ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

Η ‘Eva’ της Isabelle Huppert δεν παλεύεται

Μαζί μας ακόμη: Ο μόνος άνθρωπος που του άρεσε το 'Damsel' κι ένα τραγικό μονόπλανο.

Στη Berlinale βρίσκομαι για 4η φορά και κάθε φορά μια νέα εμπειρία έρχεται να προσθέσει στη συλλογική σοφία τόσων χρόνων. Φέτος για παράδειγμα η πρώτη μέρα κιόλας μου έμαθε πως όταν έχεις να ταξιδέψεις από Θεσσαλονίκη με την easyJet, η οποία έχει μεταφέρει για λίγο καιρό τις πτήσεις της στην Καβάλα, και το χερούλι της 19κιλης βαλίτσας σου έχει αποφασίσει να παραδώσει πνεύμα κάπου στη διαδρομή, καλό είναι να φτάνεις στο Βερολίνο την προηγούμενη ημέρα του φεστιβάλ, ώστε να έχεις χρόνο να βρίσεις (από μέσα σου) κάθε άνθρωπο, θεό και ενσυνείδητη ύπαρξη που μπορείς να σκεφτείς για τη σχεδόν 11ωρη ταλαιπωρία που σου επιφύλαξε το ξεκίνημα.

Και εντάξει, καταλαβαίνω πως όλα αυτά λίγη σχέση έχουν με το λόγο που διαβάζετε αυτό το κείμενο αλλά κοιτάχτε, αν δεν τα πω σε σας, σε ποιον θα τα πω;

Η σύντομη βόλτα μου στο Hotel Adlon, το περίφημο ξενοδοχείο που βρίσκεται απέναντι από την Πύλη του Βρεδεμβούργου, θα ήταν σίγουρα επιβράβευση, αν συνοδευόταν από μια σουίτα. Έστω και μικρή, δεν έχω ιδιαίτερες απαιτήσεις. Παρόλα αυτά, φτάνω το μεσημεράκι της Τετάρτης εκεί, για να κάνω το check in μου στα προσωρινά γραφεία της Fox Searchlight για την εκδήλωση/συζήτηση της επόμενης ημέρας με τον Wes Anderson και τους υπόλοιπους 3 σεναριογράφους του ‘Isle of Dogs’.

Αφού χάνομαι 2 φορές χαζεύοντας ανθρώπους που πίνουν τον καφέ τους στο λόμπι του ξενοδοχείου και αισθάνομαι πως για να ρωτήσω κάποιον από το προσωπικό θα πρέπει απαραιτήτως να έχω καπέλο, το οποίο θα ανασηκώσω και θα ξεκινήσω τη σύντομη συνομιλία μας λέγοντας “good day to you, kind sir” ή κάτι παρόμοιο, καταφέρνω να βρω το Konferenz στο οποίο βρίσκεται η Fox και να παραλάβω το βραχιολάκι μου από τη χαμογελαστή κοπέλα που προσπαθεί να καταλάβει πως γράφεται το όνομά μου (“I’m Greek, if that helps”, της λέω). Φεύγω σφαίρα για το σπίτι όπου μένω, ώστε επιτέλους να βάλω κάτι στο στόμα μου που σίγουρα περιέχει ή αποτελείται αποκλειστικά από πατάτα. Ευτυχώς η υπόλοιπη μέρα κύλησε χωρίς πρόβλημα, η Αρκούδα της Berlinale να ‘ναι καλά.

Πρώτη ταινία το πρωί της Πέμπτης είναι φυσικά η έναρξη του φεστιβάλ, το ‘Isle of Dogs’ του Wes Anderson, για το οποίο θα διαβάσετε αναλυτικότερα στο κείμενο που ήδη αφιέρωσα στην ταινία. Η πρώτη ταινία της Berlinale στο Berlinale Palast κάθε χρόνο είναι από τα highlights της χρονιάς και ετούτη, η δεύτερη συνεχόμενη ταινία του Anderson που ανοίγει το φεστιβάλ μετά το ‘The Grand Budapest Hotel’ το 2014, είναι είμαι απολύτως ψυχαγωγική εμπειρία από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Τα σκυλιά του σκηνοθέτη με τις φωνές ενός εξαιρετικού voice cast ανήκουν σίγουρα στις καλύτερες στιγμές του φεστιβάλ και δίκαια στο τέλος της δημοσιογραφικής προβολής της συγκεντρώνει μπόλικο χειροκρότημα.

