ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Michael Cimino: Ο άνθρωπος που άλλαξε για πάντα το Hollywood

Ο σκηνοθέτης του ‘Ελαφοκυνηγού’ γύρισε επίσης τη θρυλικότερη εμπορική αποτυχία όλων των εποχών.

Είναι περίεργο και ενδεχομένως άδικο πράγμα να αφήσεις ως μεγαλύτερη κληρονομιά μια εμπορική αποτυχία, ειδικά όταν έχεις προηγουμένως σκηνοθετήσει μια από τις διασημότερες ταινίες όλων των εποχών, όμως αυτή είναι η ιδιαίτερη μοίρα του Michael Cimino, ο οποίος πέθανε το περασμένο Σαββατοκύριακο στα 77 του χρόνια.

Για τις ανάγκες ενός επερχόμενος αφιερώματος εδώ στο PopCode, πέρασα μεγάλο μέρος της χτεσινής μέρας κοιτάζοντας το box office της δεκαετίας του ‘80, το οποίο κυριαρχείται από όλες εκείνες τις ταινίες που αγαπήσαμε μικροί, καθώς και από την θεμελίωση της τάσης προς το franchise σινεμά. Δεκαετίες φυσικά πριν το σημερινό ορυμαγδό και τις προσεκτικά πλαναρισμένες τριλογίες, σύμπαντα και reboots, είναι πάντως σαφής η τάση μετακίνησης προς ένα πιο εμπορικό σινεμά του σίκουελ. Σίκουελ υπήρχαν φυσικά ανέκαθεν στη μεγάλη εικόνα, όμως ως το τέλος των ‘80s το box office έχει φτάσει να κυριαρχείται από αυτά.

Στα ‘70s η χρυσή γενιά του Χόλιγουντ δούλευε, αντιθέτως, πάνω σε εντελώς άλλες λογικές, σε ένα σινεμά που συνδύαζε μαζικότητα, καλλιτεχνικό βλέμμα, αναγνώριση από βραβεία, κριτικούς και κοινό. Δεν είναι τυχαία το μεγάλο boom του αμερικάνικου σινεμά τα ‘70s. Πολύ στα χοντρά, εν ολίγοις, η μετακίνηση είναι εμφανής. Στα ‘70s έχουμε το σινεμά του δημιουργού, στα ‘80s (με τη συνδρομή φυσικά πολλών από εκείνους ακριβώς τους ίδιους δημιουργούς, που μετακινήθηκαν στην καρδιά του στουντιακού συστήματος) έχουμε τα πρώτα σπόρια του σινεμά του στούντιο, το οποίο μετέπειτα επικράτησε στον απόλυτο βαθμό που βλέπουμε σήμερα.

Αν αναρωτιέσαι τώρα μήπως έχω κάνει λάθος copy/paste τις δύο παραπάνω παραγράφους στην παρούσα νεκρολογία, τότε αρκεί απλά να κοιτάξεις τι υπάρχει ανάμεσα στα ‘70s και στα ‘80s. Το 1980, βγήκε στις αίθουσες το ‘Heaven’s Gate’ του Michael Cimino. Και πάτωσε. Και φαλήρισε ένα στούντιο. Και άλλαξε για πάντα τη σχέση δημιουργών και στούντιο.

Ο Cimino προερχόταν από τη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του και μια από τις εμβληματικότερες ταινίες των ‘70s, τον ‘Ελαφοκυνηγό’ των 5 Όσκαρ- σκηνοθεσίας και ταινίας για τον ίδιο, Β’ Αντρικού για τον Christopher Walken, με Robert DeNiro και Meryl Streep υποψήφιους επίσης. Μόλις δεύτερη ταινία του μετά το ‘Thunderbolt and Lightfoot’ με τον Clint Eastwood και τον Jeff Bridges (για το οποίο προτάθηκε και για Όσκαρ o Dude), ήταν ξεκάθαρο αποτέλεσμα της δημιουργικής ελευθερίας που τα στούντιο επέτρεπαν στους δημιουργούς εκείνη την περίοδο. Σήμερα μπορεί ο Weinstein να αφήνει τον Tarantino να κάνει ό,τι θέλει αλλά αυτές οι περιπτώσεις είναι ελάχιστες και αφορούν 3-4 απολύτως αναγνωρισμένους δημιουργούς τέτοιου βεληνεκούς.

