ΣΙΝΕΜΑ

Πότε έγινε ο Bill Murray ιερό εικόνισμα;

Ο ζωντανός θρύλος λατρεύεται σαν κουλ θεότητα, αλλά τότε γιατί στο νέο του Χριστουγεννιάτικο special τραγουδάει θλιμμένα;

“Συνειδητοποιώ πως είναι αδύνατον να έχεις συμπάθεια, εννοώ αληθινή συμπάθεια, προς ανθρώπους που είναι διάσημοι.”

Ο Μπιλ Μάρεϊ κατάλαβε νωρίς στην καριέρα του μια πολύ βασικήαλήθεια για αυτά που διαχωρίζουν τους διάσημους από τους κανονικούς ανθρώπους σαν εμένα κι εσένα, και αποφάσισε να αγνοήσει αυτή τη γραμμή. Ακούγεται πολύ απλό, έτσι δεν είναι;

Όταν είσαι διάσημος μετατρέπεσαι θες-δε θες σε κάτι σαν τοτέμ, κάτι απόμακρο, ένα ον ψεύτικο, πάνω από τα υπόλοιπα. Δεν σκέφτεσαι ποτέ πως μια μέρα θα παρτάρεις με τον Τζορτζ Κλούνεϊ, όσο κι αν τον συμπαθείς, είναι κάτι το φευγαλέο, είναι κομμάτι φαντασίας, είναι το “Notting Hill” στην bro εκδοχή του. “Είναι αδύνατον να έχεις αληθινή συμπάθεια προς ανθρώπους που είναι διάσημοι”. Ναι. Δεν είναι άνθρωποι.

Το απόσπασμα προέρχεται από μια συνέντευξη του 1988, λίγο πριν βγει το “Scrooged”, με τον Μάρεϊ ήδη σούπερ σταρ. Μια δεκαετία μετά το “Saturday Night Light”, χρόνια μετά τα “Caddyshack” και “Ghostbusters”. Ο Μάρεϊ ήταν ήδη μεγάλος σταρ, αν και σίγουρα όχι η θεότητα ως την οποία λατρεύεται σήμερα. “Οι άνθρωποι συνήθως περνούν μια κακή περίοδο όταν πρωτογίνονται πετυχημένοι,” εξηγεί στη συνέντευξη. “Είναι καινούριος, είσαι καυτός, και τα πράγματα πάνε στραβά. Δεν έχεις συνηθίσει την προσοχή, οι πάντες σου φέρονται διαφορετικά, και αυτό που συμβαίνει μετά είναι πως αρχίζεις να παίρνεις όλο αυτό σοβαρά και να γίνεσαι μαλάκας, και τότε σου φέρονται σαν μαλάκα, και μετά–”

“Υπήρξε κάποια περίοδος για σένα που τα πράγματα ξέφυγαν λίγο από τον έλεγχο;”, ρωτάει ο συγγραφέας. “Αυτή τη στιγμή,” απαντά ο Μάρεϊ.

***

Ως κωμική περσόνα ο Μάρεϊ είχε εξαρχής κοινό που τον λάτρευε μέσα από τους καλτ κωμικούς ρόλους του για το πώς έπαιζε τόσο τέλεια αυτό το στυλ της ειρωνικής αποστασιοποίησης που, κρίνοντας από τη σημερινή κουλτούρα, ήταν μερικές δεκαετίες μπροστά. Ο κωμικός ηθοποιός Μάρεϊ στις μέρες της δόξας του κατάφερνε να συνδυάζει κουλ απομάκρυνση (σα να νιώθεις πως δεν τον αγγίζει τίποτα από όσα συμβαίνουν στην οθόνη) με μια περίεργα έντονη εμπλοκή (τα gags που παρέδιδε στις παλιότερες ειδικά κωμωδίες του ήταν φοβερά).

Ο Χάρολντ Ράμις, ο κυριότερος συνεργάτης του Μάρεϊ στις πρώτες δεκαετίες της καριέρας του (έγραψε το “Ghostbusters”, τον σκηνοθέτησε μεταξύ άλλων στο “Caddyshack” και το “Groundhog Day”) τον είχε περιγράψει κάποτε ως όλους τους αδερφούς Μαρξ σε ένα: “Έχει την ευφυία του Γκράουτσο, την παντομίμα του Χάρπο και την καθημερινότητα του Τσίκο.” Το οποίο είναι πανέξυπνη παρατήρηση αλλά δεν εξηγεί γιατί σήμερα ο Μάρεϊ απολαμβάνει στάτους χίπστερ αγίου.

