FOOD & DRINK

Εκείνο το απόγευμα που ο ήλιος έλουζε την θάλασσα και έφτιαχνε ένα έργο τέχνης

Ένα ραντεβού με τον ήλιο για να χαραχτεί στο μυαλό μια φωτογραφία που είχε θάλασσα, αμμουδιά, γέλια και ένα ποτήρι Ούζο Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου στο χέρι.

Ο ήλιος είχε περάσει από την κορυφή του αλλά ήταν ακόμα καυτός. Είχε κάνει όμως την δουλειά του από το πρωί που είχαμε κατέβει στην παραλία και παίξαμε ρακέτες για να συνέλθουμε από το χθεσινό ξενύχτι. Ευτυχώς θυμήθηκε ο Κώστας να πάρει στην τσάντα του το αντηλιακό και δεν το άφησε πάλι στο αμάξι και έτσι δεν καήκαμε. Την πρώτη μέρα που φτάσαμε στο νησί μας είχε πάρει ο ύπνος πάνω στην άμμο και η πλάτη μας έμοιαζε με φανάρι στο Σύνταγμα που δεν ανάβει ποτέ πράσινο. Το κατάλαβα όταν με ακούμπησε ο Μάριος στην πλάτη για να με ξυπνήσει και να μου πει ”Πρέπει να φτιάξουμε την σκηνή, ξύπνα”.

Εκείνη την ημέρα ήταν σαν να είχαμε από το πρωί ραντεβού με τον ήλιο. Μας ξύπνησε, μας έδωσε ενέργεια, μας έφτιαξε την διάθεση και τελικά μας χάρισε και ένα καταπληκτικό κάδρο το οποιο έχει μείνει αναλλοίωτο στο μυαλό μας. Τελικά αυτές οι στιγμές και τα μικρά πράγματα είναι που δεν ξεχνάς ποτέ στις διακοπές σου. Και ξέρω σίγουρα ότι και ο Κωνσταντίνος και ο Μάριος αλλά και εγώ δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσουμε εκείνη την ημέρα στον Σίμο και την χρυσαφένια αμμουδιά της παραλίας της Ελαφονήσου.

(Σκίτσα: Ρομπέρτα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Είχαν περάσει ήδη τρεις μέρες που ήμασταν στο νησί, στο camping, στον Σίμο, σε όλα αυτά ξεχωριστά και μαζί ταυτόχρονα. Αν με ρώταγες εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα βέβαια να σου προσδιορίσω το χρονικό διάστημα που είχε περάσει από την μέρα που φτάσαμε. Ένιωθα ότι είχε σταματήσει ο χρόνος. Ο χρόνος σταμάτησε και την στιγμή που ανέβηκα πρώτος στο camping για να πάρω το κινητό του Μάριου και είδα την κοριτσοπαρέα που έστηνε στην ακριβώς δίπλα θέση από εμάς. Έψαχνα ασυναίσθητα να σκουντήξω κάποιον δίπλα μου αλλά δεν υπήρχε κανείς, μόνο αέρας. Τέσσερις κορασίδες που είχαν καταπιεί το καλοκαίρι. Εγώ από την άλλη δεν μπορούσα να καταπιώ, είχε στεγνώσει το στόμα μου. Μπορεί να ήταν από την ζέστη μπορεί και από το θέαμα. Τελικά βρήκα τα κουράγια και έτρεξα στην παραλία να πω τα νέα στους άλλους δύο.

Εκείνη την ημέρα περιμέναμε τον Αλέξανδρο να έρθει από Αθήνα και μας έφερνε προμήθειες. “Φέρε και κάτι να πιούμε Άλεξ γιατί εδώ είναι πιο ακριβό και είναι κρίμα” του είχε πει ο Κωνσταντίνος κατά λέξη. Φυσικά και έφερε ότι πιο ελληνικό, ότι πιο θερινό μπορούσε. Δύο μπουκάλια Ούζο Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου και μπόλικο πάγο. Ο παντοδύναμος Αλέξανδρος είχε πιάσει ήδη κουβέντα με τα κορίτσια, ο Μάριος είχε βγάλει την κιθάρα του και την γρατζούναγε, ενώ ο Κωνσταντίνος γέμιζε οκτώ ποτήρια με Ούζο Πλωμαρίου και πάγο. Στην ουσία είχαμε γίνει μια παρέα αφού δεν ξεχώριζες ποια καρεκλάκια άνηκαν που. Όποιο έβρισκες κενό καθόσουν. Πάντα υπήρχε ένας σκοπός πίσω από την επιλογή θέσης.

Τότε έπεσε η ιδέα από τα κορίτσια. ”Έχει τέλεια μέρα, πάμε να αράξουμε παραλία  όλοι μαζί και να κάνουμε καμία βουτιά μέχρι να πέσει ο ήλιος;”. Δεν ακούστηκε ναι, μόνο πράγματα που μαζεύονταν βιαστικά. Το ραντεβού με τον ήλιο μόλις είχε κλειστεί. Καταλάβαινες που καθόμασταν από την μουσική που ακουγόταν από την κιθάρα του Μάριου. Έβαλα ένα ποτήρι Ούζο Πλωμαρίου με λίγο πάγο και πήγα στην ακρογιαλιά. Το φως από τον ήλιο είχε γίνει πιο γλυκό και έλουζε την θάλασσα. Ένας πίνακας απλωνόταν μπροστά μου πραγματικό έργο τέχνης ενώ μπορούσες να δεις μέχρι τον ορίζοντα που η θάλασσα συναντούσε στον ουρανό. Εκείνος είχε ένα απίστευτο χρώμα και κάτω από αυτον κάποιοι από την παρέα είχαν μπει για βουτιά. Από πίσω κάποιο τραγούδι που δεν θυμάμαι και στα χέρια μου ένα ποτήρι με Ούζο Πλωμαρίου. Πίνω μια γουλιά και κλείνω τα μάτια για να αποθηκεύσω αυτή την εικόνα που είχα μπροστά μου και τα κατάφερα. Τόσα χρόνια μετά και μου έχει μείνει ως η πιο καλοκαιρινή στιγμή του μυαλού μου. Από την πρώτη μέρα που φτάσαμε  σε αυτό το νησί κατάλαβα ότι είχαμε ραντεβού με τον ήλιο για να μας χαρίσει αυτό το καρτ ποστάλ στην μνήμη μας.