ΛΙΣΤΕΣ

Οι ταινίες: Άνθρωπος ενάντια στη φύση

Το “Gravity” και το “All Is Lost” έρχονται για να μας θυμίσουν πως το (εμπορικό και μη) σινεμά μπορεί να είναι ακόμα θαρραλέο.

Τα ζευγαράκια παρόμοιων ταινιών δεν είναι κάτι καινούριο, πάντα υπήρχε εκείνη η ταινία που μας θύμιζε εκείνη την άλλη ταινία που βγήκε πριν λίγες βδομάδες. Όμως συνήθως ήταν αποτέλεσμα κάποιας κυνικής ανάγνωσης του zeitgeist (“συμβαίνουν πολύ τα βαμπίρ τώρα”) ή είχαν αποτέλεσμα ταινιών τύπου “Armageddon” – “Deep Impact”, το οποίο δεν προορίζεται ως αρνητικό σχόλιο για την εποποιία του Μάικλ Μπέι, απλώς σημείωση περί του πώς το Χόλιγουντ βλέπει πολλές φορές τα ίδια πράγματα και σκέφτεται παρόμοιους τρόπους να ανατινάξει σκηνικά και διάσημους ηθοποιούς μαζί τους.

Όμως συγκυρία σαν αυτής της βδομάδας στις ελληνικές αίθουσες δε θυμάμαι να έχει ξαναγίνει. Οι δύο ταινίες που κυκλοφορούν ταυτόχρονα είναι, πώς να το πω, πρακτικά η ίδια ταινία. Τα “Gravity” (του τιτάνα Αλφόνσο Κουαρόν) και “All Is Lost” (του φρέσκου αλλά ήδη θαυμαστού Τζέι Σι Τσάντορ) είναι και τα δύο, σε ένα πολύ βασικό επίπεδο, ιστορίες μοναχικής επιβίωσης, για έναν χαρακτήρα αντιμέτωπο με την ήρεμη (αλλά καταστροφική) απειλή της φύσης, με τον κίνδυνο του αγνώστου να τον περικυκλώνει και το μόνο που του μένει να είναι η εφευρετικότητα, το πείσμα, και η θέληση να συνεχίσει να αγωνίζεται. Ο ένας, είναι ένας ιστιοπλος στο έλεος του ωκεανού. Η άλλη, μια επιστήμονας χαμένη στο κενό του διαστήματος.

Ποτέ ξανά δύο ταινία που βγαίνουν μαζί στις αίθουσες δεν αποτελούσαν υλικό για τόσο τέλειο double feature. (Μετά θα θες να πιεις.)

Ακόμα κυριότερα, είναι ταινίες που ρισκάρουν, που επιχειρούν να πάνε μπροστά τη γλώσσα του σινεμά, ακόμα και μέσα από διαδικασίες χωρίς λόγια. Είναι mainstream πειράματα, ταινίες που βασίζονται σε έναν ή δύο ηθοποιούς, σε μοναχικές, γραμμικές πορείες, σε αναζήτηση ενός στόχου που μοιάζει όλο και πιο δυσδιάκριτος. Κι αν το πιο θεαματικό από τα δύο είναι η διαστημική οδύσσεια του Αλφόνσο Κουαρόν, το πιο αγνό, ζωώδες, ωμό και ανθρώπινο εκ των δύο, είναι εκείνο όπου ο Τζέι Σι Τσάντορ (του φανταστικού, δραματικά υποτιμημένου “Margin Call”) βάζει τον 77χρονο Ρόμπερτ Ρέντφορντ να παίξει τον Γέρο απέναντι στη Θάλασσα.

O χαρακτήρας του Ρόμπερτ Ρέντφορντ λέγεται απλώς Our Man. Είναι ένας άντρας, ένας άνθρωπος, απέναντι στις κακουχίες της ανοιχτής θάλασσας, σε ένα θρίλερ επιβίωσης που εντείνεται όσο συνειδητοποιούμε πως δεν ξέρουμε τίποτα για αυτό τον άντρα. Η ταινία αρχίζει όταν ξυπνάει, και βλέπει έντρομος (αλλά και ψύχραιμος) το ιστιοπλοϊκό του να μπάζει νερό, γεγονός που εκκινεί ένα ντόμινο κακουχιών και προσπαθειών αντιμετώπισής τους. Υπό μία έννοια ο Ρέντφορντ, καθαρός, ξεγυμνωμένος από  οποιαδήποτε ιστορία ή βάρος εξελικτικής πορείας χαρακτήρα, είναι ο Οποιοσδήποτε άντρας, ο φόβος του ασυνείδητου ενσαρκωμένος σε ένστικτο επιβίωσης.

