OPINIONS

Ο ρατσισμός στοιχειώνει για πάντα: Ξαναβλέποντας το ‘American History X’

Για την ημέρα κατά του ρατσισμού, επιστρέφουμε στην πιο εμβληματική αντιρατσιστική ταινία του σύγχρονου αμερικάνικου σινεμά.

Δεν είχα παρακολουθήσει ξανά την ταινία από τότε που βγήκε στις αίθουσες, ποτέ, ούτε μία φορά, οπότε είναι κατάθεση στην αγνή, ωμή της δύναμη το πόσο καθαρά τη θυμόμουν από την αρχή ως το τέλος. Θυμόμουν τον Ντέρεκ και τον Ντάνι να ξεκρεμάνε το ναζιστικό λάβαρο. Τη συζήτηση στη φυλακή για τους Σέλτικς και του Λέικερς. Τον βιασμό. Την ατάκα “δεν διδάσκουν Τομ Κλάνσι στο σχολείο καλέ μου” στο οικογενειακό δείπνο. Τη σκηνή στο πεζοδρόμιο. Τη σκηνή στο πεζοδρόμιο.

Αυτή είναι η δύναμη του σινεμά εντυπώσεων όταν γίνεται αποτελεσματικά. Όταν ο στόχος είναι το αγνό σοκ, εκείνο το ένα πράγμα που θα εντυπωθεί στον εγκέφαλό σου σαν τατουάζ. Γιατί το “American History X” δεν είναι μια λεπτογραμμένη ταινία, δεν είναι μια περίπλοκη ταινία, δεν είναι καν -μπορούν πολλοί να υποστηρίξουν- μια ιδιαίτερα καλή ταινία. Αλλά είναι κάτι πιθανώς σημαντικότερο στο πλαίσιο που επιλέγει να δραστηριοποιηθεί: Είναι ένα τέλειο σοκ. Κάποιες φορές, για να μιλήσεις για τα μεγαλύτερη αίσχη που κρύβονται μες στην ανθρώπινη ψυχή, χρειάζεται να γίνεις αισχρός, να ταρακουνήσεις, να σοκάρεις.

Άρα: Η σκηνή στο πεζοδρόμιο.

***

(Το κείμενο μιλά εκτενώς για πράγματα που συμβαίνουν σε ολόκληρη την ταινία, συμπεριλαμβανομένου και του φινάλε.)

Το “American History X” είναι πολύ απλό και σαφές στην σύλληψή του: Η ιστορία ενός νεο-ναζί σκίνχεντ που 3 χρόνια φυλακής αργότερα έχει μετανοήσει, βλέπει όμως με τρόμο πως ο μικρός αδερφός του ακολουθεί τα ίδια επικίνδυνα μονοπάτια μίσους με εκείνον. Η ταινία διαδραματίζεται όλη στη διάρκεια μιας μέρας, όσο παίρνει στον μικρό Ντάνι (Έντουαρντ ‘Τζον Κόνορ’ Φέρλογνκ) να γράψει ένα σχολικό κείμενο γύρω από τον μεγάλο αδερφό του, Ντέρεκ (Έντουαρντ Νόρτον, που για εκείνα τα λίγα χρόνια ήταν Ο Επόμενος Σπουδαιότερος Αμερικάνος Ηθοποιός), ο οποίος έχει μόλις αποφυλακιστεί.

Η ταινία ακολουθεί μια ενδιαφέρουσα αφηγηματική διαδρομή, με την παροντική δράση να γεμίζει μετά βίας ένα 24ωρο, και όλο το υπόλοιπο φιλμ να αποτελεί αφηγήσεις, αναμνήσεις, φλάσμπακς στη ζωή του Ντέρεκ πριν αποφυλακιστεί. Στην ουσία, κι αυτό είναι το πιο περίεργο, το φιλμ ουσιαστικά δεν έχει πλοκή, είναι μόνο στιγμές. Μεμονωμένες στιγμές ρατσιστικής συμπεριφοράς, σπόρων που οδήγησαν στο ρίζωμα ρατσιστικών αντιλήψεων, μα και αμφισβήτησης των ρατσιστικών πεποιθήσεων του Ντέρεκ. Όλη η ταινία είναι, ταιριαστά, σαν ένα κείμενο παρατήρησης. Όχι τόσο κάτι που συμβαίνει, όσο σημειώσεις και παρατηρήσεις. Αυτό + εκείνο = ρατσισμός.

 

Μα φτιαγμένο με τέτοια ένταση και τέτοια τόλμη, που τα όσα λέει αντηχούν καθαρά (και σημαντικά) 15 χρόνια μετά.

