ΤΑΞΙΔΙ

Στη ζούγκλα του Βιετνάμ τον χαμό τον κάνουν τα παπάκια

Περάσαμε τρεις μέρες στη Σαϊγκόν και θέλουμε να γυρίσουμε πίσω.

Παπάκια. Παπάκια που έμπαιναν χωρίς ενδοιασμό στο αντίθετο ρεύμα. Παπάκια που προσπερνούσαν άλλα παπάκια. Παπάκια στα οποία επέβαιναν τέσσερα άτομα (γονείς και δύο παιδιά). Παπάκια-ταξί. Παπάκια που τα οδηγούσαν έφηβοι. Παπάκια που κόρναραν σε minivan γιατί δεν τα άφηναν να τα προσπεράσουν. Παπάκια που έπεφταν πάνω σε άλλα παπάκια, γιατί τα δεύτερα έκαναν το λάθος να ακινητοποιούνται όταν το φανάρι τους γινόταν κόκκινο. Η διαδρομή μας από το διεθνές αεροδρόμιο του Χο Τσι Μινχ, ή της Σαϊγκόν για τους περισσότερους Βιετναμέζους, μέχρι την District 1, την τουριστική περιοχή της πόλης, στην οποία βρισκόταν το ξενοδοχείο μας, ήταν γεμάτη παπάκια. Παπάκια, τα οποία αποτέλεσαν τη μία από τις δύο κυρίαρχες εικόνες που σφηνώθηκαν στο μυαλό μου κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στο Βιετνάμ.

Το χάος της Σαϊγκόν

Στο Βιετνάμ φτάσαμε με τον Χρήστο (φίλο από τα φοιτητικά χρόνια) ένα απόγευμα του πρώτου δεκαήμερου του Αυγούστου, από το Μπρουνέι, όπου είχαμε βρεθεί για ένα γάμο και το μόνο που προλάβαμε να κάνουμε την πρώτη μας μέρα πέρα από το να εγκατασταθούμε στο ξενοδοχείο ήταν μια βραδινή βόλτα στη Σαϊγκόν, την πρωτεύουσα του Νότιου Βιετνάμ κατά τη διάρκεια του Πολέμου, ενώ σήμερα πρωτεύουσα του ενιαίου κράτους αποτελεί το Ανόι.

A post shared by Giorgos_Milonas (@yo.milonas) on

(στον προαύλιο χώρο μιας παγόδας)

Στα πενήντα μέτρα από το ξενοδοχείο, μπροστά από ένα εργοτάξιο στο οποίο όπως μας είπαν οι ντόπιοι γίνονται εργασίες για τη δημιουργία μίας από τις πρώτες στάσεις του Μετρό της πόλης, του οποίου η κατασκευή έχει ήδη υπερβεί κατά τρία χρόνια και κάμποσα εκατομμύρια δολάρια τον αρχικό προγραμματισμό, οι μπλούζες άρχισαν να κολλάνε στο σώμα μας, όχι τόσο λόγω της υψηλής θερμοκρασίας, όσο της υγρασίας. Αρχιτεκτονικά, το κέντρο της πόλης θύμιζε αθηναϊκές περιοχές του Ηλεκτρικού που συναντάς από την στάση Ομόνοια μέχρι τα Άνω Πατήσια με τη σημαντική διαφορά πως ανάμεσα στις πολυκατοικίες συχνά πυκνά παρεμβάλλονται μεγάλα πάρκα.

Αν και η απόσταση του εστιατορίου, στο οποίο τελικά καθίσαμε, από το ξενοδοχείο ήταν μόλις 20 λεπτά με τα πόδια, εμείς κάναμε 45 για να φτάσουμε. Ένα κομμάτι της χρονοτριβής μας δικαιολογείται από το γεγονός ότι ήμασταν τουρίστες και χαζεύαμε ό,τι βλέπαμε γύρω μας (ανθρώπους, υπαίθριες αγορές όπως η Ben Than Market, μαγαζιά) με (σχεδόν) ανοιχτό το στόμα, αφού ήταν το πρώτο μας ταξίδι στην Ασία (μαζί με το Μπρουνέι) και το υπόλοιπο κομμάτι οφείλεται στο χρόνο που κάναμε για να διασχίσουμε τους δρόμους. Αρκετές φορές οι Βιετναμέζοι οδηγοί δεν δίνουν καμία σημασία στα φανάρια, ενώ ποτέ δεν δίνουν στις διαβάσεις. Ο μόνος τρόπος για να περάσεις με (σχετική) ασφάλεια ένα δρόμο στη Σαϊγκόν είναι να δείξεις στους οδηγούς των διερχόμενων οχημάτων (70% από τα οποία είναι παπάκια, αφού στους περίπου 8 εκατ. κατοίκους της Σαϊγκόν αντιστοιχούν 5 εκατ. παπάκια) ότι όσο διασχίζετε τον ίδιο δρόμο, έχεις μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από εκείνους.

