ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Η παρέα του Ocean

Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ εγκαταλείπει το σινεμά κι εμείς θυμόμαστε την τριλογία του με τον Τζορτζ, τον Μπραντ και τα άλλα τα παιδιά.

Με την αφορμή της εξόδου στις αίθουσες του φανταστικού θρίλερ “Παρενέργειες”, την τελευταία (αλλά στην πραγματικότητα όχι) ταινία του Στίβεν Σόντερμπεργκ, αναζητούσαμε έναν ταιριαστό τρόπο για να τιμήσουμε αυτή την αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα καριέρα. Από πού πιάνεις όμως το έργο ενός σκηνοθέτη που έχει γυρίσει περισσότερες ταινίες από τα χρόνια καριέρας του, ακροβατώντας ανάμεσα στα είδη κι ανάμεσα στο mainstream και το ανεξάρτητο;

Είναι δύσκολο να προβλέψεις για τι θα θυμόμαστε εν τέλει έναν τόσο παράξενο, ανήσυχο, άνισο, αντισυμβατικό δημιουργό, αλλά για ένα πράγμα είμαστε πολύ σίγουροι: Η τριλογία του Ocean σημάδεψε όχι μόνο την καριέρα του (κι όλων των εμπλεκομένων) αλλά ξανάγραψε το τι εστί κινηματογραφικό σταριλίκι για τον 21ο αιώνα. Και το έκανε μέσα από μια κατεξοχήν αντρική ιστορία ωρίμανσης, φιλίας και -πάνω απ’όλα- χαβαλέ.

Αρκεί να δει κανείς τα στάδια.

11

To 2001 ο Σόντερμπεργκ είχε μόλις κερδίσει Όσκαρ Σκηνοθεσίας, είχε οδηγήσει τη Τζούλια Ρόμπερτς στο Α’ Γυναικείου Ρόλου, και γενικώς ήταν ό,τι πιο καυτό υπήρχε στο Χόλιγουντ εκείνη τη στιγμή. Κι επειδή ποτέ δε τον ενδιέφερε το κυνήγι κάποιας καλλιτεχνικής ‘ακεραιότητας’ ή ‘συνέχειας’ μέσα από το έργο του (αλλά “απλά ήθελα να γυρίζω ταινίες”), αντί να σκεφτεί προσεκτικά το επόμενο φιλμ του, να το καλοζυγίσει, να βρει οσκαρικό υλικό κλπ κλπ, έκανε κάτι πολύ καλύτερο για όλους μας:

Μάζεψε όλους τους φίλους του. Κι εκείνοι έφεραν τους δικούς τους. Βρήκαν μια παλιά, κουλ ταινία με τον Φρανκ Σινάτρα και τον Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ που τους άρεσε. Και είπαν να την ξαναγυρίσουν. Και να περάσουν ωραία. Και να περάσουμε όλοι ωραία.

Το “Ocean’s Eleven” ήταν το εμπορικό σινεμά στο απόγειό του, ωραίο, φαν, καλογυαλισμένο, καλογυρισμένο. Αν το κοιτάξουμε ευρύτερα, είναι ουσιαστικά η Στιγμή που εγκαθιδρύει την Χολιγουντιανή κυριαρχία του Τζορτζ και του Μπραντ ως πρίγκιπες της βιομηχανίας. Προφανώς κι οι δύο ήταν ως εκείνο το σημείο μεγάλα, εμπορικά ονόματα, όμως με τους “11” θεμελιώθηκε η ιδέα και το ίματζ τους ως cool bros, ως οι φοβεροί σταρ κολλητοί, που το Χόλιγουντ αγαπάει, ζηλεύει, σέβεται και θαυμάζει, όλα την ίδια στιγμή.

Για να το πούμε αλλιώς, αν μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Τζορτζ Κλούνεϊ κι ο Μπραντ Πιτ ήταν οι άντρες που ήθελαν οι γυναίκες, με το “11” έγιναν οι άντρες που ήθελαν να είναι οι άντρες (και η παρέα τους).

