ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Πότε ρεζιλεύτηκε περισσότερο η Βραζιλία; Στο Μουντιάλ του 1950 ή του 2014;

Η 'σελεσάο' του '50 ανταμώνει με τη 'σελεσάο' του '14 σε μία άτυπη σύγκριση δύο μυθικών, πλην καταστροφικών, παιχνιδιών.

Η μουντιαλική χρονιά άρχισε από την 1η Δεκεμβρίου, όταν και έγινε στη Μόσχα η κλήρωση για το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου, την πιο σημαντική ποδοσφαιρική διοργάνωση στον πλανήτη. Μέσα από εφτά συγκρίσιμες σπονδυλωτές ιστορίες, μία κάθε μήνα έως την έναρξή του στις 14 Ιουνίου με το παιχνίδι Ρωσία-Σαουδική Αραβία, στόχος είναι να τιμηθούν οι 20 προηγούμενες διοργανώσεις. Οι συγκρίσεις είναι, γενικώς, μία πελώρια απάτη, αλλά ένα όχημα με το οποίο γίνεται να πορευθεί κάποιος αρκεί να είναι ειλικρινής, μην αφήνοντας το αποτέλεσμα να κρίνει την ουσία, η οποία, όπως και σε αυτήν την περίπτωση, είναι τα συναισθήματα που προκαλούν οι larger than life στιγμές που προσφέρει ο αθλητισμός και ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο, που έχει κάνει πάρα πολλούς ανθρώπους ανέλπιστα ευτυχισμένους ή ιδιαιτέρως δυστυχισμένους έστω και για λίγο. Οι κανόνες είναι απλοί: κατηγορίες στις οποίες θα χωρίζονται οι στιγμές, με προβάδισμα στη μία ή την άλλη πλευρά.

Οι δύο πιο γνωστές ήττες της εθνικής Βραζιλίας, της μόνης ομάδας που έχει παίξει και στα 20 Παγκόσμια Κύπελλα, είναι και οι πιο τραγικές. Και οι δύο ήρθαν στην έδρα της, σε Παγκόσμιο Κύπελλο, με 64 χρόνια διαφορά. Η πρώτη ήταν ο ‘τελικός’ με την Ουρουγουάη το 1950 στο ‘Μαρακάνα’ του Ρίο ντε Τζανέιρο, το 2-1 που της στέρησε τον πρώτο παγκόσμιο τίτλο της. Η δεύτερη, το 1-7 από τη Βραζιλία στο στάδιο ‘Μινεϊράο’ του Μπέλο Οριζόντε. Ωστόσο, μια και το ‘Maracanazo’ είναι σχεδόν ιδιωματισμός, σε αυτήν την περίπτωση η χρήση του, όσο λανθασμένη, σχεδόν επιβάλλεται για το συμμάζεμα στην οικονομία εργασίας.

Επειδή πρόκειται για τη Βραζιλία, όλες οι σπουδαίες στιγμές της θα μπορούσαν άνετα να είναι οι κορυφαίες στην ιστορία του Παγκόσμιου Κυπέλλου, παρ’ όλα αυτά οι συγκεκριμένες, αν και πικρές, δεν γίνεται παρά να βρίσκονται σε κάθε πιθανή λίστα. Η εξέλιξή τους είχε τα στοιχεία του δέους, κάτι επιβλητικού μέχρι τελευταίας κόκκου άμμου στις παραλίες της. Αποτελούνταν από τα συστατικά που μεταφορικά δύνανται να κάνουν τον πλανήτη να σταματάει να κινείται για λίγο.