Και πώς είναι δυνατόν να τον περιβάλει αυτή η αύρα απροσδιόριστου κούλνες, στο βαθμό που ναι, να βγάζει το Netflix ένα απλό teaser με αυτόν να φορά αυτιά ταράνδου και αυτό να αρκεί για να κλαίει δάκρυα Χριστουγεννιάτικης συγκίνησης το μισό ίντερνετ. Στο special αυτό, “A Very Murray Christmas”, ο Μάρεϊ έχει στρατολογήσει ένα μάτσο διάσημους σταρ και φίλους του, με αποκορύφωμα τον Τζορτζ Κλούνεϊ.

 

Υπάρχει μια σκηνή προς το τέλος του θλιμμένου special, με τον Κλούνεϊ να κάνει σαχλά φωνητικά πίσω από Χριστουγεννιάτικα δέντρα για τον Μπιλ και την Μάιλι Σάιρους. Ο Τζορτζ Κλούνεϊ. Το κάνει, ας μην υπάρχει παρεξήγηση πάνω σε αυτό, επειδή το να κάνεις το οτιδήποτε δίπλα στον Μπιλ Μάρεϊ σου δίνει cred, και ο Τζορτζ Κλούνεϊ, δεν πάει να είναι ο μεγαλύτερος σταρ του κόσμου, το χρειάζεται το cred. Το χρειάζεται επειδή είναι διάσημος και τους διάσημους δεν τους συμπαθούμε. Όχι στα αλήθεια. Αλλά συμπαθούμε τον Μπιλ Μάρεϊ. Στα αλήθεια.

Μιας που το αναφέραμε, εσύ θα έβλεπες ένα Χριστουγεννιάτικο variety special του Τζορτζ Κλούνεϊ; Εγώ δε θα το έβλεπα. Αλλά του Μπιλ Μάρεϊ το είδα, όλοι το είδαμε.

***

Πριν από χρόνια είχα πάρει συνέντευξη από τους MGMT για το Ποπ+Ροκ και είχα ρωτήσει ποιο είναι το πιο κουλ πράγμα που τους έχει συμβεί ενώ κάνουν τουρ. “Ένα από τα πιο τρελά πράγματα που έγιναν για μένα ήταν τώρα που παίξαμε ένα show το Χαλογουίν και στο encore παίξαμε το τραγούδι από το ‘Ghostbusters’ και όταν πήγαμε πίσω στα παρασκήνια ήταν εκεί ο Μπιλ Μάρεϊ και άραζε.” Μου ακούστηκε σαν φανταστική σαχλαμάρα για να είμαι ειλικρινής, δηλαδή από πού κι ως πού να πας στα παρασκήνια και να είναι εκεί ο Μπιλ Μάρεϊ; Αλλά τις επόμενες μέρες διάβασα online ρεπορτάζ σύμφωνα με τα οποία ο Μπιλ Μάρεϊ πάρταρε το Χαλογουίν στη Νέα Υόρκη με τους MGMT. (#ρεπόρτερ)

Αυτό είναι κατά τα φαινόμενα κάτι που ο Μπιλ Μάρεϊ απλά κάνει. Ψηνόταν να κρασάρει το πάρτυ των τότε θεόκαυτων MGMT και απλά πήγε στα παρασκήνια και τους περίμενε. Το κλου είναι ότι το ίδιο πράγμα κάνει όλη την ώρα, και όχι με διάσημους. Υπάρχει ένα ολόκληρο σάιτ στο ίντερνετ αφιερωμένο σε ιστορίες ανθρώπων που συνάντησαν τον Μπιλ Μάρεϊ σε πάρτυ, στο δρόμο, σε σχολικές γιορτές. To tag line, “No one will ever believe you”, είναι δανεισμένο από μια από τις διασημότερες τέτοιες ιστορίες, ενός άντρα που έτρωγε σε φαστφουντάδικο και ξαφνικά από το πουθενά εμφανίστηκε ο Μπιλ Μάρεϊ παίρνοντας μια πατάτα από το δίσκο του. Τον κοίταξε στα μάτια και του είπε “No one will ever believe you” κι έφυγε.