Δεν ξέρουμε ποιος είναι, πως τον λένε, από πού προέρχεται, γιατί είναι εκεί, τι έχει αφήσει πίσω. Είναι απλά ένα πεισματικός ιστιοπλόος σε mode επιβίωσης. Είναι αυτή ακριβώς η έλλειψη που ανάγει την φανταστική ταινία του Τζέι Σι Τσάντορ σε υπαρξιακό δράμα περισσότερο από περιπέτεια επιβίωσης.

Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Όταν το μόνο που ξέρεις είναι αυτό που βλέπεις, τότε όσα υποθέτεις (ή δεν τολμάς καν να φανταστείς) καταλήγουν στο πίσω μέρος του μυαλού μια απλή γαρνιτούρα. Αυτό που συμβαίνει μπροστά σου είναι παγκόσμιο, είναι ένας άνθρωπος που η ανάγκη μετατρέπει σε Μαγκάιβερ από τη μια στιγμή στην άλλη, μέσα από μικρά επεισόδια δράσης που βιώνεις και κατανοείς βήμα-βήμα, μαζί με τον ανώνυμο ήρωα. Τη στιγμή της κρίσης, το μόνο που έχει σημασία είναι το ένστικτο. Όλα τα άλλα, δεν χάθηκαν. Είναι σα να μην υπήρξαν ποτέ.

Η Σάντρα Μπούλοκ στο “Gravity” (imdb | letterboxd) δεν είναι Our Woman. Είναι μια πολύ συγκεκριμένη γυναίκα. Έχει όνομα, έχει ιστορία προέλευσης, έχει προορισμό. Η Ράιαν Στόουν δεν έχει εμπειρία στο διάστημα, σε αντίθεση με τον παλιό, τον έμπειρο Ματ Κοβάλσκι του Τζορτζ Κλούνι, παλιομοδίτικα γοητευτικού ακόμα και σε συνθήκες μηδενικής βαρύτητας. Καθόλη τη διάρκεια του φιλμ είναι ο μέντοράς της, είναι ο καθοδηγητής της, είναι το κωμικό της περιτύλιγμα.

Ο Κουαρόν έχει στήσει το δράμα πίσω από το οπτικό υπερθέαμα, σύμφωνα με τους απολύτως βασικούς όρους δραματουργίας. Η Ράιαν πρέπει να ξεπεράσει τις εμμονές της, να γίνει ένας βελτιωμένος άνθρωπος, ώστε να φτάσει στη λύτρωση. Κι αυτό συμβαίνει μέσα από αυστηρά καθορισμένα επεισόδια δράσης, σα να βγαίνεις από το ένα τρενάκι του τρόμου για να μπεις στο επόμενο.

Όμως αυτό το τρενάκι; Σου στέλνει την ψυχή στο πάτωμα. Ο Κουαρόν μαζί με τον Εμάνουελ Λουμπέζκι, τον σπουδαίο διευθυντή φωτογραφίας του (θυμήσου τι έκανε στο “Children of Men” και εξοργίσου ξανά που δεν έχει πάρει ακόμα Όσκαρ), πέρασαν πάνω από 4 χρόνια τελειοποιώντας την ταινία. Το διάστημα είναι ένας απέραντος χώρος, και οι Κουαρόν-Λουμπέζκι καταφέρνουν να τον σπάνε σε ξεχωριστούς χώρους, προς χάριν αφήγησης και δράσης, αλλά δίχως να χάνει τίποτα από την απεραντοσύνη του. Ακόμα κι όταν τα εφέ παλιώσουν, ακόμα κι όταν κάποτε το φιλμ αυτό δε μοιάζει όσο εντυπωσιακό μοιάζει αυτή τη στιγμή, η αγωνία θα παραμένει. Η μαεστρία με την οποία ο Κουαρόν μας οδηγεί μανιακά να ψηλαφίσουμε το κενό, να εντοπίσουμε τα αποκούμπια μας στο απειλητικό Απέραντο, πριν μας στείλει σε μια αγωνιωδώς αργή (σκέψου αστροναύτες στη σελήνη), αλλά και δαιμονιώδη κούρσα επιβίωσης, τον κάνει άξιο αμάλγαμα Τζέιμς Κάμερον, Ντέιβιντ Φίντσερ και Ρίντλεϊ Σκοτ.

