ΣΙΝΕΜΑ

Γιάννης Οικονομίδης: “Ποια σοβαρή ταινία δε μιλάει για κρίση;”

Με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του ταινίας "Το Μικρό Ψάρι", μιλήσαμε με τον αγαπημένο σκηνοθέτη για το σουρεαλισμό της πραγματικότητας, για τις ταινίες και την κρίση, για τον υπόκοσμο, και για εκείνη τη φορά που έσωσε την καριέρα του με την, εχμ, ψυχή στο στόμα.

Η νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, “Το Μικρό Ψάρι” βγαίνει στις αίθουσες αυτή τη βδομάδα, λίγες βδομάδες μετά την πρεμιέρα της στο διαγωνιστικό Βερολίνου- εκεί με τον τίτλο “Στράτος”. Δίκαιο έτσι κι αλλιώς, μιας και είναι η πρώτη ταινία του Οικονομίδη που εστιάζει τόσο πολύ σε έναν και μόνο ήρωα, και το δικό του ταξίδι προς μία κόλαση. Η οποία ωστόσο φέρει πάρα πολύ γνώριμα χαρακτήριστικά, μιας κοινωνίας που υπάρχει γύρω μας, που την αντικρύζουμε καθημερινά.

Για τον χαρακτήρα του Στράτου μιλήσαμε αναλυτικά με τον φοβερό Βαγγέλη Μουρίκη, κι ενώ με τον Οικονομίδη η κουβέντα ξεκίνησε φυσιολογικά από τη νέα του αυτή ταινία, σύντομα ξέφυγε προς το ευρύτερο έργο του. Κουβεντιάσαμε για τα όρια ρεαλισμού και σουρεαλισμού στην αλήθεια της κοινωνίας μας, για το σημαίνει σινεμά της κρίσης, για τους ήρωες που τον συναρπάζουν, για το ενδεχόμενο να γυρίσει ελληνική ταινία με βαμπίρ, αλλά και για εκείνη τη φορά που κόντεψε να τα χάσει όλα- και το πώς η “Ψυχή στο Στόμα” παραμένει κάτι μοναδικό για εκείνον.

 

Πώς προέκυψε μια τόσο προσωποκεντρική ταινία αυτή τη φορά;

Ήθελα να κάνω μια ταινία με κέντρο τον Βαγγέλη. Έτσι από μια υπόσχεση στον εαυτό μου, να κάνω μια ταινία γι’αυτόν. Είμαστε και φίλοι και είπα πως θέλω να του κάνω μια ταινία, να είναι ο πρωταγωνιστής ένας τέτοιος ηθοποός. Και στην αρχή βάλαμε μπροστά να κάνουμε μια ταινία τρόμου, με βρυκόλακες.

Τέλειο θα ήταν αυτό.

Ναι, εξ ου και η σκηνή στη σπηλιά με το φως από κάτω, είναι τελείως Νοσφεράτου. Αλλά δεν έβγαινει και διολισθήσαμε–

Δεν έβγαινε χρηματικά ή κονσεπτικά;

Καλλιτεχνικά δεν έβγαινε. Δεν έβρισκα τον τρόπο να κάνω μια σοβαρή ελληνική ταινία τρόμου, καλόγουστη. Δε μπορείς να κάνεις τα πάντα παντού, είναι έξω από την παράδοσή μας αυτό το πράγμα, το μεταφυσικό, το γοτθικό. Πρέπει να ψάξεις να βρεις τον τρόπο. Άλλοι δεν έχουν τα δράματα τα δικά μας. Θέλει δουλειά, να μπεις στην Ακρόπολη και να βρεις τη γωνία που θα το πετύχει αυτό το πράγμα. Θέλει μια ωριμότητα. Το εγκαταλείψαμε και διολισθήσαμε προς το νουάρ αστυνομικό.

