ΣΙΝΕΜΑ

O Superman της παιδικής μας ηλικίας

Ο Beast, o Δημήτρης Σαραβάκος, ο Ultimate Warrior και όλοι όσοι νομίζαμε μικροί πως μπορούν να γυρίσουν τον κόσμο ανάποδα.

Όλοι είχαμε έναν Superman μικροί. Όχι τον ίδιο τον υπερήρωα αλλά κάποιον που ψάχναμε στα δύσκολα να έρθει να μας ξελασπώσει. Κάποιον που νομίζαμε ότι μπορεί να τους νικήσει όλους, ότι μάχεται για το κοινό καλό. Κάποιον που μπορούσε να κινήσει γη και ουρανό. Γι’ αυτόν γράψαμε.

Ο Κος Γκόντι ήταν ο Σούπερμαν του Στέφανου Τριαντάφυλλου

Από σούπερμαν άλλο τίποτα. Ζούπερμαν για την ακρίβεια, σύμφωνα με την προφορά στης εποχής. Πολλούς, πλην του κανονικού, δηλαδή, που ποτέ δεν μου άρεσε. Μάλιστα στη σχετική ερώτηση “ποιος υπερήρωας θα ήθελες να ήσουν” πάντα έλεγα “Άισμαν”, χωρίς κανέναν προφανή λόγο. Εκτός του ότι κοιμάμαι με σεντονάκι από τον Μάρτιο. Γκμχ… Στο θέμα μας όμως.

Ο πατέρας μου, λογιστής ύψους 1.65, μπορούσε να μοιάζει στα μάτια μου με τον Κλαρκ Κεντ, αλλά όχι με τον Σούπερμαν, με τον οποίο δεν είχαν και πολλά κοινά, αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι και η δική του “στολή” (μέσα στο σπίτι) ήταν το σώβρακο. Αλλά χωρίς τη μπέρτα.

Η πρώτη μου απάντηση (θα έπρεπε να) είναι ο ηρωικός Μπάνε Πρέλιεβιτς που σούταρε τρίποντα περίπου από τον τον πλανήτη Κρύπτον, αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι, θα πρέπει να ξεχωρίσω τον παιδικό φίλο του πατέρα μου, τον κ. Γκόντι (εκ του Γκόντφρεντ). Ένα θηρίο (ακόμη και τώρα που έχει πατήσει τα 80), με στέρνο σαν διπλό κρεβάτι, κάτασπρο μαλλί-μούσι, που να μωρέ είχε ως βασική δουλειά να ανεβαίνει το Κιλιμάντζαρο. Ένας επαγγελματίας ορειβάτης, που είχε ως χόμπι να φτιάχνει άγκυρες, που μπορούσε να κουμαντάρει ένα ιστιοπλοϊκό μόνος του και γενικά σου έδινε την εντύπωση ότι πολύ πιθανόν να μπορεί να κινήσει αυτοκίνητα με το ένα δάχτυλο. Στα μάτια μου ήταν, δηλαδή, σαν τον Γκάνταλφ με στεροειδή.

To Kτήνος του Πάνου Κοκκίνη

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, κατέληγα να έχω ως «ήρωες» εκείνους τους ανθρώπους που, ενώ είχαν ταλέντο, άφηναν το πάθος τους (για το ποτό, το φαΐ, τις γυναίκες) να τους μπει εμπόδιο. Όπως ο Μπουκόφσκι και ο Τζιμ Τόμσον από συγγραφείς. Ή ο Μίρκο Μιλίσιβετς από αθλητές.

Όλα αυτά, όμως, ήρθαν μεγαλώνοντας. Μικρός είχα φροντίσει να εκμεταλλευτώ το μίσος μεταξύ της μητέρας μου και της θείας μου ώστε να παίρνω διπλό χαρτζιλίκι. Το οποίο και κατανάλωνα σηκώνοντας συστηματικά κάθε εβδομάδα κάθε κομικ που μπορούσα να βρω στα περίπτερα της Καλλιθέας.

