ΘΕΑΤΡΟ

Ο Ορφέας Αυγουστίδης δεν ξέρει τι σημαίνει ζεν πρεμιέ

Τον φωτογραφίσαμε με τα παιχνίδια που τον μεγάλωσαν και αφού τσεκάραμε ότι δεν θέλει να μείνει για πάντα παιδί, του κάναμε μεταξύ άλλων, και την παραπάνω ερώτηση.

Η διαφορά ανάμεσα στο παιχνίδι και το παιχνίδισμα είναι ότι το δεύτερο, δεν έχει κανόνες. Ούτε όρια. Πρόκειται για μία άμορφη μάζα τεράστιας χαράς που κάπως ατσούμπαλα προσγειώνεται πάνω στο κεφάλι σου συνθλίβοντας το όποιο ίχνος σοβαροφάνειας μπορεί να διαθέτεις.

Η ιδέα ήταν να συναντήσουμε τον Ορφέα της ηλικίας των 18, των 19, των 20 ετών και να πιούμε καφέ με τον Ορφέα Αυγουστίδη που έχει κλείσει τα 30. Το αποτέλεσμα, χάρη στην μαγική διακόσμηση του Superfly Cafe που κάνει κάθε μαζώχτρα παιδικών αναμνήσεων να κλαίει γοερά, ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Ένα πολύ ωραίο σύννεφο (από αυτά τα παχουλά) αναμνήσεων του ‘έπαιζες και εσύ με αυτό;’ ή ‘καλά τι κόλλημα είχα με εκείνο’ βρισκόταν ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας όταν ξεκινήσαμε να μιλάμε. Οι αφίσες ταινιών που μας περιέβαλλαν θα μπορούσαν άνετα να μας τυλίξουν και να μας πετάξουν πίσω στην εποχή των μεγαλείων τους με συνοπτικές διαδικασίες.

Ο κινηματογράφος ήταν το πρώτο θέμα που πιάσαμε. Να φταίει ο Master Yoda που παραφύλαγε λούτρινος ακριβώς απέναντι; Θα σε γελάσω.

ΛΟΥΦΑ ΚΑΙ ΘΕΡΙΝΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ: Η ΑΡΧΗ

Με τον κινηματογράφο πρωτοσυγκινήθηκα, με τον κινηματογράφο πρωτοονειρεύτηκα. Μεγάλωσα μέσα σε ένα θερινό σινεμά. Μέχρι πριν τρία χρόνια με θυμάμαι μέσα σε ένα θερινό σινεμά“.

Οι γονείς του Ορφέα είχανε τον κινηματογράφο Amore και έπειτα, το Cine Ψυρρή. Τα καλοκαίρια της εφηβείας του, τα πέρασε δουλεύοντας στο μπαρ ή το ταμείο του θερινού παρατηρώντας τον κόσμο ενώ αυτός γίνεται ρομαντικός και ευδιάθετος. “Τότε ρε πούστη μου, γιατί τώρα χάθηκε, έβλεπες ότι ήταν και ωραία διαδικασία. Έπιναν την μπύρα τους, έτρωγαν. Ήταν άλλη διαδικασία από αυτήν του multiplex“.

Η προφανής απάντηση στο πώς ένιωσε όταν είδε στο οικογενειακό σινεμά το ‘Λούφα και Παραλλαγή’ είναι προφανής: “Εντάξει, περίεργα“. Η λιγότερο αναμενόμενη είναι αυτή που έδωσε στο ‘πώς βρέθηκες σε αυτήν την ταινία του Περάκη;’ 

Ο Νίκος Περάκης ερχόταν πολύ συχνά στο θερινό. Μία μέρα λοιπόν, που δούλευα στο μπαρ, πλησίασε την μπάρα και μου είπε (σ.σ.: Ξεροβήχει και βαθαίνει τη φωνή του): ”Εσύ δεν είσαι που σπουδάζεις ηθοποιός;’ Του λέω ‘ναι’. Μου λέει ‘Κρητικά μιλάς;’ Του λέω ‘όχι’. ‘Η μάνα σου όμως ξέρει δεν ξέρει; Δεν μπορεί να σου μάθει αν χρειαστεί;’ Του λέω ‘ναι, ξέρω γω; Γιατί πράγμα; Δεν κατάλαβα, τι θες;’ Μου λέει ‘κάνω μία ταινία και μου έχει μείνει ένας ρόλος’“.

