ΣΙΝΕΜΑ

Δεκαπέντε (αυγουστιάτικες) σκέψεις για τον ‘Τσίου’

Μια καυτή μέρα του Αυγούστου, στην Αθήνα, ένας δημοσιογράφος του Oneman βλέπει ξανά τον 'Τσίου' και αναρωτιέται: "Τελικά τι απέγινε το πάρτι";

Οι συζητήσεις για τον “Τσίου” κάθε Δεκαπενταύγουστο αποτελούν ένα γλυκό ψυχαναγκασμό. Αντίστοιχο με αυτόν που προκαλούν οι συζητήσεις για τον “Ιησού από τη Ναζαρέτ” κάθε Μεγάλη Εβδομάδα και προκαλούσαν οι πάλαι ποτέ επαναλήψεις του “Ρετιρέ” στο τέλος κάθε τηλεοπτικής σεζόν. Ανεξάρτητα από το αν σου άρεσε η ταινία, είναι γεγονός πως κάθε Αύγουστο η αύρα του Τσίου πλανιέται πάνω από την Αθήνα  με διάφορους τρόπους.

Μπορεί να μην δεις την ταινία (κι) αυτό το καλοκαίρι, αλλά σίγουρα θα σκεφτείς να τη δεις. Μπορεί να θυμηθείς το “θα σου χώσω τον Ταύγετο στον κώλο πέτρα-πέτρα” του Λίτση ή την “Τζένη το κοκάκι”, ενώ οι πιθανότητες να μιλήσεις με κάποιον που την (ξανα)είδε είναι τόσο πολλές που δεν θα ασχολούνταν μαζί τους καμία στοιχηματική εταιρεία.

Ο “Τσίου” έχει καταφέρει κάτι πολύ μεγάλο. Έχει ταυτιστεί με την ημέρα της γιορτής της “Μεγαλόχαρης”, παρόλο που “…τέτοια μέρα γιορτάζει η Παναγία κι εγώ την βρίζω…”, όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Παρίσης, πρωταγωνιστής, σε κάποιο σημείο της ταινίας, περισσότερο και από τον “Δεκαπενταύγουστο” του Γιάνναρη.

Δεν συγκρίνω σε κανένα επίπεδο τις δύο ταινίες, αλλά είναι σαν έχουμε μία ταινία που τη λένε “Χριστούγεννα” και μία ταινία που τη λένε “Βαγγέλη” και κάθε Χριστούγεννα το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό να είναι να δούμε το “Βαγγέλη”.

Δεν ξέρω αν θα άρεσε στον Μάκη Παπαδημητράτο, σκηνοθέτη της ταινίας, αλλά διαβάζοντας όσα έχω γράψει μέχρι τώρα, πιστεύω πως η ταινία του όχι μόνο δεν είναι πλέον “underground”, όπως ο ίδιος την έχει χαρακτηρίσει, αλλά τείνει να θεωρηθεί “κλασική”.

Πάμε, όμως, σε αυτό που αναφέρει ο τίτλος του θέματος, πριν χαρακτηρίσω καλτ τον “Πολίτη Κέιν” και σπλάτερ την “Ποκαχόντας”. Είδα τον “Τσίου” ξανά, ύστερα από δέκα χρόνια. Όχι τόσο γιατί τον πεθύμησα, ούτε γιατί ψυχαναγκάστηκα. Τον είδα με την απορία που βγαίνεις με μια πρώην σου, 3-4 χρόνια μετά τον χωρισμό, μόνο και μόνο για να δεις αν έχουν αλλάξει τα συναισθήματα σου απέναντι της.

Και άλλαξαν και μου δημιούργησαν αυτές τις σκέψεις:

-Κάθε ταινία πρέπει να την βλέπεις στην κατάλληλη ηλικία. Παρακολουθώντας τον “Τσίου” συνειδητοποίησα πως πέρα από τις περισσότερες σκηνές που είχα δει αποσπασματικά δεν είχα κάτσει ποτέ να τον δω ολόκληρο.

Το άλλοτε ασταμάτητο γέλιο στις περισσότερες σκηνές της ταινίας, μετατράπηκε σε συγκρατημένο μειδίαμα. Δεν υπήρχε πλέον ο φοιτητικός μου ενθουσιασμός. Στο τέλος της ταινίας ένιωθα τόσο χαρούμενος όσο όταν είδα το “Lion King” για πρώτη φορά στα 30 μου και διάβασα ένα βιβλίο του “Χάρι Πότερ” στα 31. Δηλαδή ελάχιστα. Τον “Τσίου” πρέπει να τον βλέπεις όταν είσαι φοιτητής. Μόνο τότε είσαι τόσο χύμα όσο εκείνος.