Στο τέλος είδα και το όνομα του Μουρίκη στο σενάριο…

Ο Βαγγέλης βοήθησε πάρα πολύ στις πρόβες, στους αυτοσχεδιασμούς–

Έχεις πολλούς αυτοσχεδιασμούς;

Στις εξελίξεις των σκηνών αρκετούς. Κι ο αυτοσχεδιασμός είναι πάντα ελεγχόμενος βέβαια, δεν είναι στο γάμο του καραγκιόζη. Απλά η δουλειά που γίνεται στις πρόβες είναι για να εξελίξουμε τη φυσικότητα και για να βρεθεί ακριβώς ο διάλογος, να είναι όλα τα πράγματα ειπωμένα με ακρίβεια.

Αυτό που βρήκα ενδιαφέρον στον χαρακτήρα του Στράτου είναι πως παρότι έχει κάνει φυλακή, είναι μπλεγμένος στο έγκλημα κλπ, δεν είναι ένας κλασικός αβανταδόρικος χαρακτήρας που φωνάζει και κάνει εντυπωσιακά πράγματα. Αν μη τι άλλο του συμβαίνουν διαρκώς πράγματα κι εκείνος τα δέχεται στωικά, είναι σιωπηλός απέναντι στο περιβάλλον του.

Είναι όμως και αρκετά δυσλειτουργικός, είναι λίγο μονόχνωτος, είναι αρκετά απλός. Δεν είναι ένας φοβερός ήρωας, δεν έχει το φοβερό IQ. Αλλά ταυτόχρονα είναι πολύ ανθρώπινος, απλός , καθημερινός, είναι ένα μικρό ψάρι. Κι αυτή είναι κι η χάρη του, αυτό είναι το ενδιαφέρον του. Ενώ έχει το παρελθόν που έχει, φυλακές, φόνοι κλπ, σκοτώνει κόσμο, ταυτόχρονα τρώει τις τάπες του. Είναι λίγο της σφαλιάρας, είναι ένας χαρακτήρας σχεδόν ντροπαλός, έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό το χαρμάνι για μένα. Προσπαθήσαμε να κάνουμε έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα, να συγκεράσει πολλές ποιότητες αναγνωρίσιμες.

Δεν προσεγγίζει ποτέ την υπερηρωική διάσταση, ακόμα και στο παρελθόν του που μαθαίνουμε τι έχει κάνει, δεν μας το δείχνεις, δεν τον βλέπουμε ποτέ να είναι ‘γαμάτος’. Ξεκινάμε από αυτό το καθημερινό του σημείο, που είναι…

…ανθρωπάκι. Μα ναι, δεν το θέλαμε, δε με ενδιαφέρουν αυτοί οι ήρωες, δεν κάνω σινεμά μυθοποιητικό ή τέτοιου τύπου ηρωικό. Δε με ενδιαφέρουν αυτοί οι ήρωες γιατί δεν έχεις τίποτα να πεις, είναι μονοδιάστατοι. Ναι μεν ο Στράτος ανήκει στο σινεμά, είναι αρκετά μυθολογικός, είναι κινηματογραφικός ήρωας, αλλά είναι ένας ήρωας που ανήκει στη στρατιά των λούζερς που αποπνέουν ανθρώπινη οσμή, που είναι πολύ γοητευτική για να ασχοληθείς μαζί τους. Είναι σε αυτό το είδος της παράδοσης που εντάσσεται η σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Στράτου. Γι’αυτό και κάποια στιγμή τον αποδέχεσαι, πας μαζί του, ακούς τους χτύπους της καρδιάς του. Είναι ένας ήρωας στο ύψος σου, ούτε πιο πάνω ούτε πιο χαμηλά. Και αναγνωρίσιμος και κινηματογραφικός.

Κι ο “Μαχαιροβγάλτης” είχε νουάρ στοιχεία, ενώ είχε ξεκινήσει με μια ταινία σαν το “Σπιρτόκουτο” που ήταν περισσότερο μια έκρηξη–

Ήταν πολεμική ταινία το “Σπιρτόκουτο”. Γι’αυτό και το tag line, Πόλεμος σε 4 τοίχους.

Μετά ήρθε η “Ψυχή στο Στόμα” που ήταν κάτι άλλο… Και μετά μοιάζει να μπαίνεις σε μια λογική όπου παίρνεις αυτά τα στοιχεία που σε ενδιαφέρουν και γράφεις πιο ‘κανονικές’ ιστορίες. Μια τέτοια πορεία.

