ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Το ‘Φτάσαμε’ είναι καλύτερο από το ‘Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες’

O Θέμης Καίσαρης αγαπάει τη 'μουσική κωμωδία της κεντρικής Ελλάδας' πιο πολύ από τις άλλες ταινίες του Σταύρου Τσιώλη.

Ναι, το ‘Ας Περιμένουν οι Γυναίκες’ φυσάει. Έχει τον ορισμό του πέναλτι, το ΠΑΣΟΚ, τον Καρρά και τον Τερζή. Τους μονολόγους του Μπακιρτζή, τους ανθρώπους που δεν συγχωρούν όσους από έρωτα εκπέσανε, το τελωνείο της Θεσσαλονίκης. Την Κλυταιμνήστρα ουου, την αγάπη πού’γινε φωτιά, το κοκορέτσι, τη Βόλβη, τον νεολαίο Μεϊμαράκη, τη μάνα που ψήφισε Νέα Δημοκρατία. Την τριάδα των πρωταγωνιστών, τα memes, την απόλυτη κυριαρχία στο ελληνικό ίντερνετ.

ΟΚ. Είπα ΟΚ. Δεν αμφισβητώ, δεν αντιλέγω. ΟΚ, μαζί σας. Τα είπαμε, τα συμφωνήσαμε, τα βάλαμε στην αρχή του κειμένου για να τ’αφήσουμε πίσω. Πάμε παρακάτω.

ΤΙ ΤΑΙΝΙΑΡΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ‘ΦΤΑΣΑΜΕ’. Το ‘Φτάσαμε’. Του Σταύρου Τσιώλη. Ταινία του 2004, έξι χρόνια μετά το ‘Ας Περιμένουν οι Γυναίκες’. Παραμένει μέχρι και σήμερα η τελευταία ταινία του. Και μάλλον η καλύτερη.

(σσ. Ο τίτλος της ταινίας στυλιζάρεται επισήμως ως ‘Φτάσαμεε!…’ αλλά απλά όχι.)

Με ρωτάς αν το ‘Φτάσαμε’ είναι καλύτερο απ’το ‘Ας Περιμένουν οι Γυναίκες’; Θα δώσω τον λόγο στον Λάκη. “Εγώ τώρα γιατί να σου απαντήσω; Να σε πάρω απ’το νηπιαγωγείο να σε πάω πανεπιστήμιο;”

Το ‘Φτάσαμε’ είναι ένα αριστούργημα. Έχει λίγο Ζουγανέλη, ελάχιστο Μπακιρτζή, αλλά έχει Κοντογιαννίδη με τρεις φοβερούς μονολόγους, έναν Μάκη Κοντιζά να δίνει ρέστα και να είναι ο πρωταγωνιστής στο ρόλο του Λάκη που δεν μιλάει αν δεν πιει καφέ, τον Μίμη Τσάγκα να είναι μέχρι και συγκινητικός, τον Σκουλιοράκο με το “αδερφέ μου”, τον Ζαραλίκο με το χειρότερο πουκάμισο στην ιστορία και φυσικά την οικογένεια Μπέκου, την Ταμίλα Κουλίεβα, την Ελένη Φιλίνη και την Κωνσταντίνα.

 

“Μουσική κωμωδία της κεντρικής Ελλάδας”. Όλα συμβαίνουν στη Λιβαδειά, σε ένα σημείο μαζεμένη όλη η δράση. Στο υπαίθριο νυχτερινό κέντρο “The river” φτάνουν απ’το πρωί συγκροτήματα και μουσική από όλη την Ελλάδα, γιατί στους Δελφούς έχει ένα μεγάλο συνέδριο Ελληνοαμερικανών. Όλοι θέλουν να παίξουν το βράδυ να κονομήσουν, αλλά μόνο ένας θα πάρει τη δουλειά.

Το ‘Φτάσαμε’ σύμφωνα με τον Τσιώλη ήταν “μια ταινία που μιλούσε για τους μουσικούς μας χωρίς όνομα. Αυτούς που δούλευαν στο περιθώριο και τις παρυφές. Τους συναντούσαμε στα θρησκευτικά πανηγύρια και τους γάμους, στα μαγαζιά της Ακομινάτου ή στις κεντρικές πλατείες των χωριών τις Κυριακές”.