 

Δε σε κάνει να θες να χειροκροτήσεις; Δεν σκέφτεσαι πως αν ήσουν διάσημος θα έκανες τέτοια πράγματα όλη την ώρα; Μόνο που δε θα τα έκανες, γιατί οι διάσημοι κάνουν άλλα πράγματα, αυτά που τους λένε οι ατζέντηδές του, αυτά που επιτάσσουν Οι Κανόνες. Ακόμα κι αν τα έκανες, θα ήταν πάντα κομμάτι κάποιας καμπάνιας ή κάποιου branding project, με κάμερες να ακολουθούν. Οι αστικοί θρύλοι που συνοδεύουν τον Μάρεϊ είναι ατελείωτοι, για κάποιους υπάρχουν θολές φωτογραφίες και ερασιτεχνικά βίντεο με κινητά, για άλλες υπάρχουν απλώς οι διηγήσεις.

Ένας άντρας διηγείται για ένα περιστατικό που είδε από μακριά- μια κοπέλα να πλησιάζει τον Μάρεϊ με μια μπάλα φούτμπολ ζητώντας του να του την υπογράψει. Εκείνος την πήρε, την ΚΛΩΤΣΗΣΕ στην απέναντι πλευρά του δρόμου, κι έφυγε τρέχοντας. Στη διάρκεια του 20ού Super Bowl ένας άντρας σοκαρίστηκε όταν διαπίστωσε πως ο Μπιλ Μάρεϊ καθόταν πίσω του. Πήγε να τον χαιρετήσει λέγοντας “Κύριε Μάρεϊ, πάντα ήθελα να σας γνωρίσω.” Ο Μάρεϊ έσπρωξε απότομα το χέρι του τύπου και τον αγκάλιασε(!) φωνάζοντας “Κι εγώ ήθελα πάντα να γνωρίσω εσένα!”

 

Το ίντερνετ είναι γεμάτο με ιστορίες του Μάρεϊ να κρασάρει φοιτητικά πάρτυ στη Σκωτία, να φωτομπομπάρει φωτογραφίες γάμου ενός ζευγαριού, να εμφανίζεται σε πάρτυ Χαλογουίν. Αμφιβάλω αν υπάρχει άλλος κινηματογραφικός αστέρας για τον οποίον ρεπορτάζ διεθνών πρακτορείων ειδήσεων να καταλήγουν με τη φράση “Σύντομα αφού έπλυνε τα πιάτα, ο Μάρεϊ αποχώρησε από το πάρτυ, σύμφωνα με τους φοιτητές.”

Ο Μπιλ Μάρεϊ κάνει, ως διάσημος, αυτά που εμείς πιστεύουμε ότι θα κάναμε, ως διάσημοι, αλλά μάλλον ούτε εμείς θα μπορούσαμε.

***

Είναι μυστήριο το πώς έχει διατηρηθεί και σμιλευτεί κατά αυτό τον τρόπο αυτή η τέλεια καλτ προσωπικότητα. Είναι υπό μία έννοια σαν ο Μπιλ Μάρεϊ να είναι ο τέλειος σταρ για την εποχή των σόσιαλ μίντια και της συνεχούς πληροφόρησης, ακριβώς επειδή τόσο αβίαστα απέχει από τα πάντα.

Πάντα ήταν μυστήριος τύπος που δεν έκανε τα απολύτως παραδοσιακά πράγματα. Αντί να έχει ατζέντη ας πούμε, έχει μια σκέτη τηλεφωνική γραμμή στην οποία του αφήνει μήνυμα όποιος θέλει να κάνει μαζί του μια ταινία ή μια συνέντευξη. Πιθανώς να μην τα ακούει καν. Μάλλον ευκολότερο θα είναι να κάνεις κονέ με τη Σοφία Κόπολα και να της πεις να του στείλει ένα μήνυμα, παρά να βρεις τον ίδιο.

Ένας από τους κορυφαιους θρύλους που τον ακολουθεί είναι το ότι έκανε το “Garfield” επειδή νόμισε πως το έχει γράψει ο Τζόελ Κοέν και, κάποια στιγμή στη διάρκεια της ηχογράφησης, αναρωτήθηκε τι στα κομμάτια είναι αυτή η ταινία. Παραείναι καλό για να είναι αληθινό, εξάλλου έκανε και το σίκουελ λίγα χρόνια μετά. (Αν και θα μπορούσα να δεχτώ πως το έκανε καθαρά για λόγους χαβαλέ και μετα-ειρωνικού αυτο-τρολαρίσματος. Είναι σαν ένας ζεν, γερασμένος και σοφός Τζέιμς Φράνκο.)

