REVIEWS

Οι ταινίες: Άντρες εναντίον του εαυτού τους

Ο Τζέικ Γκίλενχαλ αντιμετωπίζει τον εαυτό του στο “Enemy”, ο Συλβέστερ Σταλόνε τον Μελ Γκίμπσον στο “Expendables 3” κι ο Τζον Φαβρό την κριτική στο “Chef”.

Μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις δημιουργών είναι εκείνοι που δεν διαθέτουν κάποια άμεση αισθητική ή θεματική σφραγίδα, όμως παραδίδουν με συνέπεια, δουλειές υψηλού επιπέδου που καταφέρνουν πάντα να προκαλούν τον θεατή με τους σωστότερους τρόπους. Ο Ντενί Βιλνέβ είναι από αυτές τις περιπτώσεις- ακόμα προσπαθούμε να τον κατατάξουμε παρότι μετρά αισίως 6 ταινίες στο ενεργητικό του. Έχει αυτό το χάρισμα να μεταπηδά από το ένα genre στο άλλο σα να μη συμβαίνει τίποτα, σαν ένας πιο έντονος Μάικλ Γουίντερμπότομ.

Το “Prisoners” είναι εύκολα το πιο προσβάσιμο έργο του και ίσως και το λιγότερο ενδιαφέρον την ίδια στιγμή. Με το “Incendies” είχε παραδώσει μια σύγχρονη, παγκόσμια ματιά πάνω στους κώδικες της αρχαίας τραγωδίας και με το προγενέστερο, πολυβραβευμένο “Polytechnique” δραματοποιούσε ένα σύγχρονο, αληθινό, τραγικό γεγονός, μια σφαγή στην πολυτεχνική σχολή του Μόντρεαλ το 1989.

Αν όμως ένα από τα κοινά της ως τώρα φιλμογραφίας του ήταν μια ολοκληρωμένη αφήγηση τραγικών περιστατικών με πολλούς χαρακτήρες και διαδρομές που μπλέκονται με σημαντικούς τρόπους, είναι με το “Enemy” που κάνει την έκπληξη προσφέροντας κάτι ολότελα διαφορετικό. Είνια η πιο ενδιαφέρουσα (σίγουρα η πιο ξεχωριστή) στιγμή της φιλμογραφίας του.

Και, ταυτόχρονα, αυτή που είναι καταδικασμένη να λατρευτεί και να μισηθεί περισσότερο- όχι μόνο από τις δικές του ταινίες, αλλά και περισσότερο από ίσως οποιαδήποτε ταινία βγει φέτος στις αίθουσες.

Στο “Enemy” (imdb | letterboxd) ο Τζέικ Γκίλενχαλ παίζει έναν καθηγητή Ιστορίας σε πανεπιστήμιο που μια μέρα ανακαλύπτει εντελώς τυχαία(;) πως ένας κοσμπάρσος σε τοπικές κινηματογραφικές παραγωγές είναι σωσίας του. Θα τον αναζητήσει επίμονα, επιμονή που θα απαντηθεί από την άλλη πλευρά όταν οι δυο τους βρεθούν, σχηματίζοντας έναν ιστό προσωπικών εμμονών που καλύπτει σαν πέπλο κάθε απόπειρα αναζήτησης ταυτότητας.

Όπως είναι φυσιολογικό ο Βιλνέβ παίζει με κανόνες θρίλερ και δομεί την ιστορία του με τρόπο που παραπέμπει από Κάφκα και Ντοστογιέφσκι (είχαμε φέτος άλλη μια παρόμοια ιστορία, του πιο ποπ αλλά λιγότερο περιπετειώδες “The Double”) μέχρι Κρόνενμπεργκ και “Twilight Zone”.

Το να μιλήσεις περισσότερο είναι κάπως αδύνατον αν αναλογιστείς πως τα πάντα κρέμονται στο πώς αναπτύσσεται η ιστορία μέχρι το φινάλε, και είναι βέβαιο πως το εν λόγω φινάλε θα μνημονεύεται για χρόνια, με θετικό ή αρνητικό τρόπο. Είναι τρόμος, είναι θρίλερ, ένας εφιάλτης απώλειας προσωπικότητας, μια αλληγορία πάνω στο πώς ο άνθρωπος είναι ικανός να δραπετεύσει από κάθε κατάσταση αν το επιθυμήσει αρκετά έντονα- με κόστος όμως τον ίδιο τον εαυτό του.