Κατηγορία> ”Πώς λεγόταν ο καταραμένος καπετάνιος στο πρώτο ‘Πειρατές της Καραϊβικής’;”

Φυσικά το επώνυμο, με μία επιπρόσθετη συλλαβή (Μπαρμπαρόσα) ανάγεται στα βάθη, ου μην και στα γεννοφάσκια, της πειρατικής ιστορίας, μόνο που ο Μοασίρ Μπαρμπόσα, ο οποίος πέθανε στα 79 του, αγνοούσε και επρόκειτο να μη μάθει ότι ο καταραμένος καπετάνιος των ‘Πειρατών της Καραϊβικής’, ταινίας που βγήκε τρία χρόνια μετά το θάνατό του, δηλαδή το 2003. Αν και ο Νταβίντ Λουίζ πρέπει να πήρε το πλέον περίοπτο μάθημα σύνεσης, αφού οι προωθήσεις του ήταν καταλύτης για τη ‘σφαγή’ από τη Γερμανία το 2014 (και ‘καρατομήθηκε’ από όλο τον κόσμο, με αποκορύφωμα την προσευχή του πριν από την έναρξη του ματς και λεζάντα, ”Θεέ μου, κάνε να φύγω από εδώ μέσα ζωντανός”) δεν υπάρχει, σε αυτήν την περίπτωση, άνθρωπος που να πλήρωσε με την ποιότητα της ζωής του το λάθος που έκανε σε ένα παιχνίδι, έστω κι αν αυτό ήταν ο δυνητικός τελικός του Παγκόσμιου Κυπέλλου.

Στο 79’ ο Γκίτζια βγήκε από τα αριστερά και ο Μπαρμπόσα, ο οποίος του είχε στερήσει ένα σίγουρο γκολ τρία λεπτά νωρίτερα, έχοντας κάνει την απόκρουση της διοργάνωσης, ακολούθησε το εγχειρίδιου του σώφρονος τερματοφύλακα, βγαίνοντας λίγο έξω από την εστία του. Ο Γκίτζια διείδε μία ευκαιρία που ήταν μόνο ένα πρόσημο της συνολικής κατάστασης που είχε δημιουργήσει η πλέον μνημειώδης φυσιογνωμία στην ιστορία της Ουρουγουάης, μακριά από οποιονδήποτε άλλο, ένα αισθητικό ισοδύναμο του Εμιλιάνο Ζαπάτα και του Σιμόν Μπολιβάρ. Ενώ η ίδια η φύση της φάσης προϋπέθετε σέντρα, ο Γκίτζια αποφάσισε να κάνει κάτι αμιγώς λατινοαμερικάνικο και να σουτάρει κατευθείαν. Είναι το 79’ του τελευταίου ματς του Μουντιάλ και ουδείς το είχε δει να έρχεται. Το ‘Μαρακάνα’ με τη ζεστή καρδιά έμοιαζε με απελπισμένο παγωμένο ξωτικό μετά από το σπάσιμο του καθρέφτη του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.

Ενώ οι σύγχρονοι Βραζιλιάνοι ομαδόν υπέστησαν μία ήττα εξοντωτική, το βράδυ της 16ης Ιουλίου του 1950 υπεύθυνος ήταν μόνο ο Μοασίρ Μπαρμπόσα. Σε μία μοιρολατρική παράνοια, ο Μπαρμπόσα έζησε σαν παρείσακτος. Καταρχάς, φυγαδεύτηκε από το ‘Μαρακάνα’ και δεν γύρισε στο σπίτι του, αλλά φιλοξενήθηκε σε σπίτι φίλων. Στη Βραζιλία τον απέφευγαν με μεγάλη ακρίβεια, ασφαλές είναι να πει κάποιος ότι έζησε σαν σύμβολο γρουσουζιάς στη χώρα. Σ’ ένα σούπερ μάρκετ, μία μητέρα τον έδειξε στην κόρη του και της είπε φωναχτά,