 

Η ταινία ξεκινάει το χάραμα και τελειώνει μόλις πέσει το σκοτάδι. Το ‘Φτάσαμε’ είναι η νύχτα, αλλά στο φως της μέρας. Μια μέρα γεμάτη απ’τους ανθρώπους τους νύχτας. Είναι οι φάτσες μέσα απ’το “Βιετνάμ”. Μόνο που τώρα πρωταγωνιστές δεν είναι ο Τσετσένογλου και οι πελάτες που θα πάνε στο σπίτι τους για ύπνο το πρωί, αλλά οι άνθρωποι που όταν κλείνει το μαγαζί μπαίνουν στο αμάξι για να ξεκινήσουν για την επόμενη πόλη, τον επόμενο προορισμό.

Τραγουδιστές, τραγουδίστριες, μουσικοί, “μαέστροι”, συνθέτες, μπαλέτα, νταλαβεριτζήδες, μάνατζερ, λουλουδούδες, σερβιτόροι, τεχνικοί, γυφτάκια και ένας Έλβις. Κι ένας απατεωνίσκος λαϊκιστής πλανόδιος που έχει φτάσει για να πουλήσει φαγητό και κάθε τρεις και λίγο φωνάζει φτάσαμεε.

Με τα ίδια φτηνά, νυχτερινά ρούχα, στο φως της μέρας. Με τα κομπολόγια στα χέρια, τα όργανα στο πορτ-μπαγκάζ. Με σουβλάκια και ουίσκι στις 10 το πρωί, χωρίς καφέ. Με μαύρα γυαλιά, κακοχτενισμένοι. Με μισοτελειωμένα τραγούδια που δεν θα γίνουν σουξέ αν δεν δοθεί ένα πενηντάρι ευρώ στον Λάκη για να γράψει το δεύτερο κουπλέ. Με μπολεράκια που ξεκινούν από λα μινόρε και μπορεί να έχουν στίχους που αναστατώνουν τις γυναίκες. Με σκυλάδικα, με μπαλάντες που γράφονται μέσα σε 10 λεπτά.

Άνθρωποι που “είναι κατεστραμμένοι. Αλλά πάνω στην καταστροφή τους, στήνουν άλλη καταστροφή και κυλάνε”.

Εδώ οι πρωταγωνιστές δεν λένε γνωστά λαϊκά τραγούδια διάσημων τραγουδιστών. Εδώ τα τραγούδια είναι δικά τους.

Εδώ οι γυναίκες δεν περιμένουν κάπου μακριά χωρίς να τις βλέπουμε ποτέ. Είναι παρούσες, κομμάτια του δράματος. Δεν είναι τα πρόσωπα που οι άντρες θέλουν να αποφύγουν για να περάσουν καλά με τους φίλους τους, αλλά αυτά που επηρεάζουν τα πάντα. Αυτές τραγουδάνε τα μισά τραγούδια και τα άλλα μισά είναι γραμμένα για εκείνες.

Εδώ η ερωτική κατάκτηση αναλύεται με βάση τα αυτοκίνητα:

-Το αμάξι για τη γυναίκα είναι να το βρει έτοιμο. Σε πολυτελές σαλόνι, να τη μαγέψει το χρώμα, το στιλ. Να μπει μέσα, να πατήσει το γκάζι και να φύγει στο ταξίδι. Και ο άντρας για να πάει μαζί της αυτό το ταξίδι, έκατσε και ανακάλυψε το αυτοκίνητο.

-Το αυτοκίνητο το ανακάλυψε για τις μεταφορές και την ανάπτυξη της βιομηχανίας!

-Έτσι σου είπανε; Τότε γιατί ο Φερδινάνδος Πόρσε ανακάλυψε την Πόρσε; Θα απαντήσω εγώ. Γιατί άλλη γκόμενα βγάζεις με Πόρσε και άλλη με νταλίκα.

Εδώ η η προσμονή δεν είναι για τις γυναίκες που περιμένουν εκτός κάδρου, αλλά για τους πρωταγωνιστές. Περιμένουν να πιουν καφέ, να φάνε, να τελειώσουν το τραγούδι, να δουν τι θα γίνει τελικά, ποιος θα πάρει τη δουλειά, που θα παίξουν απόψε, πως θα βγει το νυχτοκάματο. Περιμένουν την επιστροφή του παλιού έρωτα, περιμένουν έστω έναν καινούργιο.

Ο Χάρης Κωστόπουλος το δίνει όλο.

