ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Όπου ο Γιάννης Μπέζος μας εξηγεί την καριέρα του

Σε ένα μεσημεριανό καφέ στα Εξάρχεια, προσπαθήσαμε να πείσουμε τον Γιάννη Μπέζο πως είναι ο καλύτερος.

Στο “Τανγκό των Χριστουγέννων”, το δράμα εποχής που παίζεται από σήμερα στις αίθουσες, ο Γιάννης Μπέζος ερμηνεύει έναν ρόλο κάπως διαφορετικό. Για μια ακόμη φορά. Υποδύεται έναν διοικητή την περίοδο της δικτατορίας που βρίσκεται χωρίς να το ξέρει εμπόδιο σε έναν παθιασμένο έρωτα. Και τον μετατρέπει σε χαρακτήρα συναρπαστικό. Όχι ότι περιμέναμε αυτό για να πειστούμε, αλλά ο Μπέζος πραγματικά είναι ο καλύτερος σε αυτό που κάνει.

Με το “Τανγκό” ενεπλάκη όταν διάβασε το μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη που του άρεσε τόσο ώστε να το προτείνει στον φίλο του, Νίκο Κουτελιδάκη, να το κάνει ταινία. Εκείνος με τη σειρά του πρότεινε στον Μπέζο τον βασικό ρόλο. Η ταινία θα μίλαγε για τον έρωτα ενός υπολοχαγού (Στάνκογλου) για τη γυναίκα του διοικητή του (Παπαδοπούλου), και για το πώς υποχρεώνει έναν φαντάρο να του μάθει τανγκό απλά για να μπορέσει να μοιραστεί έναν χορό μαζί της. “Κι όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα της δεκαετίας του ‘70, τη δικτατορία, τον χειμώνα, τον Έβρο, τη ζοφερή κατάσταση που περιβάλλει τους χαρακτήρες. Χαρακτήρες με ανεκπλήρωτες επιθυμίες,” λέει ο Μπέζος, που θα έπαιζε έναν τέτοιο χαρακτήρα. Συγκεκριμένα τον διοικητή, έναν άντρα που προσπαθεί με κάποιο τρόπο κρατώντας και το κύρος και τη θέση του, του να βρει μια ισορροπία.

Τον συναντήσαμε σε ένα ήρεμο καφέ στα Εξάρχεια για να μας μιλήσει για την ταινία και το πώς έφτασε να συμβεί. Αλλά αυτό που θέλαμε εμείς να μάθουμε, είναι πώς γίνεται να είναι τόσο καλός σε ό,τι κι αν κάνει.

 

Οι ρόλοι

(Όπου ο Γιάννης Μπέζος θαυμάζει τους Σκανδιναβούς)

Κωμωδία ή δράμα, τηλεόραση ή θέατρο, ο Μπέζος τα έχει κάνει όλα, δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, και πάντα βρίσκει κάτι καινούριο να δώσει. Έχει παίξει Στρίντμπεργκ, έχει ερμηνεύσει τον πρώτο γκέι χαρακτήρα στην Ελληνική τηλεόραση, έχει γράψει ιστορία με τον καλτ σμήναρχο Κάκαλο, δίνει σάρκα και οστά σε έναν χαρακτήρα σαν τον διοικητή Μανώλη Λόγγο στον “Τανγκό”, που στα χέρια άλλου θα ήταν καρικατούρα κακού. “Ο ρόλος από μόνος του δε μου είναι κάτι ιδιαίτερα άγνωστο,” εξηγεί. “Οι στρατιωτικοί εκείνης της εποχής είναι άνθρωποι που εγώ τους έχω ζήσει σαν χαρακτήρες, σαν εικόνες, σαν φιγούρες, σαν ιδιοσυγκρασίες. Δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί. Είναι πολύ εύκολο να πούμε κάτι τέτοιο, αλλά όταν το ψάξεις θα βρεις πως όλοι οι άνθρωποι έχουν ελαττώματα και προτερήματα.“

“Η δυσκολία όταν θες να ζωντανέψεις έναν ρόλο είναι να μην είναι μονοδιάστατος, να μην είναι ένα σκίτσο. Θες να έχει και χρώματα, να έχει αίμα, να είναι ανθρώπινος.

