ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Η μέρα που έγινα μπαμπάς

Γράφοντας για την ημέρα, που όλα τελειώνουν και όλα αρχίζουν ξανά.

Τρίτη, 18 Ιουνίου, κάποια απογευματινή ώρα στα γραφεία της 24 Media και του ΟΝΕΜΑΝ. Ο εκνευριστικός ήχος του HTC One X (τώρα στο LG Optimus Pro μου, ακούγεται το εξαιρετικό Caught a Ghost των Sleeping At Night που μου έμαθε το Suits) χτυπάει και η οθόνη γράφει “Ρομίνα”. “Μπα, ούτε τώρα” σκέφτομαι, “πάλι τι ώρα θα γυρίσω σπίτι θα θέλει να μάθει”. 

(λάθος)

“Αύριο 7.00 το πρωί θα μπούμε στο μαιευτήριο. Γεννάμε” είπε και μετά δεν θυμάμαι τι άλλο έλεγε. Ήταν το πρώτο, από τα πολλά που θα ακολουθούσαν, βουβό κενό (ναι, ξέρω, πλεονασμός, η σιωπή είναι κάτι άδειο) στο μυαλό μου. “Οκ”, είπα, “μια χαρά” κι έκλεισα το τηλέφωνο. Ως άντρας που είμαι (όχι, δεν φοβάμαι, μαλακίες έλεγε ο Πάριος) οι επόμενες ώρες κύλησαν σχεδόν όπως όλες οι προηγούμενες της ζωής μου. Νορμάλ. Έφαγα κανονικά τα μακαρόνια μου στο γραφείο, έκανα τη δουλειά μου, γύρισα σπίτι.

 

Αύριο, θα ξυπνήσω χαράματα, ναι, αυτό ήταν κάτι σκληρό που έπρεπε να ντιλάρω. Η επιστροφή στο σπίτι ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη. Δεν είχαμε να φτιάξουμε τσάντες (περίμεναν έτοιμες μέρες, αφού είχαμε φτάσει κοντά στο τέλος και του ένατου μήνα), δεν θέλαμε να πούμε πολλά, δεν έπρεπε να αγχωθεί εκείνη, περισσότερο από όσο ήδη ήταν.

Δεν ξέρω πόσο ήταν ακριβώς, αλλά εγώ που δεν μπορώ ούτε τη βουβωνοκήλη μου να πάω να ισιώσω εδώ και χρόνια, μου φαινόταν βουνό αυτό που έπρεπε να ανέβει κι ας μην το έδειχνα (αν δείξεις εσύ αγχωμένος, πάει διαλύθηκαν όλοι σαν τραπουλόχαρτα). Θυμάμαι, πάντως, ότι δεν φωνάξαμε ούτε φίλους, ούτε γονείς, ούτε τίποτα. Μόνοι μας, γύρω στις 10 το βράδυ, να περιμένουμε να πάει 5 για να ξυπνήσουμε. Μιλάμε για άνευ λόγου αναμονή. “Βγες ρε μεγάλε τώρα, να τελειώνουμε, τι κάνουμε τώρα και ούτε μια σειρά από το άγχος δεν μπορώ να βάλω να δω” (καλά κι επειδή θα έτρωγα και καμιά φάπα).

Νομίζω, κοιμηθήκαμε γύρω στις 02.00 το πρωί, δηλαδή κάνα τρίωρο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι (της ζωής – έλα, πλάκα κάνω, ήθελα να δω αν θα τσιμπήσετε και θα πείτε “ωωωωω, τι γλυκό). Εγώ ψιλοκοιμήθηκα (άντρας σωστός), εκείνη όχι. Στριφογύρναγε. Δεν το έβλεπα, κοιμόμουν λέμε, αλλά εσύ δηλαδή θα κοιμόσουν αν ήξερες ότι το πρωί θα έβγαινε ένας τύπος από κάτω σου (ή από πίσω σου);

 

Εμείς το περιμέναμε αρχές Ιουνίου, δεν ήρθε, μετά το περιμέναμε τελευταίες μέρες (δεν ήρθε) και τελικά δεν ήρθε, ούτε το είπε η επιστήμη (η γιατρός, η Στέλλα).

Κάπου στις 3.30, ακούω κάτι σκιρτήματα δίπλα μου και λέω, λες να βγήκε μόνος του; Όχι, αποκλείεται, αυτό το είχα δει στο Alien το 3. Ανοίγω μάτι (το ένα) και βλέπω τη Ρομίνα δίπλα μου ζορισμένη κάπως. “Πονάω” λέει.  Ναι; Πονάω πάλι. Ναι;;; “Εεεεε, νομίζω ότι γεννάω, πονάω συνέχεια”.