Τα δόντια στο πεζοδρόμιο

Ας είμαστε ειλικρινείς. Ποτέ δε θα γίνει καυτό αντικείμενο ανταλλαγών και συζητήσεων ανάμεσα στο ευρύ κοινό, μια ταινία για ένα βαρύ κοινωνικό ζήτημα, αν δεν τερματίσει το shock value. Η πρώτη μας γνωριμία με τον πρωταγωνιστή γίνεται όταν μια παρέα μαύρων παιδιών επιχειρούν να του διαρρήξουν το αυτοκίνητο κι εκείνος, με περήφανο το τατουάζ της σβάστικας, ορμά έξω από το σπίτι του, οπλισμένος, και πυροβολεί. Πυροβολεί για να σκοτώσει. Όποιος πάει να του ξεφύγει, τον κυνηγάει. Για να τον σκοτώσει. Κι ο ένας που απομένει στο έλεός του, βρίσκει το στόμα του ανοιχτό να δαγκώνει το πεζοδρόμιο, πριν μια κλωτσιά μίσους του ανοίξει το κρανίο στα δύο.

Η βάση μιας τέτοιας ταινίας είναι πολύ σημαντική, δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία για το τι αντιπροσωπεύει ο κάθε χαρακτήρας-σύμβολο. Ο Ντέρεκ είναι ένας περήφανος Ναζί που δεν αμύνεται- κυνηγά. Μισεί. Δε θα γυρίσει να σου πει υποκριτικά πως αυτό το σημάδι πάνω στο κορμί του είναι αρχαιοελληνικό σύμβολο. Είναι Ναζί, και είναι εκεί έξω για να σκοτώνει. Με τον πιο γκροτέσκο πιθανό τρόπο. Το άνοιγμα του κρανίου στο πεζοδρόμιο δεν είναι άμυνα, δεν είναι καν φόνος- είναι δήλωση προς τους ουρανούς, προς την κοινωνία, προς το σύμπαν. Πως είναι εκεί για να κάνει αυτό το πράγμα.

Ο Νόρτον είναι τρομακτικός. Μάτια φλεγόμενα και χαμόγελο αυτάρεσκο, σα να κάνει νεύμα στους Εχθρούς του: Ελάτε.

Κι αν αυτός είναι απόλυτος στη σκιαγράφησή του, σημαντική λεπτομέρεια είναι πως οι ‘απέναντι’ δεν είναι το καθαρό, γυαλισμένο, αντίθετό του. Πολύ συχνά στα αντιρατσιστικά μηνύματα υπάρχει κάπου στο subtext η ιδέα πως ο ρατσισμός είναι κακό πράγμα γιατί να, αυτός είναι διαφορετικός από εσένα αλλά είναι καλός πατέρας / πληρώνει τους φόρους του / είναι δουλευταράς. (Το εξαιρετικό πρόσφατο ‘επεισόδιο για το Φέργκιουσον’ του “Scandal” είναι ένα καλό παράδειγμα.) Το “American History X” δεν περιορίζει το μήνυμά του. Τα θύματα του Ντέρεκ δεν είναι κουστουμαρισμένοι αθώοι, είναι κάτι τύποι που πάνε να του διαρρήξουν το αυτοκίνητο. Αυτό κάνει το μήνυμα ακόμα πιο ισχυρό: Το θύμα της ρατσιστικής βίας δεν έχει τάξη ή ταυτότητα ή προθέσεις όταν τα δόντια του δαγκώνουν το πεζοδρόμιο. Ο ρατσισμός είναι ένας. Κι ο Ντέρεκ είναι ο διάβολος. Επιτίθεται, δολοφονεί σαδιστικά, και τα μάτια του πετάνε φλόγες λες κι έχει μόλις κάνει level up.

Το δηλητήριο

Σε μια από τις πρώτες σκηνές, ο καθηγητής Σουίνι (η προφανής ηθική πυξίδα της ταινίας) το κάνει σαφές σε έναν σοκαρισμένο καθηγητή πως δεν είναι έτοιμος να εγκαταλείψει αυτό τον πιτσιρικά. Ο Ντάνι έχει μόλις παραδώσει μια ανάλυση του “Αγών Μου” του Χίτλερ και ο καθηγητής είναι συγχυσμένος επειδή ξέρει την οικογένεια του μικρού από πρώτο χέρι. Αργότερα στην ταινία βλέπουμε πως για ένα διάστημα έβγαινε με τη μητέρα των δύο αδερφών και, σε μια σκηνή που σε κάνει να θες να κρυφτείς πίσω από τον καναπέ, τρώει δείπνο με όλη την οικογένεια.