Πήγε για δοκιμαστικό. Έπειτα από λίγες μέρες, τον πήραν τηλέφωνο και του είπαν ‘Ναι, εσείς θα είστε‘. “Το πρώτο σενάριο που πήρα στα χέρια μου, είχε τίτλο ‘Ράδιο Αρβύλα’. Δούλευα δίπλα σε επαγγελματίες που τους περισσότερους, τους ήξερα. Ήμουν αρκετά μαγκωμένος και ακόμη, δεν ήξερα αν αυτό που θέλω είναι να γίνω ηθοποιός. Πήγα απλά να κάνω αυτό που μου άρεσε όταν το έβλεπα στο σινεμά. Κοίταξα να δουλέψω γι αυτό το πράγμα χωρίς καμία μέθοδο αλλά με το ένστικτό μου. Είχα έναν από γραφής τέλειο ρόλο. Περιττό που το λέω αλλά πέρασα υπέροχα“.

Εκείνη την περίοδο ο Ορφέας ήταν στο δεύτερο έτος στη σκηνοθεσία κινηματογράφου του New York College ενώ παράλληλα, βρισκόταν στο πρώτο έτος της δραματικής σχολής “συμπληρωματικά, για να δει λίγο τη φάση“. Εκείνη την περίοδο, η μόνη του σχέση με την ηθοποιία ήταν κάποια ταινιάκια μικρού μήκους συμφοιτητών του σκηνοθετών. Αυτά ήταν και η αφορμή ώστε να ξεκινήσει μαθήματα υποκριτικής. “Να δω πόσο δύσκολο είναι το να παίζεις, το πόσο χάλια είμαι και εν πάση περιπτώσει για να μπορέσω να γίνω σκηνοθέτης κινηματογράφου πράγμα το οποίο και ήθελα, έπρεπε να καταλάβω λίγο τι περνούν εκείνοι που θα σκηνοθετώ“. 

Όταν ήμουν 17 είχα κάνει μία μικρού μήκους που είχε πάει στο Φεστιβάλ της Δράμας και την είχα παίξει και στο θερινό μας. Το φιλμ για να την κάνω, μου το είχαν κάνει δώρο οι γονείς μου στα γενέθλιά μου. Ήταν 18 λεπτά

Στο θέατρο οι ηθοποιοί είναι υπέροχοι σκηνοθέτες γιατί ποιος άλλος θα μπορούσε να σκηνοθετήσει καλύτερα από αυτός που έχει στην πλάτη του 15000 ώρες πτήσης πάνω στην σκηνή“.

Η υποκριτική, ουσιαστικά, τον κέρδισε κατά λάθος. “Άσε που, με την σκηνοθεσία κινηματογράφου δεν μπορείς να βγάλεις λεφτά στην Ελλάδα. Εκτός αν πας στην διαφήμιση που εντάξει είναι θα ήταν πολύ μακριά από το όνειρό μου“.

(Η ατάκα του: Δεν έχει. Παρόλα αυτά, “Είναι διαρκώς σε κίνηση“)

Σαν να μου δικαιολογείται, συνέχισε: “Ουσιαστικά, τώρα το όνειρό μου δεν είναι ότι δεν εκπληρώθηκε απλώς, μεταλλάχθηκε“.

Πού ξέρεις, μπορεί κάποια στιγμή να κάνω μία ταινία, για την πάρτη μου. Ούτως ή άλλως, γράφω” είπε ενώ ο καπνός του ηλεκτρονικού του τσιγάρου ξεκίνησε το ταξίδι του προς το ταβάνι.

Όσο μου επιτρέπεται να επιλέγω τις δουλειές μου, φροντίζω να κάνω ρόλους που δεν είναι κοντά ο ένας με τον άλλον. Μου αρέσει να δοκιμάζω πράγματα“.

Είναι πολύ ωραίο όταν κοιτάς πίσω και βλέπεις διαφορετικές επιλογές. Μία ζωή έχουμε. Δεν έχει άλλη. Οπότε είναι ωραίο κάθε φορά που κοιτάω πίσω να συναντάω κομμάτια της δουλειάς μου που να αντικατοπτρίζουν αυτό που ήμουν την περίοδο που τα έκανα“.

Δεν μετανιώνω. Θεωρώ ότι έχω παίξει ρόλος που θα έπαιζα διαφορετικά. Ίσως καλύτερα με την έννοια ότι κάποια πράγματα τουλάχιστον τεχνικά, δουλεύονται με την πάροδο του χρόνου. Ταυτόχρονα όμως, πιστεύω ότι ό,τι έκανα αναλογούσε στην περίοδο που το έκανα και είμαι πολύ ευχαριστημένος ως προς το πώς το έκανα“.

