κάθε στιγμής από το μεδούλι, λίγες ώρες ύπνου και εξωτερίκευση απροσμέτρητης ενέργειας, για να είναι η κάθε μέρα μία γιορτή, που από το ειδικό, από το πρόσωπο δηλαδή, πήγαινε στο γενικό. Πηγαίνοντας την πρώτη μέρα μετά το Πάσχα στο σχολείο, θυμάμαι τους συμμαθητές που υποστήριζαν τον Παναθηναϊκό, πόσο κουρασμένοι και γλυκά νωχελικοί ήταν, πώς ένιωθαν, χωρίς να το διατυμπανίζουν, ότι ανήκαν σε μία ανώτερη φυλή, πώς το δεκαπενθήμερο είχε ζωγραφιστεί στα πρόσωπά τους. Φύγαμε για τις διακοπές στις 5 Απριλίου και όταν συναντηθήκαμε ξανά, στις 22, είχαν βιώσει γεγονότα που ήξεραν ότι θα στιγμάτιζαν τη ζωή τους.

Η φαντασίωση του ημερολογίου

Ίσως κάποιοι θυμούνται ότι το απόγευμα της 3ης Απριλίου, αναμένοντας τον πρώτο ημιτελικό με τον Άγιαξ, το αίσθημα που ένιωθαν, που δεν προλόγιζε μία ήττα η οποία θα ήταν καταδικαστική. Την εκπομπή του MEGA, όταν ο Παύλος Τσίμας κατάφερε και έφερε στο στούντιο την ομάδα του Γουέμπλεϊ και τον γαργαντούα Φέρεντς Πούσκας- τον οποία τα εφηβικά μάτια μου αντίκριζαν με δέος και ενδεχομένως με κρατημένη την ανάσα- προπονητή της ομάδας που πήγε στο Γουέμπλεϊ.

Ίσως να θυμούνται τον τρόμο με τον οποίο κάθε επίθεση του Άγιαξ σκιαγραφούσε τα σώψυχά τους, αν και δεν θυμάμαι ότι ο Παναθηναϊκός κάποια στιγμή κινδύνευσε πραγματικά να τον πάρει η κάτω βόλτα. Πριν από τη σπουδαία κούρσα του Γιώργου Δώνη- που είναι η κορυφαία στιγμή στην καριέρα ενός ποδοσφαιριστή, όχι μόνο επειδή συμβαίνει η υπέροχη, άρτια, ερμηνεία σε ένα από τα πιο μεγάλα και σημαντικά παλκοσένικα του κόσμου αλλά, διότι δίνει συμβόλαια που θα ήταν αμφίβολα αν δεν υπήρχε- και το γκολ του Κριστόφ Βαζέχα στο Άμστερνταμ, οι οπαδοί του Παναθηναϊκού είχαν ήδη περάσει αγωνία για μία ζωή, πριν τελικά εκραγούν, είτε βρίσκονταν στην Πέλλα, είτε στη Ουάσινγκτον, είτε μέσα στο καράβι ή κάπου στην Αφρική.

 

Κι αν αυτό το αποτέλεσμα από μόνο του μπορεί να στέκει ως απόδειξη μεγαλείου, οι επόμενες μέρες ήρθαν για να ρίξουν στη νιρβάνα ακόμα και τους ανέραστους: Στις 7 Απριλίου η ήττα με 2-1 από τον Ιωνικό δεν κατάφερε καν να ρίξει νερό στον ‘πράσινο’ οίνο, στις 9 Απριλίου, ημέρα Τρίτη, ο Ντομινίκ Γουίλκινς έβαλε 35 πόντους στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας και ο Παναθηναϊκός πήρε τον ημιτελικό με σκορ 81-71, την Τετάρτη, 10 Απριλίου, νίκησε την ΑΕΚ 1-0 στο ΟΑΚΑ με κεφαλιά-ψαράκι του Χουάν Χοσέ Μπορέλι και της ξέφυγε με 5 βαθμούς (68 έναντι 63) και 7 παιχνίδια να απομένουν, βρίσκοντας για πρώτη φορά μέσα στη χρονιά ένα καθαρό προβάδισμα και την Πέμπτη, 11 Απριλίου, νίκησε την Μπαρτσελόνα 67-66 και κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Μετά ήρθε το Πάσχα και μέχρι την Τετάρτη του, 17 Απριλίου, υπήρχαν 6 μέρες στις οποίες οι οπαδοί του ζούσαν ό,τι είναι πλησιέστερο- για ζώντες οργανισμούς, που πρόκειται να τα κακαρώσουν- στην αθανασία.