Δύσκολος ρόλος ήταν ο Θείος Βάνιας. Δύσκολος ρόλος είναι ο Ζαν στη “Δεσποινίδα Τζούλια” του Στρίντμπεργκ. Αυτοί είναι δύσκολοι ρόλοι. Γιατί οι Σκανδιναβοί είναι έξω από την ιδιοσυγκρασία μας. Κουβαλάνε αυτό τον προτεσταντισμό κι αυτή την αντίληψη της ζωής που δεν έχουμε εμείς οι Βαλκάνιοι κι αυτό βέβαια δημιουργεί κάτι πιο ενδιαφέρον.

Αυτό που θέλουμε στην τέχνη είναι όλοι οι ήρωες κάτι να κρύβουν, να μην είναι προφανείς.”

 

Το κοινό

(Όπου ο Γιάννης Μπέζος ρίχνει το φταίξιμο στον εαυτό του)

Κάθε άνθρωπο που θα ρωτήσεις, θα έχει κι έναν διαφορετικό αγαπημένο ‘χαρακτήρα Μπέζου’. Του το εξηγούμε, καθώς αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που κάνει ακόμα και νεότερους θεατές να αναζητούν κλιπάκια από τις σειρές του στο ίντερνετ και να κάνουν αναφορές στις ατάκες του. Λες και υπάρχει μια μερίδα κοινού που απλά ανήκει σε ένα άτυπο cult του Μπέζου. “Όταν ‘ριζώσεις’ στο κοινό, το κοινό σε ακολουθεί,” εκτιμά εκείνος. “Το ίδιο συμβαίνει και στο παγκόσμιο σινεμά, τα ίδια πράγματα είναι παντού. Ότι σε ακολουθεί ο κόσμος δεν είναι τυχαίο, σημαίνει ότι σε εκτιμά. Σημαίνει ότι του ερεθίζεις τη φαντασία.”

“Οι θεατές δεν ακολουθούν τους ρόλους, ακολουθούν το πρόσωπο, την ιδιοσυγκρασία του φέροντος το ρόλο. Μετράει περισσότερο η δημόσια εικόνα κι όχι τόσο ο ρόλος που παίζεις εκείνη την ώρα.

 

Έκανα κάποιες δουλειές που δεν είχαν ιδιαίτερη απήχηση αλλά για καμία δεν το έχω μετανιώσει. Απλώς ήταν και πράγματα που δεν εκτιμήθηκαν σωστά, με ευθύνη δική μου. Δε φταίει κανένας άλλος.

Το κοινό είναι απλώς ένας μοχλός. Αυτό που ορίζει τα πράγματα είναι ο χρόνος. Το πόσο αντέχει κάτι στο βάθος του χρόνου ή όχι.”

 

Η προσωπική ζωή

(Όπου ο Γιάννης Μπέζος θυμάται τον Κωνσταντίνο Καραμανλή)

Ποια είναι η τελευταία που διάβασες κάτι που να αφορά τον Μπέζο και την προσωπική του ζωή σε κίτρινο έντυπο; Πότε τον ακούς να μιλά για κάτι που δεν αφορά στην δουλειά του;  Ακολουθούμε τη λογική συνέχεια αυτού που μας είπε προηγουμένως για τη δημόσια εικόνα και του τονίζουμε κάτι το πολύ βασικό: Στο Hollywood, και όχι μόνο, οι περισσότεροι σταρ χτίζουν την ίδια τους την περσόνα σα να ήταν ένας ακόμα χαρακτήρας. Γι’αυτό και το κοινό, σε πολλές περιπτώσεις, τους ακολουθεί. Ο ίδιος το έχει αποφύγει πλήρως. Κι όμως δεν έχει σταματήσει ποτέ να χαίρει της απόλυτης αναγνωρισιμότητας και σεβασμού. “Ο κόσμος, ξέρετε, μας εκτιμά περισσότερο γι’αυτά που δεν του λέμε, για αυτά που του κρύβουμε, παρά για αυτά που του λέμε,” μας απαντά αποστομωτικά.

