ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Γιατί έχουν πετύχει τόσο οι εκπομπές μαγειρικής τελικά;

Μια απόπειρα ερμηνείας του καταιγισμού από κατσαρόλες και fine dining.

Δεν χρειάζεται κανείς να είναι βιδωμένος μπροστά από την τηλεόραση για να καταλάβει ότι σχεδόν σε κάθε ζώνη υπάρχει μια εκπομπή ή μια ενότητα εκπομπής που να σχετίζεται με τη μαγειρική. Την τελευταία τριετία υπάρχουν με προσθαφαιρέσεις γύρω στις 15-20 μαγειρικές εκπομπές που παίζουν στην τηλεόραση την ίδια περίοδο.

Η υπόθεση μαγειρική στην τηλεόραση δεν είναι βέβαια καινούργια. Έρχεται σχεδόν ταυτόχρονα με την ανάδειξη του ‘πρωινάδικου’ ως είδους τηλεοπτικής εκπομπής.

Και έλεγε τότε η Βέφα Αλεξιάδου, χημικός στις σπουδές, η πρώτη και πιο γνωστή τηλεοπτική μαγείρισσα:

«Την έχουμε την πετσετούλα να σκουπίσουμε τα χεράκια, στο χερουλάκι από τα ντουλάπια μας κρεμασμένη… Για να κόψουμε τις πιπεριές κυβάκια, ίσως οι πιο πολλές δυσκολεύεστε…».

Αρκετά χρόνια μετά ακούμε (τελείως ενδεικτικά) στο ‘ΜasterChef’ που αποτελεί και τη φετινή τηλεοπτική επιτυχία μετά τη φρενήρη περσινή χρονιά του ‘Survivor’:

«Chef, έκανα πίκλες από αγγούρι και πιπεριά jalapeno με ξίδι Jerez και σαφράν, χοιρινό καρέ, με σοντρασάδα (;) και μια κρέμα πιπεριάς με chorizo και λάδι μαϊντανού».

Πώς περάσαμε από τα «χερουλάκια των ντουλαπιών» και τα «λαχταριστά κεφτεδάκια» στο ξίδι Jerez;  Πώς περάσαμε από το «φέρε ρε γυναίκα το αλάτι» στο «του λείπει η ένταση». Τι είναι αυτό που άλλαξε μέσα σε αυτά τα χρόνια;

Προφανώς, η επιλογή των παραπάνω παραδειγμάτων είναι προβοκατόρικη. Οι δύο εκπομπές εξυπηρετούν τελείως διαφορετικούς σκοπούς, ενώ και σήμερα υπάρχουν άλλες που παίζουν στην τηλεόραση και θυμίζουν λίγο Βέφα και ας είναι παρουσιαστής ένας τύπος γύρω στα 35, γυμνασμένος, με τατουάζ και κουλ πουκάμισα (καλημέρα, Άκη Πετρετζίκη).

Όπως και να το πάρει κανείς, και μόνο η ύπαρξη δύο τόσο διαφορετικού τύπου εκπομπών (τριών αν βάλει κανείς και το ‘Hell’s Kitchen’) είναι από μόνη της μια ένδειξη της αλλαγής των εκπομπών που σχετίζονται με τη μαγειρική και εντέλει της γενικότερης αλλαγής στο food culture.

Τα τελευταία χρόνια έχει περάσει σχεδόν σε όλον τον δυτικό κόσμο η κοσμοθεωρία του healthy living και αυτό είναι προφανώς κάτι που ήρθε και στη χώρα μας. Μετά από μια δεκαετία, αυτή των ’90ς, που το αντίθετο του σπιτικού φαγητού ήταν σχεδόν αποκλειστικά το φαστφουντάδικο, πλέον έχουμε περάσει σε κάτι τελείως νέο. Τα φαστφουντάδικα κλείνουν το ένα μετά το άλλο και στη θέση τους ανοίγουν εστιατόρια. Τα γυμναστήρια γεμίζουν από καθημερινούς ανθρώπους και όχι μόνο από ντούκια και μέλη του cast του ‘Baywatch’. Για να παραφράσω τον Πύντσον, οι διαιτολόγοι πήραν τη θέση που πρώτα είχαν οι εξομολογητές και μετά οι ψυχαναλυτές.