Εκεί που «γνωρίστηκα» για πρώτη φορά με το Beast των Χ-Men με τον οποίο και αμέσως ταυτίστηκα. Ίσως γιατί έμοιαζε πολύ στον πατέρα μου (σ.σ. στο θέμα της τρίχας). Ίσως γιατί μου άρεσε το γεγονός ότι ήταν σκεπτόμενο κτήνος. Σε αντίθεση π.χ. Με το The Thing των Fantastic Four ή τον Κολοσσό των X-Men που απλά βάραγαν πράγματα.

Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο κουλ από την κτηνώδη δύναμη. Αρκεί να συνοδεύεται από μια δίψα για γνώση. Είτε γενικότερα, είτε, όπως στην περίπτωσή μου, συγκεκριμένα για κόμικ.

Ο Δήμητρης Σαραβάκος ήταν ο Σούπερμαν του Στέλιου Αρτεμάκη

Ο Δημήτρης Σαραβάκος. Αυτός. Τέλος. Ο Σούπερμαν με το 7 στην πλάτη και το τριφύλλι στο στήθος. Ο άνθρωπος που σκόραρε κόντρα στη ροή του αγώνα αναπτερώνοντας το ηθικό της ομάδας. Και αυτός που εγώ ουκ ολίγες φορές επικαλέστηκα ως μπόμπιρας φίλαθλος του Παναθηναϊκού. Όπως όταν το σκορ ήταν στο -5 με τη Χόνβεντ το ‘87. Αυτό έβαλε δύο μπαλάκια και η ομάδα πήρε την πρόκριση στον επαναληπτικό. Ή με την Γκέτεμποργκ στο Ούλεβι. Ο “μικρός” κατέβασε μια μπάλα με το στήθος, ντρίμπλαρε ανάμεσα σε τέσσερις αμυντικούς και γκοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοολ. Ή με τα τρία γκόλ που πέτυχε με τον Ολυμπιιακό στον ημιτελικό του Κυπέλλου του ‘90 και ας μην ήρθε η πρόκριση. Μόνος του τους έπαιζε. Το κρυπτονίτη ψάχνανε όταν τον είχαν για αντίπαλο

 

Τον Ultimater Warrior είχε για Σούπερμαν ο Ηλίας Αναστασιάδης

Ήμουν πολύ μικρός για να θυμάμαι μεγάλες λεπτομέρειες. Το μόνο που θυμάμαι (Ευρυδίκη, ηρέμησε) ήταν η επική κόντρα του μακρυμάλλη μορφονιού Ultimate Warrior με το κατεστημένο της μουστάκας του Hulk Hogan. Γνωστός υποστηρικτής των outsiders από μικρός εγώ. Όπως εύστοχα λέει και ο Μάνος Χωριανόπουλος, ο Ultimate Warrior ήταν η ΑΕΚ του κατς. Η πρώτη ΑΕΚ του Μπάγεβιτς συμπληρώνω εγώ. Παρ’ όλ’ αυτά, ο κολοφώνας της δόξας του Απόλυτου Πολεμιστή ήρθε (σαν ψέμα) την Πρωταπριλιά του 1990. Τότε που πήρε τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή νικώντας τον celebrity Hogan. Μετά από αυτό, ο ασυμβίβαστος Πολεμιστής είχε διάφορα προβλήματα με το WWE και με τον χαρακτήρα του μέχρι το 1995 που αποχαιρέτησε με ψηλά το κεφάλι και το μαλλί να ανεμίζει, πρώτος για πάντα στις καρδιές μας.

Τον Οβελίξ είχε για Superman ο Χρήστος Χατζηιωάννου

Το θέμα των πτήσεων το είχα καλυμμένο. Σκεφτόμουν ότι θα μπορώ με κάποιο τρόπο όταν μεγαλώσω να πετάω για να πάω σχολείο. Φοβερά όνειρα είχε μικρός. Πάω να πηγαίνω πιο γρήγορα σχολείο. Κατά τα άλλα σε όλους τους υπερήρωες έβλεπα ατέλειες, ψεγάδια και έναν φοβερό σνομπισμό για τις ικανότητές τους. Τσαντιζόμουν που πάντα ήταν οι πιο έξυπνοι. Που πάντα έβρισκαν την λύση. Οπότε είχε στραφεί για παρηγοριά στους δεύτερους ρόλους. Στον Ραν Ταν Πλαν, στον Γκούφυ, στον Οβελίξ. Και για κάποιο λόγο αυτά τα underdogs μού φαίνονταν υπεράνθρωπα.