“Αν θες να στηρίξεις μια καριέρα στα παράγωγα της δουλειάς κι όχι σε αυτή καθεαυτή, μπορείς. Νομίζω είναι πιο εύκολος ο δρόμος αυτός, απλά σου στοιχίζει στο μέλλον, στα τελειώματα. Γιατί μένει κάτι που δεν έχει ουσία, μένει το κουτσομπολιό και η προσωπική ζωή, που δε νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον για τους ανθρώπους πέρα από την προσωρινή κατανάλωση.

Κάποιοι επανέρχονται στο προσκήνιο και τους ακολουθούν και νεότεροι άνθρωποι, ταξιδεύουν μαζί τους, παραμυθιάζονται, τους κρατάνε συντροφιά. Αυτό θέλει κόπο. Θέλει αγωνία, εργασία, να κρύβεις πράγματα από τη ζωή σου, να είσαι λίγο πιο ακριβοθώρητος. Να μην είναι όλα εκτεθειμένα.

 

O Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν από τους πιο αντιεπικοινωνιακούς ανθρώπους που υπήρχαν. Σπάνια έδινε συνεντεύξεις, ειδικά μετά τη μεταπολίτευση. Είχε αντιπάλους. Αλλά είχε και το γενικό σεβασμό. Δεν ήταν σαχλαμάρας. Αυτό που πίστευε το υπερασπιζόταν με επιχειρήματα, και βεβαίως διαφωνούσαν πολλοί, όπως κι εγώ με πολλά, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε τον σεβόμουν. Είχε μια θέση, μια πολιτεία, μια σοβαρότητα, μια δημόσια εικόνα. Αυτό προσπαθώ να κάνω όλα αυτά τα χρόνια, να προστατεύσω τη δημόσια εικόνα μου. Να μιλώ μόνο όταν πραγματικά έχω κάτι να πω κι όχι γενικά κι αόριστα για όλα τα θέματα, είτε τα ξέρω είτε όχι.

Στους ανθρώπους που πάντα είχα σαν πρότυπα, στις παρέες, στους συναδέλφους, πάντα το παράδειγμα με ενέπνεε, όχι τα πολλά λόγια.

Δεν με παρατηρούν ιδιαίτερα στο δρόμο. Πρέπει να θες να σε παρατηρήσουν.”

 

Οι επιλογές

(Όπου ο Γιάννης Μπέζος τραγουδάει με τον Μίκη Θεοδωράκη)

Θυμόμαστε τότε που ο Μπέζος είχε τραγουδήσει Θεοδωράκη, σε μια σπάνια περίπτωση που εμφανίστηκε ως κάτι πέρα από ηθοποιός. (“Και μια φορά που παρουσίασα την πρωτοχρονιά στην ΕΡΤ, μια εκπομπή που ήταν αφιερωμένη στον Θεοδωράκη,” μας θυμίζει. “Ήταν κατ’εξαίρεση. Δεν ήταν οι βλέψεις μου τέτοιου είδους.”) Είναι πολύ συχνό όταν κάποιος γίνεται διάσημος, το σύστημα να προσπαθεί να τον ανακυκλώσει κάθε φορά ως κάτι διαφορετικό. Τραγουδιστές, παρουσιαστές, ηθοποιοί, σχολιαστές επί παντός επιστητού, όλοι τα κάνουν όλα. Ο Μπέζος παρέμεινε πιστός στη μυθοπλασία. “Εκεί προσπαθούν τον άνθρωπο να τον πουλήσουν σα να ήταν στο σουπερ μάρκετ,” μας αποκρίνεται απορημένος. “Δεν έχει κανένα νόημα. Η διάθεση του προϊόντος που είμαστε εμείς οι ίδιοι θέλει πολύ μεγάλη προσοχή,” συνεχίζει καθώς ξαναβρίσκει την σιγουριά στη φωνή του. “Θέλει επιλεκτικές κινήσεις κι όχι ό,τι σου πει ο καθένας, γιατί οι σειρήνες είναι πολλές.”

