ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Πώς είναι να ζεις ένα Final 4 από (πολύ) μέσα

Ουρλιαχτά στις εξέδρες, αστέρια σε απόσταση αναπνοής και πάρα πολύ μπάσκετ, σε μια εμπειρία ζωής.

Παρακολουθώ τα Final 4 της Ευρωλίγκας ανελλιπώς από το 1994. Όπως κατάλαβες, η πρώτη μου κιόλας εμπειρία, είχε μέσα όλα τα συναισθήματα σε υπερθετικό βαθμό. Ακραία χαρά για τη νίκη επί του Παναθηναϊκού στον ημιτελικό, ακραία στεναχώρια για την ήττα από την Μπανταλόνα στον τελικό, η οποία μου άφησε ένα τραύμα που έκανε καιρό να επουλωθεί. Ήμουν βλέπεις μόλις 8 χρονών, κι ένας αγώνας του Ολυμπιακού και δη ένας ευρωπαϊκός τελικός, ήταν για μένα ολόκληρος ο κόσμος.

Για να ζήσω από κοντά την εμπειρία ενός Final 4, έπρεπε να περάσουν 13 ολόκληρα χρόνια κι αυτό να έρθει στη γειτονιά μου. ΟΑΚΑ, 2007, με τον Παναθηναϊκό να σηκώνει την κούπα κι εμένα με τον κολλητό μου να φεύγουμε μαζί με τους Ρώσους, πριν καν γίνει η απονομή.

Τρία χρόνια αργότερα, είχε έρθει η ώρα να δω και τον Ολυμπιακό να παίζει σε ένα Final Four. Με πανάκριβο ρόστερ, εμφανιζόταν σαν φαβορί κι εγώ ταξίδεψα στο Παρίσι για να πανηγυρίσω από κοντά μια κούπα. Η Μπαρτσελόνα όμως είχε άλλη άποψη, ο Ολυμπιακός θύμιζε περισσότερο τσακωμένη ομάδα Λυκείου παρά σύνολο επιπέδου Ευρωλίγκας κι έτσι γύρισα στην Αθήνα απογοητευμένος.

Ξέρω, το έχεις ήδη σκεφτεί, οπότε θα το γράψω εγώ για να μας βγάλω και τους δύο από τη δύσκολη θέση.  Δεν με θέλει και πολύ στα Final 4, είμαι λίγο γκαντέμης. Στο ένα δεν πέρασε καν ο Ολυμπιακός και το σήκωσε ο Παναθηναϊκός και στο άλλο είδα την ομάδα μου να διαλύεται στον τελικό με κάτω τα χέρια. Μετά τα έπη της Πόλης και του Λονδίνου, τα οποία έζησα από το σπίτι, ήταν πλέον δεδομένο: το γούρι το σωστό για να σηκώσει ο Ολυμπιακός την κούπα είναι να μένουμε μακριά κι αγαπημένοι.

Φέτος για πρώτη φορά, άρχισα να κάνω σκέψεις εγκατάλειψης του γουριού, κάτι που συζητούσα δειλά-δειλά από το ξεκίνημα της χρονιάς, κυρίως λόγω της ευκολίας που προσέφερε η Κωνσταντινούπολη. Δίπλα στην Αθήνα, φτηνός προορισμός, εύκολο να βρεις εισιτήρια λόγω του γενικότερου φόβου που εμπνέει μετά τα γεγονότα των τελευταίων ετών.

Δεν πήρα ποτέ όμως τη μεγάλη απόφαση κι έτσι συμβιβάστηκα με την ιδέα του καναπέ. Και ξαφνικά, η ανατροπή, μεγαλύτερη κι απ’ αυτές του Ολυμπιακού με την ΤΣΣΚΑ: πρόταση να πάω στον Πόλη για δουλειά, με δημοσιογραφική διαπίστευση και τα όλα μου.

Το ‘ναι’ πρέπει να βγήκε από το στόμα μου πιο γρήγορα κι από εκτέλεση του Σπανούλη στο τέλος της επίθεσης, τα γούρια ξεχάστηκαν αφού θεώρησα την πρόταση ως σημάδι και βρέθηκα να ετοιμάζω τη βαλίτσα μου για μια εμπειρία η οποία δεν θα είχε καμία σχέση με τις άλλες: ένα Final Four πίσω από τις κάμερες, με πρόσβαση στο παρασκήνιο και στα άδυτα της ‘Sinan Erdem Dome’.