να, αυτός ο άνθρωπος έκανε τη Βραζιλία να κλαίει

Το 1994 δεν τον άφησαν να μπει στο προπονητικό κέντρο της ‘σελεσάο’, που προετοιμαζόταν για το Παγκόσμιο Κύπελλο στις ΗΠΑ. Την προηγούμενη χρονιά, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας της Βραζιλίας, Ρικάρντο Τεϊσέιρα, δεν τον άφησε να σχολιάσει στην κρατική τηλεόραση ένα παιχνίδι της εθνικής ομάδας. Για την περίσταση, ο ίδιος είχε δηλώσει εκείνο το χρόνο: ”Το σωφρονιστικό σύστημα στη Βραζιλία έχει για ανώτερη φυλάκιση τα 30 χρόνια. Εγώ τιμωρούμαι εδώ και 44 χρόνια για ένα έγκλημα που δεν έκανα”. Το 1963 παρουσιάστηκε με τα δοκάρια από μία εστία του ‘Μαρακάνα’ πριν ανακαινιστεί, τα οποία έκαψε στο σπίτι του. Πάντως, στην εθνική ομάδα έπαιξε και κάποια παιχνίδια μετά το 1950, ενώ σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 1962, μετά από 22 χρόνια.  

Πολύ μεγάλο προβάδισμα: Βραζιλία του 1950.

Κατηγορία>”Η γιαγιά μου, που μένει στο Ζούμπρι, είχε ανοικτό το στόμα της για ώρα και έχασε τη μασέλα της”

Υπάρχουν θρύλοι για το τι συνέβη άπαξ και ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη του παιχνιδιού της Βραζιλίας με την Ουρουγουάη το 1950. Άνθρωποι που έπεφταν από τις κερκίδες, ένα πιτσιρίκι ξεχασμένο, που το επόμενο πρωί βρήκαν οι καθαριστές να κλαίει και να μουρμουρά, ”μη μου το ξανακάνεις αυτό Βραζιλία μου”, διάφορες μικρές ιστορίες που διάνθιζαν το κλασικό σύνδρομο ‘ήμουν κι εγώ εκεί’. Στην περίπτωση του 1-7, όμως, τα πράγματα ήταν κατάτι διαφορετικά. Δεν ήταν μόνο οι Βραζιλιάνοι, αλλά οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο που τελούσαν σε σοκ κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ακόμα και τώρα, 3,5 χρόνια μετά από τη 14η Ιουλίου 2014, το ματς αυτό έχει το ρεκόρ των tweets στην ιστορία, αφού 35,6 εκατομμύρια φορές το μέσο κοινωνικής δικτύωσης εμφάνισε σχόλιο για το θέμα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά το πέμπτο γκολ, από τον Σάμι Κεντίρα, εστάλησαν 580.166 tweets.

Αυτό ήταν κάτι πρωτοφανές και φυσικά διεθνές, παγκόσμιο. Πιθανότατα να τουίταραν και εξωγήινοι και να μην τους πήρε κανείς πρέφα, τόσο ήταν το μποτιλιάρισμα στο συγκεκριμένο μέσο. Αν και το ασπρόμαυρο χρώμα δίνει ένταση στο μύθο, μαζί με την εποχή, μετά από το θανατηφόρο πόλεμο και με έναν πολιτισμό που για τους περισσότερους είναι η επιτομή του χρώματος, του χορού, του ταμπεραμέντου και της ομορφιάς, δεν γίνεται να αρνηθούμε ότι το να σχολιάζεις από την Πλάκα το ίδιο πράγμα με έναν κάτοικο του Μπακού, που δεν πρόκειται να γνωρίσεις ποτέ, είναι μία εικόνα που μειώνει το μέγεθος του πλανήτη.

Διακριτό προβάδισμα: Βραζιλία του 2014. 

