ΤΑΞΙΔΙ

Έλληνας στις Βρυξέλλες

Ένα βιωματικό ταξίδι στην πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το Διεθνές Αεροδρόμιο Βρυξελλών στο φλαμανδικό Zaventem υποδέχεται και εξυπηρετεί κάθε χρόνο περισσότερους από 18 εκατομμύρια ταξιδιώτες. Είναι καθαρό, σύγχρονο, αποπνέει έναν ευρωπαϊκό αέρα.

Δεν είχα ξαναπάει στις Βρυξέλλες, γνώριζα πολύ κόσμο που δούλευε εκεί, που είχε ταξιδέψει εκεί είτε για δουλειά είτε για αναψυχή είτε ακόμη και για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ελληνικής ομάδας με την Άντερλεχτ. Εκείνο το μεσημέρι ήμουν ένας απ’ τους 18 εκατομμύρια ταξιδιώτες, αρκετά ψαρωμένος όπως καθένας που ταξιδεύει μόνος σε μια ξένη χώρα. Ο Βέλγος οδηγός ταξί που με επιβίβασε στο πεντακάθαρο Prius του, ήταν κι αυτός ένας σοφός απόφοιτος του πανεπιστημίου της ζωής όπως και η πλειοψηφία των δικών μας: “Πρώτη φορά Βρυξέλλες; Θα σας πω εγώ για τις Βρυξέλλες. Σκεφτείτε ότι σας έχουν προσκαλέσει σε ένα δείπνο. Το έχει οργανώσει ένας Γερμανός, σας υποδέχεται με τη γνωστή βρετανική ευγένεια ένας Άγγλος, έχει μαγειρέψει ένας Γάλλος και σας διασκεδάζει ένας Ιταλός. Τώρα αλλάξτε τη σειρά και βάλτε τον Ιταλό στην οργάνωση, το Γάλλο στην υποδοχή, τον Άγγλο στην κουζίνα και το Γερμανό να σας διασκεδάζει. Καλώς ήρθατε στις Βρυξέλλες!”. Χαμογέλασα κι εξακολούθησα να χαζεύω απ’ το παράθυρο.

“Καλωσήρθατε στην Ευρώπη”.

Η πρώτη επαφή με την πόλη, αρκετά σοκαριστική. Είναι βρώμικη, εντυπωσιακά βρώμικη, πολύ μακριά από τα στερεότυπα των πεντακάθαρων βορειοευρωπαϊκών πόλεων που έχουμε στο μυαλό μας. Ο ουρανός γκρίζος, αλλά αυτό το περίμενα – όσο πιο βόρεια ανεβαίνεις, τόσο πιο γκρίζος γίνεται ο ουρανός. Εκείνο που μου προξένησε εντύπωση είναι πως σε αρκετά σημεία η πόλη θυμίζει εργοτάξιο, γεγονός που έχει διττή ανάγνωση. Αφ’ ενός όλα κινούνται, αλλάζουν, προσαρμόζονται, αφ’ ετέρου δυσκολεύουν πάρα πολύ την καθημερινότητα και δημιουργούν ένα απέραντο κυκλοφοριακό χάος. Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει στις Βρυξέλλες. Παραπονούμαστε για την Αθήνα, αλλά εδώ το πράγμα ξεφεύγει. Οι Βέλγοι ή οι κάτοικοι των Βρυξελλών καλύτερα, παίρνουν το αυτοκίνητό τους ακόμη και για να πάνε στην επόμενη γωνία να αγοράσουν ψωμί. Η κίνηση είναι αποπνικτική, δεν είναι τυχαίο ότι η πόλη έχει την πρωτοκαθεδρία ως το αστικό κέντρο με την μεγαλύτερη κυκλοφοριακή συμφόρηση πανευρωπαϊκά. Με τον καιρό το συνηθίζεις βέβαια, αλλά καθημερινά βρίσκεις μπροστά σου το πρόβλημα της στάθμευσης, μαθαίνεις να ζεις με αυτό, αποδέχεσαι τη μοίρα σου σαν να μετακομίζεις από τον Άγιο Στέφανο στο Παγκράτι και δεν διαθέτεις parking.

Η πάντα επιβλητική Grand Place.

Frites σε χάρτινο χωνάκι, κέτσαπ, μαγιονέζα, μπύρα: το πιο διαδεδομένο (και λιπαρό) σνακ στους δρόμους των Βρυξελλών.

Το ευρωκοινοβούλιο καθρεφτίζει το status των Βρυξελλών ως πρωτεύουσα της Ε.Ε.