Η αναμονή ως τη ρεβάνς του ΟΑΚΑ

Δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι που δεν πρόλαβαν τόσο αυτό το δεκαπενθήμερο όσο και τη δομή των διοργανώσεων τότε μπορούν να φανταστούν τι σήμαινε η ρεβάνς του ΟΑΚΑ με τον Άγιαξ, τόσο στο επίπεδο που αφορούσε σε αυτό καθαυτό το ματς- λες και δεν ήταν από μόνο του κίνητρο που θα μπορούσε να εκτοξεύσει τον Σπούτνικ 2- όσο και στη δευτερολογία, στο τι σήμαινε, δηλαδή, συνολικά για το σύλλογο. Δεν ξέρω καν αν είχε δημιουργηθεί ξανά τέτοια ημερολογιακή συγκυρία με αποτέλεσμα να απομένουν μόλις 90 ποδοσφαιρικά λεπτά στον Παναθηναϊκό για να γίνει η μόλις δεύτερη ομάδα που θα έπαιζε σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών ποδοσφαίρου και μπάσκετ. Έμεναν μόνο 90 λεπτά.

Αυτό είναι που ονομάζεται εμπειρία. Κάτι αντίστοιχο σε πρακτικό επίπεδο θα ήταν σαφάρι στον Αμαζόνιο, με ενοχλητικούς ιπποπόταμους και σμήνη ακρίδων που γυρεύουν αίμα μέσα στη ζέστη. Είναι μία αθλητική κατάσταση η οποία δύσκολα γίνεται να συγκριθεί. Δεν πρόκειται για μία διοργάνωση ενός μήνα, όπως είναι παραδείγματος χάρη το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004, συν τοις άλλοις η υφή της είναι διαφορετική. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για αλαλαγμούς χαράς, για το πανηγύρι του λαού, για μία συγκέντρωση που έχει έντονο το εθνικό στοιχείο και, ειδικά όταν πρόκειται για μία χώρα που η γεωγραφική θέση της συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της αποικίας, της απελευθέρωσης, ενώ στην πρώτη αφορά σε ένα σύνολο ανθρώπων οι οποίοι δεν γνωρίζονται, όμως αναγνωρίζονται από το έμμεσο της θέωσης που προκύπτει από την προσπάθεια αθλητών οι οποίοι σταματούν να έχουν σάρκα και οστά, γίνονται ιδέα και, αναπόφευκτα, προβάλλουν στα slides του πανιού των φαντασιώσεων χρωματιστές εικόνες σε σλόμο.

Διαβάζοντάς το από την ανάποδη, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κάποιος πώς προκύπτει η τόσο γρήγορη καταδίκη των ειδώλων και των προτύπων και γιατί αποδίδονται βαρύγδουποι και πομπώδεις χαρακτηρισμοί, όπως ‘καταραμένος’, ‘μοιραίος’ και ‘τραγωδία’.

Δεν έχει υπάρξει, ως τώρα, ομάδα που να έχει κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ την ίδια χρονιά. Από όλες, μόνο δυο έχουν παίξει σε τελικούς την ίδια χρονιά. Το 1962 η Ρεάλ Μαδρίτης έχασε και τους δύο: Με σκορ 5-3 σε ένα χορταστικό παιχνίδι με την Μπενφίκα στο Άμστερνταμ και με σκορ 90-83 από την Ντινάμο Τμπίλισι, σε παιχνίδι που έγινε στη Γενεύη. Το 1964 έχασε 1-0 από την Ίντερ στη Βιέννη και κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών στο μπάσκετ, το πρώτο στην ιστορία της μετά από διαδοχικές χαμένες απόπειρες στο τελευταίο στάδιο, ανατρέποντας το 110-99 εις βάρος της από τη Σπαρτάκ Μπρνο και νικώντας τη 84-64 στη Μαδρίτη. Μετά το ξανάκανε το 2014, χάνοντας, ωστόσο, από τη Μακάμπι Τελ Αβίβ 98-86 σε εκείνο το τρελό παιχνίδι στο Μιλάνο και νικώντας 4-1 την Ατλέτικο Μαδρίτης στην παράταση, με το παροιμιώδες γκολ του Σέρχιο Ράμος στις καθυστερήσεις, που ισοφάρισε το παιχνίδι του Λους στη Λισσαβώνα.