Προσπερνώ τη γεμάτη συνέντευξη τύπου της ταινίας που ακολουθεί στο Hyatt, χάνοντας την ευκαιρία να σφίξω, ίσως, το χέρι του Bryan Cranston και να του φωνάξω, σχεδόν σίγουρα, ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΟΛΥ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΑΣ ΣΤΟΥΣ ΠΑΟΥΕΡ ΡΕΗΤΖΕΡΣ. Δεν προλαβαίνω δηλαδή, αν και πολύ θα ήθελα όπως καταλάβατε, γιατί φεύγω για την Ακαδημία Τεχνών. Εκεί θα παρακολουθήσω τη συζήτηση των Wes Anderson, Jason Schwartzman, Roman Coppola και Kunichi Nomura, το παρεάκι που έγραψε την ταινία δηλαδή.

Αφού πίνω στα γρήγορα τον καφέ που μου προσφέρουν στην Ακαδημία, παρακολουθώ τη σύντομη μουσική Ιαπωνική παράσταση κρουστών που εμπνέεται από το ξεκίνημα της ταινίας και ρουφάω αργά το σάκε που μας μοιράζουν λίγο πριν μπουν στην αίθουσα οι 4 δημιουργοί. Για την ενδιαφέρουσα συζήτηση που αφορά το ‘Isle of Dogs’, τη συνεργασία των σεναριογράφων αλλά και το συνολικό σκηνοθετικό έργο του Anderson αλλά θα έχουμε την ευκαιρία να τα ξαναπούμε στο μέλλον.

Επιστρέφω από το Branderburger Tor στο Sony Center για να πιω έναν καφέ σαν άνθρωπος στον πάνω όροφο των Starbucks που βρίσκονται εκεί και επιβλέπουν τη στρογγυλή πλατεία του εμπορικού, πολύ βολικό χώρο για ανάσες και δουλειά, σε απόσταση αναπνοής από το κέντρο του φεστιβάλ που απαρτίζουν τα Berlinale Palast (κεντρικός σινεμάς και κόκκινα χαλιά), Hyatt (δημοσιογραφικά εκδοτήρια και συνεντεύξεις τύπου), CinemaxX (νο2 σινεμάς) και Potsdamer Arkaden (εκδοτήρια εισιτηρίων κοινού και πωλητήριο φεστιβάλ).

Δεύτερη ταινία για τη μέρα μου το ‘The Bookshop’ που, μη γελιόμαστε, βλέπω κυρίως από επαγγελματική/βιβλιοφιλική διαστροφή. Η ταινία της Isabel Coixet στην οποία πρωταγωνιστούν οι Emily Mortimer, Bill Nighy και Patricia Clarkson έχει θέμα της ένα βιβλιοπωλείο, αυτό που προσπαθεί να ανοίξει και να διατηρήσει η Florence στη δεκαετία του ‘50 σε μια μικρή πόλη της Αγγλίας. Η τοπική κοινωνία, με μπροστάρισσα εναντίον της την κυρία Gamart και μοναδικό σύμμαχο τον απομονωμένο κύριο Brundish, προσπαθεί να αποτρέψει τη Florence από το να ολοκληρώσει το μεγαλύτερο όνειρο της ζωής της και να κλείσει το βιβλιοπωλείο της.

Η ταινία προέρχεται από το υποψήφιο μυθιστόρημα της Penelope Fitzgerald που γράφτηκε το 1978 και σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει και η διάσημη ‘Lolita’ του Nabokov. Αρκετά μελό, χωρίς κάτι ιδιαίτερο στις ερμηνείες του, αλλά χωρίς να κουράζει, με βάρος στην αντίδραση της κοινωνίας απέναντι σε καθετί το διαφορετικό και με το όνειρο ενός βιβλιοπωλείου να είναι κάτι που έχει περάσει από το μυαλό κάθε βιβλιόφιλου, το ‘The Bookshop’ τουλάχιστον επιβεβαιώνει τις αρκετά χαμηλές προσδοκίες για μια αξιοπρεπή ιστορία που αφορά (και) τα βιβλία.

Την Παρασκευή ξεκινά το φουλ και κανονικό πρόγραμμα των προβολών και παραδοσιακά η πρώτη δημοσιογραφική προβολή κάθε ημέρας είναι στις 9:00 στο Berlinale Palast με κάποια από τις ταινίες του Διαγωνιστικού και, αρκετές φορές, την παρουσία της κριτικής επιτροπής που θα βραβεύσει στο τέλος του φεστιβάλ τα καλύτερα φιλμ του φετινού προγράμματος.