H πλοκή της ταινίας περνά σχεδόν σε δεύτερη μοίρα, γιατί καθώς ο Ντάνι Όσιαν κι οι 10 συνεργάτες του επιχειρούν να στήσουν τη μεγαλύτερη ληστεία στην ιστορία του Λας Βέγκας, αυτό που εντυπωσιάζει και μαγεύει είναι τελικά το κλίμα, οι πλάκες, ο Μπραντ Πιτ που συνεχώς μασουλάει, ο Ντον Τσιντλ και η φρικτή κόκνεϊ προφορά του, τα συνωμοτικά γέλια, το φλερτ του Τζορτζ Κλούνεϊ με την Τζούλια Ρόμπερτς, τα καζίνο, ο Έλβις, η παρέα που θριαμβεύει μέσα από μια διαδοχή απολαυστικών και χαλαρών, σα να μη συνέβη τίποτα, ανατροπών.

Το παρεϊστικο κλίμα δεν είναι απλά κάτι που προέκυψε τυχαία, είναι νευραλγικό μέρος της μυθολογίας της ταινίας, είναι μέρος του DNA της. Από τη χημεία τους στην οθόνη μέχρι τα μικρά ανεκδοτάκια εκτός αυτής: Έπαιξε όντως στην ταινία με αμοιβή $20 η Τζούλια Ρόμπερτς επειδή της έστειλε ο παλιόφιλος Τζορτζ ένα σημείωμα “έμαθα πως πλέον παίρνεις 20 για την κάθε ταινία”; Δεν έχει σημασία η αλήθεια, σημασία έχει ο μύθος! Τα credits κλείνουν με τη φράση “and introducing Julia Roberts as Tess”, ενισχύοντάς τον.

Το “Ocean’s Eleven” είναι ο θρίαμβος της κινηματογραφικής παλιοπαρέας με έναν τρόπο που μοιάζει σχεδόν αδιανόητος στην εποχή των παραφουσκωμένων μπάτζετ, των υπερηρώων, των γιγάντιων franchise και του επαναπροσδιορισμού της έννοιας του σταρ. Είναι ένας A-list σκηνοθέτης που μάζεψε μισή ντουζίνα A-list ονόματα κι έκαναν μια εμπορική, αλλά κάθε άλλο παρά κυνική, εμπορική, A-list ταινία. Τι φανταστική συγκυρία;

12

Τόσο φανταστική που δε γινόταν να μην επαναληφθεί, κάτι που είναι το ίδιο το θέμα του σίκουελ που ακολούθησε 3 χρόνια μετά, το “Ocean’s Twelve”.

Η ταινία γενικά δεν τυχαίνει ιδιαίτερης αγάπης κι όντως σε ένα καθαρά πρώτο επίπεδο είναι πολύ μέτρια. Όλα βεβιασμένα κι επαναλαμβανόμενα, η κλασική ρουτίνα του σίκουελ που επαναλαμβάνει με 100% πιστότητα (ή βαρεμάρα ή ανασφάλεια ή κυνισμό) ένα προς ένα τα βήματα του πρωτύπου. (Το λέγαμε “Home Alone effect” αυτό κάποτε, τώρα ο όρος μπορεί να αντικατασταθεί κι από το “Hangover effect”.)

Όμως σε ένα δεύτερο επίπεδο, στο πλαίσιο της τριλογίας κι όσα αντιπροσωπεύει για το Χόλιγουντ, τις παρέες και τους πρωταγωνιστές της, υπάρχει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο: Η ταινία αυτή ξέρει πως είναι ένα άνευρο σίκουελ. Στις σκηνές που οδηγούν στο μάζεμα των ηρώων, τους έχουμε δει να βαριούνται κάοντας άλλα πράγματα. Στον Ντάνι, πλέον σπιτόγατος με την Τες, λείπει η παρέα. Στον Ράστι, πλέον ξενοδοχειάτορας, λείπει ο ενθουσιασμός της κομπίνας. Ο Σόντερμπεργκ, ο Τζορτζ, ο Μπραντ, όλα τα παιδιά, εχουν περάσει αυτά τα 3 χρόνια χτίζοντας ακόμα περισσότερο την καριέρα και το στάτους τους, όμως μας το λένε ξεκάθαρα: Βαριούνται, κάπως. Τους έχει λείψει η φάση, κάπως. Και γι’αυτό ξαναμαζεύονται.