Κατηγορία:”Αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι”

Τα κείμενα μπορεί να είναι τώρα περισσότερα και η κριτική οξύτερη, όμως στην περίπτωση του ημιτελικού της Βραζιλίας με τη Γερμανία δεν υπήρχε προεξόφληση. Ακόμα και κάποιος αισιόδοξος, για μία από τις δύο ομάδες, προτιμότερα για τους Ευρωπαίους, μια και οι Βραζιλιάνοι είχαν χάσει για αυτό το ματς με τον Νέιμαρ, δεν μπορούσε να αποφανθεί με σιγουριά για την εξέλιξη του παιχνιδιού. Το 1950 τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η έκπληξη της Ουρουγουάης ήταν τόσο μεγάλη και σοκαριστική ακριβώς επειδή, όχι μόνο δεν την περίμενε κάποιος αλλά, ήταν βέβαιη η συντριβή της. Τόσο που ο Ζιλ Ριμέ, ο άνθρωπος που με την άδειά του ουσιαστικά δημιουργήθηκε το Παγκόσμιο Κύπελλο, είχε γράψει λόγο στα πορτογαλικά για να χαιρετίσει τους νέους παγκόσμιους πρωταθλητές.

Τόσο που, μετά τους Times του Λονδίνου λίγες μέρες πριν, που δεν πίστεψαν ότι το τηλεγράφημα του ανταποκριτή τους έγραφε Αγγλία 0-ΗΠΑ 1 και βγήκαν με πρωτοσέλιδο Αγγλία 10-ΗΠΑ 1, η ‘O Mundo’ βγήκε με δεύτερη έκδοση το πρωί της ημέρας του τελικού, η οποία είχε μία φωτογραφία εκείνης της εθνικής Βραζιλίας και τίτλο, ‘Αυτοί είναι οι παγκόσμιοι πρωταθλητές’. Έτσι ο Ομπντούλιο Βαρέλα προμηθεύτηκε όσες από εκείνες τις εφημερίδες μπορούσε να βρει, τις μετέφερε στα αποδυτήρια της εθνικής Ουρουγουάης και τις έριξε στο πάτωμα, παροτρύνοντας τους συμπαίκτες του να κατουρήσουν πάνω τους. Η ‘O Mundo’ έκανε ένα λάθος ολκής, που ασφαλώς πέρασε στη μυθιστορία του Τύπου. Μετά από 64 χρόνια, ουδείς έπαιρνε, δικαίως, το ρίσκο να παίξει το ρόλο του αισιόδοξου προφήτη.

Πολύ μεγάλο προβάδισμα: Βραζιλία του 1950.  

Κατηγορία:”Αν αφήσεις το λεκέ από λάδι να στεγνώσει, δεν βγαίνει”

Οι αλλαγές που έκανε η Βραζιλία μετά τον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2014 έδειξαν, τουλάχιστον, κάποιο ενεργό αμυντικό μηχανισμό. Ο Νεϊμάρ, που δεν γλίτωσε την κριτική παρά το γεγονός ότι δεν έπαιξε σε εκείνο το ματς και που, προσφάτως, στο 7-1 της Παρί Σεν Ζερμέν με τη Σέλτικ, χλεύασε δημοσιογράφο που του υπενθύμισε ποιο άλλο παιχνίδι είχε λήξει 7-1, ενεργοποιήθηκε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο το 2016, κάτι που θα ήταν αμφίβολο αν ο χαώδης ημιτελικός είχε διαφορετική εξέλιξη. Αυτό τούς βγήκε, διότι με δική του εκτέλεση πέναλτι κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο. Ο Τίτε, κατά κόσμον Αντενόρ Λεονάρντο Μπάκι, δασκαλεμένος περισσότερο από οτιδήποτε άλλο από τον Χόρχε Σαλντάνια, τον προπονητή της εθνικής Βραζιλίας στα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1970 που αντικαταστάθηκε, λέγεται λόγω κόντρας με τον Πελέ, από τον Μάριο Λόμπο Ζάγκαλο, άλλαξε το στυλ παιχνιδιού της ομάδας ειδικά στους χαφ και αυτό έφερε 9 διαδοχικές νίκες στα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου της Ρωσίας και, με γαρνιτούρα του χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, τη σχεδόν πλήρη αποκατάσταση της σχέσης της ομάδας με τον κόσμο.