Εκεί είναι ο Ντέρεκ που ξερνά μίσος και ρατσισμό. Οι μαύροι που μας παίρνουν τις δουλειές. Οι μαύροι που είναι εγκληματίες. 1 στους 3 βρίσκεται μπλεγμένος στο νομικό σύστημα, το ξέρατε; Οι Εβραίοι. Η φιλελεύθερη προπαγάνδα των media που θέλουν το κακό της χώρας.

Είναι τρομακτικό πόσο πολύ δεν έχει αλλάξει η ρητορεία του μίσους. Σε μια άλλη πολύ έντονη σκηνή, ο Ντέρεκ συγκεντρώνει την ομάδα του μια νύχτα έξω από ένα κορεάτικο παντοπωλείο και μας δείχνει γιατί είναι τόσο δημοφιλής στους ναζιστικούς κύκλους της περιοχής. Τους ξεσηκώνει με ένα λογύδριο παραλλαγή του ‘να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας’. Ο Μπομπ από εδώ απολύθηκε όταν το μαγαζί το αγόρασε ένας Κακός Κορεάτης, άρα πάμε να του το διαλύσουμε.

Φυσικά δε στέκονται εκεί. Τρομοκρατούν, τραμπουκίζουν, ασκούν βία ψυχολογική, σωματική, σεξουαλική.

Πίσω στο δείπνο.

Ο καθηγητής κοιτάζει άφωνος, περνώντας κάθε πιθανό στάδιο του Άφωνου Facepalm προτού απλά παραδοθεί και αποχωρήσει. Όχι από το δείπνο, μα από τη ζωή της οικογένειας. Λίγα χρόνια μετά, είναι πια ο μικρός αδερφός που του τρίβει ρατσισμό στα μούτρα, μιλώντας για τον Χίτλερ ως κοινωνικό αγωνιστή. Ο Σουίνι όμως δεν παραδίδεται, δεν αποχωρεί.

“Δεν είμαι έτοιμος να εγκαταλείψω αυτό το παιδί”, λέει, όντας προφανώς υπέρμαχος της ιδέας πως ο ρατσισμός και το μίσος καταπολεμούνται μόνο με γνώση κι όχι με αποκλεισμό.

Η μεταστροφή

Αυτό που γίνεται άμεσα σαφές σε εμάς και σταδιακά στους υπόλοιπους χαρακτήρες της ταινίας είναι η μεταστροφή του Ντέρεκ. Ο διαχωρισμός της αφήγησης στο παρελθόν και στο παρόν γίνεται με τη χρήση του ασπρόμαυρου για τα παλιά, επιλογή που αναμφίβολα (πέραν του πρακτικού της αποτελέσματος για τον αισθητικό διαχωρισμό των δύο χρόνων) συμβολίζει και τον άσπρο/μαύρο τρόπο που ο Ντέρεκ έβλεπε τον κόσμο.

Τώρα υπάρχουν κι άλλα χρώματα και, ο ένας μετά τον άλλον, οι γύρω του αντιλαμβάνονται αυτή την αλλαγή. Ο μικρός του αδερφός, που τον έχει είδωλο μπερδεύεται, απογοητεύεται, τσαντίζεταιι, και τελικά προσπαθεί να κατανοήσει. Ο παλιοί του σύντροφοι δεν είναι εξίσου ανοικτοί σε αλλαγές και του την πέφτουν με άκρως βίαιους σκοπούς. (Γενικά οι αντιδράσεις είναι κοφτές και άτσαλα γραμμένες εδώ: Ο μεν Ντέρεκ αντιδρά λες και του κάνει εντύπωση γιατί συμβαίνουν όσα συμβαίνουν, οι δε νεο-Ναζί ακόλουθοί του πάνε από τη λατρεία στους πυρσούς μέσα στη διάρκεια μιας σκηνής.)

Αν όμως όλα αυτά είναι λίγο πολύ εμφανή εξαρχής, το ερώτημα του τι συνέβη στον Ντέρεκ στη φυλακή φυλάσσεται μέχρι την τελευταία πράξη, καταλαμβάνοντας εν τέλει τη θέση της Μεγάλης Αποκάλυψης προς το τέλος του φιλμ. Όταν ο Ντάνι τον ρωτάει γιατί προδίδει τα πάντα, ο Ντέρεκ του εξηγεί την αλήθεια.

