ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Με τους Gadjo Dilo ακόμα και η Δευτέρα περνάει σαν Σάββατο

Στο La Soiree de Votanique στήθηκε ένα γλέντι αλά παλαιά συνοδεία ελληνικού καφέ Λουμίδη Κουπάτου και υπέροχες gypsy διασκευές που δεν μπορούσαν παρά να μας φτιάξουν τη διάθεση.

Τα λεπτά που χρειάζεται μία μελωδία για να μας παρασύρει στο μακρινό ταξίδι της στον κόσμου του καλού ζαμανφουτισμού είναι τόσο λίγα που μετά βίας προλαβαίνουμε να προσδεθούμε στη θέση μας πριν την απογείωση. Ναι, αυτό είναι το υπέροχο της μουσικής και ναι, αυτό ένα τέτοιο γεγονός είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί το απόγευμα μίας Δευτέρας. Και δη, όταν η συγκεκριμένη Δευτέρα έχει λάβει και με την επιστημονική βούλα, τις τιμές της πιο καταθλιπτικής Δευτέρας του χρόνου.

Στο La Soiree de Votanique μύριζε ελληνικός καφές και κάτι σαν ζαχαρωτό. Μέχρι το λουκουμάκι πάνω σε μπισκότο να προσγειωθεί στο τραπέζι μας παρέα με έναν Λουμίδη Κουπάτο, δεν τόλμησα να το μοιραστώ με κάποιον. Ούτε καν ως ερώτηση του στυλ: ‘Σας μυρίζει κάτι σαν ζαχαροκάτι;‘. Ήταν 18.30 όταν τα τραπεζάκια στον χώρο έξω από το μπαρ (όπου θα γινόταν και το live) του μαγαζιού άρχισαν να γεμίζουν.

Και αν αναρωτιέσαι πώς βρέθηκε ο Λουμίδης Κουπάτος να κάνει παρέα με τους Gadjo Dilo, να σου θυμίσουμε ότι ο Λουμίδης Κουπάτος είναι ένα χαρμάνι που δημιουργεί τη δική του παράδοση όντας πιστό στις ήδη υπάρχουσες παραδόσεις ακριβώς όπως συμβαίνει και με το συγκρότημα που έχει κάνει μερικές από τις καλύτερες διασκευές ρεμπέτικων τραγουδιών.

Κόσμος από όλες τις ηλικίες χωρίς υπερβολή, έμπαινε μέσα. Έβγαζε την κουκούλα του (ναι, μέσα σε όλο το καταθλιπτικό σκηνικό της ημέρας ήταν και η βροχή) κοντοστεκόταν στο stand του Λουμίδης Κουπάτος που βρισκόταν ακριβώς στην είσοδο και παράγγελνε τον καφέ του. Δέκα λεπτά πριν τις 20.10, οπότε και περάσαμε στο χώρο του live, το μόνο κοινό που μοιραζόμασταν οι παρευρισκόμενοι ήταν η πρόσκληση για μία βραδιά με τους Gadjo Dilo. Κατά τ’ άλλα: διαφορετικές ηλικίες, πιθανότατα διαφορετικά χούγια, άλλες δουλειές, άλλες φάτσες, διαφορετικοί ήχοι γέλιου, διαφορετικός τρόπος σηκώματος της κούπας του καφέ από το τραπέζι. Παρ’ όλα αυτά, κάτι μας έδενε. Αν ήσουν εκεί, από τη θέση του εξωτερικού παρατηρητή, σίγουρα θα έλεγες ότι εκείνο που μας έδενε ήταν η επιθυμία να περάσουμε καλά και διαφορετικά τη Δευτέρα μας.

Ίσως, παρατηρούσες και την τάση όλων μας να απολαμβάνουμε τον Λουμίδη Κουπάτο μας λες και τον πίνουμε πρώτη φορά. Παρεμπιπτόντως, αυτό συμβαίνει κάθε φορά που μπορείς να απολαύσεις τον ελληνικό καφέ σου δίχως το άγχος ότι πρέπει να τον τελειώσεις γρήγορα για να προλάβεις κάτι. Ήταν πραγματικά όλα τόσο ξέγνοιαστα. Τόσο ανέλπιστα ξέγνοιαστα. Σαν απόγευμα Σαββάτου.

Οι Gadjo Dilo άρχισαν να ‘σφυρίζουν’ επί σκηνής γύρω στις 20.20. Στις 20.30 είχαμε γίνει όλοι μία παρέα που τραγουδούσε διασκευές του Τσιτσάνη και της Edith Piaf με τέτοια άνεση που αδύνατον να πίστευες (ως εξωτερικός παρατηρητής ή ως θεατής του live streaming που λάμβανε χώρα εκείνη την ώρα) ότι δεν το είχαμε προβάρει τουλάχιστον 10 φορές. Και όμως, δεν το είχαμε προβάρει ούτε μισή.

Πώς γίνεται και κολλήσαμε έτσι όλοι εμείς οι φαινομενικά άσχετοι; Αν δεις τα μέλη του συγκροτήματος και τις ιδιαίτερες προσωπικότητες που ο καθείς εξ αυτών κουβαλάει επί σκηνής, δεν θα είχες αυτήν την απορία. Ούτε εγώ την έχω πια. Η επόμενη μία ώρα και κάτι πέρασε με μουσικές. Vintage, αλλά σημερινές, gypsy και jazz. Όταν πια είχαμε γίνει ‘φίλοι’, αποφάσισαν να μοιραστούν μαζί μας και δύο από τα καινούρια τους κομμάτια. Το ένα ήταν του Τσιτσάνη και το άλλο ήταν το ‘Θα σε πάρω να φύγουμε’ σε γαλλική version. Καταπληκτική.

*Τους Gadjo Dilo, ο περισσότερος κόσμος – μεταξύ τους και εγώ – τους μάθαμε κυρίως μέσα από την ενέργεια του Λουμίδη Κουπάτου (πρόκειται για μία σειρά mini ντοκιμαντέρ από εκπροσώπους της τέχνης, της μαγειρικής, της μουσικής, που δημιουργούν τη δική τους παράδοση παίρνοντας έμπνευση και στοιχεία από τις προηγούμενες γενιές).

Χορεύαμε και σιγοτραγουδούσαμε μέχρι τις δέκα παρά κάτι. Η Δευτέρα είχε σχεδόν φτάσει στο τέλος της. Εύκολα. Ρυθμικά. Βγαίνοντας έξω, η βροχή είχε σταματήσει. Δεν ξέρω αν ήταν οιωνός ότι ‘αλλάξαμε’ το κλίμα μίας σταμπαρισμένα κακής ημέρας. Το μόνο που ξέρω είναι ότι η συγκεκριμένη, με την εξέλιξη που είχε δεν θα μας χαλούσε καθόλου αν δεν τελείωνε ποτέ.

Sponsored by Λουμίδης Κουπάτος