Το ’50 οι Βραζιλιάνοι δεν το είχαν πάρει τόσο ψύχραιμα. Συνέπειες εκείνης της ήττας ήταν να μη φορέσουν ποτέ ξανά την άσπρη εμφάνιση και το μπλε σορτσάκι. Αυτές ήταν λερωμένες από την ήττα, με τα γκολ των Αλμπέρτο Σκιαφίνο (του ‘πρίγκιπα’ της Ουρουγουάης πριν τον Έντσο Φραντσέσκολι) στο 66’ και Αλσίντες Γκίτζια, ο οποίος πέθανε το 2015 στην ηλικία των 89, αλλά είχε προλάβει να πάει προσκεκλημένος στην κλήρωση του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2014. Όμως 20 χρόνια πριν, στο αεροδρόμιο του Ρίο, ένα νεαρό κορίτσι τον ρώτησε αν είναι ο Γκίτζια, που τους έβαλε το γκολ. Εκείνος απάντησε, ”πώς μπορείς να με ξέρεις, ήσουν αγέννητη τότε”. Και εκείνο τού αποκρίθηκε, ”δεν μπορούμε να ξεχάσουμε”. Μόνο οι φανέλες, όμως, μαζί με την αποστασιοποίηση του Μπαρμπόσα, ήταν μία θρησκευτική κατάσταση, από την οποία οι Βραζιλιάνοι έκαναν πολλά χρόνια να συνέλθουν και το έκαναν όταν εμφανίστηκαν οι Πελέ και Γκαρίντσα.

Μικρό προβάδισμα: Βραζιλία του 1950.

Κατηγορία:”Έπιασα το τζόκερ και το ξέχασα στην τσέπη του παντελονιού που έπλυνα”

Οι Βραζιλιάνοι που ήταν στις κερκίδες του ‘Μαρακάνα’ θυμούνται την ‘πιο εκκωφαντική σιωπή στην ιστορία του ποδοσφαίρου’, που έγραψε ο Εντουάρντο Γκαλεάνο. Ο Γκίτζια αστειευόταν, λέγοντας ”τρεις άνθρωποι έκαναν το ‘Μαρακάνα’ να σιωπήσει: Ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας Φραγκίσκος και εγώ”. Στην ούγια, αναρωτιόντουσαν αν υπήρχε κάποιος που να μίλησε στην κερκίδα μέχρι τη λήξη του παιχνιδιού. Τουναντίον, στην περίπτωση του ημιτελικού του 2014 τα επτά λεπτά που σκόραραν οι Κρόος (δις, στο 24’ και στο 26’), Κλόζε (23’) και Κεντίρα (29’), ήταν ένας τυφώνας που απειλεί σπίτια. Η πραγματικότητα δεν μπορούσε να αποτυπώσει το σοκ. Όσο οι Γερμανοί έμοιαζαν με αλεξιπτωτιστές, που μακέλευαν μία εχθρική στρατιωτική βάση πέφτοντας από αέρος, τόσο οι οπαδοί της Βραζιλίας βρίσκονταν σε μία κατάσταση στην οποία πέτρωναν, απελπισμένοι και κλαίγοντας με λυγμούς, χωρίς να μπορούν να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς γινόταν.