Ωστόσο:

Στο “All Is Lost” (imdb | letterboxd) ο Ρέντφορντ δεν έχει ιστορία. Δεν έχει μονολόγους σαν εκείνους με τους οποίους η Μπούλοκ αποσυμφορίζει την υπαρξιακή αγωνία του φιλμ της. Δεν βρίσκει τρόπους να μας εξηγεί βήμα βήμα ό,τι κάνει. Είναι αγνή φιλμική εμπειρία όσο είναι δυνατόν αυτό να συμβεί, ένα φιλμ που σε αναγκάζει θέλοντας και μη να έρθεις αντιμέτωπος με κάθε σου σκέψη περί ζωής, θανάτου, θέλησης, αγωνίας. Και σημασίας. Πάνω απ’όλα, σημασίας. Όταν η μόνη σου παρέα (και μαζί, απειλή) είναι τα κύματα, και ο χρόνος τελειώνει, δε μπορείς να μην αναρωτηθείς όλα αυτά που για όλους μας κάποτε φτάνει η στιγμή να αναρωτηθούμε.

Και είναι και κάπως αναπάντεχο: Έχεις τον Τσάντορ, έναν νέο σεναριογράφο-σκηνοθέτη, του οποίου του ντεμπούτο ήταν το (επίσης δυσβάσταχτο, σκληρό, αλλά κι επίσης πανέμορφο) πολυλογότατο “Margin Call”. Ακόμα και σε εκείνο το έργο όμως, ήταν κάποιες νηφάλιες στιγμές σιωπής που κατάφερναν να μένουν μαζί σου για μέρες μετά τη θέαση. Όμως ποιος να το έλεγε ότι από τους βαρείς, πυκνούς διαλόγους γεμάτους λεπτομέρειες και στοιχεία, θα συνέβαινε μια τέτοια άμεση μετάβαση στο πρακτικά δίχως λέξη, κυριολεκτικό one-man show του Ρέντφορντ, ενός κινηματογραφικού θρύλου που ίσως για πρώτη φορά στην καριέρα του σε υποχρεώνει να τον θαυμάσεις αποκλειστικά ως τέτοιον, κι όχι ως σταρ.

Καθώς ο Ρέντφορντ πάλευε στη σχεδία εγώ σκεφτόμουν γιατί είμαστε εδώ. (Όχι στην αίθουσα, στο ευρύτερο ‘εδώ’. Στην αίθουσα ήξερα πολύ καλά γιατί ήμουν.) Είναι επειδή το καθαρό και αμόλυντο φιλμ του Τσάντορ δεν αφήνει άλλη επιλογή: Δεν έχεις να σκεφτείς για κόρες, γιους, γυναίκες, για πορείες χαρακτήρων, για αυτοβελτιώσεις κι άλλα τέτοια πεζά. Είσαι αντιμέτωπος με την ακραία, ιδεατή ενσάρκωση του εγώ σου, σε συνθήκες ακραίας επιβίωσης. Το μόνο που υπάρχει εκεί, είναι πλέον το μεγάλο Γιατί.

Είναι φανταστικό που αυτά τα δύο φιλμ βγαίνουν στις αίθουσες την ίδια μέρα. Είναι λες και η μία ταινία έχι γυριστεί ως συμπλήρωμα της άλλης. Στο διάστημα του Κουαρόν έχεις το θέαμα, τον εντυπωσιασμό, βλέπεις πράγματα που κανείς δε σου έχει ξαναδείξει, σίγουρα όχι έτσι, απολαμβάνεις τον υπαρξισμό ως τρενάκι του λούνα παρκ. Όμως η ταινία του Τσάντορ είναι λες και γυρίστηκε για να σε κάνει να αναλογιστείς πραγματικά, όσα εκείνη του Κουαρόν απλώς σου δείχνει πως υπάρχουν εκεί.

Σε κάθε περίπτωση, είναι δύο από τις ταινίες της χρονιάς. Είναι ο λόγος που πάμε σινεμά, είναι ο λόγος που αγαπάμε ο σινεμά: Οραματιστές δημιουργοί που τολμούν να πάνε τη γλώσσα τους ένα βήμα παραπέρα, να αποτολμήσουν ένα εμπορικό σινεμά στα όρια του αβάν γκαρντ, να ταξιδέψουν σε άγριους ωκεανούς και στο άπειρο του διαστήματος για να αναρωτηθούν τι συμβαίνει μέσα μας. Είναι δυο φιλμ απαραίτητα, έστω για ελαφρά διαφορετικούς λόγους, δύο φιλμ που θα σου δείξουν πράγματα καινούρια.

Δυο φιλμ που θα τα βλέπουν οι άνθρωποι σε 20-30 χρόνια και θα θυμούνται πόσο γαμάτο ήταν το σινεμά εκεί λίγο μετά την αρχή του 21ου αιώνα.