ΘΕΑΤΡΟ

Πώς είναι να κάνεις τον Αντεροβγάλτη θεατρική σειρά

Ζητήσαμε από τον συγγραφέα και σκηνοθέτη της πρώτης παράστασης σε συνέχειες, να μας περιγράψει την εμπειρία του να παρουσιάζεις την ιστορία ενός θρυλικού δολοφόνου στη σκηνή.

Αντεροβγάλτης S01E02. Βρισκόμαστε στα ίχνη του Μονόκερω. Με το δεύτερο επεισόδιο να βρίσκεται ήδη επί σκηνής και με τον ενθουσιασμό από την εμπειρία του πρώτου να έχει εκτοξεύσει τις προσδοκίες στα ύψη προσεγγίσαμε τον συγγραφέα-σκηνοθέτη και εμπνευστή όλου αυτού του πρωτοφανούς για τα ελληνικά δεδομένα δρώμενου, Γιώργο Σιμωνά. Του δώσαμε ένα άδειο word και του ζητήσαμε να το γεμίσει με λέξεις που θα εξηγούν πώς στην ευχή του ήρθε να φτιάξει ένα θέατρο σε συνέχειες. Και δη, με μία ιστορία όπως αυτή του Τζακ του Αντεροβγάλτη.

*ξεκινάει να πληκτρολογεί*

 

Οι δύο στενοί μου συνεργάτες μου κατά καιρούς με προσφωνούν ως τον παραμυθά της ομάδας και αυτό λόγω της συνήθειάς μου να φτιάχνω ιστορίες στο κεφάλι μου και να τις ολοκληρώνω φαντασιακά με τον καιρό. Μερικές από αυτές, τις καταγράφω σε χαρτί, άλλες τις κάνω ένα διήγημα και κάποιες από αυτές, τις χρησιμοποιώ τμηματικά σε έργα άλλων συγγραφέων. Πριν από χρόνια λοιπόν, είχα σκεφτεί μια ιστορία αστυνομικής φύσης, που σαν θέμα είχε την αποτυχία ενός Τμήματος να τηρήσει την τάξη σε μια (φανταστική) πόλη και έτσι έκανε το χειρότερο που θα μπορούσε να κάνει: βρήκε μερικούς μικροκακοποιούς και τους φόρτωσε με εγκλήματα που δεν είχαν διαπράξει, παρουσιάζοντάς τους μάλιστα (στα μάτια του κόσμου) ως συμμορία. Το αναμενόμενο αποτέλεσμα ήταν αυτοί οι ‘αθώοι άνθρωποι να βρεθούν και να γίνουν πράγματι μια συμμορία η οποία εγκληματεί, αλλά σαν αντίδραση για την άδικη ενοχοποίησή της.

Το έγκλημα γεννάται από την ίδια την κοινωνία, γιατί το έχει ανάγκη

Η περίπτωση του Αντεροβγάλτη ήρθε να ‘κουμπώσει’ σε αυτήν την αφήγηση, γι’ αυτό επέλεξα και να το κάνω. Και ήξερα από την αρχή, πως η ιστορία που ήθελα να πω, ήταν μεγάλη και σε συνέχειες – αλλά χωρίς να έχω στο μυαλό μου το στυλ της σειράς, διότι είμαι ένας άνθρωπος που έχω μεγαλώσει με ταινίες και βαριέμαι απερίγραπτα να κάθομαι σπίτι μου και να περιμένω την συνέχεια μιας πλοκής. Η συνέχεια που είχα στο μυαλό μου ήταν (και είναι) μια κατάσταση που ξαναβρίσκεσαι με έναν ή πολλούς ανθρώπους και συζητάτε την εξέλιξη μίας ιστορίας, σαν να λες τα νέα από κάτι που γνωρίζουν ότι συμβαίνει (σε φάση ‘Για πες τελικά, τι έγινε με το […]‘).

Από την άλλη, πάντα με γοήτευε το θέμα του χρόνου και πώς αυτό επηρεάζει τους ανθρώπους. Όλα τα έργα με τα οποία έχω καταπιαστεί έχουν σαν κοινό παρανομαστή τον Χρόνο. Το εύρημα της σειράς, υιοθετήθηκε διότι ο χρόνος σαν θέμα και ο χρόνος του θεατή που περιμένει ταυτίζονται. Οι θεατές επανέρχονται (αν επανέλθουν!) για να μάθουν τα νέα από κάτι πια γνωστό. Δεν θέλω να τους πω την ιστορία ‘μια και έξω’, γιατί απλούστατα, δεν είναι μια ιστορία που την ξεπετάς.

