GHOSTBUSTERS

Το νέο ‘Ghostbusters’ δε φοβάται τα φαντάσματα του παρελθόντος

"I ain't afraid of no ghost". Μην πεις ότι δε μας προειδοποίησαν.

“Ain’t no bitches gonna hunt no ghosts”. Αν κάτι σου θυμίζει το σχόλιο – κάτι ίσως από αυτά τα ωραία που συνόδευαν τα φοβερά και τρομερά thumbs down που έκαναν το πρώτο τρέιλερ του καινούριου ‘Ghostbusters’ το βίντεο με τη χαμηλότερη βαθμολογία στην ιστορία του Youtube – να σου πούμε ότι δεν είναι πραγματικό, αν και θα μπορούσε να είναι. Με εξαιρετική άνεση. Όχι όμως, δεν είναι, είναι απλώς η απόπειρα του σεναρίου να μιλήσει για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, σπάζοντας τον πολύ βολικό τέταρτο τοίχο μεταξύ δημιουργών και ταινίας, για να δώσει τελικά και την απάντηση – μία από αυτές – αμέσως μετά: “Μην ακούς αυτά που γράφουνε μες στη νύχτα τρελοί άνθρωποι online”.

Εντάξει, δε θα τα ακούσω. Θα μιλήσω για την ταινία όπως θα μιλούσα για μια οποιαδήποτε ταινία. Για μένα η δουλειά του κριτικού άλλωστε είναι πολύ συγκεκριμένη και ο ρόλος του στη ζωή ενός – ή και μη – σινεφίλ είναι ακόμα πιο συγκεκριμένος. Διαβάζεις αρκετές κριτικές, βρίσκεις με τον καιρό 2-3 ανθρώπους που έχεις παρατηρήσει ότι σε γενικές γραμμές συμφωνείς – απόλυτη ταύτιση πολύ σπάνια μπορεί να υπάρξει ούτως ή άλλως – και αρχίζεις σιγά-σιγά να τους εμπιστεύεσαι, κυρίως γιατί μπορεί να μη θες να δίνεις τα χρήματά σου σε ταινίες που θα σε απογοητεύσουν. Ή τουλάχιστον επειδή θέλεις να ξέρεις τι να περιμένεις. Κατά τ’ άλλα ό,τι θες θα πας να δεις και πολύ καλά θα κάνεις. Κανείς δε φτιάχνει ταινίες για να μην αρέσουν σε κανέναν.

Οπότε και με το ‘Ghostbusters’, θα ήθελα να μπορούσα να κινηθώ καθαρά και μόνο σ’ αυτή τη λογική, να γράψω δηλαδή για τα καλά και τα τρωτά του σημεία – έχει αρκετά κι από τα δύο – για να ξέρεις περί τίνος πρόκειται και να αποφασίσεις αν αξίζει τον χρόνο σου. Κι εννοείται ότι θα το κάνω κι αυτό, απλά μου είναι πολύ δύσκολο όπως ήταν και στο ίδιο το σενάριο απ’ ότι φάνηκε, να κάνω πως δεν έχει γίνει όλο αυτό που έχει γίνει, απ’ όταν ακόμα η ταινία ήταν απλά σε φάση ανακοίνωσης. Ή να παραστήσω πως η πρωτοφανής για remake τόσο, μα τόσο βιτριολική επίθεση, οφειλόταν απλά σ’ ένα μέτριο τρέιλερ μέσα στα τόσα τρέιλερ που έχουν βγει κατά καιρούς για remake, λες και μ’ αυτό ήταν που είπαμε ν’αναφωνήσουμε ότι να, τώρα το βλέπουμε, τώρα φαίνεται, έπιασε επιτέλους τον πάτο βαρεμάρας του το Χόλιγουντ. Ή να πω ότι θεωρώ την πολιτική ορθότητα που οδήγησε στο all-female καστ ντροπιαστικό, μαρκετίστικο τέχνασμα, λες και δεν είναι αυτονόητο να θέλουν τα στούντιο να βγάλουν λεφτά από τους πιο engaged καταναλωτές, που έρευνα μετά από έρευνα δείχνει ότι είναι οι γυναίκες.

Ιδέες υπάρχουν, ταλαντούχοι δημιουργοί υπάρχουν, αλλά το Χόλιγουντ δε βγάζει πια αρκετά χρήματα με τις ταινίες που δε λέγονται Captain America, οπότε ψάχνει – και θα ψάχνει – έτοιμα brands για να τα πλασάρει ξανά, με το μικρότερο ποσοστό ρίσκου που μπορεί να έχει. Εάν, δε, μπορεί να τα πουλήσει κιόλας σε αγορές που έχει βάλει στη δεύτερη γραμμή όπως είναι η γυναικεία, θα το κάνει. Μπορούμε δικαίως να γκρινιάζουμε για πάντα για όλο αυτό, αλλά όταν έχουμε απομακρυνθεί από τα όρια της ανθρώπινης αντίδρασης σε σημείο που είναι μια τελεία για μας που έλεγε και ο Joey στα ‘Φιλαράκια’, τότε μπαίνουμε σε άλλα, αδικαιολόγητα χωράφια. 