Τα ’90ς σουβλατζίδικα με τον ξύλινο πάγκο και τον γύρο δίπλα στο παράθυρο όπου το μόνο που μετρούσε ήταν το μέγεθος και που αν ζήταγες σως γιαουρτιού θα σε κυνήγαγαν με πέτρες τα παιδιά της γειτονιάς, είναι άδεια. Στη θέση τους έχουν ανοίξει new age σουβλατζίδικα με προσεγμένη διακόσμηση, πεντακάθαρα και με υποψία γκουρμεδιάς για τα πιο απαιτητικά κοινά (σως πατζαριού διάολε;). Ταυτόχρονα το φαγητό εκδημοκρατίζεται: ανοίγουν σουσάδικα πολύ οικονομικά, ενώ γίνεται της μόδας στην Αθήνα το εκλεπτυσμένο street food. Brunch μπορείς να βρεις σχεδόν παντού.  Πλέον με λίγα λεφτά, μπορείς να γευτείς πολύ περίεργα πράγματα.

Όλη αυτή η αλλαγή φαίνεται και στη χρήση των λέξεων. Ο μάγειρας έγινε chef, ο μπουφετζής έγινε barista και το χάμπουργκερ έγινε burger. Και θα σταθώ σε αυτό το τελευταίο. Εδώ έχουμε ουσιαστικά μια αλλαγή εννοιολογική. Το χάμπουργκερ -το προφέρω έτσι λαϊκά- σημαίνει κάτι το φτηνό, το γρήγορο, το ’90ς. Το καινούργιο burger, όπου το “u” προφέρεται με τη γκλαμουράτη αμερικανική προφορά, είναι σαν το πέρασμα από το φαστφουντάδικο στο εστιατορικό φαγητό. Το burger πια προσφέρεται σε εστιατόρια, είναι πολλές φορές πιο ακριβό από το ’90ς χάμπουργκερ, πολύ πιο ποιοτικό και μπορείς να επιλέξεις συγκεκριμένο ψήσιμο. Μπείτε σε μια χρονομηχανή και πείτε στο φαστφουντάδικο της νιότης σας ότι θέλετε το χάμπουργκέρ σας medium rare. Πάλι θα σας κυνηγάνε τα παιδιά της γειτονιάς.

Είναι προφανές ότι το ‘MasterChef’ πατάει πάνω σε αυτή την αλλαγή της σχέσης μας με το φαγητό. To φαγητό προφανώς και ήταν πάντα σημαντικό για τη ζωή μας, ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα. Πλέον όμως είναι σημαντικό με διαφορετικό τρόπο. Θέλουμε να μαθαίνουμε για αυτό, να ξεφεύγουμε από τις παραδοσιακές γεύσεις, να εκλεπτύνουμε τους γευστικούς μας κάλυκες. Στο ‘MasterChef’ και στο ‘Hell’s Kitchen γίνεται το εξής παράδοξο: είναι εκπομπές με κέντρο τη μαγειρική, αλλά κανείς ουσιαστικά δεν νοιάζεται να μας μάθει να μαγειρεύουμε. Και δεν νοιάζει ούτε τον τηλεθεατή. Οι συνταγές περνάνε γρήγορα, οι συμμετέχοντες δεν νιώθουν καν την ανάγκη να εκλαϊκεύσουν και να εξηγήσουν για παράδειγμα τι είναι ταρτάρ. Αν τα μισάωρα της Βέφας απευθύνονταν στη μαγείρισσα που θέλει να μάθει νέες τεχνικές, τα μονόωρα του ‘MasterChef’ απευθύνονται κυρίως όχι στον μάγειρα, αλλά στο δυνάμει κοινό ενός εστιατορίου. Αυτές οι εκπομπές δεν μας μαθαίνουν να φτιάχνουμε φαγητό, μας μαθαίνουν να το γευόμαστε.

