ΘΕΑΤΡΟ

406 παραστάσεις σε ένα χρόνο και με ρωτάτε αν η Αθήνα έχει θέατρο;

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπογδάνος έγραψε για εμάς έναν από τους πιο απολαυστικούς θεατρικούς απολογισμούς του 2016.

*Τον πρωτοχειροκροτήσαμε στο Μπιλ και Λου. Μία δουλειά που ξεκίνησε το 2014 στο Skrow Theater για μερικές μόνο παραστάσεις και διήρκεσε μέχρι και το τέλος του 2015 με τα sold out να διαδέχονται το ένα το άλλο. Στο έργο που πραγματεύεται με τον πιο γλυκό τρόπο το φάντασμα του bullying, ο Δημήτρης παρουσίασε στο κοινό τις αύρες ενός απομονωμένου ενήλικα και μίας πιτσιρίκας που αντιμετωπίζει την κακία του κόσμου να ενώνονται μέσα από μερικές μπάρες σοκολάτας. Και καταχειροκροτήθηκε. Με δάκρυα γέλιου και συγκίνησης.

 

Ένα χρόνο αργότερο, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με τον Μικρό Πρίγκηπα να ζητά από τον Εξυπερί να του ‘ζωγραφίσει ένα αρνί’ ο Δημήτρης Μπογδάνος έρχεται να βγάλει από το πιο αγαπημένο παραμύθι του κόσμου, την πιο ενήλικη παιδικότητά του. Με μουσικές φανταστικές και με πίστη σε εκείνο το παιδί που πρέπει να μείνει ζωντανό ακόμα και στον πιο επαγγελματία ενήλικα.

 

Ζητήσαμε από τον Δημήτρη να μας γράψει για το θέατρο. Όπως το γνώρισε αυτήν την χρονιά που ρίχνει την αυλαία της. Εκείνος με χαρά, τοποθέτησε το πληκτρολόγιο σε απόσταση αναπνοής από τα δάχτυλά του και ξεκίνησε τη ‘μουσική’.

***

Μία κοινή παραδοχή είναι ότι η Αθήνα ΕΧΕΙ θέατρο. Φτωχό; Ευτελές; Εσωστρεφές; Ψευτομεταμοντέρνο; Παρωχημένο; Μίζερο; Πάντως έχει. Και τα πιο κακόβουλα σχόλια δεν μπορούν να απαρνηθούν ότι η δραματική τέχνη στην Ελλάδα παραμένει μάχιμη ακόμα και μέσα στην -παγιωμένη πια- κρισούλα μας. Αυτή τη στιγμή που το Popcode μου ζητάει αυτές τις γραμμές, τους οδηγούς της πόλης μας υπερχειλίζουν 288 παραστάσεις συν 118 σε παιδικές σκηνές. Αντίστοιχα, στον οδηγό των New Υork Times σήμερα καταγράφονται 84 παραστάσεις on & off Broadway και 9 παιδικές.

New York 93 VS Athens 406. Καλό ε;

Ο παγκόσμιος προορισμός, όπου το θέατρο λειτουργεί ως βαριά βιομηχανία, προσφέρει στο κοινό 313 παραστάσεις λιγότερες από την Αθηνούλα μας. (Αμε, πώς!) Το δυστύχημα είναι ότι στις αθηναϊκές σκηνές οι παραγωγές είναι από low έως no-bugdet, οι ηθοποιοί απλήρωτοι και οι συντελεστές ποσοστούχοι. Κι όλα αυτά με εισιτήρια που κατά μέσο όρο κυμαίνονται πια από 8 έως 12 ευρώ (απόλυτη απαξίωση, απολύτως λαθεμένη). Αναγνωρίζοντας βέβαια ότι η μείωση του εισιτηρίου (και η εξίσωσή του με αυτού του σινεμά) σε συνδυασμό με την κατάρρευση της κινηματογραφικής εξόδου (λόγω της ανόδου των κατ’ οίκον προβολών) έχει ενισχύσει τη χειμαρρώδη πρόθεση των Αθηναίων για θεατρικές εξορμήσεις.