Η πρώτη μου βόλτα σαν γνήσιος τουρίστας, ήταν ασφαλώς στην Grand Place, τη θρυλική πλατεία που ανήκει στα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Μπαρόκ στοιχεία, το επιβλητικό Δημαρχείο, το μπαρ De Zwaan στην κλειστή πια Μaison du Cygne, όπου ο Karl Marx έγραψε το κομμουνιστικό μανιφέστο. Ήπια μια Gueuze που όπως με πληροφόρησε ο σερβιτόρος είναι η ‘αληθινή’ μπύρα των Βρυξελλών επειδή η γεύση της παίρνει την πίκρα από τα βακτήρια του ποταμού Σεν που διασχίζει υπόγεια την πόλη και δοκίμασα τις περίφημες frites μέσα στο χάρτινο χωνί, τις διπλοτηγανισμένες πατάτες που υποκαθιστούν για τους Βέλγους το δικό μας σουβλάκι, είναι κάτι σαν εθνικό έδεσμα. Κοίταξα γύρω μου το πλήθος. Ήμουν στο κέντρο, στην καρδιά της Ευρώπης, στα μισά του δρόμου ανάμεσα σε Παρίσι και Άμστερνταμ, μεταξύ Λονδίνου και Φρανκφούρτης, όλα προσβάσιμα σε λίγες ώρες με τρένο ή αυτοκίνητο. Δεν είναι τυχαίο ότι και λόγω γεωγραφικής θέσης, οι Βρυξέλλες είναι η πόλη των ευκαιριών. Οργανισμοί, πολυεθνικές, εξειδικευμένο προσωπικό, υψηλός ανταγωνισμός και βέβαια η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πιθανότατα καμία άλλη ευρωπαϊκή πόλη – με εξαίρεση το Λονδίνο – δεν είναι στο επίπεδο των Βρυξελλών, όχι μόνο λόγω των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, αλλά και εξ αιτίας του ΝΑΤΟ, του αποικιοκρατικού παρελθόντος με το βελγικό Κονγκό, της πολυπολιτισμικότητας που δημιουργεί μια απίστευτη πολυμορφία και ένα εκρηκτικό μείγμα αίσθησης Βαβέλ. Είναι καταπληκτικό πως αυτή η πόλη της απίστευτης, παράλογης, ατέρμονης γραφειοκρατίας, μια πόλη που ακροβατεί μεταξύ του βελγικού σουρεαλισμού και του ευρωπαϊκού politically correct, κατορθώνει και παραμένει ζωντανή. Ίσως είναι τα φεστιβάλ, οι συναυλίες, οι εκδηλώσεις όλων των ειδών που επιτρέπουν στην πόλη να αναπνέει. Κάθε μέρα προκύπτει και ένας μαραθώνιος εκδηλώσεων, κάθε μέρα και μια νέα πρωτοβουλία που απευθύνεται σε νέο ακροατήριο, κάθε στενό και ένα γκράφιτι με τον Τεν-Τεν σε μια πόλη που κατοικείται από Eurocrats και αναβλύζει art nouveau. Νομίζω αυτό είναι το καλύτερο απ’ όλα.

Σε σημεία όπως το Sablon ξεχνάς ότι βρίσκεσαι σε μεγαλούπολη του 21ου αιώνα.

Τα κτίρια του Victor Horta σου θυμίζουν ότι βρίσκεσαι στην πρωτεύουσα της Art Nouveau.

Μια πόλη που ούτε λίγο ούτε πολύ, αποτελεί parking πολιτικών και παρατρεχάμενων απ’ όλη την Ευρώπη, κατορθώνει και παντρεύει τα ιταλικά βαρετά μπλε κοστούμια και τους rex γιακάδες με το μοντερνισμό, το ρομαντισμό, το stile liberty. Γιατί οι Βρυξέλλες δεν είναι μόνο η Grand Place, ο Manneken Pis, η «αδελφή» του η Jeanneke Pis και το Atomium (μια θεόρατη μεταλλική κατασκευή με εννέα ατσάλινες σφαίρες), αλλά η τέχνη μπροστά στα μάτια σου. Από την αρχιτεκτονική των σπιτιών, μέχρι την απλή καθημερινή βόλτα σε ένα από τα τριάντα πάρκα και τη (μόνο ορθογώνια γιατί η οβάλ είναι Liegeois) βάφλα με τη ζάχαρη άχνη με θέα το Atelier Horta.

Oι χαριτωμένοι Manneken Pis και Jeanneke Pis.

Το εμβληματικό Atomium.