Την Πέμπτη το πρωί βρέθηκα με τους συναδέλφους στο αεροπλάνο για την Τουρκία και προσπαθούσα να κρύψω τον ενθουσιασμό μου ξεκινώντας άσχετες συζητήσεις. Δεν νομίζω να δούλεψε.

Ημέρα πρώτη: Ταξίμ, ταξί και πεταχτάρι

Δεν είναι ότι είχα άγχος για το Final Four, απλά τις τελευταίες ημέρες πριν τους αγώνες έκλεινα τα μάτια μου και έβλεπα τον Σπανούλη να το σηκώνει. Αλλά όλα καλά, προσπαθούσα όσο μπορούσα να σκέφτομαι άλλα πράγματα μπας και ηρεμήσω.

Όταν όμως η πρώτη εικόνα μόλις φτάσαμε στο ξενοδοχείο ήταν ο Σπανούλης δίπλα στον Τεόντοσιτς στην περιστρεφόμενη πόρτα, ε και να ήθελες να αγιάσεις δεν γινόταν. Τα ίδια και στο ασανσέρ, με τους Ούντο και Γιουλ να τους συμπληρώνουν, τα ίδια και στην κάρτα του δωματίου. Όλα σε κλίμα Final Four, για να το ζήσουμε στο 100%.

Πριν καν φτάσει το μεσημέρι, επισκεφτήκαμε για πρώτη φορά το ‘Sinan Erdem Dome’ το οποίο από κοντά είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό απ’ ό,τι στις φωτογραφίες. Πριν μπούμε όμως στην κεντρική σάλα, περάσαμε από τον ειδικό χώρο για να παραλάβουμε τις διαπιστεύσεις μας από τους εθελοντές, εκ των οποίων η μία κοπέλα ήταν Ελληνίδα. Ευτυχώς, αποφύγαμε τις γραφικότητες τύπου “έλα ρε πατρίδα, παντού υπάρχουν Έλληνες” και τέτοια και περιοριστήκαμε σε απλές ευγενικές χαιρετούρες.

Με τις διαπιστεύσεις κρεμασμένες στο λαιμό, μπήκαμε στο κεντρικό κτίριο του γηπέδου. Φυσικά, κάθε φορά που αλλάζαμε κτίριο, περνούσαμε από κανονικότατο έλεγχο που περιελάμβανε ανιχνευτή μετάλλου και τον κλασικό, παραδοσιακό σωματικό έλεγχο με τα χέρια. Δεν αστειεύονται σε αυτά πλέον οι Τούρκοι και όλοι καταλαβαίνουμε γιατί. Ανιχνευτή μετάλλου άλλωστε είχε και στην είσοδο του ξενοδοχείου μας και σε πολλά ακόμη μέρη με πολύ κόσμο.

Η πρώτη βόλτα στο άδειο παρκέ του ‘Sinan Erdem’ μου χάρισε και την πρώτη ανατριχίλα, σαν ένα μικρό preview όσων θα ακολουθούσαν τις επόμενες ημέρες. Στις 18.20 ήταν προγραμματισμένη η προπόνηση του Ολυμπιακού και αποφάσισα να εκμεταλλευτώ τις κενές ώρες μέχρι τότε με μια βόλτα στην πλατεία Ταξίμ. Πήρα ταξί από το γήπεδο, έκανα τα παζάρια μου και μισή ώρα μετά ήμουν στο πιο κεντρικό σημείο της Πόλης. Κύριος.

Ήρθαμε

A post shared by kostaba (@kostaba) on

Επειδή είχα ακούσει πολλά για την κίνηση της Κωνσταντινούπολης και για να είμαι σίγουρος, αποφάσισα να ξεκινήσω από το κέντρο στις 17.00, δηλαδή 1 (μία) ώρα και 20 λεπτά πριν την προπόνηση. Τι ώρα έφτασα στο γήπεδο; Λίγα λεπτά μετά τις 19.00. Αλλά επειδή αυτή η υπέροχη εμπειρία είναι κρίμα να χαραμιστεί σε μερικές γραμμές, θα διαβάσεις ένα κείμενο αποκλειστικά αφιερωμένο σ’ αυτή την μοναδική δίωρη εμπειρία μέσα στο ταξί, άμεσα.