Λοιπόν, εκείνη τη στιγμή κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν 3.37. Μένουμε στη Βούλα. Το μαιευτήριο ήταν στη Συγγρού, το ΡΕΑ. Στις 3.54 μιλούσα στη ρεσεψιόν. Μεσολάβησαν:

  • Ένα τηλεφώνημα στη μαία μας, την Αλέκα, η οποία νόμιζε ότι είχε πάει 6 και εγώ ήθελα απλώς να την ξυπνήσω.
  • Ένα ντύσιμο γρήγορο (ε, ναι, πρέπει να υπήρξε και πλύσιμο, δεν θυμάμαι, συγνώμη – αν μύριζα).
  • Τρέξιμο προς το αυτοκίνητο.
  • Τρέξιμο με το αυτοκίνητο.
  • Κραυγές μέσα στο αυτοκίνητο.
  • Εγώ να μην ξέρω τι να κάνω. Α) Να μιλήσω; Β) Να σιωπήσω; Γ) Να τρακάρω;
  • “Δεν θέλω να μιλάς καθόλου, όταν πονάω. Κ Α Θ Ο Λ Ο Υ”. Οκ, κατάλαβα. Το Β).

~~~

Όταν εκείνη κατέβηκε κάτω, δεν ξέρω που, κάτω πάντως, εγώ έμεινα στο σαλόνι του μαιευτηρίου μόνος μου. Εντελώς. Παρήγγειλα έναν καφέ, κατάλαβα ότι θα τα πληρώσω ακριβά τα κεράσματα και έκατσα στον καναπέ, μέχρι να έρθουν οι μάνες (οι δικές μας, οι κανονικές). Εκείνες οι στιγμές, για να πούμε και κάτι με ουσία, ήταν οι πρώτες που άρχισα να σκέφτομαι τι πραγματικά έρχεται.

 

Στο μεταξύ, η Στέλλα (η γιατρός) δεν με φώναζε μέσα, παρότι είχα είχε αποφασίσει ότι θα μπω στον τοκετό. Τσάμπα η βαλεριάνα που κούμπωσα για να είμαι ήρεμος (πόσο γελοίος, πόσο κότα);

Τελικά, όπως πληροφορήθηκα αργότερα, η σύζυγος είχε πάρει την απόφαση να μην μπω στα προεόρτια γιατί πονούσε πολύ και μέχρι να την πιάσει η ένεση, δεν θα ήταν και το καλύτερο (για μένα) το να βρίσκομαι μέσα. Οπότε, έφαγα δύο ώρες έξω, μέχρι τις 6 και κάτι, με τις μάνες (τις κανονικές) να έχουν έρθει φορώντας άγχος παντού, τον Στέφανο να κάνει την εμφάνιση του αμέσως μετά τον 5ο νομίζω τελικό του ΝΒΑ και άλλες οικογένειες εκεί έξω από τις αίθουσες τοκετού να περιμένουν κι αυτές. Κάποια στιγμή, βγήκε ένας νοσοκόμος και μου είπε, κύριε Μίχαλε ελάτε.

Γελάτε; Όχι, δεν γελάω καθόλου.

Όχι, ελάτε.

Α, οκ. Έρχομαι…

Μέχρι τις 7.42, ώρα γέννησης του μικρού Παναγιω-Τάκη που θα τον λέμε Πάνο και προς το παρόν τον φωνάζουμε μπεμπάκο, πιγκουινάκι, σουτζουκάκι και Ρομίνο, ακολούθησε η πιο σκληρή συνειδητοποίηση.

 

Το “δεν ξέρω τι να κάνω, τι να πω, πώς να βοηθήσω, για ποιο λόγο υπάρχουμε στον κόσμο, ποιος στρατός και μαλακίες, ποια βάρη της οικογένειας και ποιο αμάρτημα της Εύας” ήταν μία σκέψη ολόκληρη και συνεχόμενη που στριφογυρνούσε στο μυαλό μου, καθώς ο μπεμπάκος στριφογυρνούσε στην κοιλιά της μητέρας του κι εκείνη, κοκκίνιζε, γινόταν μπλε, άσπρη και όλα τα χρώματα της παρά-φύσης.

Της κρατούσα το χέρι. Αυτό έκανα.

ΤΗΣ. ΚΡΑΤΟΥΣΑ.ΤΟ.ΧΕΡΙ. Λες και κάναμε βόλτες σε νησιώτικα σοκάκια. Δεν είχα καμία άλλη συμμετοχή, πέρα από το ότι παρατηρούσα τη Στέλλα να έχει την άνεση του Ζιντάν (έτσι τη λέω πια) όταν κοντρόλαρε την μπάλα και έκανε πλακίτσα στις άμυνες. Πλακίτσα έκανε κι αυτή και οφείλω να της το αναγνωρίσω. Δίπλα της ο Βιεϊρά – Αλέκα, έκοβε και έραβε, έπαιζε τη δική της μπάλα με τη φανέλα της μαίας. Εγώ το χαβά μου. Χαλαρός κι έτσι. Κάποια στιγμή έπιασα κουβέντα για κάτι απονευρώσεις (είχε η Αλέκα ραντεβού με οδοντίατρο μετά τη γέννα), ό,τι του φανεί του λωλοστεφανή.