Στο ψηλό ράφι ανήκει σίγουρα το ‘Las herederas’, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Παραγουανού Marcelo Martinessi. Η ιστορία αφορά την Chela (φανταστική η Ana Brun στο ρόλο) και την Chiquita, που εδώ και χρόνια είναι ζευγάρι παρά τη διαφορά του χαρακτήρα τους και τις οικονομικές δυσκολίες που τους ωθούν να πουλήσουν πολλά από τα έπιπλα και αντικείμενα του σπιτιού τους. Όταν όμως η Chiquita αναγκάζεται να μπει στη φυλακή για τα χρέη, η Chela χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό της σαν ταξί και προσφέρει τις υπηρεσίες της στις γυναίκες της γειτονιάς, γεγονός που βγάζει τη συνήθως κλειστή και συγκρατημένη γυναίκα από το καβούκι της.

Η ταινία μιλά για μια μακροχρόνια σχέση που λείπει και είναι μια όμορφη, low-key σκιαγράφηση της Chela, μιας ηλικιωμένης γυναίκας που αναγκάζεται να αντιμετωπίσει από την αρχή τον κόσμο μακριά από τους 4 τοίχους του ολοένα και πιο αδειανού σπιτιού της. Δε θα απέκλεια το να φύγει από το Βερολίνο με κάποιο από τα βραβεία αλλά όπως και να ‘χει η ήρεμη δύναμη της ταινίας και η ερμηνεία της Ana Brun δε θα πρέπει να πάνε χαμένες.

Από το Berlinale Palast βγαίνω και στο Berlinale Palast ξαναμπαίνω, πρώτα για να κάνω μια βόλτα από το υπόγειό του, εκεί όπου μας μοιράζουν τις τσάντες του φεστιβάλ, κάθε χρονιά και με διαφορετικό σχεδιασμό και σχέδιο. Πέρυσι όπως την παρέλαβα, έτσι την πήγα πίσω στην Ελλάδα αλλά φέτος αποφάσισα να δοκιμάσω να κουβαλάω την καινούρια, κυρίως γιατί ένιωθα πολύ μειονεκτικά απέναντι στους συναδέλφους δημοσιογράφους που σαν συνεννοημένοι όλοι από πριν πήγαιναν και έφερναν τις τσάντες από προβολή σε προβολή. Εγώ με την κανονική μου τσάντα και μια κυριούλα, με ένα εξαιρετικά μικρό πουγκάκι που πάω στοίχημα πως μόνο τα γυαλιά της χωρούσαν, ξεχωρίζαμε.

Συνέχεια με το ‘Damsel’ των αδερφών Zellner, που 4 χρόνια μετά την ‘Kumiko, the Treasure Hunter’ επέστρεψαν με ένα κωμικό γουέστερν με τους Robert Pattinson και Mia Wasikowska. Το οποίο άπαντες μίσησαν, με αρκετά επιφωνήματα αγανάκτησης να ακούγονται στο τέλος της δημοσιογραφικής προβολής, αλλά εγώ δε συμμερίστηκα ιδιαίτερα το συγκεκριμένο συναίσθημα.

Εντάξει, μπορεί το αλογάκι Butterscotch να μην είναι Li’l Sebastian ας πούμε, αλλά ο Pattinson συνεχίζει να παραδίδει εξαιρετικές και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ερμηνείες, η Mia Wasikowska να είναι, χμ, εκεί; και η ταινία, ένα αντί-γουέστερν που ο καουμπόης δεν είναι ο τυπικός, μάτσο τύπος και η ωραία, απροστάτευτη δεσποινίς δεν είναι καθόλου απροστάτευτη. Το ‘Damsel’ γελά στα μούτρα των παραδόσεων του είδους, ξεκινώντας με υψωμένα πιστόλια από την εναρκτήρια κιόλας σκηνή, αν και ομολογουμένως το κάνει λίγο κοντύτερα στο πρόσωπο από όσο θα θέλανε οι περισσότεροι από τους θεατές. Εγώ πέρασα καλά πάντως. *τρέχει*

Μεσημεράκι και ένα τσικ πιο δίπλα, στο CinemaxX, η τρίτη και τελευταία ταινία της ημέρας είναι το ‘Black 47’, ένα επίσης γουέστερν, αλλά αυτή τη φορά τοποθετημένο στο 1847 και στην Ιρλανδία, στα χρόνια του Μεγάλου Λιμού που έπληξε τη χώρα. Το καλό καστ των Hugo Weaving, James Frecheville, Stephen Rea, Jim Broadbent, Freddie Fox και Barry Keoghan ντύνει μια ταινία εκδίκησης που ξεκινά με την επιστροφή του Martin Feeney, στρατιώτη που έχει λιποταχτήσει από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, στην πατρίδα του, εκεί όπου βρίσκει όλη του την οικογένεια κατεστραμμένη και ξεκληρισμένη.