Ίσως γιατί θέλω πιο πολύ να στραφώ προς την ιστορία, σε ένα σινεμά με πλοκή που περνάει αυτά που με ενδιαφέρουν, να πάψω να κάνω μόνο κοινωνική τοιχογραφία. Να είναι πιο ξεκάθαρη η ιστορία. Και δε σου κρύβω πως με γοητεύει κι ο υπόκοσμος. Με γοητεύει!

Επίσης εδώ για πρώτη φορά ασχολούμαστε πιο εμμονικά και πιο ξεκάθαρα με έναν χαρακτήρα. Η πρώτη ταινία που ξεκάθαρα έχει το focus σε έναν ήρωα. Ο Μουρίκης είναι σε όλες τις σκηνές της ταινίας κι αν δεν είναι αυτός είναι το αμάξι του. Είναι η πρώτη φορά που επιχειρώ να διεισδύσω τόσο πολύ σε ένα χαρακτήρα.

 

Πέραν του Μουρίκη έχει ενδιαφέρον και το υπόλοιπο καστ, πχ ο Ζερβός–

Θεός. Θεός.

Για μένα ήταν ο καλύτερος από τους περιφερειακούς.

Ήταν απίστευτο το επίτευγμα του Πέτρου, έχει πιάσει μεγάλες επιδόσεις στην υποκριτική τέχνη, πολύ υψηλά στάνταρ παιξίματος. Είναι απίστευτος, έχει κάνει φοβερή ερμηνεία. Ελπίζω να αναγνωριστεί.

Πώς σου έσκασε; Θέλω να πω, δεν είναι καν ηθοποιός, δε ξέρω αν θα μπορούσε να παίξει Σαίξπηρ ξερωγώ, αλλά μοιάζει τόσο άνετος και φυσικός μές στο σύμπαν της ταινίας.

Τι να πω, όλο αυτό είναι φαντασία και δουλειά. Όλο αυτό το πράγμα κάπως το φαντάζεσαι. Προφανώς ο Πέτρος κάπως μου μίλησε, ότι μπορεί να τα καταφέρει. Από εκεί και μετά εγώ κάνω και παλαβές σκέψεις, από την επιλογή κεντρικού ήρωα στο “Σπιρτόκουτο” που τον ερμήνευσε ένας τότε άσημος που έχει αυτό το σωματότυπο, ο Ερρίκος. Μέχρι τον Περικλή και το κολάρι, και τον Ερρίκο και τη μουστάκα και το ξυρισμένο κεφάλι στην “Ψυχή”, την χοντρή κυρία που φωνάζει στον Τάκη, τα headphones… Δηλαδή ένα… πώς να στο πω. Ο πραγματικός υπερρεαλισμός της πραγματικότητας με ενδιαφέρει. Τα υπερρεαλιστικά στοιχεία που είναι όμως ρεαλιστικά και υπάρχουν μες στον κόσμο μας. Με ενδιαφέρουν πάρα πολύ. Το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον να ασχοληθεί κανείς με αυτή τη διάσταση της ζωής του κόσμου που μας περιβάλλει.

Αυτού του τύπου ο σουρεαλισμός που όμως δεν είναι στο πουθενά, υπάρχει, είναι δίπλα μας, είναι εκεί έξω.

Ναι, είναι μια συζήτηση που συχνά κάνω με φίλους, για το αν οι ταινίες σου είναι ρεαλισμός.

Στο bottom line όμως δεν είναι;

Για μένα δεν είναι ξεκάθαρο ούτε ναι ούτε όχι. Δηλαδή το βλέπω σαν να έχεις παρατηρήσει και να έχεις πάρει ρεαλιστικά στοιχεία και να τα έχεις τεντώσει μέχρι το τέρμα τους.

Είναι στοιχεία όμως που βρίσκεις εκεί έξω. Υπάρχουν! Κι αυτό είναι που δίνει μια συγκεκριμένη ελαφρότητα και χάρη στο σινεμά που κάνω νομίζω. Δε ξέρω, είναι βαθιά η κουβέντα αυτή που κάνουμε. Αλλά τελικά και το χιούμορ από αυτά τα στοιχεία προκύπτει, από αυτή την εμμονή που έχω ας πούμε στο να ψάχνω προς τα εκεί, προς το σουρεαλισμό της πραγματικότητας. Ο οποίος είναι πραγματικός. Σα να μιλάμε για έναν αντεστραμμένο Κουστουρίτσα.

