ΤΑΞΙΔΙ

Πήγαμε στην Αστόρια (τη γνωστή)

Φέτα, ψωμί, φρέντο και πάρα πολλές ελληνικές σημαίες.

Αν πριν από 15 ημέρες, με ρωτούσες πώς φανταζόμουν την Αστόρια, θα σου περιέγραφα μια περιοχή γεμάτη ελληνικά diner και μπουζούκια, με όλες τις γυναίκες να μιλάνε με προφορά Καλομοίρας, όλους τους άνδρες να είναι ντυμένοι τσολιάδες και κάπου στη μέση τον So Tiri να ραπάρει.

Η ελληνική παροικία της Νέας Υόρκης είχε πάρει διαστάσεις μύθου στο κεφάλι μου και βίντεο όπως το παρακάτω σίγουρα δεν με βοηθούσαν να ξεπεράσω τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που με τόσο κόπο είχα χτίσει:

Κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψής μου στην πόλη (εδώ μπαίνει υποχρεωτικά το “που δεν κοιμάται ποτέ”), δεν πρόλαβα να περάσω μια βόλτα από την Αστόρια, μιας και το πρόγραμμα ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Τη δεύτερη φορά όμως, δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω την ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη. 

Ο καιρός στη Νέα Υόρκη θύμιζε έτσι κι αλλιώς Ελλάδα, οπότε σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, με τον φίλο μου τον Φώτη μπήκαμε στο αμάξι και ξεκινήσαμε για τα πιο πάτρια εδάφη που θα μπορούσαμε να βρούμε τόσα χιλιόμετρα μακριά από την Ομόνοια. Το μόνο που έλειπε ήταν να φορέσουμε και εμφανίσεις του Δέλλα με την εθνική Ελλάδας αλλά δυστυχώς δεν ήμασταν τόσο καλά προετοιμασμένοι.

Είχε φτάσει πια μεσημέρι όταν ψάχναμε να παρκάρουμε στα δρομάκια της Αστόρια. Ο Φώτης, ως κάτοικος πια της Νέας Υόρκης έχει επισκεφτεί αρκετές φορές την Αστόρια κι ήξερε τα κατατόπια. Εγώ πάλι, σαν σκυλί που μπαίνει πρώτη φορά σε αμάξι, είχα βγάλει το κεφάλι μου έξω και προσπαθούσα να ρουφήξω κάθε λεπτομέρεια.

Ομολογώ όμως ότι η πρώτη εικόνα με απογοήτευσε, αφού πέρα από κάτι ξέμπαρκες πινακίδες με ελληνικά ονόματα, τύπου ‘Dentist George Anastasiou’, δεν υπήρχε κάποιο άλλο ελληνικό στοιχείο. Ούτε Καλομοίρα, ούτε So Tiri, ούτε σούβλες με αρνιά στους δρόμους, τίποτα. “Χαλάρωσε, πιο πάνω είναι η φάση” με καθησύχασε ο Φώτης και ξεκινήσαμε να περπατάμε προς τους πιο κεντρικούς δρόμους της Αστόρια.

Η μπλε τέντα με την ονομασία ‘Zorbas’ και τις σχεδιασμένες ελιές από πάνω άρχισε να με καθησυχάζει ότι βρισκόμαστε στο σωστό μέρος. Μόνο μια Καρυάτιδα έλειπε για να είναι ολοκληρωμένη η κλισέ εικόνα

Η ταμπέλα των κυπριακών αερογραμμών και το στούντιο αισθητικής ‘Kinisis’ δεν μου άφησαν περιθώρια για πολλές αμφιβολίες. Όταν περάσαμε έξω από την παραδοσιακή ταβέρνα του Σταμάτη, μύρισε Ελλάδα για τα καλά και η απόφαση να την επισκεφτούμε ήταν μονόδρομος. Αν δεν φας παραδοσιακά ελληνικά σουτζουκάκια και χωριάτικη στην Νέα Υόρκη άλλωστε, είναι γνωστό ότι χάνεις την μισή εμπειρία.

Δεν χρειάστηκε καν να φτάσει η ώρα του φαγητού για να μας επιβραβεύσει η επιλογή μας. Ο ψήστης με τη μπλούζα που έγραφε κάτι τύπου “Ελλάδα=Ελευθερία” και οι ζωγραφιές ελληνικών τοπίων στους τοίχους με έκαναν να χαμογελάσω αυθόρμητα.

Οι σερβιτόροι μας καλωσόρισαν σε άπταιστα ελληνικά και το μενού που μας έφεραν μας ευχόταν σε επίσης άπταιστα greeklish ‘kali orexi’. Απαντήσαμε στον κατάλογο “eykaristoume” με προφορά Ζακ Ρογκ και παραγγείλαμε μπιφτέκια, χωριάτικη και σμυρνέικα σουτζουκάκια. Ο ευγενέστατος σερβιτόρος μας ρώτησε από που είμαστε, μας εξιστόρησε την ιστορία της ζωής του (βρίσκεται πάνω από 30 χρόνια στην Αμερική) και μας έκανε να αισθανόμαστε πως μόλις βγούμε έξω, θα δούμε το Μοναστηράκι.