Τι παραπάνω να θέλει κανείς στη ζωή από το να μπορεί με μια μπουνιά να στείλει έναν λεγεωνάριο στην άλλη άκρη της Βρετάνης; Τι άλλο να ζητήσει κανείς από το να ξεκοκκαλίζει ένα αγριογούρουνο σε χρόνο dt; Τι άλλο από το να έχει έναν τυπά για φίλο, έναν πιστό σκύλο και μια Φραμπαλά να ονειρεύεται. Ναι, εντάξει είναι λίγο χάλια να έχεις για Superman τον τύπο που κυκλοφορεί με το μενίρ στην πλάτη. Αλλά για εμένα μάλλον αυτοί ήταν οι υπερήρωες. Οι τύποι που αγαπούσαν τους φίλους τους, έτρωγαν μέχρι σκασμού και κυνηγούσαν όμορφα κορίτσια. Πού είναι ο μαγικός ζωμός να πέσω μέσα;

O μικρός Βούδας ήταν ο Σούπερμαν του Θοδωρή Δημητρόπουλου

Δεν ξέρω, για κάποιο λόγο όταν ήμουν μικρός πάντα μου άρεσαν αυτοί που έχαναν, κατά προτίμηση ηρωικά. Η ιδέα για τον Σούπερμαν βέβαια είναι πως δεν χάνει ποτέ, οπότε εκεί υπάρχει μια ενδιαφέρουσα φαινομενική ανακολουθία. Πώς γίνεται αυτός που θεωρώ πιο ενδιαφέροντα υπερήρωα να συμβολίζει όσα βρίσκω αδιάφορα στην πραγματική ζωή; Ας δούμε τον Ρομπέρτο Μπάτζο. Στα μάτια του 10+ εαυτού μου που μόλις εκείνα τα χρόνια άρχιζε να βλέπει ποδόσφαιρο, ο θεϊκός κοτσιδάκιας ήταν ό,τι πιο κοντινό υπήρχε σε υπερήρωα. Πιο πολύ κι από τους σημερινούς, τύπου Μέσι και Ρονάλντο, αυτές τις βαρετές μηχανές τελειότητας που μοιάζουν να βγήκαν από ποδοσφαιρικά άνιμε. Ο Μπάτζο χόρευε στο γήπεδο με χάρη, ήταν από τους παίχτες που έδιναν την εντύπωση πως μπορεί μια τους κίνηση να αλλάξει τα δεδομένα ενός παιχνιδιού. Μου άρεσε όταν έπαιζε στις μεγάλες ομάδες, τον λάτρεψα στις μικρές. Έγινα Μπολόνια για πάρτη του, ακόμα θυμάμαι πώς την κουβάλησε μέχρι 4 λεπτά μακριά από τον τελικό του UEFA το ’99. Έχω δει περισσότερα παιχνίδια της Μπρέσια από ό,τι της Γιουβέντους. Και έγινα Ιταλία, στα πάντα (ναι, είμαι Ιταλία στα πάντα), επειδή το ’94 πήρε μια σκόρπια ομάδα και την έφερε μια ανάσα από το Μουντιάλ. Κι επειδή το έχασε, ο ίδιος. Κι επειδή ύστερα από αυτή την τραγική ειρωνία του ποδοσφαιρικού θεού, σηκώθηκε, και -εκεί, στα χαμηλά- έζησε τα καλύτερα ποδοσφαιρικά του χρόνια. Κι επειδή το έκανε με έναν τρόπο έντιμο, δίνοντάς μου πάντα την εντύπωση πως ήταν καθαρός, μέσα στον οχετό του Καμπιονάτο. Ο Σούπερμαν, by the way, αυτό το πράγμα είναι. Ένας ήρωας που σε εμπνέει να πιστέψεις σε αυτόν και σε όσα συμβολίζει, που κάθε απειλή που έρχεται κατά πάνω του την αντιμετωπίζει με καθαρό και ευθύ τρόπο, που σε κάθε σημείο της διαδρομής του, όσο κι αν δυσκολέψει, θα πει “πάντα υπάρχει ο τρόπος” και, τελικά, θα τον βρει.