Έμεινα στις Βρυξέλλες δύο χρόνια. Έμαθα να ζω χωρίς πλυντήριο στο σπίτι και να γνωρίζω κόσμο στα διάφορα meeting laundry points όπου πρωτίστως πας για να μάθεις μια ακόμα ιστορία από κάποιον σαν κι εσένα, παρά για να πλύνεις τα ρούχα σου. Διαπίστωσα ότι στο δρόμο προτεραιότητα έχει πάντα εκείνος που έρχεται από δεξιά, κρατούσα πάντοτε ψιλά επάνω μου διότι η τουαλέτα στα περισσότερα μαγαζιά χρειάζεται κέρμα, γνώρισα την πιο dog-friendly πόλη της ζωής μου με σκύλους παντού, ακόμη και σε εστιατόρια, είδα Έλληνα Υπουργό να ψάχνει εναγωνίως γυράδικο – και να βρίσκει – γιατί δεν άντεχε άλλο την τηγανισμένη πατάτα στο λίπος, άκουγα σχεδόν καθημερινά τους γύρω μου να μιλούν για την Ελλάδα και το δράμα της μέχρι που η Ελλάδα έγινε αφηρημένη έννοια και το πρόβλημα παρέμεινε αλλά μόνο δικό μας, πάνω απ’ όλα θεώρησα φυσιολογικό να ζεις σε μια πόλη που άπαντες μιλούν τρεις γλώσσες και οι περισσότεροι τις μπασταρδεύουν κι από πάνω, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνεις ούτε τα αυτονόητα.

Τελικά αντιλήφθηκα ότι κανείς δεν πρόκειται να πει σε κανέναν πως ζουν σε μια πόλη γιατί κανείς δεν είσαι εσύ. Φεύγοντας, εγώ την πόλη τη θεωρώ μεσογειακή, πιο μεσογειακή από πολλές πόλεις της βόρειας Ιταλίας ας πούμε. Πολύχρωμες αγορές, πυκνοκατοικημένες πλατείες, νέοι στο δρόμο να διαμαρτύρονται, να χορεύουν, να πηδούν απ’ το ψηλότερο σημείο του Atomium. Ένα μικρό χωριό είναι οι Βρυξέλλες, πόσες φορές δεν έχετε ακούσει αυτήν την κοινοτoπία; Το μικρό μέγεθος της πόλης, ο δακτύλιος και το υποσύνολό του, το γεγονός ότι σε δέκα λεπτά είσαι παντού (με την κίνηση 30), τα ίδια πρόσωπα κάθε μέρα στο σταθμό, οι συνάδελφοι, οι φίλοι, εκείνοι που είναι ακριβώς σαν κι εσένα και είναι περαστικοί, η ομοιομορφία των πολιτικών και των συνεργατών, το “μαλάκα” που θα ακούσεις τυχαία στο δρόμο και θα σε κάνει να χαμογελάσεις. Ένα χαμόγελο που μάλλον ξεθώριασε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις σε μετρό και αεροδρόμιο και τα μέτρα ασφαλείας που παραπέμπουν σε αστυνομοκρατούμενο κράτος.

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις, ο στρατός δεν εγκατέλειψε ποτέ τους δρόμους.

Όπως κι αν περάσεις στις Βρυξέλλες, θα έχεις πάντα τη δυνατότητα να φύγεις με μια γλυκιά ανάμνηση.

Γέμισα τη βαλίτσα με εκατοντάδες σοκολατάκια, όλοι οι συγγενείς και φίλοι είχαν ζητήσει σοκολατάκια. Πραλίνες, βουτύρου, κακάο, τρούφες, με καφέ, με φουντούκι, με αμύγδαλο, με καραμέλα. Στις Βρυξέλλες έμαθα και την ιστορία πίσω από τη βιομηχανία σοκολάτας, τα ‘ματωμένα σοκολατάκια’, το “Nous ne sommes plus vos singes” (δεν είμαστε πια οι μαϊμούδες σας) των Κονγκολέζων την ημέρα τα ανεξαρτησίας τους. Είναι μια παρένθεση που ίσως αξίζει περισσότερης ανάλυσης και ξεφεύγει από τα τετριμμένα και τις ερωτήσεις όλων «πώς ήταν οι Βρυξέλλες». Οι Βρυξέλλες είναι όπως θέλει ο καθένας μας, προσαρμόζονται επάνω σου και δεν σε καθορίζουν. Δεν είναι ούτε μια βαρετή πόλη όπως είναι η επικρατούσα άποψη, ούτε ο παράδεισος της μοντέρνας τέχνης. Οι Βρυξέλλες είναι όπως ορίζεις εσύ να είναι, γιατί η ευτυχία του καθενός εξαρτάται μεν από το που ζει, αλλά ορίζεται από ζωτικής σημασίας συμβιβασμούς σε διάφορους τομείς που καθορίζουν το παρόν και το μέλλον.