Προφανώς, όταν έφτασα, η προπόνηση του Ολυμπιακού είχε ολοκληρωθεί και μέσα στο παρκέ βρισκόταν η Ρεάλ Μαδρίτης, της οποίας το τελευταίο εικοσάλεπτο θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε. Μέχρι τότε, πέρασα την ώρα μου στη μεγάλη αίθουσα που είχε ετοιμαστεί για όλους τους δημοσιογράφους, στην οποία και βρίσκονταν συνάδελφοι απ’ όλο τον πλανήτη. Βασικό θέμα συζήτησης των Ελλήνων δημοσιογράφων, όσα είχαν γίνει στην προπόνηση του Ολυμπιακού αλλά και το Παναθηναϊκός-ΑΕΚ που παιζόταν εκείνη τη στιγμή, του οποίου ο Βαγγέλης Ιωάννου έκανε και περιγραφή διαβάζοντας τη live περιγραφή από το ίντερνετ. Μυθικές στιγμές, με όλη την αφρόκρεμα του μπασκετικού ρεπορτάζ να ανταλλάσσει απόψεις και σχόλια κι εμένα να στήνω αυτί για να το παίξω έξυπνος στους φίλους μου.

Αφού έμαθα όσα ήθελα κι έγραψα κι εγώ τα κείμενά μου, είχε φτάσει η ώρα να μπούμε στο παρκέ για να παρακολουθήσουμε το τέλος της προπόνησης της Ρεάλ. Με τη διαπίστευση κρεμασμένη στο λαιμό, μπορούσα να μπω κι εγώ παντού και να φτάσω μια ανάσα από σταρ που συνήθως βλέπω στην τηλεόραση, άντε από κάποια καλή θέση στις εξέδρες. Το να βρισκόμαστε δίπλα στον Ράντολφ, τον Ρούντι και τον Γιουλ την ώρα που κάνουν την τελευταία τους προπόνηση πριν από έναν ημιτελικό Ευρωλίγκας μπορεί για τους περισσότερους δημοσιογράφους να είναι πια ρουτίνα, για μένα όμως ήταν από πρωτόγνωρο μέχρι σουρεάλ.

Ο Ρούντι πάντως ήταν ήσυχος (όλοι οι συνάδελφοι τον κράζουν από την ασφάλεια του υπολογιστή τους, δεν είδα κανέναν να του λέει κάτι από κοντά), ο Γιουλ πέρασε την περισσότερη ώρα καθισμένος στον πάγκο με φόρμες και ο Τόμπκινς προσπαθούσε να βάλει σουτ από το κέντρο απειλώντας τη σωματική ακεραιότητα των φωτογράφων.

Κάπου εκεί μπήκε στο παρκέ και η ομάδα της Φενέρ και όλοι μαζί έκαναν δηλώσεις στον Τύπο, με τον Ζοτς να είναι ξεκάθαρα ο σταρ των Τούρκων, αφού όλοι οι δημοσιογράφοι έπεσαν πάνω του. Αυστηρός και βλοσυρός, απαντούσε στις ερωτήσεις τους κι εγώ παρατηρούσα τις κινήσεις και τις εκφράσεις του. Δεν είναι λίγο να έχεις σε απόσταση λίγων μέτρων τον άνθρωπο που έχει κατακτήσει 8 (μέχρι τότε) Ευρωλίγκες. Τις 2 σε τελικό με τον Ολυμπιακό, οπότε σκέφτηκα να του πω κανένα “Έλα Ζοτς, φέτος ψήσου να μην έχουμε τα ίδια”. Δεν του το είπα, αλλά πιστεύω δεν φταίει αυτό που χάσαμε.