 

Οι ταινίες σου γενικώς είναι βγαλμένες από γύρω μας και το context της φιλμογραφίας σου το σκεφτόμουν αρκετά όσο ήμασταν στο Βερολίνο και έβλεπε την ταινία σου κόσμος που δεν είχε δει άλλη. Δηλαδή διάβαζα τόσες αναφορές στο ότι είναι Μια Ταινία Για Την Κρίση, όμως αυτό είναι κάτι που πάντα έκανες, δηλαδή όλη σου η φιλμογραφία είναι σαν μια απευθείας αντίδραση στην κοινωνία–

Ναι, είναι τόσο ξεκάθαρο πως με ενδιαφέρουν οι χαρακτήρες και η δραματουργία και τα ανθρώπινα πάθη που απορώ που μένουν όλοι σε αυτό το πρώτο επίπεδο το οποίο είναι, ξέρεις, αυτό. Η κρίση. Μα υπάρχει αυτό προφανώς, ποια κοινωνία δεν είναι σε κρίση, ποια χώρα δεν είναι σε κρίση; Ποια σοβαρή ταινία δε μιλάει για κρίση; Ποια; Τα “Στιγμιότυπα” του Άλτμαν; Ο “Ταξιτζής” του Σκορσέζε; Πες, μια Ιταλική, μια Γαλλική… α, “Η Ζωή της Αντέλ” ας πούμε. Όλες οι ταινίες μιλάνε για κρίση, από εκεί και πέρα υπάρχουν τα πρόσωπα κι αυτό που συμβαίνει μεταξύ τους, αυτό που διακυβεύεται. Τα πάθη. Φιλία, προδοσία, έρωτας, αγάπη, μίσος, χρήμα, πίστη, απιστία, ρατσισμός, ξενοφοβία, ομοφοβία, φιλοχρηματία, λαμογιά, αυτά είναι διαχρονικά. Πάθος για εξουσία, πισώπλατα μαχαιρώματα. Αυτά είναι η δραματουργία. Για να στήσεις ανθρώπους πραγματικούς, που έχουν κάτι πραγματικό να πούνε μεταξύ τους και κάτι πραγματικό να χωρίσουν. Δεν κάνω ηθογραφικό σινεμά έτσι κι αλλιώς γιατί δε γούσταρα ποτέ την ηθογραφία. Ταινία χαρακτήρων κάνω.

Η “Ψυχή στο Στόμα” παραμένει η αγαπημένη σου από τις ταινίες σου;

Η “Ψυχή” είναι η πιο αγαπημένη μου γιατί είναι η πιο παλαβή μου ταινία και είναι η ταινία που έχω κινδυνέψει πιο πολύ. Σε όλα τα επίπεδα. Επειδή είναι και τόσο ακραία κι επειδή ήταν εγκεκριμένο το σενάριο από θεσμικούς φορείς, Κέντρο, ΕΡΤ, Υπουργείο κλπ. Είναι πολύ ακραίο τόλμημα και παλαβή ταινία, είχε πάρα πολλή αδρεναλίνη και ένταση στη δημιουργία της. Ήταν πολύ μεγάλο ρίσκο το να αποφασίσω να κάνω μια ταινία χωρίς καμία υποχώρηση, να πάω all the way, μέχρι τέλους το πράγμα, να μη με νοιάζει τίποτα. Απορώ κι εγώ με το θράσος και με την παλαβομάρα. Όλων μας των συντελεστών δηλαδή.

 

Ακόμα δε μπορώ να πιστέψω ότι βγήκε έτσι αυτή η ταινία, ότι υπήρξε. Ακόμα και το “Σπιρτόκουτο”, που ουσιαστικά ΟΚ, είναι επίσης παλαβό με την έννοια ότι είναι ξερωγώ 4 άνθρωποι που φωνάζουν ο ένας στον άλλον για μιάμιση ώρα, είναι πες η πρώτη ταινία, όπου ξεκινάς ως δημιουργός και βγάζεις πάντα κάτι παράξενο και ακραίο από μέσα σου, ενώ…

Ναι, η ”Ψυχή” είχε πιο πολύ θυμό, πιο πολλή σκοτεινιά.