Αυτή η ‘κολόνια του Αντεροβλάλτη κρατά’ 130 χρόνια τώρα. Αν θες να την πεις, θες χρόνο

Πού να τον βρεις όμως τον χρόνο, μιας και στην εποχή μας όλοι βιάζονται, το θέατρο έχει καθιερωθεί στην χώρα μας σαν κάτι ‘παγιωμένο’ και ‘ειδικό’ (δηλαδή έλκει πολύ μικρότερη μερίδα κόσμου να το επισκεφτεί γιατί δεν το αφορά και βαριέται –κακά τα ψέμματα) και εσύ, από την άλλη, θες να πεις την ιστορία σου και θες να την πεις μέσα σε ένα θέατρο; Θα μπορούσαμε να την κάνουμε τηλεοπτική, αλλά δεν μας ενδιαφέρει το μέσο.

Το μέσο που εργαζόμαστε είναι το θέατρο: εδώ κρύβεται και η παρεξήγηση! Το να εργάζεσαι ‘στο θέατρο’ έχει γίνει κανόνας πια, ότι είναι κάτι συγκεκριμένο. Ε, δεν είναι. Και έτσι προέκυψε η σειρά! Πετάχτηκε, με μεγάλη ελαφρότητα μάλιστα, πως ‘θα κάνουμε μία σαιζόν και το θέμα μας θα είναι ο Αντεροβγάλτης’. Αφού είδαμε πως τα στοιχεία της ιστορίας φτάνουν και μέχρι τις μέρες μας, δεν υπήρχε περίπτωση να μην γίνει με αυτόν τρόπο.

Θα μιλούσαμε δηλαδή για τον χρόνο που περνάει μια κοινωνία παρέα με ένα θέμα. Και γερνάει μαζί με αυτό. Και βλέπεις ανθρώπους που ήταν νέοι και φρέσκοι και πως μετά φθείρονται και γερνάνε από αυτό. Γιατί πέρασε ο χρόνος, δεν είναι κάτι πρωτότυπο. Ούτε κάτι βαθύ. Είναι ο χρόνος.

Ο Αντεροβγάλτης, είναι η ασχολία μας, ο χρόνος που ξοδεύουμε στο Κακό. Όχι το Κακό το ίδιο. ΑΝ το ανακαλύψει ο θεατής αυτό, θα είναι και η μεγάλη, τεράστια επιτυχία μας

Τώρα, όσον αφορά για το ίδιο το κοινό, δεν νομίζω ότι αγχωθήκαμε ποτέ σαν ομάδα. Ωριμάζει το κοινό, ωριμάζουμε και εμείς. Θα εξηγήσω παρακάτω τι έγινε.

Για να κάνεις λοιπόν κάτι τέτοιο, πρέπει να μπορείς. Τι σημαίνει αυτό; Να έχεις εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου ότι θα φέρεις καλό αποτέλεσμα και θα είσαι τίμιος απέναντι στο κοινό που θα έρθει να δει και θα πληρώσει χρόνο και χρήμα. Νέτα σκέτα. Επειδή λοιπόν, ποτέ δεν ήμασταν σαν ομάδα της ‘αρπαχτής’ και πάντα μετρούσαμε τις δυνάμεις μας, αν μπορούμε δηλαδή ΟΝΤΩΣ, να κάνουμε, ότι σκεφτόμαστε, συνειδητοποιήσαμε ότι ‘ναι, αυτήν την τρέλα μπορούμε να την κάνουμε’. Που σημαίνει πως η Τώνια Ράλλη, παν – έμπειρη σκηνοθέτης και τετραπέρατη σκηνογράφος, θα φέρει εις πέρας τέσσερα ΤΕΡΑΣΤΙΑ σετ σκηνογραφίας για τα επεισόδια, πως ο Στάθης Νταφαλιάς θα γράψει τουλάχιστον δώδεκα ώρες μουσική, που θα χρησιμοποιηθεί το ¼  και από την μεριά μου θα έχω έτοιμη την περίληψη του concept και θα γράψω περίπου 300 σελίδες σενάριο (όχι θεατρικό!) για μια ιστορία που μας αφορά. Μέσα σε αυτό, θα περάσουν περίπου 40 ηθοποιοί (δεν γνωρίζω ακόμη…) και ένα σωρό συνεργάτες που θα πλαισιώσουν σοβαρά την πρώτη θεατρική σειρά στην Ελλάδα (με τον όρο και την διαδικασία της σειράς). Και μάλιστα με τα τσαρούχια! Κάθε φορά λοιπόν – μέχρι στιγμής μετράμε δύο, πιάνουμε το επεισόδιο και το χτίζουμε. Έχουμε στο μυαλό μας το προηγούμενο (τι έγινε) και το επόμενο (την συνέχεια, τι θα γίνει). Και να πω και κάτι; Δεν έχουμε ξεφύγει ρανίδα από την περίληψη, από την βασική πλοκή. Όλα λειτουργούν κανονικά.

ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΑ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΣΤΗΝΕΤΑΙ (ΟΧΙ ΕΥΚΟΛΑ)

[Για να στήσεις βέβαια μια μονάδα παραγωγής θεατρικής σειράς που περιλαμβάνει άπειρους τομείς πρέπει να οργανωθείς σωστά: μια θεατρική σειρά έχει κάποιες διαφορές από μια θεατρική παράσταση, διότι οι τομείς εμπλέκονται και δανείζονται πράγματα από τον κινηματογράφο. Έτσι, για παράδειγμα: Ο τομέας της σκηνογραφίας εμπλέκεται με την συνέχεια του σκηνικού του προηγούμενου επεισοδίου, με κάτι που μοιάζει σαν διευθυντής φωτογραφίας (άρα ο φωτισμός) και φυσικά με το μοντάζ – πως θα περάσουμε από το ένα καρέ στο άλλο – μέσα σε όλα αυτά έχω αφήσει απ’ έξω τις ειδικές κατασκευές, εφέ, μέχρι και φυτολόγους. Αυτά φυσικά ακούγονται ‘κουφά’ σε κάποιον άλλον. Σε μας είναι η διαδικασία για να βγει το επεισόδιο].

Το να εγκαινιάζεις μια σειρά με θέμα τον Αντεροβγάλτη σε θέατρο σου δίνει την χαρά να εκτιμάς ξανά γιατί κάνεις αυτήν την δουλειά και (φαντάζομαι) σε έναν θεατή, την ευχαρίστηση πως η Τέχνη μπορεί να σε εκπλήξει ευχάριστα – ποτέ δεν πρέπει να θεωρείς κάτι ότι γίνεται με δεδομένο τρόπο. Στο πρώτο επεισόδιο ακούσαμε τα ‘εξ’ αμάξης’ γιατί το κάναμε για 10 παραστάσεις: ΜΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕΙΡΑ! Ακούσαμε ότι δεν θα προλάβει να ακουστεί. Ε, εντάξει, πάντα το έχεις αυτό το άγχος. Αν το πας για ένα δυο μήνες χάνεται και η ομορφιά του επεισοδίου, δηλαδή το λεκτικό φαινόμενο ‘το πρόλαβες/είδες κτλ το πρώτο επεισόδιο;’ που σημαίνει ‘μην χάσεις το δεύτερο!’. Αν είναι καλό φυσικά.

(Παρεμπιπτόντως, ο πρόλογος για όσους δεν πρόλαβαν να δουν το 1ο επεισόδιο και θέλουν να δουν το δεύτερο)

 

Θυμάμαι πως, στο πρώτο επεισόδιο μείναμε ικανοποιημένοι. Τώρα δεν  μπορώ να επεκταθώ, διότι αυτήν την στιγμή που μιλάμε, ένας μεγάλος αριθμός ατόμων εργάζεται για το δεύτερο, που είναι πιο βλοσυρό, πιο ομιχλώδες, έχει και αυτό τα ‘θέματά του’ τελοσπάντων. Θα δείτε και θα μου πείτε.

Αν δεν υπήρχε το πρώτο πάντως, δεν θα υπήρχε το δεύτερο. Για αυτούς που είδαν το πρώτο, ας ετοιμαστούν να απολαύσουν την συνέχεια που κρύβει πολλές εκπλήξεις και (ξανά) ας ΜΗΝ έρθουν έτοιμοι να δουν την συνέχεια που έχουν στο μυαλό τους. Το ξαναλέω: δεν υπογράφουμε πατέντες, έτσι επειδή ‘έπιασε’ κάτι που κάναμε.

Γι’ αυτούς που θα δουν για πρώτη φορά την σειρά, ας μην φορτώνονται με το άγχος ότι δεν είδαν το πρώτο. Έχουμε φροντίσει εμείς και γι’ αυτό, όπως και για το να απολαύσουν το δεύτερο επεισόδιο με την ίδια ‘άνεση’. Ας κάτσουν αναπαυτικά λοιπόν στις θέσεις τους και ας το ευχαριστηθούν. Έτσι κι αλλιώς η μικρή ιστορία που έχει ο Αντεροβγάλτης από το πρώτο επεισόδιο τους δίδαξε, πως ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει (δίπλα σου). Αλλά, έτσι δεν είναι και στις σειρές;

Ο Γιώργος Σιμωνάς έκλεισε το κείμενό του με την φράση: ‘25 Νοεμβρίου 2016, στο διάλειμμα της διαδικασίας επιλογής κοστουμιών. Γιώργος Σιμωνάς’. Και αν για ένα πράγμα στεναχωρηθήκαμε είναι που πριν από το όνομα δεν πρόσθεσε το ‘από τον φίλο σου’. Αλλά θα μου πεις, δεν είναι ο Γιώργος ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Ή μήπως είναι;

Πληροφορίες Παράστασης

ΑΝΤΕΡΟΒΓΑΛΤΗΣ επεισόδιο 2ο: ‘Στα ίχνη του Μονόκερω’ από Τετάρτη μέχρι Κυριακή στις 21.30 στο Rabbithole (έως τις 23 Δεκεμβρίου).