Το “12” είναι γεμάτο από εσωτερικά αστειάκια, “γιατί ονομαζόμαστε οι 11 του Όσιαν”, ο Λάινους του Ματ Ντέιμον διαμαρτύρεται γιατί θέλει πιο κεντρικό ρόλο αυτή τη φορά (όσο πιο ξεκάθαρο αστείο για σταρ που ζητάνε περισσότερη ώρα στην οθόνη στα σίκουελ μπορώ να σκεφτώ) και κάποια στιγμή αργότερα η Τζούλια Ρόμπερτς φτάνει στο σημείο να παίζει τον εαυτό της. Η συγκεκριμένη σκηνή είναι χαζή, όμως τα δεδομένα είναι εκεί: To “12” είναι ένα σίκουελ πάνω όχι μόνο στο πώς είναι να γυρίζεις ένα σίκουελ, αλλά και πάνω στο πώς είναι να συνειδητοποιείς πως σου λείπει η παρέα σου και να τη μαζεύεις ξανά για να ζήσεις τις αξέχαστες στιγμές σας. Ξανά.

Η πλοκή της ταινίας, που θέλει τους 11 (συν την Τες = 12) να μαζεύονται ξανά για να ληστέψουν και πάλι κάτι καλά φυλαγμένο με τρόπο σχεδόν ίδιο με την προηγούμενη ταινία, είναι το απαραίτητο δεύτερο στάδιο στην διαδρομή της Παρέας. Αν η πρώτη ταινία ήταν ο ενθουσιασμός της επικής πρώτης φοράς, εκείνη η βραδιά ή χρονική περίοδος που πάντα θα θυμόμαστε ως “μαλάκα θυμάσαι ΤΟΤΕ;”, η δεύτερη ταινία είναι όλες οι φορές που -αναπόφευκτα- έχουμε προσπαθήσει να το ξαναζήσουμε, αναπαράγοντας συνθήκες, μέρη, πρόσωπα.

Είναι απλώς η ανθρώπινη φύση.

13

Και φυσικά όπως συμβαίνει με κάθε επικό διάστημα που έχεις συνδέσει με συγκεκριμένα άτομα και συγκεκριμένα μέρη, κάποτε έρχεται ένα τέλος. Ο Σόντερμπεργκ έχει πει πως θεωρεί το “Ocean’s Thirteen” την πιο ολοκληρωμένη από αυτές τις ταινίες, κι ενώ είναι λογικό ο καθένας να έχει τη δική του αγαπημένη, το σίγουρο είναι ότι αυτή η τρίτη και τελευταία είναι σίγουρα η πιο γλυκιά, η πιο ρομαντική, η πιο ανεπαίσθητα μελαγχολική.

Από το ίδιο της το σημείο εκκίνησης κιόλας: Αυτή τη φορά τα παλικάρια δε συγκεντρώνονται επειδή θέλουν να ξαναζήσουν τις επικές στιγμές. Αλλά επειδή ένας δικός τους έχει πληγωθεί. Ο Ρούμπεν βρίσκεται κατάκοιτος στο νοσοκομείο ύστερα από ένα επεισόδιο που είχε όταν ξεγελάστηκε κι έχασε τα πάντα από τον αδίστακτη ιδιοκτήτη καζίνο Γουίλι Μπανκ του Αλ Πατσίνο.

Η ταινία παρόλο που έχει τα ίδια γνώριμα πρόσωπα στα ίδια γνώριμα (αλλά αλλαγμένα) μέρη, μοιάζει διαφορετική αυτή τη φορά. Ο χαβαλές είναι πάντα εκεί, το κέφι, η λάμψη, το καζίνο, όλα. Όμως αν κοιτάξεις προσεκτικά θα το δεις. Στις μικρές στιγμές που μοιράζονται ο Ντάνι κι ο Ράστι, ο Τζορτζ κι ο Μπραντ. Όταν κάνουν έναν περίπατο, όταν συγκινούνται βλέποντας Όπρα, όταν βαστάνε τσίλιες, και μιλάνε για τη διαδρομή τους, για τις σχέσεις τους, για το τι θέλουν από τη ζωή τους.