Αντανακλούσε κάτι συγκεκριμένο δικό σου;

Προφανώς. Είχε θράσος, παλαβομάρα, ήταν όλα αυτά. Ήμουν σε μια φάση συγκρουσιακή. Ό,τι κι αν γινόταν, θα το πήγαινα στα άκρα. Οπότε όλο αυτό το πράγμα το θυμάμαι με ιδιαίτερη αγάπη…

Σου φάνηκε περίεργη η μετάβαση από αυτό σε κάτι σαν τον “Μαχαιροβγάλτη” που ήταν μια ταινία που ας πούμε πήγε και κέρδισε δε θυμάμαι πόσα, 7 βραβεία–

Τι; Και η “Ψυχή” θα έπρεπε να κερδίσει αν με ρωτάς εμένα. 17. Δηλαδή… Μέσα σε όλο αυτό το πράγμα που περιγράφεις, είχε και χιούμορ. Βγαλμένο κατευθείαν από την κόλαση. Τεσπά, αυτό είναι από τις δουλειές… όπως και το “Σπιρτόκουτο” κουβαλάει πολλή νιότη και πολλή νεανική ορμή, έτσι και η “Ψυχή” έχει άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία μία φορά τα πετυχαίνεις. Και δε θα ξεχάσω την επικινδυνότητα, θυμάμαι δηλαδή όταν τη γύριζα, ξύπναγα το πρωί να πάω στο γύρισμα και έλεγα πως θα πάω all the way, δε με νοιάζει τίποτα.

Και δεν σου κρύβω πως αν η ταινία δεν κατάφερνε να πάει τότε στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών, θα μας είχανε ρίξει στο χαντάκι. Θα είχανε ρίξει να με φάνε τα σκυλιά. Δηλαδή είχα κάνει μια προβολή ανεπίσημη στην Όπερα, ήταν τότε εκεί όλοι οι φορείς που λέγαμε, και είχανε παγώσει όλοι. Είχανε φύγει όλοι και είχανε ασπρίσει. Ο διανομέας της ταινίας μας είχε εγκαταλείψει, την είχε δει στο μοντάζ και έφυγε τρέχοντας, είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Και μια βδομάδα μετά την προβολή στην Όπερα έρχεται η πρόσκληση για την Εβδομάδα Κριτικής, κι αυτό ήταν που μας έσωσε. Αν αυτό το πράγμα δε συνέβαινε θα είχανε ρίξει στο χαντάκι κι εμένα και όλη την ομάδα, τους βασικούς ηθοποιούς, που δουλέψαμε 9 μήνες την ταινία σε πρόβες, αυτοσχεδιασμούς κλπ. Οπότε αυτή η ταινία είναι μια ιδιαίτερη στιγμή στη ζωή μου, της έχω ιδιαίτερη αγάπη. Το στοίχημα ήταν πολύ ψηλό και νομίζω το καταφέραμε. Ελπίζω κάποτε να αναγνωριστεί αυτό.

Από εκεί και πέρα οι άλλες ταινίες κουβαλούν ωριμότητα, κουβαλούν κάτι που κατακτήθηκε πιο μετά. Μεγαλώνεις, ωριμάζεις, έχουν άλλες ποιότητες που δε θα μπορούσα να τις έχω πιο πιτσιρικάς, πιο πίσω. Απλά νιώθω ότι η “Ψυχή” τα συμπεριλαμβάνει όλα. Ό,τι είχαμε να πούμε τότε, τό είπαμε σε μια ταινία χωρίς κανένα φόβο και χωρίς καμία οπισθοχώρηση. Επικινδυνότητα υπήρχε, αλλά φόβος όχι.

 

*Το “Μικρό Ψάρι” του Γιάννη Οικονομίδη παίζεται στις αίθουσες από την Feelgood. Να το δείτε.