Η Ρομίνα στον αγώνα. Σπρώξιμο, δώσε, δύναμη, πάμε, “δεν θέλω να μου μιλάτε” (πάρ’ τα Στέλλα. Τι μόνο εγώ στο αυτοκίνητο μόκο;). Σοκ και δέος. Αυτό μου ερχόταν συνέχεια ως σκέψη. Σοκ για την ένταση, δέος για τη δύναμη.

 

Το τέλος του ματς, βέβαια, έριξε όλα τα φώτα πάνω μου. Με το που βγήκε ο μικρός, κόπηκαν λώροι (και πόδια δικά μου) και τα συναφή, η μαμά του δεν τον ήθελε αφού πρέπει να γινόταν του πόνου το κάγκελο. “Να τον πάρει ο μπαμπάς αγκαλιά;” ρώτησε μια νοσοκόμα. “Τι, εγώ; Γιατί;”, “μα ποιος θα πάρει αυτό το παιδί αγκαλιά;” είπε κάποιος (μήπως ήταν το ίδιο το παιδί, που κατάλαβε με το καλημέρα ότι έμπλεξε με ανώμαλους γονείς;).

Πήρα μια βαθιά ανάσα και το κράτησα.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά, τα πάντα είναι διαφορετικά. Ναι, ξέρω, κλισέ και τα λοιπά, αλλά είναι διαφορετικά. Δεν έχω βγάλει ούτε σοφίες, ούτε ξέρω πως είναι να είσαι πατέρας (προς το παρόν, είμαι αυτός που τον κάνει να ρευτεί, να γελάσει, να παίξει, να ξυπνήσει και ενίοτε να εκνευριστεί, αφού του σπάει τα π@π@ρια με δεκάδες παιχνίδια και αγκαλιές).

 

Μα, όλο το προηγούμενο, τι ήταν;

Ωραίο, αλλά δεν υπάρχει πια. Ξέχνα το.

Εκείνη η πρώτη μέρα, δεν μένει με ακρίβεια στο μυαλό σου. Θυμάσαι το πρώτο κλάμα, έχεις την εικόνα να το χτυπάνε, να του περνάνε κάτι σωληνάκια από τη μύτη, να μοιάζει με ποντίκι, ενώ – καθώς οι ώρες περνάνε – το πρόσωπο του να ηρεμεί και όλοι να ψάχνουν σε ποιον από τους δύο γονείς μοιάζει. Σε εμάς, δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα. Δεν υπήρξε άνθρωπος που να είπε “α και στους δυο σας φέρνει”, όλοι ερχόντουσαν και με κοιτούσαν με ένα παρηγορητικό ύφος. Βέβαια, τώρα που ο καιρός πέρασε, οι Μίχαλοι κάνουν αντεπίθεση, αφήνοντας μόνο τα μάτια από το άλλο σόι, να κλέβουν τις εντυπώσεις, αλλά όχι την ουσία (63 εκατοστά σε τρεις μήνες, είναι καλή ουσία).

Επανέρχομαι, για λίγο ακόμη στο μαιευτήριο, όπου την πρώτη μέρα έρχεται κόσμος, φεύγει κόσμος, κοιτάς τη γυναίκα σου με άλλα μάτια, κοιτάς το παιδί σου με δάκρυα στα μάτια, γυρίζεις το βράδυ σπίτι μόνος και κάτι, ήδη, σου λείπει.

 

Αυτή ταρακουνιέται στα πρώτα δευτερόλεπτα και μετά σαν άντρας μπαίνεις λίγο στην άκρη του κάδρου. Όλοι θέλουν το μωρό να δουν, άντε και τη μαμά. Εντάξει, αν έχεις 4-5 κολλητούς, έχεις κι εσύ πράγματα να μοιραστείς, αλλά ηρέμησε, δεν γέννησες κιόλας.

Πιθανότατα, όταν με το καλό θα έρθει το δεύτερο παιδί, θα είμαι πιο προετοιμασμένος. Όχι για το πώς θα πάω στο μαιευτήριο, ούτε για τα χρήματα που χρειάζεσαι, ούτε για τις πάνες, ούτε για τα κλάματα, ούτε για τους ύπνους (που μια χαρά μας έχει πάει ο μικρός, δεν έχω παράπονο), ούτε για το κλείσιμο, τα χαμένα χαλαρά βράδια με τους κολλητούς, τα άσκοπα αλλά ωραία ξενύχτια που έλεγε και ο Τριαντάφυλλος σε άλλο κείμενο.

 

Θα μπορούσα να γράψω άλλες 5000 λέξεις, για αυτούς τους τρεις μήνες (για τη σχέση, για το γάμο, για τις γιαγιάδες, τον παππού, τον άλλον παππού, ο οποίος λείπει, για θείους κανονικούς και θείους, κολλητούς του μπαμπά) αλλά θα προτιμήσω να περιμένω την επόμενη ευκαιρία, π.χ. ένα χρόνο μπαμπάς. Τώρα, αλλάζουν όλα γρήγορα και είναι πολύ όμορφα για να τα ματιάσω.