Ο σκηνοθέτης Lance Daly μας δίνει μια Ιρλανδία βγαλμένη από τους χειρότερους παγωμένους εφιάλτες του Night King από το Game of Thrones και οι τόνοι του σκούρου μπλε, του γκρι και του μαύρου ντύνουν μια άγρια, βίαιη, χωρίς αύριο ιστορία βουτηγμένη στο θάνατο. Όχι ό,τι πιο ανεβαστικό θα έλεγα. Κάπου εδώ μέσα θα μπορούσε να βρίσκεται μια αληθινά καλή αφήγηση, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι σε στιγμές άχαρο και συνολικά αρκετά μονοσήμαντο για να με κάνει να δω την ταινία με καλύτερο μάτι και να θεωρήσω πως είδα κάτι σημαντικό.

Μετά το πρόγραμμα λέει καφέ, αν και το Commonground, ένα χιπ καφέ/πρωινάδικο/μπαρ που λειτουργεί και σαν ρεσεψιόν για ένα μικρό ξενοδοχείο, όπου φτάνω κατά τις 6 το απόγευμα, έχει σταματήσει να σερβίρει καφέδες και μόνο το μπαρ του παραμένει ανοιχτό. Εντάξει, δεν παραπονιέμαι, και η μπύρα καλή είναι. Άλλωστε το σημείο του Commonground βολεύει, αφού γύρω του βρίσκονται πολλά φαγάδικα και αυτό είναι το αμέσως επόμενο βήμα. Καταλήγω σε ένα βιετναμέζικο, το Fam. Dang, όπου ανακαλύπτω το μυστικό της ψητής πάπιας: η σως φυστικοβούτυρο. Who knew, παιδιά, φοβερά πράγματα.

Το Σάββατο ξεκινά με τον ‘Dovlatov’ του Alexey German, ένα φιλμ που ακολουθεί τον Ρώσο ποιητή Sergei Dovlatov μέσα στο ομιχλώδες Λένινγκραντ κατά τη διάρκεια μερικών ημερών μέσα στον Νοέμβριο του 1971. Η προσπάθεια του ποιητή, που αναγνωρίστηκε μόνο μετά το θάνατο του, να εκδώσει τα κείμενά του και να οδηγήσει μια ήρεμη, φυσιολογική ζωή μαζί με την οικογένειά του και τους φίλους του, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται και ο επίσης καταξιωμένος Ρώσος λογοτέχνης Joseph Brodsky, είναι το επίκεντρο της ταινίας.

Το κλίμα του Λένινγκραντ στις αρχές των 70s και οι δημιουργικοί κύκλοι που άνθισαν εκείνη την εποχή στην πόλη μοιάζουν να είναι το επίκεντρο γύρω από το οποίο κινείται η γρήγορη και αρκετές φορές αστεία ιστορία του Dovlatov. Παρόλα αυτά και παρότι η ταινία έχει μερικές όμορφες σκηνές που πιάνουν ακριβώς το κλίμα της εποχής, το σύνολο δεν απογειώνεται ποτέ και η πλοκή κάνει εμφανή κοιλιά στη μέση της για να επιταχύνει ξανά πριν το φινάλε. Ο Milan Marić κάνει καλή δουλειά στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αποτυπώνοντας όλο και περισσότερο κατά τη διάρκεια της ταινίας την απογοήτευση του χαρακτήρα που υποδύεται, αλλά δυστυχώς αυτό δεν αρκεί να ανεβάσει μια μάλλον μέτρια ταινία, κάτι σαν filler του Διαγωνιστικού δηλαδή.