Το πρώτο ένστικτο του θεατή θα είναι να αναζητήσει απαντήσεις (ή να απορρίψει το όλο φιλμ σαν έναν αναίτιο εξυπνακισμό) όμως ίσως να αξίζει τον κόπο να αφήσει κανείς το φιλμ να ωριμάσει πλήρως μέσα του πριν το πλησιάσει με λογικές ασπίδες προστασίας. Πρόκειται για κάτι ξεκάθαρα δομημένο ως μετα-ειρωνικός εφιάλτης, καθώς ο Βιλνέβ υποσκάπτει συχνά την ίδια του την αφήγηση, κατευθύνει πλάνα εκεί που ξέρει πως υπάρχουν αδιέξοδα, αφήνει στοιχεία για απαντήσεις που δε τον ενδιαφέρουν, προτάσσει φιλοσοφικά τσιτάτα που αποτελούν κομμάτια ενός ανολοκλήρωτου παζλ και προσφέρει κλειδιά -μεταφορικά και κυριολεκτικά- ενώ δε σου δείχνει καν τις κλειδαριές.

Όσο λίγο ή πολύ νιώσει ο καθένας ότι αποκρυπτογράφησε αυτό που είδε, ο τρόπος που ο Βιλνέβ απεικονίζει τη συμβολική μάχη των ‘εγώ ’μας ως έξοδο κινδύνου και ως ψυχολογικό αποκούμπι, είναι καθηλωτικός.

Οι δύο Τζέικ Γκίλενχαλ του “Enemy” μπορεί να συμβολίζουν πολλά διαφορετικά states of mind και υπό μία έννοια και η μάχη του Συλβέρστερ Σταλόνε με τον Μελ Γκίμπσον στο “Expendables 3” (imdb | letterboxd) εξυπηρετεί μια αντίστοιχη αφήγηση, ενός άντρα που βρίσκει τον εαυτό του απέναντι σε κάποια εναλλακτική εκδοχή του.

Η ταινία μας το λέει ξανά και ξανά μέχρι να το εμπεδώσουμε. Ο Μπάρνι Ρος του Σταλόνε κι ο Κόνραντ Στόουνμπανκς του Γκίμπσον είναι δυο άντρες μιας άλλης εποχής σε έναν νέο κόσμο, και αν και έχουν γεννηθεί από την ίδια μητέρα πατρίδα ως περίπου δίδυμοι φονικοί μαχητές, οι διαδρομές που τους έφεραν στο σήμερα τους κάνουν αντιπάλους. Είναι σαν ο ένας να είναι το ραγισμένο είδωλο του άλλου από ένα παράλληλο σύμπαν.

Αυτό το δίπολο είναι που δίνει στην ταινία και το όποιο ενδιαφέρον της (αυτό, και το όνομα του Γκίμπσον, δηλαδή ΚΟΝΡΑΝΤ ΣΤΟΟΥΝΜΠΑΝΚΣ, κατευθείαν από την κατηγορία ονομάτων Στάκερ Πέντεκοστ: ονόματα που πρέπει να γράφονται πάντα με κεφαλαία, να αναφέρονται με πλήρες ονοματεπώνυμο, και να νιώθεις μια ανάγκη να υπακούσεις ό,τι διαταγή σου δώσουν οι κάτοχοί τους), γιατί ως γνωστόν μια περιπέτεια είναι όσο καλή είναι και ο κακός της. Αν έχει και προσωπική σχέση με τον πρωταγωνιστή, ακόμα καλύτερα κιόλας.

Διότι κατά τα άλλα τα προβλήματα είναι πολλά. Το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ αναλώνεται στο να εισάγει ένα μάτσο νέους χαρακτήρες που κανείς δε ζήτησε, επειδή ο Σταλόνε θέλει να κάνει κάποιο αβέβαιο point περί σχέσης παλιού και νέου, με τη χάρη που θα περίμενες να κάνει ένα τέτοιο point έναν αναλογικός παλαιάς κοπής ματσό τύπος σε έναν αναλογικό, σχετικά απελευθερωμένο από στερεότυπα, κόσμο. Τελικά και τίποτα δε λέει, και κανέναν ήρωα δεν απολαμβάνεις. Έτσι, από όλους τους συνεργάτες του Μπάρνι Ρος, παλιούς και νέους, αυτός που σου μένει ο τόσο-ενοχλητικός-που-θέλω-να-τον-δείρω-με-εντελώς-ματσό-τρόπο Αντόνιο Μπαντέρνας στο ρόλο του Τζαρ Τζαρ Μπινκς.