Επί της ουσίας, τρία πράγματα συνέβησαν ταυτόχρονα:

 

  • Ο Ντέρεκ διαπίστωσε πως ακόμα κι οι σκληροπυρηνικοί της άρειας κλίκας στη φυλακή ήταν υποκριτές, δίχως ουσιαστική πίστη σε αυτά που υπηρετούσαν, παρά ήταν ‘ευκαιριακοί εξτρεμιστές’. Η αμφισβήτηση προς την κλίκα έχει ως αποτέλεσμα την ανοιχτή ρήξη, μέχρι του ακραίου σημείο να βιάσουν τον Ντέρεκ στις τουαλέτες.
  • Στο πλυντήριο, όπου δουλεύει, πιάνει φιλία με έναν μαύρο κρατούμενο, ο οποίος εκτός από Συμπαθές Τυπάκι (λένε για μπάσκετ!) του ανοίγει τα μάτια λέγοντάς του γιατί είναι στη στενή. 6 χρόνια επειδή έκλεψε μια τηλεόραση. Σοκαρισμένος ο Ντέρεκ διαπιστώνει πως το νομικό σύστημα γέρνει υπέρ μίας πλευράς και εις βάρος των υπολοίπων.
  • Η μητέρα του, συγχυσμένη, τον επισκέπτεται, και του λέει πως ο μικρός του αδερφός βασικά πάει να γίνει ένας μίνι-Ντέρεκ. Ο Ντέρεκ εκείνη τη στιγμή νιώθει ενοχή, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνει γιατί, και εκείνη είναι η στιγμή που κάτι μέσα του αλλάζει για πάντα.

Είναι πολλοί εκείνοι που απορρίπτουν αυτό το σημείο της ταινίας ως απλουστευτικό έως και μαγικό: Ο Ντέρεκ γνωρίζει έναν Μαγικό Μαύρο που του μαθαίνει τις σκληρές αλήθειες, και ξαφνικά μια ιδεολογία αποτελεί παρελθόν; Ωστόσο νομίζω συνδυαστικά όλα τα παραπάνω συνηγορούν σε κάτι ουσιαστικότερο. Δεν είναι τίποτα από όλα αυτά μόνο του που αλλάζει στον Ντέρεκ τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο, αλλά περισσότερο η σταδιακή συνειδητοποίηση πως αυτό που ακολουθούσε τυφλά δεν ήταν μια ιδεολογία, μα ένα ψέμα που έδινε στο μίσος του χώρο να εκφραστεί. Όταν σταμάτησε να μισεί (τόσο), κι όταν σταμάτησε να πιστεύει τυφλά (επειδή είδε πως κανείς δεν πιστεύει τυφλά), μπόρεσε σιγά σιγά να δει την αλήθεια.

Η γέννηση του ρατσισμού

Η ταινία κρύβει άλλη μια αποκάλυψη λίγο πριν το τέλος της. Ο Ντάνι ολοκληρώνει το κείμενό του, έχοντας πλέον μεταστραφεί κι εκείνος. (Το ξέρω πως η ταινία μας λέει εξαρχής πως τα δύο αδέρφια είναι όντως έξυπνα και ταλαντούχα, αλλά διάολε, ειδικά ο μικρός πολύ άμεσα τα κατανόησε όλα, μια διήγηση αρκούσε, δεν το λέγατε τόσο καιρό;) Και κλείνοντας, θυμάται ένα περιστατικό από εκείνα τα απλά, τα καθημερινά, αυτά που δε τους δίνεις σημασία.

Πώς ξεκίνησαν όλα; Την αρχή δύσκολο να την εντοπίσει κανείς, μα όσο αφορά τη γενιά μας, την κοινωνία μας την σημερινή, τις αναμνήσεις μας όσο φτάνουν αρκετά πίσω θα μπορεί σίγουρα να βρει ανάλογα περιστατικά με αυτό που θυμήθηκε ο Ντάνι. Casual, ακίνδυνος, καθημερινός ρατσισμός: Ο πιο επικίνδυνος, ο πιο ύπουλος όλων. Τον ξέρεις κι εσύ, γιατί τον ξέρουμε όλοι. Τα ρατσιστικά αστειάκια στο τραπέζι. Οι κοροϊδευτικές ιαχές προς τους μαύρους ποδοσφαιριστές. “Πώς τον λένε εκείνον τον μαύρο τον ηθοποιό;” Η ποσότητα ‘ακίνδυνου ρατσισμού’ που έχουμε καταναλώσει στη ζωή μας είναι τόσο μεγάλη που είναι να απορείς πώς μπορούμε ακόμη να σκεφτόμαστε σαν άνθρωποι.