Στα δίπλα τραπέζια πάντως, καθόντουσαν από Αμερικάνοι μέχρι Ασιάτες, δείγμα του ότι οι λιχουδιές του Σταμάτη είναι γνωστές κι εκτός της ελληνικής παροικίας. Τα φαγητά ήταν όντως πολύ νόστιμα, το κερασμένο γαλακτομπούρεκο ήταν ό,τι έπρεπε για κλείσιμο και με το στομάχι γεμάτο Ελλάδα (συγγνώμη, είχα μπει σε πατριωτικό κλίμα, έλειπα δύο ολόκληρες μέρες από τη χώρα), συνεχίσαμε για το μεγάλο ιβέντ της ημέρας: την επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ.

Κι όταν λέω σούπερ μάρκετ, δεν εννοώ όποιο κι όποιο σούπερ μάρκετ αλλά το θρυλικό Titan Foods. Τι εστί Titan Foods; Μα φυσικά το σούπερ μάρκετ μέσα στο οποίο έχει γυριστεί αυτό το έπος:

Με τα πόδια βαριά από τη συγκίνηση, ετοιμαστήκαμε για να περάσουμε τις πύλες, όμως αυτά που είδαμε κολλημένα πάνω στην τζαμαρία, δεν γινόταν μας μην μας τραβήξουν την προσοχή. Μαχαιρίτσας-Ζουγανέλης, Μητσιάς-Μπάσης, Μαρινέλλα-Ρέμος, γίνονται πράγματα στην Νέα Υόρκη. Και φυσικά, στηρίζουμε Nicole Malliotakis για δήμαρχο.

Όσο για το ίδιο το σούπερ μάρκετ, δεν θα ήταν υπερβολή να γράψω ότι έχει περισσότερα ελληνικά προϊόντα κι απ’ τα δικά μας. Εκτός από φέτα και ψωμί, μπορείς να βρεις ούζο, γάλα, παξιμάδια, αναψυκτικά, λάδι, ξύδι και δεκάδες ακόμη προϊόντα κατευθείαν από την πατρίδα.

Τα ελληνικά προφανώς ήταν η επίσημη (κι η μοναδική) γλώσσα που ακούσαμε όσο ήμασταν μέσα στο σούπερ μάρκετ, ενώ κι οι τιμές των προϊόντων ήταν περισσότερο κοντά στα ελληνικά παρά στα αμερικάνικα πρότυπα. Αλίμονο, με τόσες ελληνικές σημαίες στο χώρο.

Είδα και τη σούβλα που τόσο ήθελα, έστω κι αν δεν είχε αρνί πάνω, οπότε γεμάτος και χωρίς παράπονο, συνέχισα για την εξερεύνηση της υπόλοιπης Αστόρια.

Οι ταμπέλες στο δρόμο συνέχιζαν σε άπταιστα ελληνικά, με κάθε γωνιά της χώρας να εκπροσωπείται. Η κοινότητα της Καλύμνου, η Θεσσαλονίκη με τα κοσμήματά της , η Ακρόπολη, οι Κυκλάδες με ψαρικά τους

Και φυσικά η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, όπως και η οδός του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Ακόμα και οι γέφυρες στην Αστόρια όμως, έχουν ζήσει τις δικές τους χρυσές στιγμές, γιατί όπου υπάρχει ελληνισμός, υπάρχει και πολιτισμός.

Καλές όμως οι ταβέρνες, τα μαγαζιά και οι εκκλησίες, αλλά ένα μέρος δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά Ελλάδα, αν δεν υπάρχει μια τυπική ελληνική καφετέρια. Και αυτή τη συναντήσαμε στη συμβολή της λεωφόρου Ditmars με την 36th. Και όταν λέω τυπική, εννοώ τυπική. Με τα τραπέζια έξω και τους Ελληνάρες να πίνουν τον φρέντο τους όρθιοι, τσεκάροντας την περαντζάδα. Αν πάλι μετά τον καφέ χρειαστείς γλυκό, στο μαγαζί της Μάρθας θα βρεις όλα τα παραδοσιακά ελληνικά γλυκίσματα.

Ζωάρα

Η βόλτα μας στην ηλιόλουστη Αστόρια έφτανε σιγά σιγά στο τέλος της και η εικόνα που μου άφησε, δεν ήταν καθόλου μα καθόλου άσχημη και σίγουρα δεν είχε καμία σχέση με αυτή που είχα φτιάξει στο κεφάλι μου. Οι κεντρικές οδοί με τα μαγαζιά και τις ταβέρνες, συνδυάζονταν με μικρά δρομάκια γεμάτα σπίτια με αυλές, αγάλματα και ελληνικές σημαίες, ενώ ένα ανοιχτό γηπεδάκι μπάσκετ έδενε απόλυτα με το περιβάλλον.

Αν είσαι Έλληνας που μένει στην Νέα Υόρκη, μια βόλτα στην Αστόρια θα σε κάνει να αισθανθείς για λίγο πως βρίσκεσαι στην πατρίδα, έστω κι αν δεν μιλάμε για την πατρίδα του 2017 αλλά γι’ αυτή μερικών χρόνων πίσω. Σημασία έχει ότι θα ακούσεις ελληνικές φωνές, θα φας δικές μας συνταγές και θα βρεις φέτα και ψωμί, σ’ ένα πεντακάθαρο περιβάλλον χωρίς διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα πάνω σε πεζοδρόμια. Αν πετύχεις και την Καλομοίρα, ακόμα καλύτερα.