Εν τέλει η ταινία κρέμεται πάνω στον Σταλόνε και τον Μελ Γκίμπσον, ο οποίος συνεισφέρει τα μέγιστα, με αφοσίωση που πιθανώς πηγάζει από την έλλειψη άλλης δουλειάς. Το γνωστό προ ετών περιστατικό τον έχει βάλει στα μαύρα κατάστιχα του Χόλιγουντ, από τα οποία θα τον απελευθέρωνε, φυσικά, ένας άλλος out of time man σαν τον Συλβέστερ Σταλόνε. Αυτό λέει τελικά περισσότερα για τη σχέση του Σταλόνε με την εποχή του από όσο καταφέρνει να πει η ίδια η ιστορία της ταινίας.

Η πιο ευχάριστη όμως μάχη ενός άντρας με τον εαυτό του δεν έρχεται ούτε στο ψυχολογικό θρίλερ, ούτε στην μπλοκμπάστερ περιπέτεια της βδομάδας, αλλά σε μια μικρή, απρόσμενη ταινία που είναι ό,τι πιο feelgood βγήκε αυτό το καλοκαίρι.

Στο “Chef” (imdb | letterboxd) ο Τζον Φαβρό (σκηνοθέτης του “Iron Man”) σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στο ρόλο ενός σεφ που μετά από χρόνια δόξας και αποδοχής από κοινό και κριτικούς, βρίσκεται πλέον σε τέλμα δίχως να το πολυκαταλαβαίνει. Δουλεύει σε ένα γκλαμουράτο εστιατόριο όπου ο ιδιοκτήτης τον βάζει να αναλώνεται σε ένα κοινότυπο μενού (“αυτό το μενού σε έφερε ως εδώ, αυτό το μενού φέρνει τα λεφτά, με αυτό θα συνεχίσουμε!”) με αποτέλεσμα ένας από τους πιο παλιούς κριτικούς-φανς του, να τον ξεσκίσει στη νέα του κριτική.

Ο σεφ ταρακουνιέται, αφήνει πίσω του το σύστημα, ξαναβρίσκει τις indie ρίζες του και μαζί και όλα όσα αγάπησε εξαρχής στη μαγειρική. Ο επιτυχημένος συστημικός σεφ εναντίον του ανεξάρτητου εαυτού του.

Αν όλα αυτά σου ακούγονται ως μια όχι-τόσο-λεπτή #diplis με τον Φαβρό να γυρίζει μια ταινία για τον εαυτό του και τις περιπέτειές του εντός και εκτός του Χολιγουντιανού συστήματος τότε, ερμ, ναι, προφανώς και είναι αυτό. Στην κατηγορία ταινιών για το φαγητό που στην πραγματικότητα είναι ταινίες για το να κάνεις ταινίες, το “Chef” δεν είναι ακριβώς όσο σπουδαίο είναι το “Ratatouille”, όμως έχει πολλά πράγματα υπέρ του.

Πρώτα και κύρια, ο Φαβρό, αν και εμφανώς βγάζει το άχτι του μέσα από αυτή την εντελώς προσωπική ιστορία, δεν είναι ποτέ πικρός. Είναι αυθεντικά ευχάριστος, ακόμα κι όταν παραδέχεται τα λάθη του ή όταν αφήνει να εννοηθεί πως κάποιες εμπειρίες δεν τον άφησαν καθόλου ικανοποιημένο (ίσως το πώς η εμπλοκή της Marvel έκανε το “Iron Man 2” τόσο μεγάλη καλλιτεχνική αποτυχία;). Το ύφος του είναι πάντα αισιόδοξο, καθώς δεν μιζεριάζει για όσα πήγαν λάθος, αλλά κοιτάει πώς θα ξαναβρεί την χαρά.

Και το κάνει, μέσα από μια ταινία που επί της ουσίας δεν έχει αντικρουόμενες πλευρές, παρά μόνο το ταξίδι ενός δημιουργού προς την πηγή της ευτυχίας του, παρέα με τον γιο και τον καλύτερό του φίλο. Όλα αυτά γίνονται μέσα από μια διαδρομή από την Κούβα ως το Λος Άντζελες γεμάτη ήλιο, μουσική και αδιανόητης οπτικής ηδονής φαγητά που θα σου ανοίγουν την όρεξη κάθε δύο λεπτά.

Είναι σοβαρά από τις πιο ευχάριστες ταινίες που είδα φέτος (και μόνο για τα φαγητά θα άξιζε τον κόπο, ειλικρινά) και αν και δεν διεκδικεί δημιουργικές δάφνες μεγαλείου, ικανοποιεί ακριβώς επειδή είναι υπέροχα feelgood με στην ειλικρίνεια της απλότητάς της.