Αποφασίζω να πηδήξω το ‘Transit’ που ακολουθεί και πάλι στο Berlinale Palast, ταινία για την οποία οι περισσότεροι μου μίλησαν αργότερα με πολύ καλά λόγια και λογικά κάτι από τα βραβεία θα καταφέρει να αρπάξει, για να δω τη νέα ταινία του Timur Bekmambetov. Το ‘Profile’ είναι η πρώτη μου φετινή ταινία από το πρόγραμμα του Panorama, κομμάτι της Berlinale που πάντα μας δίνει ωραίες ταινίες αν και χρειάζεται ψάξιμο εις βάθος πριν αποφασίσει κάνεις τι θα διαλέξει να δει.

Η ταινία βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Anna Erelle, μιας δημοσιογράφου που πριν μερικά χρόνια εισχώρησε στα άδυτα των ανθρώπων που στρατολογούσαν γυναίκες από την Ευρώπη για να πολεμήσουν στο πλευρό του ISIS. Ο Bekmambetov όμως το πάει ένα βήμα παραπέρα: Η εικόνα του είναι ολοκληρωτικά γεμάτη με τα social media, τα προγράμματα και τις μαγνητοσκοπήσεις των συνομιλιών που κατέγραψε από τον υπολογιστή της η Erelle.

Πήγα στην ταινία πιστεύοντας πως μιλάμε για ένα gimmicky φιλμ που δε θα δώσει κάτι αναπάντεχο. Δεν έπεσα ιδιαίτερα έξω, η πλοκή του είναι αρκετά απλή και ένα μικρό twist δεν είναι εκτελεσμένο με τρόπο που να δώσει μια μικρή έκπληξη στον θεατή. Όμως η ιστορία εύκολα σε ρουφά και το κουμπάκι της έντασης του ‘Profile’ γύρνα με σωστό και σταθερό ρυθμό. Δε μετάνιωσα που το δοκίμασα τελικά κι αυτό είναι που μετρά περισσότερο από όλα σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ.

Στη συνέχεια κατευθύνομαι προς τα ελαφρώς πιο ανατολικά του Mitte, του Βερολινέζικου κέντρου, και συγκεκριμένα στο Friedrchshain, εκεί που πίνω καφέ στο Milch & Zucker ανάμεσα σε κόσμο που δουλεύει στα λάπτοπ του, όπου ο ιδιοκτήτης του θέλει να με κεράσει γλυκό (και λέω όχι, δε με αναγνωρίζω) και του μαθαίνω πως να λέει καληνύχτα στα ελληνικά.

Κλείνω το Σάββατο πρώτα με μια βόλτα για γερμανική κουζίνα στο Kurhaus Korsakow, όπου μπορεί να μη δοκιμάζω Pfannkuchen γιατί η κουζίνα κλείνει νωρίτερα από το συνηθισμένο, αλλά το τρώω το καλύτερο συκώτι όλων των εποχών και πίνω μερικά λικέρ, γιατί αν δε φας συκώτι και δεν πιεις λικέρ τι έχεις κάνει στο Βερολίνο; Αργότερα, μένω απολύτως σοκαρισμένος όταν το μπαρ που καταλήγω δεν έχει Aperol παρότι θεωρητικά το προσφέρει στον κατάλογό του. Βενετία – Βερολίνο 1-0.

Την Κυριακή πρωινό ξύπνημα δεν παίζει, άλλωστε δεν είμαστε εδώ μόνο για τις ταινίες. Η βόλτα στο flohmarkt του Mauerpark, την πιο γνωστή ανοιχτή αγορά της πόλης που στήνεται κάθε Κυριακή όλο το χρόνο, μου αποφέρει ένα αρκετά φτηνό Nintendo DS μαζί με τη θήκη του και 4 παιχνίδια. Πολύ ωραία πάει αυτό το ταξίδι, δεν μπορώ να πω.

Αφού χάνομαι πηγαίνοντας για φαλάφελ εκεί κοντά, στο Kanaan και πίνω έναν καφέ στο Pure Origins, εκεί που καταλαβαίνω αμέσως τους Έλληνες που βρίσκονται στο μαγαζί όταν χωρίς κανένα λόγο ή προειδοποίηση από τα ηχεία στο χώρο ακούγεται Γιάννης Πλούταρχος, πηγαίνω στο Friedrichstradt-Palast για το ‘Eva’ της Isabelle Huppert.

Η ταινία κρατά 102 λεπτά και είναι 102 λεπτά αγωνίας όσο να τελειώσει ένα από τα μεγαλύτερα βασανιστήρια που έχω υποστεί τα τελευταία χρόνια στο σινεμά. 102 είναι και ο αριθμός των προβλημάτων αυτής της ταινίας, από την τεμπέλικη, πρόχειρη υπόθεση, μέχρι το γελοίο, ανόητο τέλος.