Ωστόσο το προϊόν δεν ανεβαίνει ποιοτικά.

Οι παραστάσεις αδυνατούν να σταθούν επάξια δίπλα στις σκηνές του εξωτερικού παρ’ ότι έχουν ήδη το προβάδισμα του ‘τόπου που γέννησε το θέατρο’. Η εικόνα ολοκληρώνεται με τη στέγαση του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού παραστάσεων ανά σκηνή. Το κομμάτιασμα μίας ήδη μικρής πίτας. Με αποτέλεσμα να φαίνεται ένας δημιουργικός οργασμός που όμως συγκαλύπτει την ασθενή πραγματικότητα. Οι ηθοποιοί συμμετέχουν σε τρεις και τέσσερις παραστάσεις ανά σεζόν και οι παραγωγοί ποντάρουν λιγότερα σε περισσότερους. Και αυτό γίνεται όχι μόνο στις μικρές σκηνές αλλά και τις μεγάλες.

Χρησιμοποιώντας δύο ακραία προσωπικά μου παραδείγματα από τη χρονιά που πέρασε, έχουμε από τη μία το επιβλητικό Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (όπου ζωντάνεψαν το ‘Mon Petit Prince’ και ‘Τα Ταξίδια των ‘Γκιουλ Ιβερ’) να φιλοξενεί φέτος 7 βασικές παραγωγές -χωρίς να υπολογίζουμε τις παράπλευρες δράσεις!- και από την άλλη την compact δυναμική του Skrow Theater (όπου μέχρι το Πάσχα παιζόταν για δύο χρόνια το ‘Μπιλ & Λου’), από τις αρχές του 2016 μέχρι σήμερα να έχει φιλοξενήσει 12 παραστάσεις.

Ανεξαρτήτως λοιπόν μεγέθους η προσπάθεια είναι κοινή. Πολυπρισματικό, ποικιλόμορφο και πλούσιο πρόγραμμα ‘μαζεμένων’ παραγωγών (πάντα αναλογικά) που προστατεύει τους οργανισμούς από παταγώδεις αποτυχίες αλλά αφήνει και το περιθώριο να επιβραβευτούν με περισσότερες παραστάσεις οι επιτυχημένες απόπειρες.

 

Και κάπως έτσι με τη δικαιολογία της κρίσης μπουρδουκλωνόμαστε ο ένας στα λημέρια του άλλου. Ηθοποιοί που γίνονται σκηνοθέτες, σκηνοθέτες που αναλαμβάνουν μπουζουκόβιους, μπουζουκόβιοι που γίνονται πρωταγωνιστές, πρωταγωνιστές που γίνονται παρουσιαστές και παρουσιαστές που γίνονται θιασάρχες. Οι συνδυασμοί ατελείωτοι. Τα σύνορα άνοιξαν. Η Πατεράκη πρωταγωνιστεί σε παιδική παράσταση, ο Κουρής αντικαθιστά τον Ρουβά σε πρωταγωνιστικό ρόλο και η Μποφίλιου τραγουδά στους Όρνιθες. Όλα θεμιτά. Κάποια πετυχημένα και υπέροχα, άλλα άστοχα και επιτηδευμένα. Κι ενώ εννοείται ότι καθένας έχει δικαίωμα να πειραματιστεί, ο πειραματισμός αυτός ξαφνικά βαραίνει τις πλάτες ενός πολιτισμικού κομματιού της χώρας που μάλλον δεν έχει την υποδομή να αντέξει πολλά βάρη.

Η πολυπόθητη πολυφωνία τείνει να γίνει πολυλογία.

Μία διάχυτη φλυαρία που προδίδει τον ερασιτεχνισμό και την ανεντιμότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε το θέατρο. Κάτι που ξεκινά εδώ και χρόνια από την παντελή απουσία πολιτισμικής πολιτικής και τη μηδενική διαχείριση των εθνικών δυνάμεων, ενός προϊόντος που άνετα θα μπορούσε να είναι εξαγώγιμο είδος, αν όχι και τουριστικός πόλος έλξης.