-Ολόκληρη η ταινία βρίσκεται συμπυκνωμένη στην πρώτη της σκηνή:

-Η Αθήνα είναι μια πολύ άσχημη πόλη. Είτε άδεια τον Δεκαπενταύγουστο, είτε γεμάτη στα μέσα του Σεπτέμβρη, η Αθήνα παραμένει μια άσχημη πόλη. Ωραία η Πλάκα, φίνο το Θησείο, εξωτική η Βουλιαγμένη, αλλά δυστυχώς η Αθήνα είναι κυρίως τα μέρη που ψάχνει πρέζα ο Τσίου. Ο Άγιος Παντελεήμονας, η Ομόνοια, τα Πατήσια, αλλά και τα μέρη που δεν ψάχνει όπως οι Αμπελόκηποι, το Εξάρχεια, το Κολωνάκι, τα Σεπόλια.

Ποτέ δεν κατάλαβα τους διάσημους Αθηναίους που λένε πως τους εμπνέει και τους μαγεύει η Αθήνα. Τελευταία φορά που η πρωτεύουσα ήταν όμορφη, πρόβατα διέσχιζαν την Πανόρμου και στην Κηφισιά πήγαιναν με κάρο οι “αριστοκράτες” για διακοπές το καλοκαίρι.

-Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό ενός ατόμου κάτω των 25 όταν ακούει τη λέξη “Τσίου” είναι αυτό:

Ντροπή.

Ισχύει. Έκανα έρευνα.

-Μετά το “Σπιρτόκουτο”, ακόμα και στο δρόμο να πετύχω το Λίτση θα με πιάσει ένα σφίξιμο στην καρδιά. Το ίδιο παθαίνω και στη θέα ανεμιστήρα.

-Ο “Τσίου” μείωσε το ποσοστό αυτοκτονιών των Αθηναίων -αν υπάρχει τέτοιο- τον Δεκαπενταύγουστο. Ο Τσίου λέει στην αρχή της ταινίας: “Δεκαπενταύγουστο στην Αθήνα μένουν μόνο οι μπατήρηδες και όσοι δεν έχουν κόσμο για να πάνε έξω”. Αν βρίσκεσαι σε αυτή την κατάσταση, παρακολουθώντας τον Τσίου τέτοια μέρα -και σε τέτοια κατάσταση βρίσκεσαι για να παρακολουθείς τον Τσίου τέτοια μέρα- συνειδητοποιείς ότι ο πρωταγωνιστής είναι σε χειρότερη κατάσταση από εσένα και ανακουφίζεσαι. Λειτουργεί σαν το Xanax σου.

-Αν ο Τσίου έλεγε το “ρ” λιγότερο “υγρά”, η ταινία θα είχε χάσει 50% από την αίγλη της. 

-Θυμήθηκα το “Κριστιάνε Φ., 13, πόρνη και τοξικομανής”. Ό,τι καλύτερο θα διαβάσεις για να κατανοήσεις την κατάσταση των πραγματικών “Τσίου” εκεί έξω.

-Μπρίκι πάνω σε Χριστουγεννιάτικο δέντρο τον Δεκαπεναύγουστο (βλ. πρώτη σκηνή Γιάννη), μπορείς να συνατήσεις μόνο στον “Τσίου” και σε πίνακα του Νταλί.

 

-Ο Αλέξανδρος Παρίσης είναι ο Μηνάς του “Μπρούσκο”. Άντε να εξηγήσεις στη γιαγιά σου που βλέπει το “Μπρούσκο” από πού τον γνώρισες εσύ.

 

-Ο ανανάς στην πίτσα είναι τέλειος. Αρκεί να τον δοκιμάσεις πριν τον κράξεις. Κομμάτι δεν άφησε, παρά τη γκρίνια του, το τσιράκι του Λίτση στο σπίτι του Νώντα.

-Ο “Τσίου” είναι η καλύτερη ελληνική, μεγάλου μήκους ταινία στα “κυβικά” της. Κυβικά=τα περίπου 1.000 ευρώ που κόστισε για να γυριστεί.

Ο “κούκι” θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται πίσω από τη SCOAN.

 

Τη SCOAN ντε:

 

-“Κοίτα να βρεις κόκα και αυτοκίνητα έχει όλη η Αθήνα”. Η καλύτερη ατάκα της ταινίας. Την λέει η Τζένη στον Γιάννη όταν εκείνος της τηλεφωνεί για να της πει πως θα βρει αυτοκίνητο για να πάει να την πάρει από το σπίτι και να πάνε στο πάρτι.

-Τελικά, το πάρτι έγινε; Από την αρχή της ταινίας όλοι συζητούν για ένα πάρτι στο οποίο θα μαζευτούν όλοι όσοι έχουν μείνει στην Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο. Δεν μαθαίνουμε ποτέ τι απέγινε αυτό το πάρτι.