Αφού συνήθισα το να βρίσκομαι δίπλα σε μερικούς από τους καλύτερους παίκτες της Ευρώπης, είπα να γίνω και λίγο γραφικός. Πήγα στο ακριβές σημείο που ο Πρίντεζης είχε ευστοχήσει το 2012 στο θρυλικό του πεταχτάρι και έκανα αναπαράσταση του σουτ. Καμία ντροπή. Στο μυαλό μου, φυσικά και το σουτ μπήκε, αλλά κρατήθηκα και δεν πανηγύρισα. Ήταν κι ο Ζοτς εκεί δίπλα, μη δίνουμε δικαιώματα.

Ημέρα δεύτερη: ΤΣΣΚΑ, πες αλήθεια, δεν έρχεσαι για την πρόκριση

 

Η πρώτη μου εμπειρία στο ‘Sinan Erdem’ ήταν εξαιρετική και ακόμα δεν είχε αρχίσει καν το καλό. Την Παρασκευή είχε αγώνα και μετά το σοκ των 2 ωρών στο ταξί την προηγούμενη ημέρα δεν ήμουν διατεθειμένος να το ρισκάρω. Στο γήπεδο από το μεσημέρι, για να το ζήσω και πάλι στο έπακρο, πιο νωρίς κι απ’ τους παίκτες.

Πήρα τη θέση μου  στα δημοσιογραφικά, με την οθόνη μπροστά μου και το καλώδιο για το ίντερνετ, άνοιξα το λάπτοπ μου και ένιωσα τις πρώτες σουβλιές του άγχους στο στομάχι. Ξεκίνησα τις βόλτες στο γήπεδο και πλησίασα και πάλι το παρκέ για να ηρεμήσω. Βλέποντάς το άδειο, ξαναέπαιζα στο κεφάλι μου όσα έγιναν εκεί 5 χρόνια πριν και ταυτόχρονα σκεφτόμουν πόσο μικρός μου φαίνεται ο αγωνιστικός χώρος. Δεν φαντάζεσαι πόσο πολύ ήθελα να μπω να ρίξω μερικά σουτ εκείνη τη στιγμή, αλλά ας μην είμαι αχάριστος. Στο γήπεδο έκαναν τις τελευταίες δοκιμές και προετοιμασίες για να είναι όλα έτοιμα την ώρα που έπρεπε και στις δοκιμές του ηλεκτρονικού πίνακα, η ΤΣΣΚΑ ήταν πάντα μπροστά στο (υποθετικό) σκορ, κάτι που αρχικά με εκνεύρισε, στη συνέχεια όμως το εξέλαβα ως γούρι. Εδώ γυρνάμε τα αληθινά σκορ, στα υποθετικά θα κολλήσουμε;

Μόλις άρχισαν να φτάνουν στο γήπεδο οι πρώτοι φίλοι του Ολυμπιακού, εκεί λίγο μετά τις 4, συνειδητοποίησα για τα καλά ότι έχουμε αγώνα. Χαιρέτησα το φίλο μου το Βίκτωρα στις εξέδρες, τα είπαμε για τον αγώνα και μόλις είδα τον Πάτρικ Γιανγκ να μπαίνει στο παρκέ φορώντας τα ακουστικά του, έτρεξα και πάλι προς τον αγωνιστικό χώρο για να παρακολουθήσω την είσοδο της υπόλοιπης ομάδας και το ζέσταμα. Το μόνο που πραγματικά σκεφτόμουν, πέρα απ’ τον αγώνα που ακολουθούσε, ήταν το πώς θα αισθανόμουν εγώ, αν ήμουν στη θέση του Σπανούλη, του Πρίντεζη και των άλλων παικτών. Συνήθως είχα άγχος ακόμη και πριν από ένα αγώνα σχολικού πρωταθλήματος. Πώς διάολο αισθάνεσαι πριν από έναν ημιτελικό Final Four;

Η ώρα περνούσε, η εξέδρα του Ολυμπιακού γέμισε και κέρδισε κατά κράτος τη μάχη με τους λιγοστούς έτσι κι αλλιώς Ρώσους και όλα ήταν έτοιμα για το τζάμπολ. Επειδή ακριβώς καθόμουν στα δημοσιογραφικά, είχα αποφασίσει σε μια σύσκεψη με τον εαυτό μου ότι θα είμαι κόσμιος και δεν θα πανηγυρίζω. Μια απόφαση που πρέπει να κράτησε μερικά δευτερόλεπτα, αφού μόλις μπήκε το πρώτο καλάθι, χειροκρότημα και φώναξα “πάμε”. Το ίδιο έκαναν και αρκετοί Έλληνες δημοσιογράφοι ακόμα, οπότε δεν είχα κανέναν απολύτως λόγο να νιώσω ντροπή.