Όλο αυτό είναι αποθαρρυντικό διότι ο πυρήνας των ανθρώπων που ασχολούνται δημιουργικά με το θέατρο στην Ελλάδα, μπορεί να είναι επιπόλαιος και ανοργάνωτος αλλά παράλληλα είναι ταλαντούχος και εμπνευσμένος. Πριν από μερικά χρόνια η επανεγκατάστασή μου από το εξωτερικό στην Αθήνα ήταν πολύ συνειδητή παρά την εμφανή επερχόμενη κρίση. Οι Έλληνες δημιουργοί έχουν πάθος και θέληση. Οι ηθοποιοί είναι στην πλειοψηφία τους ανεκπαίδευτοι αλλά αφοπλιστικά ενστικτώδεις και χαρισματικοί. Σκηνοθέτες και σκηνογράφοι παράγουν αριστουργήματα με πενιχρά μέσα και οι περισσότεροι από τους παραπάνω δε ζουν καν από το θέατρο. Βουτούν στα βαθιά από ατόφιο ενδιαφέρον και αδιαμφισβήτητη επιθυμία.

 

Τη χρονιά που πέρασε παρέλασαν από το αθηναϊκό σανίδι 2 Ριχάρδοι, 9 Αδερφές (όλες του Τσέχωφ), 4 Άμλετ (ο ένας παρωδός), 2 Σέρλοκ, 3 Κλυταιμνήστρες, 3 Ρωμαίοι πακέτο με άλλες 3 Ιουλιέτες, 3 Αντιγόνες και τελικά η δημιουργική ανάπτυξη ανακυκλώθηκε χωρίς ιδιαίτερο στόχο. Οι νεοέλληνες συγγραφείς κερδίζουν ελάχιστο έδαφος και το εγχώριο θέατρο δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση διεθνή πρόταση. Η εποχή του αχταρμά. Το σύστημα συσπειρώθηκε δυναμικά απέναντι στον ‘εξωτερικό εχθρό’ Jan Fabre, αλλά δεν επανενώθηκε ποτέ για να βοηθήσει τον Θεοδωρόπουλο στο εγχείρημα να στηθεί ένα ολόκληρο Φεστιβάλ σε ένα μήνα. Παράλληλα οι δραματικές σχολές χάνουν συνεχώς έδαφος -καποιες κλείνουν και άλλες μένουν με ελάχιστους σπουδαστές- γεγονός που θα οδηγήσει σε ένα καλοδεχούμενο, γενναίο ξεσκαρτάρισμα σε μερικά χρόνια.

Μακάρι να μπορούσε να μπει μία τάξη. Το πλήθος των παραστάσεων να δικαιολογείται από τον πληθυσμό της Αθήνας, ώστε οι καλλιτέχνες να αμείβονται, να συντηρούνται και να ασφαλίζονται από την εργασία τους. Έτσι οι καλλιτέχνες με τη σειρά τους θα ανεβάσουν τον ποιοτικό πήχη του αποτελέσματος και το κοινό θα εκπαιδευτεί σε ανώτερο θέαμα (λαϊκό ή μη). Η πολιτεία θα υπολογίσει την αξία του, θα το αναβαθμίσει και ενδεχομένως θα το εκμεταλλευτεί εμπορικά. Πράγμα που θα επιστρέψει χρήματα στις ίδιες τις παραγωγές και τελικά ο ίδιος κύκλος θα αναβαθμιστεί από την αρχή σε κάθε του στάδιο.