 

Μα είναι ένα trivia ενδεικτικό του μύθου που έχει χτιστεί γύρω από το πρόσωπό του, ενός τύπου που καταφέρνει να μοιάζει προφυλαγμένος από τα media την ίδια στιγμή που βρίσκεται συνεχώς μπροστά μας. Το κλειδί είναι πως ό,τι γίνεται, γίνεται με τους δικούς του όρους. Εξάλλου όλα αυτά που κάνει τώρα τα έκανε πάντα, τις από το πουθενά εμφανίσεις, τις παραξενιές (μια χρονιά είχε εμφανιστεί στο πλατό του SNL και φερόταν για μήνες σα να ήταν ο Χάντερ Τόμσον), τα κρασαρίσματα. Απλά τότε δεν υπήρχε το YouTube και το gawker. Είπαμε, είναι ο τέλειος σταρ του σήμερα.

Ταυτόχρονα, έχει καταφέρει να επανεφεύρει την on screen του περσόνα με τρόπο απόλυτο. Με το πέρασμα στο 21ο αιώνα, και με σημείο εκκίνησης το “Rushmore”, αποκτά πλέον το ρόλο της πατρικής φιγούρας, μα όχι όποιας κι όποιας. Δεν είναι ο uncool μπαμπάς, είναι ο ιδεατός μετρημένος, ειρωνικός, αποστασιοποιημένος πατέρας του indie σύμπαντος του Γουές Άντερσον και του ευρύτερου Κοπολέικου. Αναμφίβολα το “Lost in Translation” είναι ο μεταβατικός ρόλος-κλειδί, εκεί όπου ο γερασμένος, κουρασμένος από τις εμπειρίες πρώην bro και νυν χιπ ‘ώριμος άντρας’ μοιράζει και μοιράζεται εμπειρίες ζωής με τη μοναχική Σκάρλετ Γιόχανσον.

 

Εδώ πλέον είναι που όλα έρχονται και δένουν αρμονικά. Ο ‘αληθινός’ Μπιλ Μάρεϊ, αυτός που παρτάρει με φοιτητές και τους πλένει τα πιάτα και τραγουδάει καραόκε σε πριβέ δωμάτια, είναι σαν συνδυασμός της πρώιμης κωμικής του καριεροπερσόνας, από το SNL ως το “Caddyshack”, και του ειρωνικού, deadpan, θλιμμένου, σοφού κλόουν της μετέπειτα, τωρινής περιόδου. Κι όλα αυτά συμβαίνουν με επίκεντρο την ιντερνετική γιγάντωση του μύθου, εκεί όπου μια νέα γενιά γνωρίζει τον Μπιλ Μάρεϊ πρώτα ως θρύλο κι ύστερα ως ηθοποιό.

Στην πραγματικότητα ο ηθοποιός Μπιλ Μάρεϊ είναι πλέον αλώβητος, ό,τι βλακεία κι αν γυρίσει κατά καιρούς. Για το “Monuments Men” τον Κλούνεϊ τον σταύρωσαν, με τον Μπιλ Μάρεϊ ήταν όλοι σε φάση “χα! ρε τον τρελο-Μπιλ, έτσι τα κάνει!”. Δεν υπερβάλω, αυτό ήταν το κλίμα στο Φεστιβάλ Βερολίνου στην πρεμιέρα της ταινίας. Ο Κλούνεϊ δεχόταν τις Σοβαρές Ερωτήσεις κι ο Μπιλ Μάρεϊ έλεγε κουλ ιστορίες για το πώς ήταν στα γυρίσματα μιας ταινίας του Γουές Άντερσον με τις πυτζάμες του κι όλοι τον κοίταγαν σα να τους τραγουδούσε γοργόνα.

***

Στο “A Very Murray Christmas” ο Μπιλ Μάρεϊ παίζει τον Μπιλ Μάρεϊ, όπως πάντα δηλαδή στις ταινίες των φίλων του, και αυτή τη φορά παίζει έναν Μπιλ Μάρεϊ θλιμμένο, που νιώθει μόνος τα Χριστούγεννα και απλά δε θέλει ρε παιδί μου να διασκεδάσει τον κόσμο.

