ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Τα πρωταθλήματα που παίζαμε μόνοι μας μικροί

Τότε που σηκώναμε την κούπα του Final Four ρίχνωντας τάπες στον Τζόρνταν και ευστοχώντας σε buzzer beater που έκριναν ένα επεισοδιακό Σερβία-Κροατία. Μόνο που όλα αυτά τα κάναμε μόνοι μας.

Δεν ξέρουμε για ‘σένα, αλλά εμείς εδώ στο ΟΝΕΜΑΝ περάσαμε μια παιδική ηλικία γεμάτη τρόπαια και δάφνες. Αυτοί που υπογράφουν τα παρακάτω κειμενάκια έχουν υπάρξει πρωταθλητές στο τάβλι, κάτοχοι δαχτυλιδιών ΝΒΑ, παιδιά θαύματα στο σκάκι, κυπελλούχοι Wall Ball, ήρωες της τελευταίας στιγμής σε ανεπανάληπτους τελικούς Σερβία Κροατία στο μπάσκετ. Περίεργο βέβαια γιατί μετά το γύρισαν όλοι στη δημοσιογραφία.

Πρωταθλήματα τάβλι έστηνε ο Στέφανος Τριαντάφυλλος

Ε καλά, το να παίζεις μπάσκετ μόνος σου και να στήνεις ολόκληρα πρωταθλήματα, αγώνες και κυρίως επικές ανατροπές με ηρωικά buzzer-beater είναι κάτι συνυφασμένο με τα παιδικά χρόνια. Κάτι σαν το hemo, το παγωτό μηχανής και τα χαρτάκια Panini. Εκεί που νομίζω ότι ξεπέρασα τον εαυτό μου, όμως, ήταν στα αυτοσχέδια πρωταθλήματα τάβλι που έστηνα. Μόνος μου. Έπαιζα και άσπρα και τα κόκκινα στο παλιό τάβλι που είχαμε τα μεσημέρια του καλοκαιριού που όλος ο κόσμος κοιμόταν κι η τηλεόραση έπιανε μόνο ΕΡΤ, ANT1 και Mega με πολλά χιόνια. Οι κανόνες ήταν απλοί: έπαιζες χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, χωρίς να υποστηρίζεις ενδόμυχα έναν από τους δύο παίκτες. Πόρτες, πλακωτό και φεύγα, με τα εξάπορτα μου, με τα πιασίματα της παραμάνας και με τα όλα μου. Η μοναδική ουσιαστική διαφορά ήταν ότι αφού έπαιζα με αντίπαλο τον εαυτό μου, μπορεί και να ‘χανα.

Πανελλήνιο πρωτάθλημα παράνοιας ο Στέλιος Αρτεμάκης

Όχι δεν είμαι υπερβολικός όπως άλλες φορές (ή πάντα σύμφωνα με κάποιους που με ξέρουν χρόνια). Γιατί, τι μπορείς να καταλάβεις αν σου πω ότι έπαιζα τελικούς ΝΒΑ (εκείνη την εποχή ήμουν κωλοπαιδαράς Isiah Thomas ή Kevin Johnson που έριχνα τάπες σε Πίπεν και Τζόρνταν πολύ άνετα) που, όμως, διεξάγονταν με σύστημα final four (το βόλεϊ ήταν πολύ στα πάνω του) και βαθμολόγηση καταδύσεων; Δηλαδή προσπαθούσες να καρφώσεις στη μούρη του Τζόρνταν, ο οποίος φυσικά ήταν πολύ καλός αμυντικός, οπότε του έκανες γυριστή ντρίπλα από τα δικά του αριστερά, πήδαγες, έκανες σπάσιμο στη μέση αλά Γκάλης και κάρφωνες στην αυτοσχέδια μπασκέτα (από ένα μεταλλικό στεφάνι κρασοβάρελου στο χωριό). Γι’ αυτή σου την προσπάθεια έπαιρνες 9.8 και σήκωνες την κούπα του Final Four. Παράνοια, ε;

Πανελλήνιο πρωτάθλημα σκακιού έστηνε ο Ηλίας Αναστασιάδης

Στο τραπέζι του σαλονιού με 8 συμμετέχοντες. Και οι 8 συμμετέχοντες ήμουν εγώ. Δίπλα στο σκάκι, υπήρχε ένα επίχρυσο ρολόι σάλας για να μετράει το χρόνο μέχρι να πραγματοποιήσει ο παίκτης τις κινήσεις του. Όπως κάνουν στις κανονικές αναμετρήσεις. Δεν χρονομετρούσα ακριβώς τον καθένα, διότι δεν είχα τα τεχνικά μέσα. Αλλά το ρολόι υπήρχε.