 

Ο Cimino τότε ήταν 37χρονος σκηνοθέτης που είχε γυρίσει μόλις μία ταινία, και πρότεινε ένα φιλμ για τρεις άντρες που υπηρετούν μαζί στο Βιετνάμ και έπειτα προσπαθούν να ξαναχτίσουν τις ζωές τους στην Πενσιλβάνια. Η ταινία γυρίστηκε παρόλο που ο Cimino ακούγεται πως έκανε τη ζωή των ηθοποιών του δύσκολη, ενώ ξέφυγε σε προγραμματισμό και μπάτζετ. Έκανε τεράστια επιτυχία, κέρδισε βραβεία, και θεωρείται (παρότι υπάρχουν αντίθετες φωνές που προσωπικά δε βρίσκω παράλογες) μια από τις κορυφαίες ταινίες του αμερικάνικου σινεμά.

Αυτό που γίνεται όμως αμέσως μετά ξεπερνά σε ιστορικότητα ακόμα και το ίδιο αυτό φιλμ. Ο Cimino, με την ισχύ πλέον των Όσκαρ στο όνομά του και μερικούς από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της γενιάς τους να τον ακολουθούν (με 2 ταινίες στο βιογραφικό του ο Cimino είχε οδηγήσει σε οσκαρικές υποψηφιότητες τους Meryl Streep, Robert DeNiro, Jeff Bridges, Christopher Walken), πρότεινε στην United Artists το ‘Heaven’s Gate’, ένα γουέστερν για τις μάχες μεταξύ γαιοκτημόνων και Ευρωπαίων μεταναστών στο Γουαϊόμινγκ του 1890.

Εκτός του απαιτητικού θέματος (που παραμένει επίκαιρο τόσες δεκαετίες μετά επειδή οι άνθρωποι είναι σκουπίδια και ποτέ μα ποτέ δε θα μάθουν), η ταινία κουβαλά ένα καστ που σε κάνει να θες να σηκωθείς όρθιος και με δάκρυα στα μάτια να χειροκροτάς προς τον ουρανό: Kris Kristofferson, Jeff Bridges, Isabelle Huppert, John Hurt, Christopher Walken, Sam Waterston, Mickey Rourke, Terry O’Quinn. Το ερμηνευτικό επίπεδο της ταινίας είναι ακόμα καλύτερο από όσο ακούγεται. Μιλάμε για απίστευτα πράγματα.

Ενιγουέι, η ουσία είναι ότι αν ο ‘Ελαφοκυνηγός’ ακροβατούσε στα όρια του ‘αφήστε τον δημιουργό να δημιουργήσει’, το ‘Heaven’s Gate’ τα ποδοπάτησε σαν το stampede στο ‘Lion King’ (ο Simba που έμεινε πίσω να κλαίει είναι η United Artists). Στην 6η μέρα λέγεται πως το πρόγραμμα ήταν ήδη 5 μέρες πίσω, το μπάτζετ φούσκωσε στο τετραπλάσιο του αρχικού, ο Cimino ήταν τελειομανής μέχρι καταστροφής (σε πράγματα που αφορούσαν από τους ηθοποιούς του μέχρι το στήσιμο των σκηνικών), η αρχική κόπια που παρέδωσε ξεπερνούσε τις 5 ώρες, όμως όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα προστασίας. Εδώ υπάρχει μια φανταστική λίστα ‘υπερβολών’ από τα γυρίσματα του φιλμ. Το στούντιο, με μεγάλη παράδοση εξάλλου στην δημιουργική ελευθερία των σκηνοθετών του, τον άφησε σχετικά ανενόχλητο, ακόμα κι όταν φάνηκε πως τα πράγματα έχουν ξεφύγει ολότελα.