Μιλάνε για το ότι μεγαλώνουν.

Οι γυναίκες τους έχουν μείνει πίσω, γιατί “δεν είναι δικός τους αυτός ο αγώνας” όπως λέει ο Ντάνι στην πρώτη σκηνή της ταινίας. Γιατί αυτή πρέπει να είναι η τελευταία επική νύχτα των αγοριών.

Στην καρδιά της ιστορίας, που αυτή τη φορά είναι πιο προσωπική, είναι εκδίκησης, βρίσκεται ένα ζήτημα τιμής, ρομαντικά, παλιομοδίτικα αντρικό. Που μας γυρίζει πίσω στην original Rat Pack του πρωτότυπου “Ocean’s 11”, στον Φρανκ Σινάτρα, τον Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ, τον Ντιν Μάρτιν. Τα πάντα συμβαίνουν επειδή ο Γουίλι Μπανκ πρόδωσε τον άγραφο νόμο που διέπει όλους αυτούς του παλιούς αντρικούς δεσμούς. “Έχεις κάνει χειραψία με τον Φρανκ Σινάτρα,” του λέει ο Ρούμπεν του Έλιοτ Γκουλντ στην αρχή του φιλμ. “Όσοι έχουμε κάνει χειραψία με τον Σινάτρα δεν προδίδουμε ο ένας τον άλλον.”

Η τελευταία αυτή αδερφική πράξη στήριξης από τον Ντάνι και τους 13 άντρες του επιστρέφει πίσω στην (πολύ) αρχή, στους παλιούς παρεϊστικους κώδικες στους οποίους βασίστηκε η ίδια η δημιουργία αυτής της νέας χολιγουντιανής rat pack. Αυτή η φορά είναι διαφορετική. Δεν είναι όπως κάθε φορά που μαζευόμαστε και βγαίνουμε με αυτόματο πιλότο επειδή ‘ε, μέσα θα κάτσουμε;’. Είναι η φορά που ένας από τους κολλητούς ρίχνει SOS, και λέει “απόψε πρέπει να βγούμε γιατί δε την παλεύω”, και μαζεύονται τα στρατεύματα και περνάμε την καλύτερή μας βραδιά από όλες επειδή οφείλουμε.

Στο “13” επιστρέφουν λίγο-πολύ οι πάντες (πλην των Ρόμπερτς και Ζέτα-Τζόουνς), το κόλπο είναι μεγαλύτερο και πολυπλοκότερο από ποτέ και αν και η αύρα του ‘ζητήματος τιμής’ δεν φεύγει ποτέ, το φιλμ ταυτόχρονα είναι σταθερά πάρα πολύ διασκεδαστικό, ανατρεπτικό και λουσάτο. Στο τέλος οι ήρωες αποχωρούν θριαμβευτές ατενίζοντας τη νυχτερινό Λας Βέγκας. “Δεν σεβάστηκες τη χειραψία με τον Σινάτρα,” είναι τα λόγια που σφραγίζουν τη νίκη των 13 του Όσιαν επί του Μπανκ.

Την επόμενη, στο αεροδρόμιο, ο Ντάνι κι ο Ράστι, ο Τζορτζ κι ο Μπραντ, μένουν τελευταίοι στην αναμονή του αεροδρομίου. Δε λένε πάρα πολλά, αλλά έτσι κι αλλιώς οι φίλοι δε χρειάζεται να λένε πάρα πολλά. “Θα σε δω όταν θα σε δω,” αποχαιρετά τελικά ο Όσιαν. Ο Ράστι χαμογελά και του δίνει μια συμβουλή για τη σιλουέτα του. “Άραξε,” είναι τα τελευταία λόγια του Ντάνι. “Κάνε δυο παιδιά.”

Χαμογελάνε.