Έχει σημασία το πού βρίσκομαι στην προσωπική μου ζωή. Δεν αναφέρομαι αναγκαστικά στην ερωτική μου ζωή αλλά γενικότερα, στην στάση μου απέναντι στα πράγματα εκείνο το δεδομένο χρονικό διάστημα“.

Ο τρόπος με τον οποίο θα κοιτάξεις έναν ρόλο δεν μπορεί να είναι άσχετος από τον αντίστοιχο που βλέπεις τα πράγματα στην ζωή σου“.

Δεν έχω βάλει κάποιους στόχους υστεροφημίας ούτε έχω κάτι που πρέπει να κατακτήσω. Για το εδώ και τώρα ζούμε“.

Ακόμη και αν σταματούσα στην πρώτη δουλειά που έκανα στο θέατρο, πάλι ευχαριστημένος θα ήμουν

Δεν ήταν καν επιλογή η πρώτη μου παράσταση. Η Ελένη μου το πρότεινε και φυσικά, της είπα ναι. Ήμουν 20 χρονών, 21“.

Ο θεατρικός Ορφέας είναι ένας ήρωας που διαρκώς μεταμορφώνεται. Από το Ρήσο της Ευαγγελάτου και τον Γκίλντενστερν του Χουβαρδά στον Γιώργο του Μαυρογεωργίου και οι μεταμορφώσεις του, θα μπορούσαν να έχουν προλογηθεί από τον Φραντζ Κάφκα ή εντάξει, από κάποιον λιγότερο ψυχασθενή.

(Η ομάδα του: ΑΕΚ. “Δεν θέλω να σχολιάσω τον τελικό κυπέλλου“)

Η απορία της στιγμής, ήταν αν προτιμά να ‘αλλάζει’ έναν ρόλο ήδη γνωστό στο κοινό ή έναν παντελώς άγνωστο. “Μερικές φορές, είναι παγίδα να παίρνεις έναν ρόλο και να θέλεις να τον παρουσιάσεις ‘κουλό’ σώνει και ντε επειδή οι άλλοι δεν το κάνουν. Μετά, το ζητούμενο είναι λίγο επιφανειακό“.

Μικρός, όταν έβλεπα κινηματογράφο γοητευόμουν ιδιαίτερα από τους ηθοποιούς που έμπαιναν στη διαδικασία να μεταμορφωθούν για χάρη του ρόλου τους. Δεν αναφέρομαι μόνο σε αυτούς που έκαναν τεράστιες αλλαγές. Εκείνοι που με τραβούσαν και με τραβάνε είναι αυτοί που το παιχνιδίζουν το όλο θέμα“. 

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΝΙΔΕΟΥΣ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ

Η συζήτηση ξεκίνησε με ένα: “Γράφω ιστορίες για χαρακτήρες. Βγαίνουν από βλακείες που μπορεί να σκεφτώ μέσα στη μέρα. Μπορεί να φτιάξω στο μυαλό μου ένα μικρό στιγμιότυπο“. Ωστόσο, δεν κατέληξε σε ένα ατέρμονο namedropping χαρακτήρων του Τιμ Μπάρτον όπως θα της έπρεπε.

Τα καλά και τα κακά του ελληνικού κινηματογραφικού γίγνεσθαι προσπέρασαν την Ελένα Μπόναμ Κάρτερ στην γωνία και ήρθαν να καθίσουν στο τραπέζι μας.

Τεχνικά έχει αλλάξει το επίπεδο στον ελληνικό κινηματογράφο. Δραματουργικά, καθόλου. Βλέπεις ταινίες πανέμορφες, άρτιες, με σκηνοθέτες που έχουν την δυνατότητα να κάνουν το πλάνο που θέλουνε αλλά και πάλι, μοιάζει να είναι τρομακτικά δύσκολο να διηγηθείς μία απλή ιστορία και ο άλλος να την καταλάβει“.