“Δεν σκοτωνόμουν να παίξω στον κινηματογράφο. Είχα προσφορές, αλλά το “Τανγκό” το ήθελα επειδή μου άρεσε. Αν κάτι με ερεθίζει, το προχωρώ.

Προσπαθούσα αυτά που έκανα στην τηλεόραση να μην έχουν σχέση μεταξύ τους. Να μην αναπαράγω ένα στυλ που είχα την προηγούμενη χρονιά. Υπάρχει τρόπος άμα θέλεις, εξαρτάται τι επιλογές κάνεις.

Με τον Μίκη η συνεργασία είχε προκύψει μέσα απ’τη δουλειά. Μέσα από γνωριμία, είπαμε να τραγουδήσουμε κι ένα τραγούδι. Θέλω να πω, μην φανταστεί κανείς ότι έγινε καμιά προετοιμασία φοβερή. Κι έτσι τελείωσε κιόλας. Σταμάτησα γιατί δεν χρειαζόταν πια, ήταν αρκετό το διάστημα.

Παλιότερα ήμασταν και πιο νέοι και υπήρχε ο ενθουσιασμός, η άγνοια του κινδύνου. Εγώ πάντα σκεφτόμουν πριν κάνω κάτι, και με ποιο τρόπο θα γίνει.

 

Οι τόσες πολλές παραγωγές στην Ελληνική τηλεόραση ήταν μια πλαστή ευμάρεια. Χρειαζόμασταν πια τόσες πολλές παραγωγές; Ποιος θα τις καταναλώσει; Δουλειές άνευ κοινού! Τότε ποιο το νόημα; Αν έχετε ένα περιοδικό που δεν το διαβάζει κανείς, τότε σε ποιον απευθύνεται; Είναι για προσωπική χρήση;”

 

Οι παρέες

(Όπου ο Γιάννης Μπέζος διαχωρίζει τη δουλειά από τη φιλία)

Καθώς μιλάμε για τις επιλογές και για τη χημεία μεταξύ των συνεργατών, η κουβέντα μας έρχεται στη νύχτα της παρουσίασης του “Τανγκό” στο BIOS, και το πόσο ωραίο κλίμα έβγαινε προς τα έξω από τους ανθρώπους της ταινίας. “Έτσι ήταν και στα γυρίσματα, αλλά χωρίς τον χαβαλέ με την έννοια της σαχλαμάρας” απαντά φυσικά, αρνούμενος να συνεχίσει με τις συνήθεις, αποστηθισμένες υπερβολές. Δεν χρειάζεται κιόλας. Με τον Νίκο Κουτελιδάκη, τον σκηνοθέτη του “Τανγκό”, είναι φίλοι από παλιά, εξ ου και του πρότεινε σαν ιδέα να γυρίσει σε ταινία αυτό το βιβλίο. Είχαν συνεργαστεί και στην σειρά της ΕΡΤ, “Λίστα Γάμου”. Αλλά δεν πιστεύει πως το να δουλεύουν παρέες μαζί είναι απαραιτήτως συνταγή για επιτυχία. “Τα ξέρετε πώς είναι αυτά τα Ελληνικά,” μας λέει γνέφοντας με το χέρι απαξιωτικά. “Αυτά τα ‘έλα, εντάξει, είμαστε φίλοι.’ Δε βγαίνει τίποτα με αυτά.” Χαμογελάει.

