REVIEWS

Μες στη ζούγκλα, την άγρια ζούγκλα, ο ‘Θρύλος του Ταρζάν’ επιβιώνει ακόμα

Ο Βασιλιάς της Ζούγκλας επιστρέφει εκμοντερνισμένος για το κοινό του 21ου αιώνα και δεν είναι το χειρότερο πράγμα που θα δεις στο φετινό μπλοκμπαστερικό καλοκαίρι σου.

Νιώθεις ανήμπορος μπροστά στον ανταγωνιστικό περιβάλλον της εργασίας σου; Δοκίμασε να είσαι ο Alexander Skarsgård και να παίζεις τον Ταρζάν μετά από άλλους διακόσιους. Στην κυριολεξία διακόσιους όμως, μαζί με κάτι ψιλά, σε σινεμά, τηλεόραση και θέατρο.

Ο ήρωας του Edgar Rice Burroughs είναι από τους πιο επίμονα διαχρονικούς χαρακτήρες που έχουν γραφτεί ποτέ στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ο δικός του ανταγωνισμός είναι σίγουρα μικρότερος από του Skarsgård. Στο σινεμά έχουμε να τον δούμε από την ταινία του ‘99 που μας έδωσε η Disney, σε μία ευαίσθητη και αστεία εκδοχή του που δεν αποφάσισε ποτέ τελικά να φύγει από τη ζούγκλα. Πιο πριν τον είχαμε δει στο ‘Greystoke’ του ‘89, μία αξιοπρεπέστατη b-movie με τον Ταρζάν να δοκιμάζει την τύχη του στην Αγγλία, που μάλλον δεν είχε κανείς προβλέψει ότι θα κατάφερνε να αποσπάσει τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ, με τις δύο να είναι στις μεγάλες κατηγορίες του Β΄ Αντρικού για τον Ralph Richardson και του Διασκευασμένου Σεναρίου για τους Robert Towne και Michael Austin.

Στο ‘The Legend of Tarzan’, η αφήγηση ξεκινάει με τον ήρωα – John Clayton πια – να βρίσκεται ήδη στην Αγγλία. Έχει αφήσει πίσω τη ζωή του στη ζούγκλα, είναι παντρεμένος με τη Jane και κοιτάει να συχνωτίζεται με την υψηλή κοινωνία του Λονδίνου, αν και δε φαίνεται να τον έχουν πείσει για τη σημασία της παρουσίας τους στη ζωή του. Είναι σκυθρωπός, μ’ αυτό το ύφος του προβληματισμένου που δεν ξέρει τι του φταίει, για να υποθέσεις εσύ αμέσως πως είναι η απομάκρυνση από τη ζούγκλα που τον έχει ρίξει ψυχολογικά. Δεν περνάει καλά στον πολιτισμό κι αυτό βγαίνει προς τα έξω.

Αυτή είναι προφανώς μία προσπάθεια του σεναρίου και του σκηνοθέτη David Yates (ταινίες ‘Harry Potter’) να φέρει τον Ταρζάν στα μέτρα της φαινομενικά πιο ώριμης αντιμετώπισης που έχουν υποστεί οι πιο ανάλαφροι ήρωες της παιδικής μας ηλικίας τελευταία – στα πιο ζουγκλοdark προσεχώς βάλε και τον Μόγλη στο ‘Jungle Book: Origins’ που θα δούμε σε δύο χρόνια – με την κλασική αντιπαραβολή του Burroughs του πρωτόγονου στοιχείου να κοντράρεται με αυτό του πολιτισμού, να έρχεται στα πράγματα εξαρχής μέσα από τη μύγα-μες-στο-γάλα παρουσία του χαρακτήρα. Η άλλη προσπάθεια που κάνει το σενάριο είναι να μαζέψει τις προβληματικές διαστάσεις που έχει από τη φύση της η ορίτζιναλ ιστορία, βλέπε λευκός σωτήρας με μεγαλύτερη δύναμη πάνω σε ζώα και ανθρώπους της Αφρικής από τους ντόπιους και ρομαντική παρτενέρ σε μόνιμη ανάγκη διάσωσης. Όσον αφορά το δεύτερο, τα πράγματα πήγαν πολύ καλά.

 

Η Jane που υποδύεται η Margot Robbie, περνάει μεν το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας στα δίχτυα του κακού της υπόθεσης – όπου εκλεπτυσμένος κακός τελευταία, να περιμένεις τον Christoph Waltz – αλλά προσπαθεί συνεχώς να αποκτήσει τον έλεγχο και δε μοιάζει ποτέ ανήμπορη. Μεγάλο ρόλο παίζει και το εκτόπισμα της Robbie στην κάμερα που δένει πολύ με την προσπάθεια που γίνεται με τη σύγχρονη Jane. Το πρόβλημα άλλωστε με αυτού του είδους τους γυναικείους χαρακτήρες δεν είναι ότι χρειάζονται τη βοήθεια του πρωταγωνιστή, αλλά ότι συνήθως υπάρχουν γι’ αυτό και μόνο τον λόγο. Η Jane εδώ δεν πάσχει από αυτόν τον ιό. Είναι ίσως μάλιστα και ο πιο αληθοφανής χαρακτήρας της ταινίας, έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο Κονγκό ως κόρη Αμερικανού καθηγητή Αγγλικών, παρέα με τους ιθαγενείς που την υποδέχονται με πολλή αγάπη όταν τελικά επιστρέφει.