Ζούμε σε μία χώρα που δυστυχώς δεν υπάρχουν επαγγελματίες καλοί να τους πεις ‘αυτή είναι η ιστορία, γράψε μου ένα ωραίο σενάριο’

Μα εφόσον γράφει, γιατί δεν δοκιμάζει να φτιάξει εκείνος ένα σενάριο; “Δεν μπορώ να γράψω σενάριο. Δεν το έχω. Δεν ξέρω να γράφω διαλόγους και ξέρεις κάτι; Όταν συμβαίνει αυτό, παραδέξου το και πήγαινε παραπέρα. Δεν μπορεί να το γεννήσει το κεφάλι σου επειδή ‘έτσι’. Ηλίθιοι είναι οι άλλοι που πάνε και σπουδάζουν τέσσερα χρόνια για να κάνουν αυτό το πράγμα; Είναι βλάκες και εσύ είσαι πιο έξυπνος επειδή έχεις δει πέντε ταινίες; Δεν γίνεται“.

Ένα fun fact: Έχει κάνει guest στο ‘Κακό’. “Ήταν από τις πρώτες ταινίες που κατόρθωσαν να γίνουν low budget χάρη στην εμφάνιση του ψηφιακού. Μέχρι τότε, αν δεν είχες λεφτά να αγοράσεις καρούλια και λεφτά, δεν μπορούσες να κάνεις ταινία“.

Η αγανάκτηση με την οποία το έλεγε δεν μου άφησε και πολλά περιθώρια: ‘Γιατί δεν έφυγες στο εξωτερικό’, τον ρώτησα. “Δεν έχω σκεφτεί να φύγω. Όχι πια. Θα ήθελα να δουλέψω στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο αλλά πιστεύω ότι γι αυτό, δεν χρειάζεται να φύγω. Θα μπορούσα να το κάνω και όντας εδώ“.

ΔΙΑΣΗΜΟΤΙΣ, ΔΙΑΣΗΜΟΤΗΤΩΝ, ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΤΙΣ

Σιγά την διασημότητα. Είμαι αναγνωρίσιμος για κάποιους” λέει κάπως αδιάφορα. Στην ίδια ένταση φωνής απαντάει και για τους διάσημους γονείς του. “Δεν το θυμάμαι καν όταν με ρωτάνε για τους γονείς μου σε συνεντεύξεις. Το ίδιο απαντάω πάντα άλλωστε“.

Όταν η φράση ‘ζεν πρεμιέ’ έπεσε στο τραπέζι, τα πράγματα ξαναπήραν τα πάνω τους. Το ίδιο και ο καπνός από το ηλεκτρονικό τσιγάρο που δεν είχα παρατηρήσει στο παρελθόν ότι έχει τέτοια δύναμη όταν ξεφεύγει από τη φυλακή του.

(Μία ταινία που ξεχώρισε φέτος: Το Toni Erdmann. “Έπαθα πλάκα. Ταινιάρα“)

Τι θα πει ζεν πρεμιέ; Νέος πρωταγωνιστής; Για κάποιους, ζεν πρεμιέ ήταν αυτός που θα κάνει τον ρόλο του ωραίου, του γοητευτικού. Τέτοιους ρόλους, έχω παίξει ελάχιστους“.

Σαν ιδιότητα, αν υποθέσουμε ότι τον έχω κερδίσει, το έχω κάνει στα περιοδικά που εντάξει, έχουν ανάγκη να γράψουν έναν τίτλο“.

ΤΟ ΣΠΛΑΤΕΡ ΤΟΥ 1.000.000.000 LIKES

Τα social media βούτηξαν μέσα στο ποτήρι με το χυμό. Μία ρουφηξιά και το σήμα έφτασε παγωμένο στον εγκέφαλο: ‘Η ύπαρξη των social medial πόσο βοηθάει έναν ηθοποιό’; Σύμφωνα με τον Ορφέα, μάλλον καθόλου. “Τα social media έχουν κάψει τον τρόπο που ο κόσμος αντιλαμβάνεται έναν ηθοποιό, έναν τραγουδιστή. Ουσιαστικά είσαι προς καθημερινή κατανάλωση“.

(Μία επιθυμία: “Θα ήθελα οπωσδήποτε να παίξω σε μία ταινία του Jim Jarmusch“)

Υπάρχουν ηθοποιοί που παίζουν στο θέατρο και κάθε μέρα ανεβάζουν 20 βιντεάκια στο Instagram. Είναι σαν να υποβαθμίζεις αυτό που είσαι. Είναι σαν να παίρνεις την προσωπικότητά σου και να την διαιρείς σε μικρές μπουκίτσες“.

