
25 χρόνια μετά, το Final Destination: Bloodlines πειράζει τη φόρμουλα
Το Final Destination είχε μετατρέψει καθημερινά σενάρια σε παγίδες θανάτου. Τώρα μπορεί ο θάνατος να μην έχει τον τελευταίο λόγο.
- 15 ΜΑΙ 2025
«Στον θάνατο δεν υπάρχουν ατυχήματα, δεν υπάρχουν συμπτώσεις, δεν υπάρχουν ατυχίες και δεν υπάρχουν διαφυγές». Αυτά ήταν τα ανησυχητικά λόγια του παντογνώστη νεκροθάφτη William Bludworth (Tony Todd) στο πρώτο Final Destination το 2000, μία ταινία τρόμου χωρίς κάποιο μασκοφόρο δολοφόνο, αιμοβόρο βαμπίρ ή εγκεφαλοφάγα ζόμπι να βασανίζουν τα θύματά της. Μονάχα το απειλητικό φάσμα του θανάτου και μία σκληρή πραγματικότητα: όσο μακριά κι αν τρέξουμε, όσο καλά κι αν κρυφτούμε, θα έρθει εν τέλει για όλους μας.
Στο Final Destination είναι η ουσία του ίδιου του θανάτου που διεισδύει σε καθημερινά αντικείμενα ώστε να κατασκευάσει μερικούς από τους πιο φρικιαστικούς θανάτους που έχουν κινηματογραφηθεί ποτέ.
Πίσω στην αρχική ταινία, ο θάνατος σίγουρα δεν είχε έρθει ειρηνικά για μία ομάδα μαθητών Λυκείου και τον καθηγητή τους, οι οποίοι είχαν γλιτώσει οριακά από το θανατικό αφότου είχαν κατέβει από το αεροπλάνο τους, την πτήση 180, λίγο πριν αυτή εκραγεί. Το είχαν πετύχει χάρη στο προαίσθημα ενός εκ των παιδιών, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν ότι ο Χάρος ήθελε να τους εκδικηθεί επειδή κατάφεραν να εξαπατήσουν τον σχεδιασμό του.
Έτσι, επί 90 λεπτά, οι θεατές θα παρακολουθούσαν αυτόν τον αόρατο big bad να ενορχηστρώνει μερικούς από τους πιο περίπλοκους και σοκαριστικούς θανάτους που μπορεί να φανταστεί κανείς, με τη χρήση συνηθισμένων αντικειμένων, από ένα σχοινί για ρούχα μέχρι μαχαίρια κουζίνας. Οι millennials ειδικά φεύγαμε τότε από το σινεμά φοβισμένοι από τα πάντα γύρω μας. Κοιτούσαμε τον νεροχύτη με τρόμο.
Το Final Destination ωστόσο δεν θα γινόταν ποτέ ταινία. Ο δημιουργός του, Jeffrey Reddick, οπαδός του τρόμου από την παιδική του ηλικία, είχε γράψει ένα σενάριο για τα X-Files με το όνειρο και την ελπίδα πως θα προσέλκυε έναν ατζέντη να τον εκπροσωπήσει και να πουληθεί στη σειρά. Με τίτλο Flight 180, εκείνη η ιστορία ήταν εμπνευσμένη από ένα άρθρο ειδήσεων για μία γυναίκα που απέφυγε μία συντριβή αεροπλάνου λαμβάνοντας υπόψη την προειδοποίηση της μητέρας της ότι η πτήση της επρόκειτο να εκραγεί.
Το σενάριο δεν υποβλήθηκε ποτέ στα X-Files, το στούντιο New Line όμως αγόρασε την ιστορία του Reddick και την έριξε στην αγκαλιά δύο εκ των πιο παραγωγικών σεναριογράφων των X-Files όλων των εποχών, του James Wong (σκηνοθέτης της πρώτης και της τρίτης ταινίας Final Destination) και του Glen Morgan.
Σε αυτούς τους δύο πιστώνεται η σκανταλιάρικη διάθεση των ταινιών, μπολιασμένη σε ένα ορίτζιναλ σενάριο με ακραίο φαταλισμό που δεν θα καταπινόταν εύκολα. Έκαναν τον Θάνατο παιχνιδιάρικο μέσω περίτεχνων δολοφονικών σχεδίων που είχαν εμπνευστεί από τα διάσημα σχέδια του αμερικανού καρτουνίστα Rube Goldberg, με τις «συσκευές αλυσιδωτής αντίδρασής» του – φανταστικές εφευρέσεις όπου το σημείο Α χτυπάει το σημείο Β, το οποίο θα πρέπει να χτυπήσει το Γ, που με τη σειρά του θα χτυπήσει το Δ, σε τέλεια αλληλουχία.