Αν το γκολ του Τόμας Μίλερ στο 11’ έκανε το δύσκολο παιχνίδι ακόμα δυσκολότερο και εκείνο του Μίροσλαβ Κλόζε στο 23’ έδινε την αίσθηση ότι έπρεπε να σκαρφαλώσουν στο Κ2 αν ήθελαν να επιστρέψουν, τα υπόλοιπα τρία γκολ ήταν μία άνευ όρου παράδοση, ένας σουρεαλιστικός εφιάλτης δομημένος από πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν έμοιαζαν τόσο πραγματικά, μια και ο πόνος γινόταν ανείπωτος, οι σουβλιές πολλαπλασιάζονταν και τα μάτια είχαν καλυφθεί από δάκρυα και δεν μπορούσαν πια να αντικρίζουν την εικόνα. Το στοιχείο του κεραυνοβόλου σοκ ίσως να έπρεπε να ενυπάρχει περισσότερο στο γκολ του Γκίτζια, κυρίως διότι τις προηγούμενες αυτού του παιχνιδιού μέρες οι Βραζιλιάνοι ήταν βέβαιοι ότι θα συντρίψουν τους Ουρουγουανούς. Όμως ποτέ έξι λεπτά στην ιστορία της σχετικότητας δεν κάλυψαν μεγαλύτερο χρονικό διάνυσμα από αυτό που έκαναν στην ενδεχομένως αναντίρρητα πιο κυκλωτική στιγμή του ποδοσφαίρου τον 21ο αιώνα.

Διακριτό προβάδισμα: Βραζιλία του 2014. 

Κατηγορία:”Δεν μου αρέσουν οι εκπλήξωωωχ, για ποιο είναι αυτό το ιγκουάνα;”

Εδώ, επί της ουσίας, δεν υπάρχει σύγκριση. Η Γερμανία δινόταν ως φαβορί μπαίνοντας στον ημιτελικό του Μπέλο Οριζόντε, σε αντίθεση με την Ουρουγουάη στο τελευταίο ματς της τελικής φάσης του Μουντιάλ του 1950. Οι Βραζιλιάνοι είχαν νικήσει 7-1 τη Σουηδία και 6-1 την Ισπανία. Οι Ουρουγουανοί είχαν φέρει 2-2 με την Ισπανία και, για να βρίσκονται σε θέση να πάρουν το Παγκόσμιο Κύπελλο μόνο με νίκη, έπρεπε να ανατρέψουν το εις βάρος τους, ως το 76’, 2-1 της Σουηδίας, με τα δύο γκολ του Μίγκες. Με καρναβάλι στο Ρίο τις προηγούμενες μέρες και 183.354 κομμένα εισιτήρια, αλλά και τη διαφορά ποιότητας των δύο ομάδων να είναι εμφανής, στη ‘σελέστε’ ουδείς έδινε την παραμικρή τύχη. Την παραμικρή. 

Πελώριο προβάδισμα: Βραζιλία του 1950. 

Κατηγορία:”Θα τον αφήσω να θρηνήσει απόψε, αλλά από αύριο θα τον χορέψω στο ταψί”

Γενικώς, τα κρούσματα της καζούρας προς τους Βραζιλιάνους ήταν μεμονωμένα. Αν υποθέσουμε ότι το γερμανικό χιούμορ είναι ακόμα μία ιδέα και ότι ο λαός της Ουρουγουάης ολιγοπληθής, τότε δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη. Όταν ο Ντάντε επέστρεψε στις προπονήσεις της Μπάγερν, ο Τόμας Μίλερ τον πείραζε διαρκώς μέχρι να τον απειλήσει ότι θα του έκοβε βάναυσα το ποδόσφαιρο. Η διαφήμιση της Ουρουγουάης, με ένα φάντασμα γαλάζιο με το σήμα της να πλανάται πάνω από τη Βραζιλία πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 ήταν μία καλή απόπειρα, αλλά αυτό παραπέμπει περισσότερο σε τέχνη και λιγότερο σε απόπειρα ειρωνείας. Θα προτιμήσω να δώσω τους βαθμούς στους Γερμανούς, λόγω του tweet του Τόνι Κρόος στις 21:11 της 31ης Δεκεμβρίου του 2016, όταν ευχήθηκε στα πορτογαλικά ”ευτυχισμένο 2017”, με το 1 να είναι καλυμμένο με τη σημαία της Βραζιλίας και το 7, με τη σημαία της Γερμανίας.