Έτοιμοι

A post shared by kostaba (@kostaba) on

Ο ημιτελικός κύλησε όπως ακριβώς κι αυτός του 2015 στη Μαδρίτη. Με την ΤΣΣΚΑ να ξεφεύγει και τον Ολυμπιακό να κυνηγάει. Και κάθε φορά που ανησυχούσα, σκεφτόμουν εκείνο το παιχνίδι αλλά και το 2012 και ηρεμούσα. Όταν στο τέλος του τρίτου δεκαλέπτου, με 2 συνεχόμενα τρίποντα η διαφορά πήγε στους 4 και οι παίκτες του Ολυμπιακού γύρισαν τρελαμένοι προς την εξέδρα ζητώντας εμψύχωση, άρχισα να σιγουρεύομαι ότι δεν χάνουμε.

Κάτι που όσο κι αν προσπαθούσα να έχω στο μυαλό μου, δεν με βοηθούσε να μην έχω τεράστιο άγχος βλέποντας τα τελευταία λεπτά, σκυμμένος πάνω στον υπολογιστή μου, κρατώντας το κεφάλι μου. Στα τρίποντα του Γκριν και του Σπανούλη πρέπει να ούρλιαξα, ειλικρινά δεν θυμάμαι και δεν με ενδιέφερε κιόλας και όταν το παιχνίδι έληξε, απλά κοιτούσα προς το κενό δακρυσμένος, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι είχα μόλις ζήσει. Ήμουν κι εγώ παρών σε μία από τις ιστορικές ανατροπές του Ολυμπιακού και η χαρά μου ήταν τέτοια που έπρεπε να περιμένω λίγη ώρα να σταματήσει να τρέμει το χέρι μου πριν κάτσω να γράψω το κείμενό μου.

 

Πήγα και πάλι στην εξέδρα του Ολυμπιακού, αγκάλιασα τον Βίκτωρα, πρέπει να είπαμε είκοσι φορές “μαλάκα, τι κάναμε” και γύρισα στη θέση μου να γράψω. Το γήπεδο γέμιζε σιγά-σιγά με τους Τούρκους οπαδούς και τότε κατάλαβα τι θα ζούσε ο Ολυμπιακός στον τελικό αν περνούσε η Φενέρ. Ειλικρινά, τόση φασαρία σε γήπεδο δεν έχω ζήσει ποτέ ξανά και όταν οι φίλοι του Ολυμπιακού έβρισαν εν χορώ τον Ζοτς, είδα για πρώτη φορά τους Τούρκους αγριεμένους.

Η ένταση εκτονώθηκε με χειρονομίες και βρισίδια από μακριά, ο αγώνας ξεκίνησε, η Φενέρ και ο κόσμος της κατάπιαν τη Ρεάλ και με πονοκέφαλο από την φασαρία ξεκίνησα πίσω για το ξενοδοχείο, ανυπομονώντας ήδη για τον μεγάλο τελικό. Φενέρ-Ολυμπιακός σε ένα κατάμεστο από 17.000 Τούρκους και 2.000 Έλληνες οπαδούς, η μεγαλύτερη πρόκληση της ομάδας ήταν έτοιμη να ζηστεί και τα μηνύματα ζήλειας από Ελλάδα είχαν αρχίσει να φτάνουν στο κινητό μου.

Ημέρα τέταρτη: Δεν βαρέθηκες ρε Ζοτς;

Την τρίτη ημέρα δεν την ξέχασα, μην ανησυχείς, απλά την αφιέρωσα σε βόλτες που δεν είχαν σχέση με το Final Four, για δύο λόγους: για να γνωρίσω και λίγο καλύτερα την Κωνσταντινούπολη και για να παλέψω το άγχος μου ενόψει τελικού.