Αλλά ακόμα και οι υπόλοιπες εκπομπές μαγειρικής, αυτές που δεν είναι διαγωνισμοί, απευθύνονται σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Η Βέφα μίλαγε απευθυνόμενη σε γυναίκες νοικοκυρές που ήταν στο σπίτι καθημερινές γύρω στις 11. Πλέον, εκπομπές με συνταγές μπορείς να βρεις κάθε ώρα στην τηλεόραση, καθώς  αυτές απευθύνονται και σε κοινά παραγωγικών ηλικιών. Σε κάθε παρέα, υπάρχει ένα άτομο που τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να την ψάχνει με τη μαγειρική.  Είναι πράγματι μια φτηνή και πολύ δημιουργική απασχόληση. Είναι πλέον μια απασχόληση που αφορά και τους άντρες. Και εδώ δεν είναι το αθώο, ότι και οι άντρες κάνουν δουλειές του σπιτιού. Είναι βασικά το ακριβώς αντίθετο: το φαγητό έγινε πάλι κοινωνική διαδικασία, βγήκε από το σπίτι και μπήκε και στη δημόσια σφαίρα.

Ούτως ή άλλως, οι μαγειρικές εκπομπές στηρίζονται στους σύγχρονους pop σταρ, τους chef. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα του εκδημοκρατισμού του φαγητού, οι chef είναι οι γνώστες, οι «επιστήμονες». Έχουν καθηγητικό στυλάκι, μιλούν με ψευδο-επιστημονικούς όρους. Με δεδομένο ότι -ακόμα!- δεν μπορούμε να γευτούμε όσα μας δείχνει η τηλεόραση, αφήνουμε όλοι το κομμάτι της αξιολόγησης σε αυτούς. Ο Κοντιζάς λέει ότι το ταρτάρ με κομματάκια ασιατικού μούρου του βγάζει μια οξύτητα, ποιος είμαι εγώ να πω ότι κάνει λάθος. Δεν είναι μόνο ότι είναι βραβευμένος, είναι και που είναι ο μόνος που έχει πρόσβαση στα δεδομένα. Οι chef απολαμβάνουν την ασυλία των διαιτητών πριν έρθουν τα replay. Είναι οι απόλυτοι άρχοντες. Πάνω τους, λοιπόν, στηρίζονται τα show μαγειρικής. Mε μια πρόχειρη ματιά στο Facebook, τα fan pages των τριών κριτών είναι πολύ περισσότερα από εκείνα των διαγωνιζομένων.

Τελικά, στα ’90ς, την εποχή της σχεδόν ομόθυμης εμπιστοσύνης στα πάντα, όταν ο κόσμος έμοιαζε να βρίσκεται σε μια επιφανειακή σταθερότητα, μπορούσες να εμπιστευτείς το φαγητό σου στην τάδε μεγάλη αλυσίδα φαστφουντάδικων. Ήξερες ότι αυτό που τρως μπορεί να μην είναι καλό ποιοτικά, αλλά δεν θα σε σκοτώσει. Πλέον, όλοι νιώθουμε ότι χάνουμε τον έλεγχο σε κάθε επίπεδο. Ο κλειστός κόσμος της μαγειρικής προσφέρει μια περίεργη ασφάλεια: ένα πεπερασμένο σύνολο υλικών και παρασκευών βγάζει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα που περιμένεις. Σε αντίθεση με τη λειτουργία του πολυσύνθετου κόσμου, αν κάνεις κάτι λάθος, μπορείς εύκολα να βρεις ακριβώς ποιο ήταν το λάθος αυτό. Όταν μαγειρεύεις έχει πλήρη επίβλεψη του τι τρως και, όταν τρως έξω, διαλέγεις μέρη που σου έχουν συστήσει άνθρωποι, pop-«επιστήμονες» ή περιοδικά που εμπιστεύεσαι.

Η μαγειρική έχει μια σταθερή δομή σε έναν κόσμο αστάθειας. Έχει πρωταγωνιστές τους οποίους εμπιστεύεσαι σε μια εποχή που κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν. Έχει συνταγές που αν ακολουθήσεις ευλαβικά θα έχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα, σε μια εποχή που οι όλες οι υπόλοιπες συνταγές επιτυχίας διαψεύδονται η μία μετά την άλλη. Είναι τελικά όλα όσα μας λείπουν.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ:

Γιατί οι διαγωνισμοί μαγειρικής δεν έχουν κανένα νόημα
Ranking: Οι πιο αντιπαθητικοί παίκτες του MasterChef
Τα χειρότερα πιάτα του φετινού MasterChef
Το ‘Ugly Delicious’ είναι η μόνη εκπομπή μαγειρικής που πρέπει να δεις