Συνήθως οι αγώνες διαρκούσαν λιγότερο από μισή ώρα. Σύστημα round-robin (εδώ μπορείς να σταματήσεις και το διάβασμα), όλοι εναντίον όλων. Ο νικητής έπαιρνε 3 βαθμούς και ο ηττημένος 1. Αν ένα παιχνίδι ξεπερνούσε τα 70 λεπτά διάρκειας, το έβγαζα αυθαίρετα ισοπαλία. Από μισό πόντο ο καθένας. Ναι, στο τουρνουά μου ο ηττημένος έπαιρνε περισσότερους πόντους από αυτόν που έπαιρνε ισοπαλία. Παράλογη σκέψη αρχικά, λογικότατη όμως στο πλαίσιο της προαγωγής του θεάματος. Παίξτε ανοιχτά για να κερδίσετε. Κι αν χάσετε, πάρτε έναν πόντο για τον κόπο σας.

Μιλάμε για ιστορικές μάχες με ρουά ματ, ματ, πύργους, αλογάκια, στρατιώτες με το σ κεφαλαίο. Οι γονείς μου ήταν ενθουσιασμένοι που έπαιζα σκάκι με τον εαυτό μου. Κάπου εκεί ήταν που πείστηκαν ότι θα γίνω γιατρός ή δικηγόρος. Δεν ξέρω γιατί. Ούτε σκάκι ξέρω. Ούτε τότε ήξερα.

Πανελλήνιο & Παγκόσμιο Κύπελλο Wall Ball έστηνε ο Δημήτρης Βάσσος

Οι αγωνιστικές  καθημερινές λίγο μετά τις 8 το βράδυ ενώ οι μεγάλες διοργανώσεις γινόντουσαν τα Σαββατοκύριακα.  Η πόρτα του δωματίου έκλεινε, το παιχνίδι άρχιζε και αυστηρά δεν μπορούσε να διακοπεί για κανένα λόγο. Καρέκλες, τραπεζάκια όλα στην άκρη και ο αγώνας ξεκινούσε.  Το παιχνίδι παιζόταν κάθε φορά από 2 παίκτες, από μένα κι εμένα.

Όλοι οι αγώνες παιζόντουσαν στα 10 γκολ, όποια ομάδα έφτανε πρώτη κέρδιζε και προχωρούσε στον επόμενο γύρο. Το παιχνίδι απλό, χτυπούσα με δύναμη το ελαστικό μπαλάκι στον τοίχο και φυσικά ο σκοπός ήταν να μη δεχθώ γκολ. Όλοι οι αγώνες ντέρμπι! Τα θεαματικά γκολ και οι μεγάλες αποκρούσεις δεν έλειπαν από κανένα παιχνίδι. Οι σουτέρ φοβεροί γκολτζήδες.  Οι τερματοφύλακες ακόμα καλύτεροι, επιπέδου Βάντσικ, & Νικοπολίδη.  Οι ζωντανές μεταδόσεις θεαματικές, τύφλα να ‘χει ο Μανώλης Μαυρομάτης.

Φυσικά, κάποιες φορές οι αγώνες δεν πήγαιναν όπως ήθελα (όλο και κάποια ζημιά γινόταν) και υπήρχαν κόκκινες κάρτες, επεισόδια και παρατράγουδα παραγόντων (οι γονείς μου) όπου οδηγούσαν σε αμαύρωση του αθλήματος και σε διακοπή της διοργάνωσης.

Το μόνο καλό σε όλο αυτό; Ο Παναθηναϊκός ήταν πάντα ο τροπαιούχος και η Εθνική Ελλάδας μεγάλη παγκόσμια δύναμη στο Wall Ball.

Παγκόσμιο πρωτάθλημα Wrestling δωματίου έστηνε ο Μάνος Χωριανόπουλος

Όταν έχεις μαζέψει τις μινιατούρες των μεγαλύτερων σταρ του Wrestling και έχεις και ρινγκ φτιαγμένο από τον πατέρα σου (έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στο γνήσιο και 5 παραπάνω φιγούρες, επέλεξα το δεύτερο), δεν είναι δυνατόν να μη δημιουργήσεις ένα πρωτάθλημα.

Συμμετείχαν όλα τα μεγάλα αστέρια της εποχής, (Warrior, Hogan, Andre the Giant, Jake Roberts κλπ κλπ), τα οποία χειριζόμουν εγώ, που ήμουν ο πρόεδρος της διοργάνωσης ή για να είμαι πιο ακριβής, ο Θεός της διοργάνωσης.

Ξύλο μέχρι να σπάσουν (πλαστικά) χέρια, όμιλοι παλαιστών με κλήρωση (κλείνεις τα μάτια και βουτάς ένα από το σωρό) και σύστημα βαθμολογίας μπάσκετ, με νίκες και ήττες. Ισοπαλία δεν είχε, αφού  τα ματς ήταν Last Man Standing.

Ακολουθούσαν νοκ άουτ αγώνες, με σενάρια δικά μου, βρώμικες παρεμβάσεις από άλλες μινιατούρες που μισούσαν τις μινιατούρες, που τις είχαν αποκλείσει στον προηγούμενο γύρο και φυσικά κορύφωση του δράματος με τον μεγάλο τελικό.

Κοιτάζοντας αυτό το πρωτάθλημα μετά από 24 χρόνια, ένα είναι το συμπέρασμα. Ότι το Wrestling με κουκλάκια, είναι ένα άθλημα που πλακώνονται πολλοί και στο τέλος κερδίζει πάντα ο Hulk Hogan.