Στον έλεγχο εξαμήνου που κάναμε, στις μεγάλες απογοητεύσεις για το ‘16 έως τώρα συγκεκριμένα, η επίθεση στο ‘Ghostbusters’ είχε αναφερθεί ως μία από αυτές, αποκαλώντας ταυτόχρονα την ταινία με το πιο κατάλληλο επίθετο που μπορούσα να σκεφτώ κι εγώ βγαίνοντας από την αίθουσα. Φιλική. Πριν επεκταθώ πάνω σ’ αυτό όμως, νομίζω πως εδώ είναι το σημείο που πρέπει να βγάλουμε κάτι από τη μέση.

Εάν περιμένεις την ταινία να δίνει καμία φοβερή έμφαση στο γεγονός ότι είναι γυναίκες που αναλαμβάνουν να εξαφανίσουν τα φαντάσματα αυτή τη φορά, σκας άδικα. Ο τέταρτος τοίχος που λέγαμε πιο πάνω σπάει μεν αρκετές φορές μετά το πρώτο εκείνο σχόλιο -“τι σε νοιάζει τι λένε για μας, εμείς ξέρουμε τι κάνουμε” είναι ακόμα ένα, όπως και το γεγονός ότι ο μεγάλος κακός της υπόθεσης είναι ουσιαστικά ένα ζωντανό, κινούμενο σχόλιο πικρίλας στο Youtube- αλλά κανείς από τους ίδιους τους χαρακτήρες δε δίνει σημασία στην ταυτότητα γένους θηλυκού της νέας ομάδας. Τέσσερις άνθρωποι πρέπει να πάρουν σβάρνα τα φαντάσματα της Νέας Υόρκης και τυχαίνει να είναι γυναίκες. Αυτό. Τελειώσαμε. Πολιτικού τύπου σχολιασμός υπάρχει με την έννοια ότι τα υπόλοιπα είναι απάντηση σε όσα σέρνουν στη Sony και τους συντελεστές εδώ και μήνες, αλλά αν δεν ανήκεις στους αγανακτισμένους του Ίντερνετ, δε θα σε προσβάλει το παραμικρό.

Πίσω στον χαρακτηρισμό φιλική όμως. Αν λέμε συνεχώς αυτόν τον καιρό ότι η σειρά ‘Stranger Things’ του Netflix είναι ερωτική επιστολή στα ‘80s, τότε στην περίπτωση του ‘Ghostbusters’ μιλάμε για ερωτικό πάπυρο στην ταινία του ‘84. Δεν είναι μόνο τα πάρα πολλά easter eggs για τους φαν. Η ταινία ολόκληρη γιορτάζει την ίδια την ιδέα του ‘Ghostbusters’ και το κάνει με κέφι. Σα να μαζεύτηκε μία παρέα και συζητούσε για το πόσο αγαπάει το ορίτζιναλ και αποφασίστηκε να κάνουν μία ταινία γι’ αυτό. Εννοείται πως το όπλο είναι η δική μας νοσταλγία και τα κέρδη που μπορεί να αποφέρει, αλλά αντίθετα με πολλά σικουελοριμπουτοριμέικ, οι γυναικείοι Ghostbusters δε μυρίζουν εταιρίλα.

Σ’ αυτό σίγουρα παίζει ρόλο η αβίαστη, περνάμε-καλά-στα-καμαρίνια χημεία του καστ. Άχαστο σημάδι άμα θες να ξέρεις ότι βλέπεις ταινία του Paul Feig (‘Bridesmaids’). Η Melissa McCarthy και η Kristen Wiig παίζουν τις παλιές, απομακρυσμένες φίλες που επανασυνδέονται όταν η δεύτερη προσπαθεί να πείσει την πρώτη να κατεβάσει από το amazon το βιβλίο που είχαν γράψει μαζί για τα φαντάσματα. Είναι καθηγήτρια στο Columbia πια και δε μπορεί να ρεζιλεύεται, αλλά μετά το πρώτο πράσινο γλίτσιασμα που τρώει – που μετατρέπεται γρήγορα σε happy dance γιατί ναιιι είδα πραγματικό φάντασμα, ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΚΑΛΕ – φτιάχνει μαζί με τη φίλη της, τον χαρακτήρα της Kate McKinnon που ίσως έχεις ήδη ακούσει να αναφέρεται δικαίως ως το standout τυπάκι της ταινίας και τον χαρακτήρα της αλματωδώς ανερχόμενης κωμικού Leslie Jones που ευτυχώς δε φυτρώνει στην ταινία λίγο πριν το τέλος σαν αυτόν του Ernie Hudson (θα ήταν ακόμα καλύτερο όμως εάν ήταν κι αυτή επιστήμονας), την ομάδα-μπόγια φαντασμάτων.