Ένα τέτοιο περιστατικό θυμήθηκε ο Ντάνι, με τον πατέρα του να πετάει ατάκες τύπου “βγάζουν τα κανονικά βιβλία για να βάζουν μαύρη λογοτεχνία”. Η ταινία βέβαια φορτώνει σε μεμονωμένα περιστατικά τη συμβολική αθροιστική δύναμη εκατοντάδων αντίστοιχων, γι’αυτό και τα πάντα είναι extreme- έτσι και σε αυτή τη σκηνή, οι 2-3 χαλαρές παρατηρήσεις εξελίσσονται σε ένα μικρό ρατσιστικό παραλήρημα από τον πατέρα προς τους νεαρούς γιους του, οι οποίοι αποδέχονται το μίσος ως Αλήθεια.

Και κάπως έτσι, σε άλλη μία σοκαριστική σκηνή νωρίτερα στην ταινία, ο μικρός ακόμα Ντέρεκ αντιδρά on camera με τον επιθετικότερο τρόπο στον θάνατο του πατέρα του. Λογικό βέβαια- σε μια τέτοια στιγμή το ένστικτο παίρνει τον έλεγχο, κι αυτό που είχε φωλιάσει για τα καλά μέσα στον Ντέρεκ, που είχε γίνει ένστικτό του, ήταν Το Μίσος. Δε φταίει η φτώχεια, δε φταίει η ανισότητα, δε φταίει η εκμετάλλευση, δε φταίει το ίδιο Το Μίσος. Φταίνε οι μαύροι και οι κίτρινοι και οι καφέ. Δεν είναι οι φτωχές γειτονιές, είναι οι μαύρες γειτονιές.

Τα αόριστα ψήγματα μίσους θεμελιώνονται ως μια ψευδοαλήθεια που αυτοεπιβεβαιώνει τον εαυτό της. Ο ρατσισμός ως δικαιολογία, ως εκλογίκευση, ως εκτόνωση του κάθε ενός κακού. Το έργο από εκεί συνεχίζουν οι κάθε Κάμερον Αλεξάντερ: Ο ντόπιος αρχιεξτρεμιστής που εκμεταλλεύεται τον Ντέρεκ για να προωθήσει τη δική του ατζέντα, με το νου πάντοτε στο branding φυσικά.

(Σημαντικό σημείο: Μετά την αποφυλάκιση, ο Ντέρεκ έχοντας πλέον μαλλί τον επισκέπτεται κι ο Κάμερον σχεδόν ενθουσιάζεται με το νέο λουκ, γιατί “αρκετά με αυτές τις σαχλαμάρες με το σκίνχεντ.” Το κοινό αυξάνεται ρε παιδί μου, πρέπει να γίνουμε πιο προσβάσιμοι σε ακόμη περισσότερους.)

Το μίσος είναι για πάντα

Το θέμα είναι πως κανείς δε λειτουργεί σε απομόνωση, οι πράξεις έχουν συνέπειες. Ο ρατσισμός γεννά ρατσισμό και το μίσος γεννά μίσος. Ο Ντέρεκ άλλαξε, αλλά αυτό που έσπειρε, το θέρισε ο μικρός του αδερφός που τον είχε για είδωλο.

(Μια από τις πιο υποτιμημένες στιγμές της ταινίας: Ο Ντάνι να ουρλιάζει “ΟΧΙ” όταν καταλαβαίνει πως ο Ντέρεκ πάει να σκοτώσει έναν ανυπεράστιστο άνθρωπο. Η επόμενη,  χρονικά, στιγμή που τον βλέπουμε, 3 χρόνια μετά από εκείνη τη βραδιά, τον βρίσκει σχεδόν νεο-Ναζί.)

Ο καθηγητής Σουίνι δεν εγκαταλείπει τον Ντάνι. Ο Ντέρεκ γύρισε για να τον σώσει, μήπως στην πορεία σώσει και τη δική του ψυχή. Κι οι δύο προσπάθησαν, μα τα εμπόδια και οι παγίδες ήταν ήδη στημένα κι έτσι ο Ντάνι καταλήγει νεκρός στην τουαλέτα του σχολείου.

Ή, αν προτιμάς έναν άλλον συμβολισμό: Η σβάστικα θα παραμένει χαραγμένη στο σώμα του Ντέρεκ.

Διαβάστε ακόμη στο μεγάλο αφιέρωμα κατά του ρατσισμού

Το πείραμα των πρώτων εντυπώσεων: Πόσο ρατσιστές είμαστε;

Δύο φορές πρόσφυγας για να ξεφύγει από την Ελλάδα

Μια εικόνα χίλιες λέξεις: Συνέβη στην Κόρινθο

Το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών είναι πολλά παραπάνω από ένα σχολείο