ΤΑΞΙΔΙ

H Θεσσαλονίκη μόλις μου πήρε την ‘παρθενία’ (στα 35 μου)

Άργησα να κάνω σεξ για πρώτη φορά. Άργησα όμως περισσότερο να αξιωθώ να πάω στην Θεσσαλονίκη. Για το δεύτερο μάλλον μετανιώνω περισσότερο.

Μόλις επέστρεψα από το πρώτο μου τριήμερο στην Θεσσαλονίκη. Και σε όποιον το λέω, με κοιτάζει με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Πρώτα με έκπληξη, μετά με τρόμο, στην συνέχεια με λύπηση και στο τέλος με απορία. Προσπαθώντας να μαντέψουν τι άλλη σιχαμένη ‘διαστροφή’ κρύβω μέσα μου. Ελπίζω εσύ, να μη με κρίνεις το ίδιο αυστηρά.

 

Ίσως να φταίει ότι όλοι οι παιδικοί μου φίλοι πέρασαν σε πανεπιστήμια της Αθήνας, οπότε δεν υπήρχε κανένα φοιτητικό σπίτι να με περιμένει να πάω να αράξω κανένα δεκαήμερο μετά την εξεταστική την εποχή που πήγαινα πανεπιστήμιο.

Ή ότι ποτέ μου δεν είχα την ‘τύχη’ να έχω γκόμενα Σαλονικιά.

 

Η ουσία είναι πως τα χρόνια πέρασαν και εγώ άκουγα τον Μητροπάνο να μιλάει για Λαδάδικα και δεν ήξερα ποτέ ακριβώς τι εννοούσε. Όλα αυτά μέχρι και το περασμένο Σάββατο πρωί, όταν και βρέθηκα πάνω για δουλειές.

 

Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησα είναι ότι όντως πρόκειται για φουλ ερωτική πόλη. Και μάλιστα όλες τις ώρες και σε όλα της τα σημεία.

Ακόμη και στις έντεκα το πρωί, στο πύργο Τριγωνίου (σ.σ.το δίδυμο αδελφάκι του Λευκού Πύργου στην Άνω Πόλη), λίγο πριν αρχίσουν και καταφθάνουν τα τουριστικά λεωφορεία.

 

 

Όσον αφορά τα υπόλοιπα ”κλισέ” που έχουμε οι χαμουτζήδες για την καρα-καλόνα του Θερμαΐκού και τους κατοίκους της, αυτά τα είδα ένα ένα να βγαίνουν αληθινά μπροστά στα μάτια μου.

Συγκεκριμένα οι Θεσσαλονίκεις είναι όντως περισσότεροι φιλόξενοι. Σίγουρα από ότι έχω συνηθίσει, ζώντας στην Αθήνα. Αλλά και περισσότερο από ότι περίμενα ερχόμενος.

Ξεκινώντας από το παλικάρι της δημοτικής αστυνομίας μου με είδε σταματημένο παράνομα μπροστά στον Λευκό Πύργο προκειμένου να βγάλω φωτογραφίες και, όταν άρχισα να ξεφουρνίζω δικαιολογίες, απλά μου είπε «Χαλάρωσε θα πάθεις τίποτα. Κάνε την δουλειά σου. Δεν ενοχλείς».

Και μετά ήπιε μια γουλιά από τον φραπέ του (να άλλο ένα κλισέ που βγήκε αληθινό).

Και συνεχίζοντας με σερβιτόρους, μπάρμεν, περιπτερούδες, ταξιτζήδες και όποιον άλλο είχα την τύχη να συναναστραφώ.

Επίσης οι Θεσσαλονίκεις είναι και περισσότερο χαλαροί. Τουλάχιστον αυτοί που συνάντησα ξαπλωμένους το πρωί στα καφέ κατά μήκος της παλιάς παραλίας.

Ή το απόγευμα (που είχε πέσει ο ήλιος) να αναλύουν τα υπαρξιακο-γκομενικά τους στην ανακατασκευασμένη προβλήτα του ΟΛΘ με φόντο τις Αποθήκες και τους γερανούς.

 

Αλλά δεν τους κατηγορώ αφού και εγώ, έχοντας μόνιμη θέα σε μια τέτοια θάλασσα, έπιασα τον εαυτό μου να θέλει να πέσει μέσα στην μαρμίτα με την ραστώνη και να σαπίσει μέχρι να ξανάρθει το καλοκαίρι.

 

Όσον αφορά τις γυναίκες, οι οποίες έμοιαζαν να είναι παντού τριγύρω μου, είναι αλήθεια ότι ντύνονται σαφώς πιο σέξι από την Αθήνα.

Επίσης όμως είναι -κατά κανόνα- περισσότερο βαμμένες και μακιγιαρισμένες, κάνοντάς σε να αισθάνεσαι ότι βρίσκονται πάντα ένα μικρόφωνο μακριά από το να ανέβουν στην πίστα και να αρχίσουν να τραγουδούν.

Στο τέλος της ημέρας η Θεσσαλονίκη στα μάτια μου, τα μάτια ενός πρωτάρη, μοιάζει με μια υπέροχη πόλη για να ζήσεις.

Ένα μέρος όπου μπορείς να ξεκινήσεις την μέρα σου με χαλαρό καφέ στα πέριξ της Αριστοτέλους,

 

Να την συνεχίσεις με ούζο και ψαρο-μεζέδες στα Λαδάδικα.

 

Και  να την αποθεώσεις «γλυκά» σταματώντας στον Ελενίδη για τραγανά τρίγωνα με πλούσια κρέμα.

 

Καθώς επίσης για πουράκια στον Χατζηφωτίου,  φρεσκοψημένο τσουρέκι στον Τερκενλή και λαχταριστή μπουγάτσα  στον Χρυσό.

 

Αυτό ακριβώς που έκανε πριν πάρω μια γερή μυρωδιά από τα ψαγμένα μπαράκια της Βαλαωρίτου και γενικά του κέντρου, τα καλύτερα από τα οποία μπορείτε να τα δείτε εδώ.

Άσε που η νέα παραλία, στην οποία πήγα Κυριακή πρωί, είναι ταυτόχρονα το καλύτερο φάρμακο τόσο για το hangover όσο και για την δυσπεψία.

 

Αν πάσχεις από το πρώτο απλά αράζεις με θέα την θάλασσα.

Αν υποφέρεις από το δεύτερο απλά αρπάζεις ένα ποδήλατο και αρχίζεις να τρέχεις κατά μήκος της.

Για το τέλος, ότι μένει να ειπωθεί το είπε πρώτος ο Άρνολντ.

Salonica, I’ll be back.