Αξιοπρεπές προβάδισμα: Βραζιλία του 2014. 

Κατηγορία:”Ναι, θυμάμαι την Μπόνι Τάιλερ, αλλά δεν μου έρχεται ο τίτλος του τραγουδιού”

Αν για τη Γερμανία ήταν ομαδική δουλειά η συντριβή της Βραζιλίας, η νίκη της Ουρουγουάης έχει ονοματεπώνυμο: Ομπντούλιο Βαρέλα. Ήταν εκείνος που έφερε τις εφημερίδες που έχριζαν τους Βραζιλιάνους παγκόσμιους πρωταθλητές, για να κατουρήσουν πάνω τους αυτός και οι συμπαίκτες του. Ήταν το έμβλημα της αυταπάρνησης πριν τον τελικό, με την τελευταία ατάκα του πριν βγουν στον αγωνιστικό χώρο να είναι η εξής: ”Muchachos, los de afuera son de palo. Que empiece la function” (”Φίλοι, τα αουτσάιντερ δεν παίζουν. Ας αρχίσει το σόου”).

Αυτός που, όταν έφυγε από τα αποδυτήρια ο προπονητής της Ουρουγουάης Χουάν Λόπες, έχοντας ήδη παρουσιάσει το αμυντικό πλάνο της ομάδας για τον τελικό, άρχισε έναν πύρινο λόγο έτσι: ”Παιδιά, ο Χουανσίτο είναι καλός άνθρωπος, αλλά σήμερα κάνει λάθος. Αν παίξουμε αμυντικά, θα έχουμε τη μοίρα της Ισπανίας και της Σουηδίας”. Που τους φώναξε, ”όλοι αυτοί στην κερκίδα είναι σαν ξύλινοι, δεν συμμετέχουν στο παιχνίδι”. Που, μόλις σκόραρε ο Φριάκα το γκολ της Βραζιλίας στο 47’, έκανε μία κούρσα 30 μέτρων προς το διαιτητή Ρίντερ, για να διαμαρτυρηθεί για ώρα, δήθεν εξοργισμένος, ισχυριζόμενος ότι το γκολ ήταν οφσάιντ, προκειμένου να μην αφήσει τους Βραζιλιάνους να βρουν ρυθμό. Που, αρκετή ώρα μετά τη λήξη του ματς, πήγε σε μπαρ στο Ρίο για να πιει ένα ποτό και να παρηγορήσει τους φτωχούς φίλους της Βραζιλίας, που ένιωθαν σαν τα αποπαίδια του πλανήτη. Αυτός που πήρε τσάτρα πάτρα το τρόπαιο από τα χέρια του Ζιλ Ριμέ και έφυγε γρήγορα από τον αγωνιστικό χώρο. Ο ποδοσφαιριστής που, πέραν του τελικού, αγωνίστηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο για τα δικαιώματα των ποδοσφαιριστών, αρνήθηκε να παίξει με διαφήμιση στη φανέλα και πέθανε πάμφτωχος, αλλά συμβολίζοντας τη μάχη για τον άνθρωπο και την κατάληξή της, το 1996. Ο hero που χρειάζεται, όχι μόνο η Μπόνι Τάιλερ αλλά, ο κάθε ένας εξ ημών. 

Γαργαντουικό προβάδισμα: Ομπντούλιο Βαρέλα (Βραζιλία του 1950).

Στη σύγκριση, η ήττα της Βραζιλίας από την Ουρουγουάη είναι η νικήτρια. Ωστόσο, το κριτήριο του χρόνου είναι πολύ σημαντικό, υπό την έννοια ότι το 1-7 των Γερμανών δεν έχει στοιχειοθετηθεί ιστορικά, ώστε να υπάρξουν μαρτυρίες που θα έδιναν επιπλέον νόστιμα στοιχεία για τη συγκεκριμένη αναμέτρηση στην ολότητά της. Όπως και να έχει, καλή μουντιαλική χρονιά.