 

Βασικό κριτήριο για την επιλογή εστιατορίου ήταν η παντελής έλλειψη τουριστών ή έστω ανθρώπων που έμοιαζαν με Ευρωπαίους ή Αμερικάνους, αφού το Νότιο Βιετνάμ, τους δικούς μας καλοκαιρινούς μήνες, δηλαδή τους μήνες της δική τους rainy season, η οποία κρατά από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβρη, επισκέπτονται βορειοβιετναμέζοι και λοιποί Ασιάτες. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι στη μέση ενός εστιατορίου, το οποίο γύρω μας είχε τουλάχιστον πενήντα τραπέζια γεμάτα Ασιάτες. Παρόλα αυτά, όσο τρώγαμε εκτός από τον σερβιτόρο κανείς δεν μας έριξε ούτε ένα βλέμμα, κάνοντας μας να σκεφτούμε πως αν στη μέση ενός εστιατορίου γεμάτο με Έλληνες κάθονταν μία παρέα Ασιατών, τα αδιάκριτα βλέμματα πάνω τους θα ήταν τόσα πολλά που θα τα ένιωθαν στο σώμα τους σαν σκουντήματα. Μία σκέψη που επαληθεύτηκε, στο περίπου, το επόμενο πρωί στο lobby του ξενοδοχείου μας.

Φάγαμε καυτές, τόσο σε θερμοκρασία όσο και σε γεύση, σούπες με noodles και μοσχάρι που λειτούργησαν καταπραϋντικά στο κρύωμά μας που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας των συνεχών αλλαγών στην ατμόσφαιρα, από τη ζέστη και την υγρασία του έξω, στο air condition που σπάνια ξεπερνούσε τους 18 βαθμούς κελσίου των εσωτερικών χώρων και ήπιαμε κρασί από ρύζι, που δεν το έχει σε τίποτα μετά από λίγα ποτήρια να σε στείλει αδιάβαστο. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα και αφού πρώτα διασχίσαμε την Bui Vien Street, τον Λαγανά δηλαδή της Σαϊγκόν, επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο. Την επομένη, θα ερχόμουν αντιμέτωπος με την δεύτερη πιο χαρακτηριστική εικόνα του ταξιδιού στο Βιετνάμ.

Η ζούγκλα του Cai-Be

Στις 07:00 βρισκόμουν με τον Χρήστο κι άλλα έξι άτομα στο lobby του ξενοδοχείου για πρωινό, αφού 45 λεπτά αργότερα θα ερχόταν ένα minivan για να μας πάει μια ημερήσια εκδρομή στο Cai-Be, χωριό με πλωτή αγορά σε μία από τις χιλιάδες όχθες του ποταμού Mekong (ο ποταμός ‘των Εννέα Δράκων’ περνάει από Μιανμάρ, Κίνα, Ταϊλάνδη, Λάος, Καμπότζη και Βιετνάμ), 60 χιλιόμετρα έξω από την Σαϊγκόν. Τα βλέμματα των υπόλοιπων έξι προς εμάς όσο και τα δικά μας προς αυτούς ήταν τόσο αδιάκριτα, ώστε οι πρώτες ελληνικές λέξεις που ακούσαμε από το στόμα τους, σχεδόν δεν μας προκάλεσαν έκπληξη. Μετά τα πρώτα βλέμματα, ακολούθησαν οι συστάσεις, ώσπου οχτώ ώρες αργότερα βρεθήκαμε να πίνουμε παρέα κρασί από κόμπρα κατά τη διάρκεια της κοινής μας εκδρομής.