Σε εκείνους πιστώνεται και το γεγονός ότι το στούντιο υποχώρησε σε σχέση με την απουσία κάποιου φονιά. Τα μεγάλα κεφάλια δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ή να φανταστούν έναν κακό που δεν μπορούσε να δει. Η ιδέα τους ήταν πως θα εμφανιζόταν κάποια φυσική φιγούρα μέσα από τις σκιές για να χλευάσει τον πρωταγωνιστή Alex, ο Wong και ο Morgan όμως είχαν αντισταθεί σθεναρά υπερασπιζόμενοι το όραμά τους για τον Θάνατο ως αφηρημένη δύναμη που γίνεται απτή μονάχα μέσω στοιχειωδών στοιχείων όπως οι ριπές του ανέμου ή το νερό που τρέχει, σηματοδοτώντας έτσι την παρουσία και τις μοιραίες μηχανορραφίες του.
Αυτό που οδηγεί τις σκηνές όπου το κοινότοπο γίνεται κακόβουλο, είναι η δραματική ειρωνεία του κοινού που γνωρίζει ότι, είτε στον οδοντίατρο, είτε σε ένα θάλαμο σολάριουμ, οι χαρακτήρες θα βρεθούν άθελά τους στο κέντρο κάποιας παγίδας θανάτου.
Είναι ένα συνηθισμένο trope στα slashers τρόμου το να επιβιώνει κανείς στο τέλος, το Final Destination όμως μασάει τους πρωταγωνιστές του σαν τσιχλόφουσκες, πρωτοπορώντας με «φόνους» τύπου χτυπήθηκε-ξαφνικά-από-λεωφορείο που δεν αναπαράχθηκαν μονάχα στον τρόμο, αλλά πέρασαν όχι μόνο σε πιο οικογενειακές ταινίες αλλά και στην prime time τηλεόραση.
Στο Final Destination: Bloodlines, μία από τις μετατροπές που δυστυχώς δεν θα απολαύσουμε τα κοινά της Αθήνας, είναι πως η προσωποποίηση του Θανάτου έχει εξελιχθεί ακόμη περισσότερο, με την κινηματογράφηση να χρησιμοποιεί το απειλητικό κάδρο των IMAX καμερών να ανοίγει για να ανακοινώσει στο κοινό ότι έχει καταφθάσει.
Μία ακόμη αλλαγή είναι πως αυτή η ιστορία συνδέει όλες τις προηγούμενες μεταξύ τους.
Μία φοιτήτρια προσπαθεί να σώσει την οικογένειά της από τον κύκλο του θανάτου που είχε ξεκινήσει με το προμήνυμα της αποστασιοποιημένης γιαγιάς της που είχε εξαπατήσει τον θάνατο τη δεκαετία του ’60.
Τότε οι νεαροί εραστές Iris (Brec Bassinger) και Paul (Max Lloyd-Jones) είχαν πάρει το ασανσέρ για να φτάσουν στην κορυφή ενός κτιρίου, όπου θα διασκέδαζαν με φαγητό και χορό. Τότε όμως η μία μικρή ενέργεια θα οδηγούσε σε μία άλλη, και μετά σε μία άλλη, και πριν το καταλάβουν ολόκληρο το μέρος θα καιγόταν, η γυάλινη πίστα θα κατέρρεε, και θα πέθαιναν οι πάντες αποτρόπαια. Μόνο που η καταστροφή αυτή είναι το όραμα της Iris, η οποία είχε καταφέρει τότε να τους μεταφέρει σχεδόν όλους αλλού με ασφάλεια, αψηφώντας έτσι το σχέδιο του Θανάτου.
Το φλογερό όραμα της Iris στοιχειώνει τώρα την εγγονή της, Stefani (Kaitlyn Santa Juana), μία φοιτήτρια που έχει αρχίσει να στερείται τόσο πολύ τον ύπνο της που επηρεάζει την υποτροφία της. Αφού συναντά την τελικά από καιρό αποξενωμένη Iris που ζει σε ένα παγιδευμένο με βόμβες φρούριο όπως το καταφύγιο της Jamie Lee Curtis στα πρόσφατα Halloween, η Stefani συνειδητοποιεί πως ο θάνατος για εκείνη και την οικογένειά της πλησιάζει, ως τελευταίοι επιζώντες απόγονοι των ανθρώπων που έπρεπε να είχαν πεθάνει σε εκείνο το εστιατόριο.
Όπως γράφεται στο σενάριο από τον Guy Busick και τη Lori Evans Taylor, αυτή η πολυγενεακή προσέγγιση της ιστορίας προσδίδει συναισθηματική βαρύτητα στο Bloodlines. Με τον μακάβριο τρόπο τους, οι σκηνές δολοφονίας αναδεικνύουν το θαύμα της ζωής αποκαλύπτοντας τον τεράστιο ιστό από μικροσκοπικές συμπτώσεις που στηρίζουν την εύθραυστη ύπαρξη της ανθρωπότητας. Ο θάνατος δεν είναι κάποιο συγκλονιστικό αποτέλεσμα, η ζωή όμως είναι.
Και ενώ τα Final Destination περιστρέφονται συνήθως γύρω από εφήβους που μαθήματα για τις συνέπειες της παρορμητικής ζωής, η εκπαίδευση των θυμάτων εδώ λαμβάνουν ωριμότερη εκπαίδευση. Προστατεύοντας εμμονικά την οικογένειά της με κάθε κόστος, η μητέρα της Stef για παράδειγμα, Darlene (Rya Kihlstedt), αποδεικνύει πώς η κεντρική παράνοια που τροφοδοτεί το franchise δεν έχει πολλές διαφορές από την καθημερινή γονική μέριμνα.
