SEX

Το ερωτικό απωθημένο φυγείν αδύνατο

Ναι, "μην σου τύχει". Αλλά επειδή θα σου τύχει, ας μιλήσουμε λίγο γι αυτό.

Το έχω πάθει. Το έχεις πάθει. Το έχει πάθει. Και πάει λέγοντας…

Με ένα φαντασμαγορικό σάλτο, πηδάμε από την πρώτη Δημοτικού στο πρώτο έτος του Πανεπιστημίου. Είσαι δεκαοχτώ. Είσαι πλέον «μεγάλος». Μεγάλος και έτοιμος να ζήσεις. Να διασκεδάσεις. Να κάνεις εκδρομές. Να γνωρίσεις κόσμο. Να μη δίνεις λογαριασμό σε κανέναν. Να ερωτευτείς.

Στοπ εδώ. Rewind.

Είναι όμορφη. Είναι έξυπνη. Είναι ευχάριστη. Είναι: Εκείνη. Και ενώ το ραδιόφωνο του μυαλού σου παίζει στη διαπασών Φοίβο Δεληβοριά, αποφασίζεις να της περιγράψεις την επόμενη νύχτα χρησιμοποιώντας πρώτο πληθυντικό. «Τι θα έλεγες αύριο να πάμε για ένα ποτό;» Δέχεται.

Περνάς υπέροχα. Όλο το βράδυ την χαζεύεις. Δεν μπορείς να το πιστέψεις ότι έχετε τόσα κοινά. Δεν καταλαβαίνεις πότε πέρασε η ώρα και πρέπει να την γυρίσεις σπίτι. Κάνεις κίνηση να την φιλήσεις.

Στοπ και εδώ.

Σε αυτό το σημείο οι εναλλακτικές είναι πολλές.

Έχει άλλον, είναι λεσβία, σε θέλει η φίλη της, τώρα βγαίνει από έναν χωρισμό και δεν είναι έτοιμη, φεύγει για τον πόλεμο.

Η κατάληξη της βραδιάς, μία.

Εκείνη, φεύγει. Εσύ μένεις.

Όχι, δεν μπορείτε να είστε μαζί. Όχι, δεν μπορείτε να κάνετε κάτι. Όχι, όχι, όχι.

Γι αυτό το όχι, θα μιλήσουμε σήμερα. Γι αυτό το όχι, που η Επιστήμη αποκαλεί «απωθημένο».

Δεν ξέρω εάν σου συνέβη στο σχολείο ή το Πανεπιστήμιο. Στην εφηβεία ή όταν ήσουν πλέον μεγάλος-για-τέτοια-πράγματα. Ξέρω σίγουρα ότι τουλάχιστον μία φορά έχεις συναντήσει εκείνη την κοπέλα που δεν μπορείς να είσαι μαζί της για τον όποιο καταραμένο λόγο.

 

Όπως και να το λένε, το θέμα είναι ότι δεν αντιμετωπίζεται. Ποτέ. Όση ψυχανάλυση και αν κάνεις. Όσα χρόνια και αν περάσουν. Όσες κοπέλες και αν την «αντικαταστήσουν». Κακή λέξη αυτή. Διαδεχτούν -καλύτερη. Είναι αυτή η μανία και αυτό το «γιατί ρε γαμώτο» που δεν αντέχεται. Δεν ξεπερνιέται. Δεν κουκουλώνεται. Με τί-πο-τα.

Ωστόσο, εντάξει. Το αποδέχεσαι. Και ζεις με αυτό. Σε φάση «ο χρόνος όλα τα γιατρεύει». Και όλα ωραία και όλα καλά. Και εκείνη ξανάρχεται από το πουθενά. Και ωραία και όλα …

 

Ωστόσο, εσύ πρέπει να πάρεις μία απόφαση στα σοβαρά.

Αν είσαι μόνος και διαθέσιμος, προφανώς δεν υπάρχει λόγος να το συζητάμε. Καλά στέφανα.

Μιας και δεν είσαι όμως, γιατί δεν ξέρω αν το κατάλαβες αλλά το σενάριο δεν το γράφει ο Κοέλιο (πολύ τον έχουμε μελετήσει σε αυτό το site) αλλά ο Παπακαλιάτης, η φάση σου είναι: «Μπέρδεμα».

 

Προς απογοήτευση των απωθημένων (αλλά καλά να πάθουν τέτοια που είναι) δύσκολα χωρίζουμε για να τα ακολουθήσουμε. Ίσως γιατί φοβόμαστε ότι μπορεί να «μας την ξαναφέρουν». Ή γιατί όταν επανέρχονται στη ζωή μας νιώθουμε πολύ μεγάλοι για να τα  τινάξουμε όλα στον αέρα και να εξαφανιστούμε μαζί τους «ακολουθώντας την καρδιά μας». Δεν διαφημίζουμε ουίσκι -δυστυχώς.

 

Όλα ωραία και συνειδητοποιημένα τα παραπάνω. Ωστόσο, αν μας δοθεί η ευκαιρία, το απωθημένο μας θα το ζήσουμε. Με την ίδια μαθηματική ακρίβεια που θα επιλέξουμε να μην τα παρατήσουμε όλα για να το ακολουθήσουμε. Με την ελπίδα ότι αυτό θα ξεθυμάνει και θα ξεκουμπιστεί και θα βρούμε επιτέλους την ηρεμία μας. Με την δικαιολογία ότι δεν θα στοιχειώνει άλλο το μυαλό μας. Με την ευχαρίστηση ότι «Ναι ρε γαμώτο, το ζω. Επιτέλους, το ζω».

Στοπ και εδώ.Η φωνή της λογικής, παρεμβαίνει.

«Δεν είσαι μόνος σου».

 

Σε αυτό το σημείο θα σταματήσω. Γιατί δεν μου αρέσει να κρίνω τις επιλογές των άλλων. Ένα πράγμα μόνο θα σου πω: Τα απωθημένα, λέγονται απωθημένα γιατί είναι για να τα ζήσεις, αλλά για να θυμάσαι ότι δεν τα έζησες.