Δεν είναι το ίδιο όταν θα έρθει κάποιος στο θέατρο και θα απολαύσει ένα πλήρες γεύμα. Αυτό όμως είναι στην ιδιοσυγκρασία του καθενός. Αν θέλει να τροφοδοτεί καθημερινά τον κόσμο με την καθημερινότητά του, ας το κάνει. Απλά, κατά την άποψή μου, κάτι χάνεις από την βασική σου δουλειά“.

Βέβαια, κάποιοι μπορεί να έρθουν και να σου πουν ότι ‘δουλειά μου είναι και αυτό’. Θεμιτή και αυτή η άποψη“.

Του στέλνουν άγνωστοι; Σκέφτηκα δυνατά. “Μερικές φορές, θα μου στείλουν και άγνωστοι. Από κακά μέχρι καλά. Κυρίως καλά. Μία φορά μου έχει τύχει να μου στείλουν κάτι κακό. Εντάξει κοίτα αυτό όμως, δεν είναι πολύ ωραίο. Θέλω να πω ότι είμαι στο θέατρο, είδες την παράσταση, δεν χρειάζεται να μου στείλεις στο Facebook. Δεν είναι κακό απλώς, κάτι χάνεται“.

Το να μου στείλεις ένα μήνυμα από την χέστρα σου που θα το διαβάσω και εγώ στην χέστρα μου, δεν είναι ωραίο

Συμφωνούσα τόσο μαζί του που δεν άντεξα να μην μοιραστώ μαζί του την ύπαρξη του κειμένου μου περί φλερτ μέσω chat. “Το φλερτ μέσα από το Facebook δεν γίνεται μόνο με τους διάσημους γίνεται με όλους. Αυτή είναι μία ανακούφιση της αναπηρίας μας στο να εκτεθούμε. Δεν είναι σημείο των καιρών αυτό. Πάντα υπήρχε. Απλώς τώρα βρέθηκε ένας τρόπος να το σκεπάσουμε“.

(Ένα γεγονός: Το House of Cards το σταμάτησε στον δεύτερο κύκλο. “Γιατί εγώ, θα το τελείωνα εκεί“)

Λες ‘αν δεν υπήρχε το Facebook δεν θα την έβρισκα αυτήν που μου άρεσε σε εκείνο το μπαρ’. ‘Ναι ρε φίλε αν ήταν να της μιλούσες όταν την είδες εκείνη την στιγμή’. Άσε που, αν δεν υπήρχε το Facebook θα σκεφτόσουν μία γυναίκα για πέντε μήνες και θα έλεγες ‘αχ, τι έχασα’. Ενώ τώρα, θα την κάνεις φίλη στο Facebook, θα δεις τι τραγούδι ανέβασε, θα ξενερώσεις και θα το σβήσεις από το μυαλό σου. Και ανάλογα, το ίδιο θα κάνει και η γυναίκα που μπορεί να δει ότι ο άλλος ποστάρει γυμναστικές“.

Ένα κράμα ρομαντισμού και ωμού ρεαλισμού βρισκόταν στην κενή καρέκλα δίπλα μας. Ο Ορφέας το έπιασε από το χέρι και το έφερε πιο κοντά. “Η λαχτάρα και το τι θα ονειρευτείς για κάποιον, η προσμονή αυτό είναι η ζωή. Δεν είναι μόνο τα πρακτικά του ‘τι συμβαίνει’. Αν ήταν μόνο αυτό, θα ήμασταν σκυλιά που θα χέζαμε, θα κατουρούσαμε και θα κουνούσαμε την ουρά μας μόνο. Και κάθε πέντε λεπτά, θα κάναμε reset και θα συμπεριφερόμασταν σαν να μην γινόταν τίποτα“.

Όσο μεγαλώνουμε προσπαθούμε να αποφύγουμε πράγματα. Προσπαθούμε να μην ερωτευόμαστε γιατί πονάει. Αν αναγνωρίσουμε σε κάποιον μερικά χαρακτηριστικά που μας πλήγωσαν στο παρελθόν φεύγουμε τρέχοντας με ένα ‘δεν την ξαναπατάω’ (σ.σ.: Σχηματίζει με τα χέρια του ένα μεγάλο Χ). Τι ‘δεν ξαναπατάς βρε μαλάκα;’ Σε δεκαπέντε χρόνια από τώρα δεν θα σε ενδιαφέρει τίποτα από όλα αυτά. Θα κάθεσαι έτσι μίζερος και θα λες ‘μαλάκα, ερωτεύθηκα μία στα 23, την πάτησα και ευτυχώς, δεν την ξαναπάτησα’. Τι λέμε μωρέ“.