Το αποτέλεσμα ήταν μια ταινία που μονταρίστηκε και ξαναμονταρίστηκε (εδώ ας πούμε μπορείς να δεις την ‘butcher’s cut’ των 108 λεπτών που έφτιαξε ο Steven Soderbergh επειδή γιατί όχι), διασύρθηκε στην κριτική της εποχής και έκανε ένα box office τόσο ανεπανάληπτα καταστροφικό που ουσιαστικά σήμανε την αρχή του τέλους για τη United Artists, ένα από τα ιστορικότερα στούντιο του Χόλιγουντ. Το μέγεθος του σοκ είχε σεισμικές επιπτώσεις σε όλη τη βιομηχανία, σημαίνοντας τη μετάβαση από το auteur-driven σινεμά των ‘70s σε ένα σύστημα πολύ πιο ελεγχόμενο από τα στούντιο, όταν δηλαδή τα λεφτά αποφάσισαν πως το να παίρνουν τις αποφάσεις οι δημιουργοί δεν ήταν οικονομικά ορθό.

Ο ίδιος ο Cimino, ένα από τα μεγαλύτερα και πιο επιτυχημένα ως τότε ταλέντα του Αμερικάνικου σινεμά, εξαφανίστηκε τελείως. Γύρισε λίγες ακόμα ταινίες στο β’ μισό των ‘80s- το ‘Year of the Dragon’ προτάθηκε για 5 Χρυσά Βατόμουρα, τα ‘Sicilian’ και ‘Desperate Hours’ ήταν επίσης μεγάλες εμπορικές αποτυχίες. Η τελευταία ταινία του Cimino ήταν το ‘Sunchaser’ του 1996 που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ κατευθείαν σε βίντεο.

Δεν ξέρω τι ακριβώς μάθημα μπορεί να πάρει κανείς από την ιστορία του Michael Cimino. Το χρήμα είναι φυσιολογικό να θέλει να βγάλει κι άλλο χρήμα και οι καλλιτέχνες είναι φυσιολογικό να θέλουν να κάνουν την τέχνη που έχουν μες στο κεφάλι τους. Αν για κάποιο διάστημα φαινόταν πως αυτές οι δύο πραγματικότητες μπορούσαν να είναι συμβατές, η παταγώδης αποτυχία του ‘Heaven’s Gate’ ήταν σα να έλυσε τα μάγια, σαν το βίαιο ξύπνημα την ώρα που βλέπεις το πιο γλυκό όνειρο. Οι δύο πραγματικότητες έπαψαν οριστικά κι αμετάκλητα να είναι συμβατές, με αποτέλεσμα την ακραία σημερινή πραγματικότητα όπου τα στούντιο προσλαμβάνουν ελπιδοφόρους σκηνοθέτες για να τους βάλουν να γυρίζουν ‘Jurassic World’ και όπου οι δημιουργοί πηγαίνουν στο ΗΒΟ και το amazon για να μπορέσουν να κάνουν κάτι καλλιτεχνικά ενδιαφέρον.

Η σοκαριστικά απότομη μετάβαση του Michael Cimino από ‘οσκαρικός δημιουργός του σπουδαίου ‘Ελαφοκυνηγού’ ’ σε ‘has-been που γυρίζει βιντεοταινίες με τον Woody Harrelson’ θα στέκει για πάντα ως απόλυτη αλληγορία για το Χόλιγουντ που υπήρξε και το Χόλιγουντ που επικράτησε. Ο Michael Cimino γύρισε μια σπουδαία ταινία, τον ‘Ελαφοκυνηγό’, μετά γύρισε μια ακόμα καλύτερη, το ‘Heaven’s Gate’ (που είναι αριστούργημα) και έγραψε και με τις δύο ιστορία, ακόμα και με αυτό τον επίπονα αντιφατικό τρόπο. Ο θάνατός ήρθε να μας θυμίσει τον θάνατο του Χολιγουντιανού ονείρου. Με περισσότερους από έναν τρόπους, δε θα τον ξεχάσουμε ποτέ.