Σε ένα μικρό, επίσης, νεύμα ανταπόκρισης στον κόσμο που έχει αλλάξει στα 15 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το τελευταίο Final Destination, ενώ ο φόβος της Iris έχει διαμορφωθεί σε μία αναλογική εποχή, η ίδια είναι πρότυπο της κουλτούρας των θεωριών συνωμοσίας που έχει αποδειχθεί διάχυτη στην αποπροσανατολιστική ψηφιακή εποχή μας. Αν και η εμμονική της προσοχή είναι δικαιολογημένη εδώ, δεν παύει να σαπίζει συθέμελα την οικογένειά της.
Το Bloodlines χρησιμοποιεί την άμεση αντιπαράθεση μεταξύ χαρακτήρων που γνωρίζονται στενά μεταξύ τους για να αναζωογονήσει μία μορφή βασανιστηρίων που συνήθως προορίζεται για εντελώς ξένους. Το βασικό καστ έχει μεταδοτική χημεία που βελτιώνει αφάνταστα τον τόνο της ταινίας και – ακόμα και αν οι χαρακτήρες είναι τοποθετημένοι σε μία ούτως ή άλλως καλή πλοκή – υπάρχουν τμήματα της ιστορίας που δεν θα λειτουργούσαν το ίδιο καλά χωρίς αυτή. Είναι πιο συναρπαστικό να παρακολουθείς συγγενείς να μάχονται το σχέδιο του Θανάτου και τις μικροπρέπειές τους παράλληλα, παρά μονοδιάστατες καρικατούρες.
Φυσικά, βλέπουμε Final Destination για τις ιδέες όσο οι φοιτητές πηγαίνουν στη Μύκονο για τις πληροφορίες.
Το franchise γινόταν πιο μνησίκακο με κάθε νέα ταινία, λιγότερο επιφανειακά ασχολούμενο με την επιβίωση και περισσότερο με την προοπτική της επόμενες εφευρετικής παγίδας θανάτου. Το Bloodlines αγκαλιάζει αυτή την κατασκευή της ύστερης περιόδου, με τον Zach Lipovsky και τον Adam B. Stein που σκηνοθετούν να ανεβάζουν πρόθυμα τα θανατικά σε στιγμές χειροκροτήματος με εκρήξεις αιματηρού κομφετί.
Αυτές οι ταινίες είναι supercuts διεστραμμένης φαντασίας και το Bloodlines το κάνει ανάλαφρα αυτό, χωρίς να κολλάει στο lore ή σε εμπόδια όπως “χαρακτήρες”. Η ταινία δεν είναι εδώ για να δημιουργήσει αξιομνημόνευτους τέτοιους, είναι εδώ για να τους σκοτώσει με πολύπλοκους τρόπους.
Επιμένουν δε στο αειθαλές στιλιστικό εγχειρίδιο της σειράς. Θα βρεις όλα τα χαρακτηριστικά που γνωρίζουν και αγαπούν οι λάτρεις των Final Destination – ολλανδικές γωνίες που σηματοδοτούν το επικείμενο χτύπημα του Θανάτου μπροστά από συνεχείς αντιπερισπασμούς και παρ’ ολίγον ατυχήματα, πριν παραδώσουν ένα πανηγύρι CGI ακρωτηριασμένης σάρκας. Η αναδρομή στο εστιατόριο είναι από μόνη της μία υπέροχη μίνι ταινία καταστροφής που θυμίζει Irwin Allen και τις δικές του περιπέτειες στην κόλαση.
Το Bloodlines έχει επίσης τη διάκριση να είναι η τελευταία ταινία του αείμνηστου Tony Todd, μιας θρυλικής παρουσίας στο είδος του τρόμου, η συμμετοχή του οποίου της προσέδιδε αέρα νομιμότητας σε κάθε παραγωγή. Εδώ είναι το κοντινότερο στοιχείο σε κάποιο ηθικό κέντρο.
Η μοναδική του σκηνή έχει όλη τη βαρύτητα που θα περίμενε κανείς από την τελευταία ερμηνεία του ηθοποιού, μεταδίδοντας σοφία που υπογραμμίζει αλλά και συγκρούεται με τη μοιρολατρία που κυλάει στις φλέβες του franchise. Ο αυτοσχέδιος μονόλογός του αφορά την αξία του να απολαμβάνεις κάθε δευτερόλεπτο της ζωής, επειδή αυτή μπορεί να τελειώσει ανά πάσα στιγμή. Θα ακουστεί μελό ναι, αλλά ο Θάνατος στο Final Destination δεν χρειάζεται να έχει πάντοτε τον τελευταίο λόγο.
Το Final Destinations: Bloodlines (Βλέπω τον Θάνατό σου 6: Δεσμοί Αίματος) κυκλοφορεί από τις 15/5 στις ελληνικές αίθουσες.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.