Να την πατάς ξανά και ξανά. Να μάθεις απλά να μην πεθαίνεις. Να παίρνεις την εμπειρία και να την χρησιμοποιείς για να ξαναβουτάς όχι για να αμύνεσαι. Την εμπειρία δεν την αποκτάς για να αποκρούεις την πραγματικότητα την αποκτάς για να ελίσσεσαι

Είναι διαφορετικό. Στη μία περίπτωση χτίζεις μπροστά και είσαι μπετόν αρμέ, δεν κουνιέσαι και αποκλείεις κάθε είδους εξέλιξη και συναισθηματική έξαρση καλή ή κακή. Ενώ στην άλλη περίπτωση, χορεύεις πάνω στη φάση. Θα τη φας, δεν θα τα αποφύγεις όλα αλλά επίσης, θα γουστάρεις κιόλας“.

(‘We will always have Game of Thrones‘: Πέρσι το καλοκαίρι, αποφάσισε να σταματήσει για λίγο να βλέπει σειρές και να επικεντρωθεί στις ταινίες. Εξαιρείται το GoT που “Εννοείται θέλω να δω το τέλος του“)

ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΚΡΗΞΗΣ

Με την κουβέντα, ξεχάστηκα. Ο λόγος που το τελευταίο μισάωρο συζητάμε ενώπιον ενός freddo espresso και ενός χυμού είναι μία έκρηξη. Μία έκρηξη της οποίας ηθικός αυτουργός είμαστε όλοι εμείς και τα μυαλά που κουβαλάμε. Μία τεράστια έκρηξη για την οποία την ευθύνη αναλαμβάνει εξ’ολοκλήρου (σε σενάριο και σκηνοθεσία) ο εξαιρετικά ταλαντούχος Βασίλης Μαυρογεωργίου.

Αυτό που μου αρέσει στο κείμενο του Βασίλη είναι ότι είδα πολύ εμένα μέσα σε όλο αυτό. Χωρίς να έχω βιώσει προφανώς ακριβώς τα ίδια συμβάντα με τον ήρωα, μοιραζόμασταν τους ίδιους κόπους, τα ίδια αδιέξοδα, τις ίδιες αναζητήσεις, τους ίδιους πρώτους στόχους. Είχαμε τα ίδια απαγορευμένα, τα ίδια ‘απαραίτητα’ που έπρεπε οπωσδήποτε να κάνουμε. Όπως είναι η κατάκτηση μίας ωραίας γυναίκας, η είσοδος σε μία σχολή κτλ.

Όλο αυτό το μπέρδεμα και το ρούφηγμα από το μεγάλωμα από την μετεφηβική περίοδο μέχρι τα τριάντα σου αφήνει το περιθώριο να συνδεθείς οπουδήποτε και με όποιον τρόπο θέλεις εσύ“.

Ο πρώτος στόχος του χαρακτήρα του έργου είναι να γίνει ήρωας και να σώσει την ανθρωπότητα από έναν τεράστιο μετεωρίτη. Αυτό φαντασιώνεται. Φυσικά και μιλάμε για ένα μεταφορικό πράγμα αλλά αυτός κατά τη διάρκεια της παράστασης κυριολεκτεί. Ο μετεωρίτης αυτός αντιπροσωπεύει τις συντρόφους του, την δουλειά του, κτλ κτλ.

(Ο Ήρωάς του: Μπάτμαν. “Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει υπερδυνάμεις. Φοβερό;)

Όταν έχεις ρεαλιστικές προσδοκίες από την καθημερινότητα και από τη ζωή δεν πιστεύω ότι είναι δύσκολο να είσαι ήρωας“.

Δεν είχα ποτέ την ανάγκη να έχω μία καθολική αποδοχή ή να κάνω κάτι τεράστιο. Δεν ξέρω αν το ζητούμενο είναι να γίνουμε ήρωες“.

Το να επιβραβεύεις κάποιον λέγοντας ότι είναι ‘ήρωας που μένει σε αυτήν’ είναι κάπως λάθος. Εγώ θα του έλεγα ‘είσαι βλάκας’. Ειδικά από μία ηλικία και μετά, οι ευθύνες όλες είναι δικές σου“.

Τον Ορφέα μπορείς να τον παρακολουθήσεις να υποδύεται τον Γιώργο ή πολλά κομμάτια του ανώριμου εαυτού σου κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Κυριακή στο Skrow Theater στο Παγκράτι.

(Υ.Γ.: Μην τον χάσεις)