Το πρόβλημα με τον λευκό σωτήρα πάλι που λέγαμε, δεν είχε ακριβώς την ίδια μοίρα – ίσως και να μη μπορεί να την έχει τέτοιος που είναι ο χαρακτήρας από τα γεννοφάσκια του – αλλά η προσπάθεια Yates και σεναρίου είναι φιλότιμη. Όταν ο Ταρζάν αποφασίζει να επιστρέψει στο Κονγκό, το κάνει γιατί ο Samuel L. Jackson στον ρόλο του πραγματικού προσώπου George Washington Williams, του ζητά να δεχτεί την πρόσκληση του βασιλιά του Βελγίου, Λεοπόλδου Β΄, για μία επίσκεψη στη ζούγκλα που τον μεγάλωσε, με αληθινό σκοπό την έρευνα γύρω από το σκλάβωμα των ντόπιων που κάνει ο χρεωκοπημένος βασιλιάς για να διατηρήσει την κυριαρχία του.

Ο Williams είναι μία ενδιαφέρουσα περίπτωση Αφροαμερικανού πρώην στρατιώτη στον Εμφύλιο της Αμερικής, με δικούς του σκελετούς στην ντουλάπα από την υπηρεσία του σε αποστολές κατά των Ινδιάνων. Θα ήταν ακόμα πιο επιδραστικός όμως, αν δεν τον χρησιμοποιούσε η ταινία για στιγμές άβολου χιούμορ, αντί να αφήσει τις άλλες στιγμές που συμβαίνουν επιτόπου να πάρουν τον χρόνο τους. (Αυτό που όποιος προσλαμβάνει τον Jackson θέλει να του βάλει και πέντε-έξι motherf*cking-snakes-on-this-motherf*king-plane τύπου ατάκες, να το κοιτάξουν γενικώς).

Οι φυλές, τώρα, που ενδιαφέρεται να προστατεύσει ο Ταρζάν, δεν είναι απλοί θεατές στη διάσωσή τους. Ειδικά στο τελευταίο μέρος της ταινίας αποκτούν ενεργό ρόλο στη μάχη εναντίον της εκμετάλλευσής τους. Απλά όχι αρκετά μεγάλο για να βάλουμε τη συγκεκριμένη προσπάθεια στο επίπεδο που βάλαμε αυτή με τη Jane. Ο πρωταγωνιστής είναι πάντα αυτός που θα βρει τα τρικ και τον τρόπο να σώσει την κατάσταση, οπότε μέχρι να μπορέσουν να βρουν τη χρυσή τομή στο Χόλιγουντ που θα τους επιτρέψει και την προσοχή να στρέψουν εκεί που πρέπει και να μην ταράζουν τους κύκλους όσων έχουν αγαπήσει τις παλιές ιστορίες στην παραδοσιακή τους μορφή, θα μένουμε με τις φιλότιμες προσπάθειες χωρίς το ιδανικό αποτέλεσμα. (Ή μπορούν να ακολουθήσουν το μονοπάτι που έστρωσε το περσινό έπος που λέγεται ‘Mad Max: Fury Road’, αλλά αυτό τραβάει μεγάλη συζήτηση).

Κατά τη διάρκεια της περιπέτειάς του, ο Ταρζάν έχει διάφορες σκηνές μάχης – να μην εκμεταλλευτούν τον σμιλεμένο Skarsgård; – αλλά το πρόβλημα σε αρκετές από αυτές, είναι ό,τι είναι γυρισμένες σα να μην ήξεραν αν ήθελαν να γυρίσουν Ταρζάν ή Τζέιμς Μποντ. Όσο μάχεται τους Mangani, τους fictional γορίλες του Burroughs, ή τους ιθαγενείς, πάνε καλά τα πράγματα. Όταν τον βάζουν να χτυπιέται και να αφοπλίζει τους άτιμους Βέλγους, δε μπορείς να μη σκεφτείς ότι δε μπορεί να τα έμαθε στη ζούγκλα αυτά το αγόρι.

Έπειτα τα φλάσμπακ που ενσωματώνει η ταινία με την προϊστορία του Ταρζάν, κάτι σαν origin story λουσμένο στο φως σκέψου, είναι μεν πολύ καλά, αλλά είναι τόσο καλά μάλλον που εύχεσαι να είχες δει εκείνη την ιστορία και όχι αυτή που παρακολουθείς. Δε βοηθάει και ο ίδιος ο χαρακτήρας που φαίνεται παράξενα αποσυνδεδεμένος με όσα του συμβαίνουν στο παρόν. Καλή η χημεία του Skarsgård με τη Robbie, καλή και η στωική του πλευρά, αλλά δεν καταφέρνει να μεταδώσει ποτέ το συναίσθημά του σε σένα. Έμπλέξε βέβαια και με αναχρονιστικές ατάκες όπως “δε χρειάζεσαι άλλο στρες”. Τα λέγανε αυτά τον 19ο αιώνα, ωρέ;

Μη νομίσεις μ’ αυτά και μ’ αυτά ότι Το ‘Legend of Tarzan’ είναι κακή ταινία. Είναι από τις ok live-action ταινίες που έχουν βγει για τον χαρακτήρα και σε μία καλοκαιρινή σεζόν, μάλιστα, που δεν έχει πολλά να σου προσφέρει, είναι από τις αξιοπρεπείς επιλογές που έχεις. Απλά δε βρίσκω λόγους να σου πω να σπεύσεις να το δεις, όταν μπορείς να κάνεις rewatch το παλιό, καλό Disney του ‘99.

 

Το ‘The Legend of Tarzan’ βγαίνει στις αίθουσες στις 7 Ιουλίου από την Tanweer.