“Υπάρχουν αποτελέσματα σε δουλειές που δεν περνούσαν ιδιαίτερα καλά οι άνθρωποι. Μπορεί να είχαν τριβές, να είχαν τσακωμούς. αλλά να λειτουργήσει θετικά αυτό. Να παράγει έναν σπινθήρα. Ένα έργο. Μια ιδέα.

Όταν είσαι με τους φίλους σου θα κάνεις ωραία διασκέδαση, θα πιεις ένα κρασί, θα πεις και δυο σαχλαμάρες. Αλλά δε μπορείς να κάνεις ένα αποτέλεσμα το οποίο να έχει από κάτω ένα βάσανο, ένα ενδιαφέρον για τον θεατή που θα πληρώσει να το δει.

 

Στο “Τανγκό” υπήρχε ένα πολύ δημιουργικό κλίμα. Ούτε τριβές ούτε τίποτα, οι συνάδελφοι είναι όλοι εξαιρετικοί. Και οι νέοι συνάδελφοι είναι πάντα πολύ καλύτεροι από τους παλιούς.”

 

Οι νέοι

(Όπου ο Γιάννης Μπέζος παραδέχεται τις ενοχές της γενιάς του)

Μας εντυπωσιάζει η ευκολία με την οποία χρησιμοποιεί αυτή την τελευταία φράση. Το θέμα του παλιού απέναντι στο νέο είναι αγκάθι για πολλούς. Είναι ίσως το τελευταίο πράγμα που αποτελεί φράγμα ανάμεσα σε έναν καλλιτέχνη και την σπουδαιότητα: Η ικανότητα δηλαδή να αναγνωρίζει την τάση προς κάτι νέο, αγκιστρωμένος σε κάτι ξεπερασμένο. Όταν λέμε ότι ο Μπέζος τα έχει όλα, το εννοούμε. Είναι αισίως 55 χρονών αλλά κοιτάει μπροστά. “Στο σινεμά σήμερα βγαίνουν πράγματα πιο τολμηρά,” παραδέχεται με σιγουριά στη φωνή και το βλέμμα που δεν σηκώνουν αμφισβήτηση.

“Δεν πιστεύω ότι στους νέους ανθρώπους λείπει το όραμα. Θα το βρουν το όραμα. Νομίζω ότι αισθάνονται πιο άνετοι μέσα τους, είναι πιο ελεύθεροι.

Παλιά έπρεπε μια ταινία να είναι ντε και καλά αριστερής απόχρωσης. Αυτό είναι δέσμευση. Δε σε αφήνει να αναπνεύσεις, δε σε αφήνει να φύγεις, δε σε αφήνει να παράγεις έργο. Σε καλουπώνει και σου ορίζει και το κοινό.

 

Η δική μου γενιά είχε κάτι ενοχές περίεργες, κάτι αγκυλώσεις κομματικοπολιτικές που δεν την άφηναν να προχωρήσει, να νιώσουν οι άνθρωποι πιο ελεύθεροι. Κυρίως πολιτικά, ότι ‘έπρεπε’ να είμαστε όλοι αριστεροί, όλοι αναρχικοί ή όλοι σοσιαλιστές. Δεν υπάρχουν αυτά τώρα.”

 

Ο καλύτερος

(Όπου ο Γιάννης Μπέζος μας λέει μια ιστορία για τον Πικάσο)

Μετά από όλη την παραπάνω κουβέντα, κι ενώ στο ποτήρι έχουν μείνει μια-δυο γουλιές καφέ, είμαστε ακόμα πιο βέβαιοι για κάτι που πιστεύαμε κι από πριν ακόμα ξεκινήσουμε αυτές τις διαπιστώσεις: Πως ο Γιάννης Μπέζος είναι απλά άψογος σε αυτό που κάνει. Στο πώς προσεγγίζει τους ρόλους, στις ιστορίες που θέλει να λένε οι χαρακτήρες του, στην δημόσια εικόνα του, στην προσωπική του ζωή, στην επαγγελματική του ηθική, στο πώς βλέπει το σινεμά, στο πώς βλέπει το μέλλον.