Είναι ενδιαφέρον. Σκέφτεσαι ας πούμε πως μια κάποια έξαρση των Μάρεϊ-ιστοριών συνέβη μετά τον δεύτερό του χωρισμό το 2008. Η σύζυγός του όχι μόνο υπέβαλε αίτηση διαζυγίου αλλά τον κατηγόρησε ακόμα και για χρήση βίας. (Ο Μάρεϊ λατρεύεται υπερβολικά αυτή τη στιγμή για να εστιάσουμε σε αυτό ως κουλτούρα.) Πίσω από όλα αυτά μπορείς να διακρίνεις τη μελαγχολία ενός χωρισμένου 60άρη που παρτάρει με φοιτητές επειδή το έχει ανάγκη. Σε ένα από αυτά τα πάρτυ ένας τύπος του είπε “κάνεις λάθος επιλογές στη ζωή σου”- ο Μάρεϊ παρέμεινε ευγενικός, πλήρωσε, έφυγε.

Στο “A Very Murray Christmas”, όταν ο ‘Μπιλ’ χάνει τις αισθήσεις του, ονειρεύεται πως ζει τα Χριστούγεννα σε ένα κλισέ εορταστικό σκηνικό παρέα με τον κολλητό του, τον Τζορτζ, και την Μάιλι Σάιρους.

Και στο μεταξύ, η μεγάλη, εμβληματική στιγμή που θα τον συντροφεύει για πάντα, είναι εκείνη που μοιράστηκε καθώς άφηνε πίσω του την Σκάρλετ στο Τόκιο. “Ποια ήταν τα λόγια που της είπε;”

Μπορεί να της αποκάλυψε το μυστικό του.

***

Ρώτησα τις προάλλες μια φίλη μου τη γνώμη της. “Πότε ήταν στιγμή που ο Μπιλ Μάρεϊ έγινε ο Μπιλ Μάρεϊ;”

“Καλύτερα να με ρωτούσες ποιο είναι το νόημα της ζωής,” μου απάντησε.

Εγώ νομίζω ότι ο Μπιλ Μάρεϊ, ένας φύσει κουλ άνθρωπος, κατάφερε να (ή του έτυχε, δεν ξέρω) να συνενώσει όλες του τις περσόνες τόσο αρμονικά σε μία, συγκεντρωτική, ολοκληρωτική, μία περσόνα που τυχαίνει να είναι εκείνη του ‘ανθρώπου πίσω από τον σταρ’. Μια περσόνα που καταφέρνει, αβίαστα, να κάνει γκελ στους πάντες: στο κοινό του κολεγίου που τον βλέπει να σερβίρει κοκτέιλ σε πάρτυ, στους bros που εγκάρδια θα πουν “μαλάκα ΓΑΜΑΕΙ ο Μπιλ Μάρεϊ”, στους indie 30άρηδες που τον νιώθουν πατέρα τους, στους γονείς μας που τον θυμούνται πάντα. Αν ο Μπιλ Μάρεϊ ήταν ταινία θα ήταν ο “Τιτανικός”.

Ο Μπιλ Μάρεϊ μοιάζει πηγαίος χαβαλές, αλλά αρκετά αποστασιοποιημένος ώστε ποτέ να μη μοιάζει απεγνωσμένος. Μοιάζει με την ιδανική ανθρώπινη εκδοχή του ‘τι θα έκανα αν ήμουν διάσημος’, και μάλιστα στο απείρως πιο δύσκολο level του ‘γερνώντας’. Ο Μπιλ Μάρεϊ, βασικά, όσο γερνάει γίνεται και πιο κουλ, κάτι που αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές της τρομαγμένης ύπαρξής μας. Αφήνει τον εαυτό του να δείχνει τη θλίψη, την αποδέχεται- και μοιάζει πάντα να την αντιμετωπίζει με την ίδια ειρωνεία που κρατά για τα πάντα, σα να την αναγνωρίζει αλλά να μην τον τρομάζει.

Τώρα που το σκέφτομαι, ζει και φέρεται και γλεντάει και δουλεύει σα να έχει εκείνος βρει το νόημα της ζωής. Από ψευδαισθήσεις, αυτή δεν είναι κι άσχημη.