(Στην είσοδο της αγοράς)

Αν έχεις δει το ‘Αποκάλυψη Τώρα’, όσο διασχίζεις κάποιο παραπόταμο του Mekong με κανό, δεν μπορείς να μην νιώσεις πως παίζεις σε κάποια από τις ειρηνικές σκηνές της ταινίας του Κόπολα. Μετά από μία βόλτα στην αγορά του Cai Be, στην οποία μπορείς να βρεις από ζωντανά καβούρια και χέλια μέχρι dragon fruit, όπου μας έπιασε μία από τις 3-4 εικοσάλεπτες τροπικές μπόρες που πέφτουν κάθε μέρα, αυτή την περίοδο στο Νότιο Βιετνάμ, ανεβήκαμε ανά τέσσερις σε κανό για να πλησιάσουμε στο χωριό.

Παραπόταμος του Mekong, λίγο έξω από το Ho Chi Minh #vietnam

A post shared by Giorgos_Milonas (@yo.milonas) on

Όλα είναι Βιετνάμ

A post shared by Giorgos_Milonas (@yo.milonas) on

 

Οι μόνοι ήχοι που έσπαγαν τη σιωπή και αποτελούσαν κομμάτι της δεύτερης πιο δυνατής εικόνας μου από το Βιετνάμ, αντί για τους έλικες των ελικοπτέρων του ‘Αποκάλυψη Τώρα’, ήταν οι σταγόνες της βροχής που έπεφταν στο ποτάμι που είχε το χρώμα της λάσπης και το μαδέρι που μπαινόβγαινε στο νερό και με το οποίο η Βιετναμέζα που βρισκόταν πίσω μου, κωπηλατούσε, οδηγώντας το κανό στην απέναντι από την αγορά όχθη. Δεξιά και αριστερά μας βρίσκονταν φοίνικες και πάνω τους αναρριχητικά φυτά, που μας υπενθύμιζαν πως μερικές δεκαετίες νωρίτερα το συγκεκριμένο σημείο αποτελούσε κομμάτι ενός αχανούς τροπικού δάσους.

Κουνούπια σε μέγεθος τέτοιο που αν σε τσιμπήσουν, η λέξη τσίμπημα θα αποτελεί ευφημισμό, αφού θα μιλάμε πλέον για χτύπημα, πετούσαν πέντε πόντους, παράλληλα με τη στάθμη του ποταμού και όταν έβαλα για λίγο την παλάμη μου στο νερό για να νιώσω τη θερμοκρασία του χλιαρού ποπαμού, ο ξεναγός μου ζήτησε να το μαζέψω για να μην με χτυπήσει κάποια διερχόμενη βάρκα ή κανό. Υπάκουσα, με την πεποίθηση πως περισσότερο κινδύνευα από το δάγκωμα κάποιου κροκόδειλου και λίγα λεπτά αργότερα το κανό μάς άφησε σε μία ξύλινη προβλήτα λίγα μέτρα από το μέρος που θα γευματίζαμε.

The river of the 9 dragons #cai_be #vietnam

A post shared by Giorgos_Milonas (@yo.milonas) on

#vietnam

A post shared by Giorgos_Milonas (@yo.milonas) on

(καρύδες)

Στα επόμενα λεπτά ήπιαμε τσάι, είδαμε πώς παρασκευάζεται το pop rice (ποπ ‘κορν’ που η πρώτη του ύλη δεν είναι το καλαμπόκι, αλλά το ρύζι), ήπιαμε νερό καρύδας μέσα από καρύδα και κρασί κόμπρας το οποίο αποτέλεσε την σχεδόν ομόφωνη επιλογή μας στο δίλημμα κρασί κόμπρας ή κρασί σκορπιού. Το κρασί κόμπρας/σκορπιού είναι στην ουσία κρασί ρυζιού στο οποίο έχει προστεθεί ολόκληρη νεκρή κόμπρα ή σκορπιός, αφότου τους έχει αφαιρεθεί το δηλητήριο. Μετά από ακατανόητες για εμένα χημικές διεργασίες η κόμπρα και ο σκορπιός εκτινάσσουν την περιεκτικότητα της αλκοόλης στο κρασί από το 10+ στο 40+%.