Ο άλλος σύλλογος που το έχει κάνει, όσο κι αν δεν γεμίζει το μάτι, είναι η Ρόμα. Το 1984 η Βίρτους Ρόμα νίκησε την Μπαρτσελόνα, στον πρώτο τελικό και των δύο, 79-73 στη Γενεύη, αλλά έχασε την ευκαιρία να γίνει η μόνη που θα κατάφερνε να πάρει και τα δύο τρόπαια μέσα στη Ρώμη, όταν έχασε στο Ολίμπικο από τη Λίβερπουλ, στα πέναλτι (4-2, 1-1 κ.π.). Αυτή η περίπτωση, περισσότερο και από εκείνη της Ρεάλ το 2014, είναι πλησιέστερη σε εκείνη του Παναθηναϊκού, ο οποίος, εκ του αποτελέσματος, μπαίνει στην ίδια κατηγορία με την Μπαρτσελόνα το 2010, όταν νίκησε 86-68 τον Ολυμπιακό στο Παρίσι, αλλά αποκλείστηκε στα ημιτελικά από την Ίντερ. Μόνο που, σε ό,τι αφορά την έξαψη του οπαδού, πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό. Διότι, ενώ ο Παναθηναϊκός απείχε 90 λεπτά για να παίξει στους δύο τελικούς, η Μπαρτσελόνα είχε αποκλειστεί από τις 28 Απριλίου από την Ίντερ και μόνο στις 7 Μαΐου νίκησε την ΤΣΣΚΑ Μόσχας στον ημιτελικό του Final 4.

Όσον αφορά στη Ρεάλ Μαδρίτης, μάλιστα και την περίπτωση του 2014, μπορεί να έπαιξε σε δύο τελικούς, αλλά πάλι γίνεται διακριτή η διαφορετικότητα στο οπαδικό συναίσθημα. Η Ρεάλ προκρίθηκε στον ποδοσφαιρικό τελικό στις 30 Απριλίου, με το 0-4 στο Μόναχο επί της Μπάγερν και έπαιξε τον ημιτελικό του Final 4 του Μιλάνου στις 16 Απριλίου. Συνέτριψε 100-62 την Μπαρτσελόνα, παρ’ όλα αυτά η συνειδητοποίηση ότι θα έπαιζε και στους δύο τελικούς κράτησε μία μέρα και η ήττα από τη Μακάμπι στην παράταση ρούφηξε όλη τη χαρά.

Στην περίπτωση του Παναθηναϊκού του 1996, ο τελικός του Παρισιού από το δεύτερο ημιτελικό με τον Άγιαξ είχε απόσταση 6 ημερών. Συν τοις άλλοις, η νίκη επί της Μπαρτσελόνα στο Μπερσί έφερε παράκρουση και προσμονή υπερπολλαπλάσια, διότι αυτές οι έξι μέρες ήταν ένα αρκετό διάστημα για να δίνει ο εγκέφαλος την πληροφορία ότι, ναι, απέχει μόλις 90 λεπτά, το οποίο, ωστόσο, δεν προλάβαινε να μεστώσει, διότι καλά καλά ίσα ίσα γινόταν συνείδηση. Μόνο η Ρόμα περίμενε μετά από ένα νικηφόρο τελικό να παίξει έναν ακόμα- και μάλιστα στο σπίτι της- παρ’ όλα αυτά από τις 29 Μαρτίου, που έγινε το παιχνίδι με την Μπαρτσελόνα στη Γενεύη, έως τις 30 Μαΐου, που διεξήχθη ο τελικός με τη Λίβερπουλ, η απόσταση είναι 62 μέρες. Η έκσταση, στην έννοιά της, έχει την έννοια της φευγαλεότητας, οπότε δεν λογίζεται σε διάστημα δύο μηνών, διότι μπορεί να γίνεται κτήμα αλλά, σιγά σιγά, κακοφορμίζει. Και ο οπαδός, στην καλύτερη περίπτωση, αισθάνεται όπως το παιδί που του αγοράζουν το παιχνίδι που θέλει: στο δίμηνο τα παιδιά έχουν ανανεώσει τα παιχνίδια τους τρεις και τέσσερις φορές, αλλά ακόμα και να μην το έχουν κάνει, η χαρά σημειώνει γεωμετρική πτώση.