Το πρώτο το κατάφερα, το δεύτερο πάλι όχι τόσο, αφού την Κυριακή το πρωί ξύπνησα με τις σουβλιές στο στομάχι να έχουν πολλαπλασιαστεί. Ακολούθησα την πετυχημένη συνταγή της Παρασκευής και πήγα στο γήπεδο από πολύ νωρίς, φορώντας το ίδιο τζιν και τα ίδια παπούτσια. Τα γούρια πρέπει να τηρούνται.

Έστησα και πάλι τον υπολογιστή μου και ξεκίνησα τις βόλτες αισθανόμενος κάτι ανάμεσα σε ανυπομονησία, άγχος και ενθουσιασμό και απαντούσα στις ευχές για τη γιορτή μου, οι περισσότερες εκ των οποίων συνδύαζαν και ευχές για κατάκτηση του κυπέλλου. Κεντρικό θέμα συζήτησης στα δημοσιογραφικά ήταν το αν θα βρεθεί στο γήπεδο ο Ερντογάν (κάτι που φάνταζε ακραίο εξαρχής) ενώ για τα αγωνιστικά ζητήματα υπήρχε αρκετά μεγάλη αισιοδοξία για τη μάχη του Ολυμπιακού, με μια φράση να επαναλαμβάνεται απ’ όλους: “αν είναι κοντά στο ματς μέχρι το φινάλε, θα το πάρει”. Οφείλω επίσης να αποκαλύψω ότι πολλοί δημοσιογράφοι τήρησαν τα γούρια του ημιτελικού, δεν ήμουν μόνο εγώ ο παράξενος.

Οι φίλοι του Ολυμπιακού στις εξέδρες ήρθαν νωρίτερα σε σχέση με την Παρασκευή, παρ’ ότι ο αγώνας ήταν 2.30 ώρες αργότερα σε σχέση με τότε, για να μπουν κι αυτοί στο κλίμα και να φτιάξουν ατμόσφαιρα. Κρατήθηκα πάντως και δεν τραγούδησα μαζί τους όταν ανέβηκα για να τηρήσω ακόμη ένα γούρι: να χαιρετήσω το φίλο μου το Βίκτωρα.

Το πιο ανούσιο πράγμα του Final Four, ο μικρός τελικός, πέρασε με αρκετό σκρολάρισμα στο Twitter (κάτι που είμαι σίγουρος ότι θα προτιμούσαν να κάνουν και αρκετοί από τους παίκτες) κι έτσι χωρίς να το πολυκαταλάβω και αφού έκανα μια στάση στον μπουφέ των δημοσιογράφων, ο οποίος για κάποιο λόγο ήταν κλειστός πριν και άνοιγε στις 7 το απόγευμα, φτάσαμε στη μία ώρα πριν το τζάμπολ του τελικού.

Πήρα τη θέση μου στο κάγκελο μπροστά – μπροστά και υποδέχθηκα (με ένα χειροκρότημα) τους παίκτες για το ζέσταμα. Στάθηκα και τους παρακολουθούσα και κάθε τόσο γυρνούσα και κοίταζα τους φίλους του Ολυμπιακού να τραγουδάνε. Καθώς το γήπεδο γέμιζε σιγά – σιγά με τους Τούρκους της Φενέρ, η φασαρία άρχισε να γίνεται και πάλι αφόρητη. Τα φώτα έσβησαν, παρουσίαση και η μεγάλη ώρα είχε φτάσει.

Μπροστά μας στα δημοσιογραφικά είχαν έρθει και κάποιοι Τούρκοι με διαπιστεύσεις, οι οποίοι απλά παρακολουθούσαν το παιχνίδι, χωρίς πάντως να εκδηλώνονται και πολύ. Έχοντας πίσω μου φανατικούς της Φενέρ, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλή ιδέα να μην είμαι και τόσο εκδηλωτικός όσο ήμουν την Παρασκευή. Στο πρώτο κάρφωμα του Μπιρτς, πρέπει να έσφιξα τις γροθιές και να χειροκρότησα τόσο δυνατά όσο δεν είχα αντιδράσει σε ολόκληρο τον ημιτελικό. Ευτυχώς, δεν με ενόχλησε κανείς.