Ο Bertrand κλέβει το χειρόγραφο του νέου θεατρικού ενός σημαντικού συγγραφέα που πεθαίνει μπροστά στα μάτια του και το παρουσιάζει σαν δικό του. Ο νεαρός δεν μπορεί να διαχειριστεί τις απαιτήσεις που ακολουθούν την επιτυχία του θεατρικού για ένα νέο έργο και έτσι γνωρίζει των Eva, μια παράξενη, μεγαλύτερή του γυναίκα που δουλεύει σαν ιερόδουλη και που η γνωριμία τους θα γίνει το αντικείμενο του επόμενου γραπτού του Bertrand.

Την είδα την ταινία, με είδε κι εκείνη, ειδωθήκαμε, τώρα πάμε παρακάτω γιατί αυτό το έργο δεν έχει απολύτως τίποτα να πει οπότε δε χρειάζεται να πω κι εγώ τίποτα για αυτό.

Δευτέρα το πρόγραμμα ξεκινά με το ‘Utøya 22. juli’, το συγκλονιστικό φιλμ του Erik Poppe που ήταν η τελευταία προσθήκη του Διαγωνιστικού προγράμματος και αφορά την τρομοκρατική ενέργεια που ταρακούνησε τη Νορβηγία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη το καλοκαίρι του 2011.

Η 19χρονη Kaya, ένας καθαρά fictional χαρακτήρας τον οποίο υποδύεται εκπληκτικά η Andrea Bernstein (φαβορί in my book για το βραβείο γυναικείας ερμηνείας) βρίσκεται στο κάμπινγκ του νησιού της Utøya καθώς ο ακροδεξιός Anders Behring Breivik ξεκινά την επίθεση του, η οποία θα λήξει 72 λεπτά αργότερα και θα φέρει τον αριθμό των νεκρών στα 77 άτομα.

Η ταινία είναι γυρισμένη σε μονοπλάνο και ο τρόπος που κινείται η κάμερα, σε συνδυασμό με τον εξαιρετικό χειρισμό του ήχου και των πολλών μικρών επιλογών του σκηνοθέτη καθόλη τη, σχετικά μικρή, διάρκεια του ‘Utøya 22. juli’, κάνουν το σύνολο του φιλμ μια πολύ δυνατή εμπειρία. Στάθηκα περισσότερο από όλα στην επιλογή του Poppe να μην επικεντρωθεί σχεδόν καθόλου στον δράστη, κρατώντας τον συνεχώς σε μακρινή απόσταση και ανασυνθέτοντας το κλίμα απόλυτου τρόμου με τη χρήση των συνεχών πυροβολισμών που μοιάζουν να έρχονται από παντού πάνω στο νησί. Η ταινία άφησε πολύ καλές εντυπώσεις στη δημοσιογραφική της προβολή και σίγουρα είναι μια ταινία για την οποία θα ακούσουμε περισσότερα μέσα στο 2018.

Επειδή έχω αφήσει παραπονεμένο μέχρι στιγμής το πρόγραμμα του Forum και τον πιο πειραματικό και λίγο out-there σινεμά που αυτό εκπροσωπεί, είπα να δώσω μια ευκαιρία στην ‘Amiko’. Σκέφτηκα πως, εντάξει, 66 λεπτά είναι όλη κι όλη η ταινία, πόσο κακή να είναι. Αρκετά κακή, τελικά. Η Amiko θέλει τον Aomi, ο Aomi φεύγει με μια άλλη κοπέλα, η Amiko δεν την παλεύει και μετά πάει να τον βρει. Ορίστε, μόλις σας γλίτωσα μια ωρίτσα και κάτι, παρακαλώ.

Φαγητό, μια βόλτα για καφέ στο The Barn όπου η κοπέλα του μαγαζιού είναι ίδια η Sansa Stark/Sophie Turner και ένα γρήγορο πέρασμα από το κατάστημα της Ritter Sport, πριν οι φεστιβαλικές βόλτες ολοκληρωθούν και σήμερα. Γιατί χωρίς σοκολάτα δεν πάμε πουθενά, ούτε καν στη Berlinale, φίλοι μου.

|Η ποπ κουλτούρα μέσα από εικόνες| Ακολούθησε το Ιnstagram account του Popcode.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ

Το ‘Isle of Dogs’ είναι ένα ακόμη διαμάντι από τον Wes Anderson
Όλη η ανταπόκρισή μας από το Βερολίνο