Το βασικό πιάτο του γεύματος μας αποτελούσε αυτό το ψάρι:

 

Δεν ξέρω πώς ονομάζεται, πάντως οι Βιενταμέζοι και κατ’ επέκταση οι τουρίστες, το τρώνε σε αυτή τη στάση, αφού σύμφωνα με τους ντόπιους από τη στιγμή που σε αυτή τη στάση βρίσκεται εντός του ποταμού σε αυτή πρέπει να βρίσκεται και στο πιάτο μας. Διαφορετικά, αν το γυρίσουμε στο πλάι, στο πλάι θα γυρίσουν και οι βάρκες των ανθρώπων που διασχίζουν το ποτάμι. Για χώνεψη κάναμε μια βόλτα με ποδήλατα στο χωριό, όπου είδαμε ντόπιους να μένουν τόσο σε καλύβες και σπιτάκια που βρίσκονταν μέσα στο ποτάμι και βασίζονταν σε πασσάλους που ξεχώριζαν το πολύ ένα μέτρο από αυτό όσο και σε σύγχρονα σπίτια. Κατά τη διάρκεια της βόλτας μας στους στενούς δρόμους (δεν ξεπερνούσαν το ενάμιση μέτρο) του χωριού έπρεπε να προσέχουμε δύο πράγματα. Την ολισθηρότητα του δρόμου και τα διερχόμενα (ακόμα και εδώ) παπάκια.

Αυτοί που κέρδισαν τους Αμερικάνους

Η τρίτη και (δυστυχώς) τελευταία μας μέρα στο Βιετνάμ περιλάμβανε μαθήματα ιστορίας. Μετά από μία επίσκεψη στο παλάτι της ανεξαρτησίας ή της επανένωσης, στη Σαϊγκόν, το οποίο αποτελεί το σημείο που τερματίστηκε ο πόλεμος του Βιετνάμ όταν εισέβαλαν σε αυτό τα στρατεύματα των Βιετκόνγκ τον Απρίλη του 1975, ακολούθησε μία ξενάγηση στο πολεμικό μουσείο της πόλης. Όσα πράγματα και να έχεις διαβάσει για τον πόλεμο του Βιετνάμ το σφίξιμο στο στήθος και στο στομάχι μόλις βγεις από το συγκεκριμένο μουσείο, λόγω των εκθεμάτων του, είναι το καλύτερο αντιπολεμικό μήνυμα που μπορεί να περάσει ο συγκεκριμένος χώρος.

A post shared by Giorgos_Milonas (@yo.milonas) on

(η θέα από το παλάτι της ανεξαρτησίας)

Σε μόλις 60 ώρες στο Βιετνάμ, δεν μπορώ να έχω σαφή εικόνα για τη χώρα. Μια χώρα 93.000.000 κατοίκων, οι περισσότεροι από τους οποίους δουλεύουν άπειρες ώρες για ένα κομμάτι ψωμί, σε ένα δήθεν κομμουνιστικό σύστημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο 25χρονος υπάλληλος της reception του ξενοδοχείου μας ο οποίος βρισκόταν στο πόστο του, ό,τι ώρα και να περάσαμε από εκεί. Και όταν το πρωί της αναχώρησής μας, κατέβηκα γύρω στις 05:00 στη reception για το check-out, τον είδα να κοιμάται πάνω σε μια κουβέρτα που είχε στρώσει στο πάτωμα, πλάι στο γραφείο του. Μια χώρα με ανθρώπους μαχητές, αφού για αιώνες μέχρι το 1975 βρισκόταν σε συνεχείς πολέμους με Κίνα, Καμπότζη, Ιαπωνία, Γαλλία και Η.Π.Α (ίσως η μεγαλύτερη σύγχρονη ήττα των Η.Π.Α. σε πόλεμο). Μια χώρα γεμάτη αντιθέσεις, με εκατομμύρια παπάκια στους δρόμους και στη ζούγκλα και χλιδάτα τζιπάκια να περνούν ανάμεσα τους. Μια χώρα με τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της (την Σαϊγκόν) να αποτελεί ό,τι πιο κοντά στο απόλυτο κυκλοφοριακό χάος έχω συναντήσει στη ζωή μου (Κων/πολη και Κάιρο ωχριούν μπροστά της) και από την άλλη μια χώρα που προσφέρει την απόλυτη γαλήνη μέσω μιας βαρκάδας σε κάποιον από τους παραπόταμους του Mekong, μέσα στη ζούγκλα.

Δεν έχω σαφή εικόνα για αυτή τη χώρα. Το μόνο σίγουρο είναι ό,τι θέλω να γυρίσω ξανά πίσω στο Βιετνάμ.