Οπότε, ο Παναθηναϊκός και εκείνο το εξαήμερο θα γινόταν να μπουν σε σύγκριση μόνο με τη Ρεάλ Μαδρίτης του 1964, αφού ο τελικός με τη Σπαρτάκ Μπρνο έγινε στις 10 Μαΐου και ο τελικός με την Ίντερ έγινε στις 29 του μήνα. Και μπορεί αυτή η αναμονή να μην έχει σχέση με τη στατιστική ή την καταγραφή των γεγονότων από τον ιστορικό, αλλά έχει σίγουρα θέση στη λογοτεχνία.

Μία υποτιμημένη θυσία

Το γκολ του Κριστόφ Βαζέχα στο Άμστερνταμ είναι η κορυφαία στιγμή στην ιστορία του Παναθηναϊκού ή, τουλάχιστον, είναι εκεί και συγκρίνεται με το τέρμα που σημείωσε ο Αριστείδης Καμάρας στον ημιτελικό με τον Ερυθρό Αστέρα. Αν και οι συγκρίσεις είναι γενικώς ανοησία, πρόκειται για ένα όχημα που φτιάχνει ωραία θέματα. Το γκολ του Καμάρα ήρθε σε δεύτερο ημιτελικό και έδωσε την πρόκριση στον τελικό, κάτι που το γκολ του Βαζέχα δεν έκανε, ωστόσο ο Πολωνός σκόραρε απέναντι στην πιο τρομακτική ομάδα στην Ευρώπη εκείνη την εποχή και μάλιστα στην έδρα της, την οποία είχε απόρθητη σε όλες τις διοργανώσεις για δύο χρόνια.

Ωστόσο, το κόψιμο του Στόγιαν Βράνκοβιτς στον Φερνάντο Μοντέρο, στο παιχνίδι με την Μπαρτσελόνα, δεν έχει βρει τη θέση του στην αθλητική μυθιστορία. Για το ματς της 11ης Απριλίου στο Παρίσι έχουν γραφτεί τα πάντα: από τότε που ο αείμνηστος και ένας από τους πιο σημαντικούς δημοσιογράφους που έχουν εργαστεί ποτέ σε αυτόν τον τόπο, Φίλιππος Συρίγος, ανέλυσε πιθαμή προς πιθαμή τα τελευταία δευτερόλεπτα, η αντιδικία για τις δύο τελευταίες φάσεις συνεχίζεται. Για το φάουλ στον Παναγιώτη Γιαννάκη και το κολλημένο χρονόμετρο, το οποίο έπρεπε να μηδενιστεί αφού είχε τελειώσει ο χρόνος επίθεσης, για την παράνομη τάπα του αγαθού Στόικο, για τη συγγνώμη που (δεν) είπε η FIBA στην Μπαρτσελόνα και τις αρλούμπες περί ηθικής πρωταθλήτριας Ευρώπης. Σπανίως κάποιος στέκεται στο τι έκανε σε εκείνη τη φάση ο Βράνκοβιτς, για να δημιουργήσει όλη αυτήν τη σπέκουλα.

Όταν έχασε την μπάλα ο Γιαννάκης, ο Κροάτης ήταν ο τελευταίος παίκτης στην επιθετική διάταξη του Παναθηναϊκού. Ο Μοντέρο έγινε κάτοχος της μπάλας ομολογουμένως αργά, διότι ο Χιμένεθ έχασε την ντρίμπλα του, παρ’ όλα αυτά πρόλαβε να την σπρώξει σκαστά και με ταχύτητα πριν παρεμβληθεί ο Κόρφας. Ο Βράνκοβιτς, όταν ο Μοντέρο έγινε κάτοχος της μπάλας, βρισκόταν στο τρίποντο και έχασε την ευθεία στην οποία έτρεχε επειδή έπρεπε να αποφύγει τον Κόρφα. Όταν ο γκαρντ της Μπαρτσελόνα έκανε οπτική επαφή με το καλάθι, ο Βράνκοβιτς βρισκόταν στη γραμμή των βολών. Την ώρα που ο Μοντέρο σηκώθηκε για να σουτάρει, ο σέντερ του Παναθηναϊκού ήταν σχεδόν από πίσω του: σχεδόν, διότι ο Τσαβι Φερνάντεθ όχι απλώς είχε βάλει το κορμί του μπροστά στον Κροάτη αλλά και επειδή είχε τυλίξει το αριστερό χέρι του στο δικό του δεξί. Ο Βράνκοβιτς προσπάθησε να αποφύγει όπως όπως τον Μοντέρο για να κάνει το άλμα, αλλά η θέση του, όπως πήδηξε, ήταν λανθασμένη. Και όταν βρήκε την μπάλα με το αριστερό δεν είχε ξεφύγει από τον Φερνάντεθ, ο οποίος συνέχισε το μάγκωμα. Μόνο όταν η μπάλα έφυγε μακριά ο Βράνκοβιτς ξέφυγε από τη δαγκάνα και έπεσε εκτός παρκέ, μόνο και μόνο για να σηκωθεί ξανά και να σωριαστεί, τραυματισμένος, μόλις έληξε το ματς.