Μεσ’το ποτήρι το ποτό μου τελειωμένο

Είναι το έκτο που έχω πιει και περιμένω

Τριγύρω οι φίλοι μου στο μπαρ δεν μου μιλάνε

Και με τα μάτια αν θα έρθεις με ρωτάνε.

Έμπα λοιπόν

Έχω τα μάτια μου στην πόρτα καρφωμένα

Μη μετανιώσεις

Έλα να νοιώσεις τι είσαι για μένα

Τρία λεπτά αργότερα ο Κοντογιαννίδης θα απαντήσει με το κορυφαίο τραγούδι της ταινίας και θα ρίξει το ανάθεμα στην προσμονή της επιστροφής.

Στο τελευταίο μου ποτό μπήκες στην πόρτα

Πάνω που σβήνουνε στο μπαρ τα τελευταία φώτα

Κι έχω ένα χρόνο που μετρώ πληγές στο σώμα

Και σε περίμενα να’ρθείς με την ψυχή στο στόμα.

Και τι έγινε που ήρθες και τι έγινε

Σαν αιώνας βγήκε ο χρόνος

Σαν φωτιά έκαιγε ο πόνος

Που δεν έσβηνε.

Μέσα στην ζάλη σε κοιτώ και αναρωτιέμαι

Αν είσαι εσύ πραγματικά ή μήπως ξεγελιέμαι

Μόνος στο δρόμο μου θα βγω, φύγε απ΄την πόρτα

Τώρα που σβήσανε στο μπαρ τα τελευταία φώτα.

Το ‘Φτάσαμε’ τους βρίσκει απλώς σε μια στάση του ατέλειωτου ταξιδιού τους. Σαν φωτογραφία ενός μαραθωνοδρόμου, πιάνει απλώς ένα σημείο στη διαδρομή. Τους πετυχαίνει εκεί που έτυχε να μείνουν λίγο παραπάνω, να περιμένουν αδρανείς μέχρι να μην μπορούν να περιμένουν πια. Ακόμα κι αυτός που θέλει να πάρει τη δουλειά και να μείνει γιατί έχει ραντεβού με μια κοπέλα, θα φύγει. Θα αφήσει αυτήν και τις φίλες της να περιμένουν άδικα. Γιατί το ταξίδι σταματάει μόνο προσωρινά, μέχρι να βρεθεί ο επόμενος προορισμός.

Καθόλου τυχαία, όταν παίζουν Σαββόπουλο τραγουδούν “να μας πάρεις μακριά, να μας πας στα πέρα μέρη”. Καθόλου τυχαία, στην τελευταία σκηνή τους, ο απίστευτος Λάκης και οι 4-5 δικοί του ονειρεύονται καριέρα στην Αμερική με μαύρους τζαζίστες, οραματίζονται μεγάλη επιτυχία, λεφτά, που δεν πρέπει να κάνουν τα μυαλά τους να πάρουν αέρα, τη στιγμή που οι έσχατοι θα έσονται πρώτοι.

Αυτή η σκηνή μου θύμισε αμέσως τα λόγια του Ζορζ Πιλαλί: “Αποτέλεσμα; Με τη γυναίκα αγαπηθήκαμε, αλλά, όπως μονίμως, άνθρωποι σαν κι εμένα δεν έχουν ριζικό.

Πάνε κι έρχονται οι δρόμοι, αστέρι μου.

Και φεύγω για το Τσεκάγο, που είναι η Καλιφόρνια των μπλουζ.

Και φτιάχνω μια γουάντερφουλ μπάντα και παίρνω όλο το χαρτί”.

Δεν ξέρω αν ο Τσιώλης το γνώριζε ή αν το είχε στο μυαλό του. Μικρή σημασία έχει.

Το θέμα επίτηδες δεν έχει βίντεο με σκηνές ή τραγούδια. Ας μη γίνει και το ‘Φτάσαμε’ η ταινία που είδες επειδή πέτυχες στο ίντερνετ ένα αστείο βίντεο με τον Ζουγανέλη, τον Μπουγά και έναν ψηλό με περίεργη φωνή.

Αλήθεια όμως, πως γίνεται να έχεις δει και αποθεώσει το ‘Ας Περιμένουν οι Γυναίκες’ και μετά να μην τίμησες το δημιουργό με το να δεις κάποιες απ’τις υπόλοιπες ταινίες του; Ξεκίνα απ’το ‘Φτάσαμε’.’Ο Θησαυρός του Χουρσίτ-Πασά’ μπορεί να περιμένει.