Σε κάθε καλάθι της Φενέρ, το γήπεδο έμοιαζε με ηφαίστειο που εκρήγνυται και οι παίκτες έμοιαζαν να παίρνουν ορμή απ’ αυτή τη φασαρία. Οι παίκτες του Ολυμπιακού πάντως έβρισκαν τον τρόπο να μένουν κοντά και το -5 του ημιχρόνου με έκανε αρκετά αισιόδοξο. Το ίδιο αισιόδοξοι έμοιαζαν και οι παίκτες στον πάγκο, ακόμη πιο εκδηλωτικοί απ’ την Παρασκευή. Τελικός γαρ.

Στις συζητήσεις του ημιχρόνου υπήρχε μια διάχυτη αισιοδοξία που ενισχύθηκε όταν η διαφορά έπεσε στους 4. Το ματς ήταν εκεί που το θέλαμε και η αγωνία σε όλους τους Έλληνες δημοσιογράφους ήταν τεράστια. Κάπου εκεί όμως η διαφορά άρχισε να ξεφεύγει, η εξέδρα έκανε την ατμόσφαιρα ακόμη πιο κολασμένη και η αστοχία των παικτών του Ολυμπιακού δεν επέτρεπε ελπίδες για κάτι καλύτερο. Αυτή η ομάδα έχει δείξει ότι δεν τα παρατάει ποτέ, όμως το σκηνικό που είχε στηθεί παραήταν δύσκολο για να το ανατρέψει ακόμη κι αυτός ο Ολυμπιακός. Οι Τούρκοι χόρευαν και ούρλιαζαν στην εξέδρα, κάτι που από τη μία με εκνεύριζε, από την άλλη όμως μου φαινόταν απόλυτα δικαιολογημένο. Πρώτη Ευρωλίγκα ήταν αυτή, δεν γίνεται απλά να ανταλλάζεις χειραψίες με τους διπλανούς σου.

Συμβιβάστηκα πια με την ιδέα ότι για τρίτο συνεχόμενο Final Four που βλέπω από κοντά θα το σηκώσει μία άλλη ομάδα, ψήφισα (προφανώς) τον Ούντο για MVP, βυθίστηκα στην καρέκλα μου και περίμενα το φινάλε, για να χειροκροτήσω τους παίκτες για την υπερπροσπάθεια. Όλο το γήπεδο πλην της γωνίας των φίλων του Ολυμπιακού έμοιαζε με ένα τεράστιο πάρτυ, απ’ αυτά που δεν έχεις φίλους και ντρέπεσαι και θέλεις να φύγεις, ο Ζοτς σήκωνε ακόμη μια Ευρωλίγκα και οι παίκτες της Φενέρ χόρευαν στο παρκέ. Ωραίες εικόνες, τις οποίες δεν είχα κανένα κέφι για να εκτιμήσω. Η παρουσία του σεφ που έγινε γνωστός για τον τρόπο που πετάει το αλάτι έδωσε έναν τόνο γραφικότητας στην όλη βραδιά και καθώς επέστρεφα στην αίθουσα τύπου για να γράψω το τελευταίο μου κείμενο, πέτυχα τον εκστασιασμένο Μπογκντάνοβιτς με το διχτάκι περασμένο στο λαιμό να κάνει δηλώσεις.

Εκείνη τη στιγμή ήθελα απλά να φύγω, όμως μέσα στο πούλμαν, με τους οπαδούς της Φενέρ να χορεύουν στους δρόμους, άρχισα να σκέφτομαι πόσο όμορφη εμπειρία ήταν όλο αυτό, μια εμπειρία που με έδεσε ακόμη πιο πολύ με δύο από τα αγαπημένα μου πράγματα: τον Ολυμπιακό και το μπάσκετ.

Και του χρόνου στο Βελιγράδι λοιπόν (εντάξει μη φωνάζεις, κάτσε να φτάσουμε εκεί και τα βλέπουμε επιτόπου τα γούρια).

Κεντρική Φωτογραφία: Eurokinissi.gr