Παγκόσμιο κύπελλο υποβρύχιας κωλοτούμπας ο Χρήστος Χατζηιωάννου

Θα μπορούσα να μιλήσω και για το ποδοσφαιράκι που έπαιζα με ένα ζευγάρι κάλτσες για μπάλα, το οποίο πέταγα στον αέρα και το κλωτσούσα ο ίδιος προς το μέρος μου ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου. Αλλά δεν συγκρίνεται με το πρωτάθλημα που παιζόταν κάθε καλοκαίρι σε μια πισίνα στα προάστια της πόλης Μεσίνα στην Σικελία.

Η πισίνα είναι του νονού μου (και Σικελός και νονός, δεν σε χάλασε) και εκεί με παρατούσαν κάνα δυο βδομάδες οι γονείς μου με παρέα τα φραγκόσυκα γύρω από την πισίνα και τις πίτσες με το μέτρο τα βράδια. Στεκόμουν όρθιος μέσα στην πισίνα, βαφτιζόμουν Έλληνας – Γερμανός – Γάλλος κλπ, έβαζα μια νοητή ευθεία μέχρι ένα συγκεκριμένο πλακάκι ως σταθερά και ξεκίναγα την κωλοτούμπα στο νερό. Κι ανάλογα με το πόσα πλακάκια απόκλιση από τον στόχο είχα μετά την κωλοτούμπα, διαμορφωνόταν και η βαθμολογία μου.

Την τελευταία χρονιά που είχα γίνει πλέον έξπερτ και έπαιρναν όλοι 10άρια, έβαλα και κριτές στο παιχνίδι που βαθμολογούσαν αν προσγειώθηκαν τα πόδια μου ταυτόχρονα και τέτοια.

Από κωλοτούμπες άλλο τίποτα..

Πρωτάθλημα μπάσκετ (οτιδήποτε) ο Μάνος Μίχαλος

Αρχικά έπαιζα στη γωνιά που κάνει η πόρτα όταν είναι ανοιχτή και κολλημένη στον τοίχο, στο σπίτι της γιαγιάς μου (την ώρα που ο γείτονας και πολύ φίλος Γιώργος έπαιζε στο συρτάρι του κομοδίνου με μπαλάκι τένις και έκανε σουτ αλά Σαν Επιφάνιο (ναι, τόσο πίσω, 6 χρονών ήμασταν). Στη συνέχεια έκανα upgrades, πήρα μπασκετούλα και την κόλλησα στην ντούλαπα στο σπίτι και βρήκα τον έρωτα της ζωής μου, μιας πορτοκαλί αφράτης μπαλίτσας (για να μην κάνει πολύ θόρυβο), για να φτάσω στο σημείο να κολλήσω και μια ακόμη μπασκετούλα στο απέναντι τζάμι. Ναι, το διπλό ήταν ο μεγάλος στόχος, τότε άρχισαν οι μεγάλες διοργανώσεις.

Με ένα τετράδιο τεράστιο, χοντρό και σκληρό σαν αυτά που κρατάνε οι λογιστές έσοδα και έξοδα, πολλή φαντασία και κιλά ιδρώτα (σουτ, τάπες, να πέφτω στο κρεβάτι για να κάνω buzzer beater) διοργάνωνα συνέχεια πρωταθλήματα. Έγραφα όλα τα ρόστερ των ελληνικών ομάδων, έβγαζα το πρόγραμμα (συνήθως ήταν το ίδιο με το επίσημο της Α1) και έπαιζα ΟΛΟΥΣ τους αγώνες. Νομίζω, ότι κάπου εκεί κατέληξα ότι δύο πράγματα θα προσπαθούσα να κάνω: ή να παίξω μπάσκετ επαγγελματικά ή να γίνω δημοσιογράφος για να κάνω μεταδόσεις. Τελικά, πολλά χρόνια μετά και αφού πήγε από το δωμάτιο σε γήπεδο επί σειρά ετών, ως ψιλοτεμπέλης που ήμουν, επέλεξα το δεύτερο.

Πιστεύω πραγματικά (παρότι τα περισσότερα αγόρια έκαναν παρόμοια πράγματα με αυτό που περιγράφω) ότι έχω διοργανώσει τα μεγαλύτερα μπασκετικά events και έχω παίξει ρόλο στα μεγαλύτερα simulations τελικών. Να, για παράδειγμα, με τον Διονύση εκτός έδρας (στο δικό του διπλό γήπεδο στο δωμάτιό του, στην Πανδώρας), παίξαμε ένα Σερβία – Κροατία λες και δεν υπήρχε αύριο, το οποίο κρίθηκε στον πόντο (αν δεν με απατάει η μνήμη μου, είχα κερδίσει).

Με την Κροατία ήμουν προφανώς. Τόνι Κούκοτς (ναι, ρε προφανώς και σούταρα με το αριστερό όταν ήμουν ο Κούκοτς. Μαλακίες θα κάνουμε;)