 

Έχοντας μία έμφυτη τάση να αναμετριέμαι σκηνοθετικά με σκληρά παραμύθια, που μπορεί να κρύβουν αλήθεια αλλά πάντα λυτρώνουν, θέλω να σκέφτομαι αισιόδοξα. Θέλω το Relic του Ευριπίδη Λασκαρίδη να ακουστεί στις ειδήσεις ότι έφτασε μέχρι το Barbican του Λονδίνου. Θέλω Ο Φίλιπ Γκλας (να) αγοράζει μία φρατζόλα ψωμί για πολύ καιρό σε απανωτές παρατάσεις στο Θεάτρο 104. Θέλω το Τέχνης να κατακλυστεί από ορδές κόσμου για να δουν την παράσταση του Μαστοράκη για την Αγάπη. Επιθυμώ ένα θέατρο που θα αξιοποιεί το έμψυχο υλικό του στο έπακρο, που θα το δικαιώνει και θα αναδεικνύει τις αρετές του. Γιατί η Αθήνα ΕΧΕΙ θέατρο. Και αυτό είναι πηγαίο. Είναι εφευρετικό. Είναι συνεργατικό και τολμηρό. Είναι ειλικρινές, οργανικό, ανθρώπινο, χειροποίητο. Είναι συγκινητικό.

16 ΑΠΟ ΤΙΣ 406 (ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ 390 ΠΑΡΤΕ ΜΕ ΤΗΛΕΦΩΝΟ)

-Ο Ανύπαρκτος Ιππότης (γιατί η ομάδα Ντουθ και η Βάσια Ατταριάν κάνουν εγγυημένα αξιόλογη δουλειά)

-Relic (γιατί ο Ευριπίδης Λασκαρίδης πήγε στο Barbican και γύρισε)

-Η Επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα (γιατί ο Μαστοράκης καθρεπτίζει με ευαισθησία στο Υπόγειο του Τέχνης κάθε απόχρωση της Αγάπης)

-Ο Φίλιπ Γκλας αγοράζει μια Φρατζόλα Ψωμί (γιατι η μαεστρία, ο συντονισμός, η πειθαρχία  και η αισθητική αξίζουν ένα δυνατό χειροκρότημα)

-Κατερίνα (γιατί είναι η Κατερίνα του Κορτώ με την Παπαληγούρα και γιατί έτσι)

-Ο Κατάθλας (γιατί το απολαυστικό κείμενο της Κιτσοπούλου τιθασεύεται από την καθαρόαιμη αλήθεια του υπέροχου Κορωναίου)

-Μάουζερ (γιατί είναι η πρώτη σκηνοθεσία του Κλήμη Εμπέογλου και σίγουρα όχι η τελευταία του)

Οικόγενεια Μπες-Βγες (γιατί μία νέα ομάδα ηθοποιών πιάνει Ξανθούλη με ανυπέρβλητο κέφι και ξεκαρδιστική σοβαρότητα)

-Ο Τρομερός Εχθρός και ο Αλυσοδεμένος Ελέφαντας (γιατί οι ιστορίες του Μπουκάι πρέπει να διδάσκονται στα σχολεία)

Το Δάνειο (γιατί ο Θεοδωρόπουλος ξέρει την κωμωδία και ο Οικονόμου και ο Σαρακατσάνης επίσης)

 

-Το Ασυνόδευτο (γιατί η αλήθεια είναι σκληρή και εμπιστεύσου τον Μαυρογεωργίου για να σου τη διηγηθεί)

-Η Δίκη του Κ. (γιατί στο Πόρτα γίνεται καλή δουλειά και αυτή είναι μία από αυτές)

-Ελάτε σε Εμάς για έναν Καφέ (για λίγο καλό θέατρο παλαιάς κοπής)

-Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς – Ενθύμιο (για την εξέχουσας ισορροπίας ερμηνεία της Ναταλίας Τσαλίκη)

-Τα Ταξίδια των Γκιουλ_Ιβερ (γιατί αν δεν παινέψεις το σπίτι σου…)

-Ευτυχισμένες Μέρες (γιατί το διαμάντι του Μπέκετ ταιριάζει κουτί στην καθηλωτική Όλια Λαζαρίδου)

*Φωτογραφία εξωφύλλου: Γιάννης Ζάχος