“Πώς θα αντιδρούσατε αν κάποιος σας πλησίαζε και σας έλεγε πως ο Μπέζος είναι ο καλύτερος;”, τον ρωτάμε καθώς αδειάζει το ποτήρι του καφέ. “Ποιος το λέει;”, απαντά κοφτά.

Εμείς το λέμε.

Καθώς έκανε φιλικό νόημα προς κάποιον άλλο θαμώνα της καφετέριας που πέρναγε δίπλα από το τραπέζι μας, και η οποία είναι στέκι και για τον ίδιο, ο Γιάννη Μπέζος ξεκίνησε να μας απανά.

“Θα διαφωνήσω, με την έννοια πως δεν πιστεύω ότι στη δουλειά μας υπάρχει βαθμολογία. Όταν λέμε ‘ο καλύτερος’, είναι κάτι υπερθετικό, που σημαίνει πως αποκλείουμε κάτι άλλο που μπορεί ενδεχομένως να μας εκπλήξει. Κάτι που δεν ξέρουμε. Αυτή είναι η γοητεία της δουλειάς μας. Ότι δεν έχει να κάνει με την επιστήμη, όπου ένα κι ένα κάνει δύο, έχει να κάνει με μια προσωπική περιπέτεια. Αυτό που σε εσάς φαντάζει κάπως, σε κάποιον άλλον δεν αρέσει καθόλου. Είναι σαν την πίστη που απευθύνεται στον καθένα ξεχωριστά. Γι’αυτό είπα ότι είναι ο χρόνος που τα κρίνει όλα και τα φέρνει στην θέση τους. Και η κατάρα η δική μας, των ηθοποιών, όπως και των καλλιτεχνών γενικά, είναι ότι ο απολογισμός γίνεται στα γεράματα. Στο κλείσιμο του λογαριασμού.

Κάποτε είχε πάει ένας στο Παρίσι για να βρει τον Πικάσο. Καθόταν ο Πικάσο στο καφέ κι έπινε τον καφέ του, γέρος πια, και πήγε ένας Γάλλος ξιπασμένος με την κόρη του και του λέει, ‘Θέλω να μου κάνετε μια μονοκοντυλιά’. Έκανε φοβερές γραμμές με την μία με το μολύβι του ο Πικάσο. ‘Θα μου κάνετε;’, τον ρωτάει ο Γάλλος. ‘Βεβαίως,’ απαντάει ο Πικάσο. Κάνει εκεί τα δικά του, 10 λεπτάκια του παίρνει, και του το δίνει.

-Τι σας χρωστάω;
-10 χιλιάδες φράγκα.
-10 χιλιάδες φράγκα για 10 λεπτά;
-Όχι 10 λεπτά. 10 λεπτά κι 60 χρόνια.

Έτσι δεν είναι; Δεν είναι τα 10 λεπτά. Γιατί άμα ήταν 10 λεπτά θα πήγαινες σε έναν οποιονδήποτε. Αυτό λοιπόν θέλω να πω. Στην κατάληξη μετράει το πράγμα. Γι’αυτό η δουλειά μας θέλει πολλή υπομονή, θέλει πολλή προσοχή για το τι λέμε παρέξω, το πότε το λέμε, τι ύφος χρησιμοποιούμε. Να είμαστε πιο επιφυλακτικοί και κυρίως, να μη νομίζουμε ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου.

Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα των ηθοποιών επειδή εκτίθεται η εικόνα τους, το σώμα τους, και παραπαίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά μερικές φορές. Νομίζουν ότι συμβαίνει κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Αυτό είναι καταστροφή.”

Εντάξει.

Αλλά ο Γιάννης Μπέζος παραμένει ο καλύτερος.