Αντίθετα όμως με τον θαυμασμό της Νέας Υόρκης που απέκτησαν στο ορίτζιναλ Bill Murray και Σία, οι νέες Ghostbusters κράζονται από παντού ως κομπογιαννίτισες και πρέπει να ανεχτούν κι από πάνω και την αμαύρωση της εικόνας τους από τις αρχές προς αποφυγή δημοσίου πανικού, ακόμα κι αν δέχτηκαν τις ευχαριστίες του Δημάρχου για τις υπηρεσίες τους σε πρώτη φάση. Σε όλη τη διάρκεια των περιπετειών και δοκιμασιών τους όμως, οι τέσσερις γυναίκες είναι δεμένες, το διασκεδάζουν φοβερά και δεν το βάζουν κάτω παρότι υπάρχουν στιγμές που τα πάντα είναι εναντίον τους. Μιλάμε με λίγα λόγια για τέσσερις διαφορετικούς τύπους action hero στην τιμή της μίας ταινίας.

Τα easter eggs τώρα που λέγαμε και νωρίτερα είναι τόσα πολλά, που ενδεχομένως να είναι και αυτά που θα γείρουν τη ζυγαριά σου στη μία ή στην άλλη πλευρά, αναλόγως με αυτό που θα ήθελες να δεις. Αν θες κάτι τελείως ασύνδετο με το ορίτζιναλ εκτός της βασικής ιδέας, ίσως νιώσεις ότι η ταινία βασίζεται πολύ στον νοσταλγικό παράγοντα. Αν πάλι σου αρέσουν τέτοιου τύπου throwbacks, τότε θα χαμογελάσεις πλατιά πολλές φορές και θα σε βοηθήσει και το γεγονός ότι ο τόνος της ταινίας είναι πολύ διαφορετικός από αυτή του ‘84. Έχει, για παράδειγμα, πραγματική διάθεση να σε τρομάξει, ειδικά στο πρώτο μέρος.

Θα χαμογελάσεις σίγουρα πάντως και με τα cameo όλων σχεδόν των ηθοποιών του ορίτζιναλ καστ – θα εντοπίσεις και μια προτομή του Harold Ramis σ’ έναν διάδρομο του Columbia – εκτός πια κι αν πιστεύεις ότι δέχτηκαν να συμμετάσχουν γιατί τους πίεσε η Sony όπως ακούστηκε για τις περιπτώσεις Murray και Aykroyd (μιλάμε για τον ίδιο Murray που απέρριψε όσα σενάρια του έδωσαν ποτέ για το ‘Ghostbusters 3’;).

Μιας που μιλήσαμε για γέλιο όμως – slow clap εδώ για τον Chris Hemsworth για τον κόντρα ρόλο του εδώ επί τη ευκαιρία – καλό είναι να έχεις υπόψη ότι το χιούμορ κινείται μεταξύ αστείων πετυχημένων και αστείων που χάνουν τον στόχο τους γιατί έχουν συμπιεστεί με άλλα τρία στην ίδια σκηνή. Μαζί με τον νοσταλγικό παράγοντα που ανέφερα μόλις τώρα, αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που φαίνεται να έχει διχάσει όσους έχουν δει την ταινία. Ο Feig είναι πολύ καλός στη μίξη διαφορετικών ειδών χιούμορ – από το πιο λεπτό και εγκάρδιο μέχρι slapstick – με δράση, αλλά εδώ του ξέφυγαν ολίγον και τα δύο, το ένα σε ποσότητα, το άλλο κατά τόπους σε ποιότητα εφέ. Σχεδόν μπορείς να διακρίνεις όμως την καλοπροαίρετή του διάθεση.

Το νέο ‘Ghostbusters’ σε γενικές γραμμές είναι η διασκεδαστική, αρκετά παραπάνω από ΟΚ αρκετά παρακάτω από must-watch, φύσει άκακη ταινία που θες να πετύχεις το καλοκαίρι. Αν όπως κι εκείνη όχι μόνο δε φοβάσαι, αλλά καλωσορίζεις τα φαντάσματα από τα παλιά, οι πιθανότητες να περάσεις καλά είναι αρκετές. Διαφορετικά θα έχεις πάντα την παρέα του ‘84. Τόσο απλά.

* To ‘Ghostbusters’ κυκλοφορεί στις 28 Ιουλίου από τη Feelgood.