 

Το κλασικό αμερικανικό κλισέ ‘μην αφήνεις μία λεπτομέρεια να σου χαλάσει μία ωραία ιστορία’ βρίσκει εφαρμογή σε αυτήν την περίπτωση. Η απομόνωση της κίνησης του Βράνκοβιτς αποτελεί μία θυσία υπεράνω πάσης φαντασίας, που δεν έχει εκτιμηθεί αρκετά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το κομμάτι της ίδιας της ύπαρξής της και όχι ως ένα μέσο που είναι καταδικασμένο να κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Ο υπέροχος Στόγιαν μπορεί να ξέρει ότι χάρισε ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών στον Παναθηναϊκό, αλλά δεν ξέρει πώς μπορεί να απομακρύνει τις σκιές, σκιές που δημιουργήθηκαν από οτιδήποτε άλλο πλην της προσπάθειάς του. Του προσώπου του, που συμπύκνωσε όλη την ανθρώπινη αγωνία ανά τις χιλιετίες. Επιδέχεται κάθε δυνατό χαρακτηρισμό και είναι από μόνη της, αυτή η απελπισία, το καύσιμο της αληθινής δημιουργίας, ωδή στην κίνηση και τα ανθρώπινα όρια.

Ο Στόγιαν τελούσε υπό το καθεστώς πλήρους παράνοιας εκείνα τα δευτερόλεπτα. Κανονικά θα έπρεπε να έχει γίνει άγαλμα, διότι, όπως είπε ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ στα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του Σακίλ Ο’ Νιλ στο Staples Center του Λος Άντζελες, οι άνθρωποι φτιάχνουν αγάλματα 30.000 χρόνια τώρα, όχι απλώς για να τιμήσουν κατορθώματα, αλλά για να παρακινούνται και να γίνονται καλύτεροι. Κάποτε ο Φραντς Μπεκενμπάουερ έπαιξε με εξάρθρωση ώμου, ο Παναγιώτης Γιαννάκης έκανε καριέρα με κομμένους χιαστούς, ο Τέρι Μπούτσερ με δεμένο το κεφάλι και το αίμα να τρέχει, ο Μάνου Τζινόμπιλι έπαιξε σε τελικό χωρίς να μπορεί να περπατήσει. Κάποτε ο Ρόι Κιν τα έβαλε με όλο το κέντρο της Γιουβέντους μέσα στο Τορίνο και η απίστευτη Κέρι Στραγκ προσγειώθηκε με ένα πόδι στο άλμα, για να πάρουν οι ΗΠΑ το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο σύνολο στις Γυναίκες, μέσα στην Ατλάντα το 1996. Ο Τζέισον Λίτζακ εξαϋλώθηκε για να προλάβει τον Αλέν Μπερνάρ.

Η κούρσα του Βράνκοβιτς και το ασύλληπτο κόψιμο του Μοντέρο δεν γίνεται να διαβρωθούν από την πραγματικότητα. Αποτελούν κειμήλιο για τα όρια του ανθρώπου, αποτελούν έμπνευση και δίνουν ώθηση για το τι μπορεί να κάνει κάποιος. Ότι η μπάλα βρήκε το ταμπλό δεν έχει σημασία μπροστά στην αυταπάρνηση και την αυτοθυσία ενός αθλητή που ίσως να μη φανταζόταν ότι θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο για να πάρει ένα τρόπαιο. Όπως η μάνα δεν μπορεί να φανταστεί τη δύναμή της όταν νιώθει ότι το παιδί της είναι σε κίνδυνο.